ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - 05/08/2011
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - 05/08/2011
ΘΕΜΑ: «Για τη βελτίωση της Ρυθμιστικής Διακυβέρνησης»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Στο σχέδιο νόμου «Για τη βελτίωση της Ρυθμιστικής Διακυβέρνησης»
Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Η διαφθορά, η γραφειοκρατία, η πολυνομία και η επικάλυψη των αρμοδιοτήτων είναι ως γνωστό τα σημαντικά και χρόνια προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Το κανονιστικό καθεστώς στην Ελλάδα είναι παρεμβατικό, πολυδάπανο, δύσκαμπτο και εστιαζόμενο στις λεπτομέρειες παρά στο αποτέλεσμα. Οι διοικητικές, δε, πρακτικές ευνοούν το νομικισμό και την τυπολατρία αντί της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας.
Για την αντιμετώπισή όλων αυτών των προβλημάτων καθίσταται αναγκαίος αφενός ο προγραμματισμός του νομοθετικού έργου, αφετέρου η βελτίωση των κανόνων παραγωγής του. Επίσης, η προώθηση του νομοθετικού προγραμματισμού και η ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας των θεσμικών οργάνων σχεδιασμού και εποπτείας των ρυθμίσεων, λειτουργεί συντονιστικά ως προς την επίτευξη μίας σειράς στόχων και μεταρρυθμιστικών αναγκών της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας, υπό το πρίσμα της μείωσης της γραφειοκρατίας και σύνδεσης των ρυθμιστικών στόχων και δράσεων με τις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Η άμεση εντατικοποίηση αυτών των μέτρων επιβάλλεται, εκτός των άλλων, και από την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Με τη θεσμική κατοχύρωση και οριοθέτηση των αρχών και των μέσων του ρυθμιστικού προγραμματισμού γίνεται πλέον λόγος για μια βελτίωση της «ρυθμιστικής διακυβέρνησης» που βασίζεται κυρίως στην προώθηση νομοθετικών μεταρρυθμίσεων και την καλυτέρευση του
κυβερνητικού συντονισμού. Συγκεκριμένα, ο προγραμματισμός στο σχεδιασμό και τη ρυθμιστική παραγωγή των Υπουργείων και η προτυποποίηση των συστημάτων αξιολόγησης των επιπτώσεων της νομοθεσίας και προώθησης του διοικητικού συντονισμού, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ρυθμιστικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα και την ευρύτερη αναδιοργάνωση της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών.
Για τη, δε, επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής κοινωνικής συναίνεσης και συνοχής είναι σκόπιμη η συμμετοχή των ενδιαφερομένων κοινωνικών ομάδων στο σχετικό διάλογο και διαβούλευση που διενεργούνται με την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας, ιδίως με τη χρήση του διαδικτύου.
Σε γενικές γραμμές με το νόμο για τη βελτίωση της ρυθμιστικής διακυβέρνησης επιδιώκεται:
• Μείωση των επικαλύψεων και συναρμοδιοτήτων κατά την εφαρμογή των ρυθμίσεων της νομοθεσίας
• Περιορισμός των ενδο-διοικητικών βαρών και απλούστευση των διαδικασιών παροχής των δημοσίων υπηρεσιών.
• Ενίσχυση του διοικητικού συντονισμού μεταξύ των Υπουργείων και φορέων της κυβέρνησης, τόσο σε ρυθμιστικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο εφαρμογής και ελέγχου των δημόσιων πολιτικών. Βασική προϋπόθεση όλων αυτών είναι μια σαφής και ολοκληρωμένη πολιτική για την καλή νομοθέτηση, η οποία αξιοποιεί την επιστημονική γνώση και εμπειρία σε σχέση με την καλή ποιότητα των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων.
ΙΙ. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αναλυτικά στα άρθρα του προτεινόμενου νομοσχεδίου προβλέπονται τα εξής:
Με το άρθρο 1 αποσαφηνίζονται βασικοί όροι της ρυθμιστικής διακυβέρνησης που περιλαμβάνονται στο παρόν Σχέδιο Νόμου.
Στο άρθρο 2 παρατίθενται οι βασικές «αρχές της καλής νομοθέτησης» που πρέπει να διέπουν όλες τις ρυθμίσεις και διασφαλίζουν την ποιότητα που παραγόμενου αποτελέσματος.
Στο άρθρο 3 παρουσιάζεται η διαδικασία της καλής νομοθέτησης, η οποία σχεδιάζεται με βάση την αναγκαιότητα της ρύθμισης, τη διαβούλευση και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Οι Υπουργοί στην αρχή της ετήσιας κοινοβουλευτικής συνόδου ενημερώνουν το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης σχετικά με τον αριθμό των νομοσχεδίων που προτίθενται να εισάγουν για ψήφιση στη Βουλή και τα οποία δε μπορεί να υπερβαίνουν τα δύο, εκτός και αν η υπέρβαση δικαιολογείται από τις επικρατούσες συνθήκες, έχοντας λάβει πρώτα την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Εφόσον προβλέπεται η έκδοση προεδρικών διαταγμάτων ή άλλων κανονιστικών πράξεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία, τα σχέδια αυτών οφείλουν πρώτα να εισάγονται για συζήτηση στο υπουργικό Συμβούλιο σε συνδυασμό με το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 υποχρεούνται τα Όργανα Θέσπισης Ρυθμίσεων, μεταξύ άλλων, να εντοπίζουν και να οριοθετούν το πρόβλημα που επιβάλλει τη ρύθμιση, να τεκμηριώνουν τις αρνητικές συνέπειες της μη ρύθμισης, να προσδιορίζουν εναλλακτικές επιλογές, τα οφέλη, το κόστος και τις διακινδυνεύσεις της κάθε επιλογής και να διατυπώνουν συγκεκριμένους, μετρήσιμους, σαφείς και χρονικά οριοθετημένους στόχους που επιδιώκονται με τη ρύθμιση.
Στο άρθρο 5 οριοθετούνται δεσμευτικά τα μέσα της καλής νομοθέτησης τα οποία είναι η ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων, η απλούστευση, η κωδικοποίηση, η αναμόρφωση του δικαίου, η διαβούλευση, η αιτιολογική έκθεση των νόμων και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής των ρυθμίσεων.
Στο άρθρο 6 αναλύονται οι συνέπειες των ρυθμίσεων. Κάθε νομοσχέδιο, προσθήκη ή τροπολογία και κάθε κανονιστική απόφαση μείζονος οικονομικής ή κοινωνικής σημασίας συνοδεύεται από έκθεση ανάλυσης συνεπειών ρυθμίσεων. Το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης, αφού γνωμοδοτήσει επί της έκθεσης ανάλυσης των συνεπειών καταθέτει το πόρισμά του στη Βουλή και μαζί με το σχέδιο νόμου αναρτάται στον οικείο δικτυακό τόπο.
Στο άρθρο 7 προβλέπεται η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής του νόμου. Κάθε νόμος υπόκειται σε αξιολόγηση μετά την πάροδο έτους και σε κάθε περίπτωση πριν την παρέλευση τριετίας για τη θέση σε ισχύ. Αξιολογείται η ρύθμιση με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν από την εφαρμογή της, όπως το κόστος, οι αρνητικές επιπτώσεις, οι παρεπόμενες συνέπειες, τα οφέλη και τα θετικά αποτελέσματα . Η αξιολόγηση διενεργείται από το Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του οικείου Υπουργείου, το οποίο διατυπώνει τις προτάσεις βελτίωσης, τροποποίησης ή αναθεώρησης των διατάξεων του νόμου που κρίνονται αναγκαίες.
Στο άρθρο 8 αναλύεται η διαδικασία της διαβούλευσης. Η σχεδιαζόμενη νομοθετική ρύθμιση υποβάλλεται σε διαβούλευση με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και συμμετοχή σε αυτήν των πολιτών, κοινωνικών φορέων και κάθε ενδιαφερόμενου.
Στο άρθρο 9 θεσμοθετείται ως πρακτική καλής νομοθέτησης η απλούστευση των ρυθμίσεων και των διαδικασιών, με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Προβλέπονται ρυθμίσεις για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας όπως για παράδειγμα η μείωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, ο περιορισμός των διοικητικών επιβαρύνσεων και η παροχή δυνατότητας ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
Στο άρθρο 10 θεσμοθετείται η κωδικοποίηση. Στόχος της είναι ο περιορισμός της πολυνομίας και η επικαιροποίηση της νομοθεσίας, έτσι ώστε οι κανόνες να είναι λειτουργικοί, εύληπτοι και προσιτοί. Το Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του καθ' ύλη αρμόδιου Υπουργείου, εντοπίζει τα νομικά πεδία στα οποία θα γίνει η κωδικοποίηση. Παράλληλα συλλέγει, ταξινομεί και προωθεί την κωδικοποιούμενη ρυθμιστική ύλη στην Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΚΕΚΗΝ) ή στην Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου.
Στο άρθρο 11 ρυθμίζεται το ζήτημα της μεταφοράς και της ενσωμάτωσης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ελληνική έννομη τάξη εφαρμόζοντας τις αρχές και τους κανόνες της καλής νομοθέτησης.
Στο άρθρο 12 συστήνονται οι δομές της καλής νομοθέτησης, οι οποίες θα αναλάβουν το έργο της νομοπαραγωγικής διαδικασίας. Σε κάθε υπουργείο συστήνεται Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας, τα οποία είναι αρμόδια για τη σύνταξη και ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων, τη διενέργεια κοινωνικού διαλόγου και δημόσιας διαβούλευσης, την αξιολόγηση των επιπτώσεων των ρυθμίσεων, καθώς και την επισήμανση των διατάξεων που χρήζουν απλούστευσης και κωδικοποίησης.
Στο άρθρο 13 θεσμοθετείται η λειτουργία των Γραφείων Καλής Νομοθέτησης και Νομοθετικής Πρωτοβουλίας. Σε κεντρικό επίπεδο συστήνεται το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, το οποίο συντονίζει και συνεργάζεται με τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας.
Στο άρθρο 14 προβλέπεται σε κάθε Υπουργείο, η συγκρότηση νομοπαρασκευαστικών επιτροπών για την επίτευξη του στόχου της καλής νομοθέτησης.
Στο άρθρο 15 συστήνονται στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης η Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου, καθώς και η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Νομοθέτησης (ΚΕΚΗΝ).
Στο άρθρο 16 ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στη σύνθεση και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Αναμόρφωσης του Δικαίου. Βασικές αρμοδιότητες της Επιτροπής είναι η υποβολή προτάσεων προς τον Πρωθυπουργό για συγκεκριμένα νομικά πεδία, στα οποία κρίνεται απαραίτητη η αναμόρφωση της νομοθεσίας. Η σύνταξη και η υποβολή προς τον Πρωθυπουργό έκθεσης αποτίμησης της υφιστάμενης νομοθεσίας αποτελεί επίσης αρμοδιότητα της Επιτροπής. Η Επιτροπή δύναται εξάλλου να επιδιώκει τη συνεργασία και τη διαβούλευση με το νομικό κόσμο, με φορείς και εμπειρογνώμονες καθώς και να μεριμνά για την αξιοποίηση προτάσεων των πολιτών.
Στο άρθρο 17 ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στη σύνθεση και τις αρμοδιότητες της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Νομοθέτησης (ΚΕΚΗΝ). Μεταξύ των κυριοτέρων αρμοδιοτήτων της ΚΕΚΗΝ είναι η διατύπωση των νομοτεχνικών κανόνων για τη σύνταξη κωδίκων, η συνεργασία με τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης για θέματα διαμόρφωσης και εισήγησης προδιαγραφών πληροφοριακών υποδομών που υποστηρίζουν τη διαδικασία Ταξινόμησης, Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Νομοθέτησης και η συνεργασία και η διαβούλευση με το νομικό κόσμο.
Στο άρθρο 18 ορίζεται η διαδικασία κωδικοποίησης της νομοθεσίας. Ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης μπορεί να εισηγείται στον καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό την εκτέλεση έργων κωδικοποίησης σύμφωνα με την ισχύουσα Ευρωπαϊκή και Εθνική Νομοθεσία. Η ΚΕΚΗΝ γνωμοδοτεί επί των προσχεδίων κωδίκων και μετά από επεξεργασία τα υποβάλει ως σχέδια κωδίκων στο Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης και στον καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό.
Στο άρθρο 19 ορίζονται οι διαδικασίες των εργασιών κωδικοποίησης από ειδικές επιτροπές. Από τη θέση σε ισχύ του Νόμου επιτρέπεται η σύσταση νέων επιτροπών κωδικοποίησης στα Υπουργεία, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με αιτιολογημένη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, ύστερα από πρόταση του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού και γνώμη της ΚΕΚΗΝ.
Στο άρθρο 20 προβλέπονται οι μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης από τις καθ' ύλην αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων κατά την εκπόνηση νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων. Επιπρόσθετα προβλέπεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου αξιολογείται ανά διετία και με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης τροποποιούνται οι διατάξεις του, περιλαμβάνοντας τη συνολική αναδιατύπωση των διατάξεων του νόμου για τη ρυθμιστική διακυβέρνηση. Τέλος, η λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (ΚΕΚ) συνεχίζεται ως την ημερομηνία που ορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέραν του τριμήνου από τη συγκρότηση της ΚΕΚΗΝ. Εργασίες κωδικοποίησης διενεργούμενες από την ΚΕΚ, οι οποίες δεν έχουν περατωθεί κατά την ανωτέρω ημερομηνία, συνεχίζονται από την ΚΕΚΗΝ.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 1: Ορισμοί
1. Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η βελτίωση της ρυθμιστικής διακυβέρνησης. Ως βελτίωση της ρυθμιστικής διακυβέρνησης νοείται η τήρηση των αρχών και η εφαρμογή των μέσων της καλής νομοθέτησης.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος:
α. Ρύθμιση είναι κάθε νομοσχέδιο, προσθήκη ή τροπολογία, καθώς και κάθε πράξη ή απόφαση, η οποία περιέχει γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου και κάθε πράξη ή απόφαση μείζονος σημασίας.
β. Καλή Νομοθέτηση είναι η πολιτική και η διαμόρφωση αρχών και μέσων για τη βελτίωση της ποιότητας των ρυθμίσεων, των θεσμών και των διαδικασιών παραγωγής τους.
γ. Ρυθμιστική διακυβέρνηση είναι η διαδικασία συντονισμού των δράσεων καλής νομοθέτησης στις οποίες περιλαμβάνονται ο ρυθμιστικός προγραμματισμός και η τήρηση των αρχών αυτής κατά τη σύνταξη, θέσπιση και εφαρμογή των ρυθμίσεων, καθώς και η λήψη μέτρων πολιτικής για την προώθησή τους.
δ. Ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων είναι η έκθεση, στην οποία αποτυπώνονται οι επιπτώσεις της ρύθμισης ως προς τη σχέση κόστους - οφέλους και τις πιθανές διακινδυνεύσεις.
ε. Διοικητικά βάρη είναι τα κόστη που προκύπτουν για τις επιχειρήσεις , τον τομέα του εθελοντισμού, τη δημόσια διοίκηση και τους πολίτες κατά τη συμμόρφωσή τους με την νομική υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την δράση τους ή την παραγωγή τους είτε στις δημόσιες αρχές είτε σε τρίτους, εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν θα συλλέγονταν εάν δεν υπήρχε η σχετική νομική υποχρέωση.
στ. Κόστος συμμόρφωσης είναι το κόστος των δραστηριοτήτων όσων υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις επιταγές των ρυθμίσεων.
ζ. Γραφείο Καλή Νομοθέτησης είναι το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης.
Άρθρο 2: Αρχές της καλής νομοθέτησης
1. Η ποιότητα των ρυθμίσεων διασφαλίζεται με την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης, όπως είναι ιδίως:
α. Η αναγκαιότητα,
β. Η αρχή της αναλογικότητας (καταλληλότητα, εύλογη σχέση μέσου και σκοπού με υιοθέτηση του λιγότερο επαχθούς μέτρου),
γ. Η απλότητα και η σαφήνεια του περιεχομένου τους,
δ. Η αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα με συνεκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων προς τους σκοπούς της ρύθμισης,
ε. Η αρχή της διαφάνειας,
στ. Η επικουρικότητα και λογοδοσία με τον προσδιορισμό των αρμόδιων οργάνων εφαρμογής τους,
ζ. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου,
η. Η αρχή της προσβασιμότητας,
θ. Η αρχή της ανοιχτής διαδικασίας (δυνατότητα υποβολής προτάσεων σχετικών με τις ρυθμίσεις και μετά τη λήξη της διαβούλευσης).
2. Οι αρχές της καλής νομοθέτησης εφαρμόζονται:
α. κατά την κατάρτιση και αξιολόγηση νόμων και κανονιστικών πράξεων,
β. κατά την απλούστευση, με την τροποποίηση ή κατάργηση διατάξεων, την κωδικοποίηση και την ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου.
Άρθρο 3: Διαδικασίες καλής νομοθέτησης
1. Οι Υπουργοί στην αρχή της ετήσιας κοινοβουλευτικής συνόδου και στο πλαίσιο του νομοθετικού προγραμματισμού του Υπουργείου τους, υποχρεούνται να ενημερώνουν το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης σχετικά με τον αριθμό των νομοσχεδίων που προτίθενται να εισάγουν για ψήφιση στη Βουλή. Ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο ετησίως. Είναι δυνατή η υπέρβαση του παραπάνω αριθμού εφόσον αυτό δικαιολογείται επαρκώς από τις επικρατούσες συνθήκες, με την προϋπόθεση της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.
2. α) Κάθε νομοσχέδιο ρυθμίζει κατά τρόπο πλήρη το συγκεκριμένο θέμα ενώ εξουσιοδοτικές διατάξεις θεσπίζονται κατ' εξαίρεση. Στην περίπτωση αυτή, ερευνάται εάν το συγκεκριμένο θέμα επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης καθώς και αν η επιδιωκόμενη ρύθμιση μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση υφιστάμενων εξουσιοδοτήσεων. Με σκοπό την τήρηση της αρχής της πλήρους ρύθμισης του θέματος από τον ίδιο το νόμο και τον έλεγχο της νομιμότητας της ρύθμισης ως προς τον φορέα της νομοθετικής εξουσιοδότησης το σύνολο των εξουσιοδοτικών διατάξεων καταχωρίζεται σε αυτοτελές άρθρο με τίτλο «εξουσιοδοτήσεις» στο τέλος του νομοσχεδίου πριν από τις μεταβατικές και καταργητικές διατάξεις.
β) Εφόσον το νομοσχέδιο προβλέπει την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων ή άλλων κανονιστικών πράξεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία, δεν εισάγεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για συζήτηση αν δεν συνοδεύεται από τα προσχέδια αυτών των πράξεων. Το νομοσχέδιο δεν εισάγεται στο Υπουργικό Συμβούλιο αν δε συνοδεύεται από τα παραπάνω σχέδια καθώς και από χρονοδιάγραμμα εφαρμογής.
3. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν θέματα που προκύπτουν από τη μεταβολή της νομοθεσίας και την μετάβαση από την προϊσχύουσα νομοθεσία (μεταβατικές διατάξεις) τίθενται χωριστά. Οι μεταβατικές διατάξεις δεν επιτρέπεται να τίθενται στο ίδιο άρθρο με τις διατάξεις του νομοσχεδίου που έχουν πάγιο χαρακτήρα.
4. α) Σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, όπου αντικαθίστανται, τροποποιούνται, προστίθενται ή παρεμβάλλονται άρθρα, παράγραφοι, λέξεις ή καταργούνται ισχύουσες διατάξεις, αναφέρεται ολόκληρο το άρθρο ή κεφάλαιο, όπως διαμορφώνεται τελικά. Επίσης, δεν επιτρέπονται αα) η αόριστη παραπομπή σε άλλες διατάξεις, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται ρητά και συγκεκριμένα, και ββ) οι παρεκκλίσεις από πάγιες διατάξεις χωρίς αποχρώντα λόγο.
β) Σε περίπτωση ολοκληρωμένης ρύθμισης ενός θέματος, κωδικοποιείται το σύνολο των σχετικών διατάξεων και οι καταργούμενες διατάξεις αναφέρονται ρητά σε αυτοτελές άρθρο στο τέλος του νομοσχεδίου.
γ) Για τον παραπάνω σκοπό, με ευθύνη των οικείων Υπουργών εντοπίζονται υποχρεωτικά μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εννέα (9) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και καταγράφονται οι προς κατάργηση ή παρωχημένες ή διατάξεις που έχουν περιέλθει σε αχρησία, ώστε να καθίσταται εφικτή η πρόσβαση στην ισχύουσα νομοθεσία.
5. Η έναρξη ισχύος του νομοσχεδίου πρέπει να καταχωρίζεται πάντοτε σε ιδιαίτερο άρθρο. Αν για ορισμένες διατάξεις ορίζεται διαφορετικός σε σχέση με τις λοιπές διατάξεις χρόνος έναρξης της ισχύος τους, αυτό πρέπει να ορίζεται ρητώς σε αυτοτελή και αριθμημένη παράγραφο με μνεία της σχετικής διάταξης και του χρόνου έναρξης της ισχύος της.
Άρθρο 4: Υποχρεώσεις των οργάνων θέσπισης ρυθμίσεων για την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης
Τα όργανα θέσπισης ρυθμίσεων μεριμνούν για:
α. Τον εντοπισμό και οριοθέτηση του προβλήματος, το οποίο επιβάλλει τη ρύθμιση, και τον εντοπισμό των συναφών νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων.
β. Τον προσδιορισμό και τεκμηρίωση των αρνητικών συνεπειών της μη ρύθμισης.
γ. Τον προσδιορισμό των διαθέσιμων εναλλακτικών επιλογών και τη συγκριτική τεκμηρίωση της ικανότητάς τους να επιτυγχάνουν τους επιδιωκόμενους σκοπούς.
δ. Τη στάθμιση των ωφελημάτων, του κόστους και των διακινδυνεύσεων που προκύπτουν από την υιοθέτηση της ρύθμισης σε αναφορά με τη βέλτιστη σχέση κόστους - οφέλους της προκρινόμενης εναλλακτικής και την ελάχιστη δυνατή επέλευση παρεπόμενων αποτελεσμάτων, ιδίως στην οικονομία, την κοινωνία, τη διοίκηση και το περιβάλλον.
ε. Τη σαφήνεια των νοημάτων της ρύθμισης και ιδίως τη διατύπωση συγκεκριμένων, μετρήσιμων, σαφών και χρονικά οριοθετημένων στόχων που επιδιώκονται με αυτή. Ειδικότερα την παροχή σε ανοιχτή και επεξεργάσιμη μορφή όλων των απαραίτητων δεδομένων, ιδιώς στατιστικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και γεωχωρικών που αφορούν και τεκμηριώνουν την προτεινόμενη ρύθμιση.
στ. Τη γραμματική και συντακτική ορθότητα των διατάξεων και την τήρηση των νομοτεχνικών κανόνων.
ζ. Την υιοθέτηση όλων των απαραίτητων μέτρων για τη διασφάλιση της επίτευξης των στόχων πολιτικής με το ελάχιστο δυνατό κόστος συμμόρφωσης, περιλαμβανομένων των διοικητικών βαρών για τις επιχειρήσεις, τους πολίτες και τη διοίκηση.
η. Την οργάνωση και παρακολούθηση κοινωνικής ή κάθε άλλου είδους διαβούλευσης, που κρίνεται ως αναγκαία, καθώς και την οργάνωση και παρακολούθηση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων κατά το σχεδιασμό, εφαρμογή και αξιολόγηση της ρύθμισης.
θ. Το σαφή προσδιορισμό του επιπέδου διοίκησης και των οργάνων που αναλαμβάνουν την ευθύνη της εφαρμογής της ρύθμισης και λογοδοτούν για την επίτευξη των στόχων της.
ι. Την τεκμηρίωση περί της τήρησης των αρχών του άρθρου 2 του παρόντος στην επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα αιτιολογική έκθεση των νομοσχεδίων, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής.
Άρθρο 5: Μέσα της καλής νομοθέτησης
Μέσα της καλής νομοθέτησης είναι η ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων, η απλούστευση, η κωδικοποίηση, η αναμόρφωση του δικαίου, η διαβούλευση, η αιτιολογική έκθεση των νόμων και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής των ρυθμίσεων.
Άρθρο 6: Ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων
1. Κάθε σχέδιο νόμου, προσθήκη ή τροπολογία, καθώς και κανονιστική απόφαση μείζονος οικονομικής ή κοινωνικής σημασίας, συνοδεύεται από έκθεση, όπου αναλύονται οι συνέπειες των ρυθμίσεων στην οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Η έκθεση υποβάλλεται μαζί με το σχέδιο των διατάξεων στο κατά το άρθρο 12 προβλεπόμενο Γραφείο Καλής Νομοθέτησης.
2. Το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης γνωμοδοτεί επί της πιο πάνω έκθεσης και συνεργάζεται με τα κατά το άρθρο 12 προβλεπόμενα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων για τη βελτίωση της ποιότητας της ανάλυσης συνεπειών ρυθμίσεων.
3. Η γνωμοδότηση του Γραφείου Καλής Νομοθέτησης επί της ανάλυσης συνεπειών ρυθμίσεων κατατίθεται στη Βουλή μαζί με το σχέδιο νόμου και αναρτάται στον οικείο δικτυακό τόπο.
Άρθρο 7: Αξιολόγηση αποτελεσμάτων εφαρμογής
1. Μετά την πάροδο έτους και πάντως πριν από την παρέλευση τριετίας από τη θέση του νόμου σε ισχύ, αξιολογείται η ρύθμιση με βάση τα δεδομένα που ανακύπτουν από την εφαρμογή της. Κατά την αξιολόγηση, αποτιμώνται το κόστος που απαίτησε η εφαρμογή της ρύθμισης, οι τυχόν αρνητικές επιπτώσεις ή παρεπόμενες συνέπειες που προέκυψαν από αυτήν, καθώς και το όφελος και τα εν γένει θετικά αποτελέσματα που προήλθαν από την εφαρμογή της.
2. Η αξιολόγηση διενεργείται από το Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του οικείου Υπουργείου, η οποία, αφού λάβει υπ' όψη τις απόψεις των καθ' ύλη αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου, διατυπώνει τις προτάσεις βελτίωσης, τροποποίησης ή αναθεώρησης των διατάξεων του νόμου που κρίνονται αναγκαίες.
3. Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής της ρύθμισης, η πρόταση της νέας ρύθμισης με την συμπερίληψη σε αυτήν των τροποποιούμενων διατάξεων και η ανάλυση συνεπειών των νέων διατάξεων υποβάλλονται στο Γραφείο Καλής Νομοθέτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
Στο τέλος Νοεμβρίου κάθε έτους, τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας κάθε Υπουργείου υποβάλλουν στο Γραφείο Καλής Νομοθέτησης κατάλογο των ρυθμίσεων, οι οποίες θα αξιολογηθούν κατά το επόμενο έτος, καθώς και χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησής τους.
Άρθρο 8: Διαβούλευση
1. Η διαβούλευση επιτυγχάνεται με τη δημοσιοποίηση, με πρόσφορα μέσα, της σχεδιαζόμενης ρύθμισης, με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και συμμετοχή σε αυτήν των πολιτών, κοινωνικών φορέων και κάθε ενδιαφερόμενου. Υπόχρεος για την κίνηση της διαδικασίας διαβούλευσης είναι ο έχων την νομοθετική πρωτοβουλία Υπουργός.
2. Η διαβούλευση επί των νομοσχεδίων γίνεται και μέσω του δικτυακού τόπου www.opengov.gr, οπότε ολοκληρώνεται σε δύο φάσεις, οι οποίες μπορούν να λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα:
α) Η πρώτη φάση της διαβούλευσης διαρκεί τουλάχιστον δύο (2) εβδομάδες. Αντικείμενο της διαβούλευσης είναι η ενημέρωση και η παροχή δυνατότητας σχολιασμού σχετικά με το στόχο και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της σχεδιαζόμενης ρύθμισης, οι εναλλακτικές επιλογές, τα κόστη, τα οφέλη και οι διακινδυνεύσεις που ενδέχεται να προκύψουν από αυτήν.
β) Η δεύτερη φάση διαρκεί τουλάχιστον τρεις (3) εβδομάδες. Κατά τη δεύτερη φάση της διαβούλευσης αναρτάται στον δικτυακό τόπο προσχέδιο των διατάξεων του νομοσχεδίου και παρέχεται η δυνατότητα κατ' άρθρον σχολιασμού.
3. Η διαβούλευση μπορεί να διακοπεί καθώς και να συντμηθεί ή να επιμηκυνθεί ο χρόνος της με πρωτοβουλία του οικείου Υπουργού για επαρκώς τεκμηριωμένους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται στην έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης που συνοδεύει τη ρύθμιση.
4. Το Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του οικείου Υπουργείου συντάσσει έκθεση, στην οποία παρουσιάζονται ομαδοποιημένα τα σχόλια και οι προτάσεις όσων έλαβαν μέρος στη διαβούλευση και τεκμηριώνεται η ενσωμάτωσή τους ή μη στις τελικές διατάξεις. Η έκθεση αναρτάται στον δικτυακό τόπο που έλαβε χώρα η διαβούλευση και αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις από τις οποίες προήλθαν τα σχόλια.
Άρθρο 9: Απλούστευση
1. Η απλούστευση, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση γενικά της ανταγωνιστικότητας, περιλαμβάνει, ιδίως, ρυθμίσεις που αναφέρονται:
α. Στη μείωση του αριθμού των εμπλεκομένων φορέων και στην ομαδοποίηση ομοειδών καθηκόντων.
β. Στη μείωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, την κατάργηση ή αντικατάστασή τους με υπεύθυνη δήλωση ή την αυτεπάγγελτη αναζήτησή τους και την κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής τους, όταν αυτά έχουν ήδη κατατεθεί σε άλλη υπηρεσία.
γ. Στην ενοποίηση εντύπων και αιτήσεων, τη συντόμευση του χρόνου διεκπεραίωσης και τον καθορισμό αποκλειστικών προθεσμιών.
2. Μέσα απλούστευσης αποτελούν ιδίως, η έκδοση δικαιολογητικών για κάθε χρήση και απεριόριστη διάρκεια, η μείωση των σημείων ελέγχου, η ομαδοποίηση αδειών και εγκρίσεων, η σιωπηρή έγκριση αιτημάτων των ενδιαφερομένων, εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία απάντησης, η εξυπηρέτηση από ένα μόνο σημείο (υπηρεσίες μιας στάσης), η μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων και του κόστους συμμόρφωσης και η παροχή δυνατότητας ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
3. Κατά την απλούστευση, το Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του καθ' ύλη αρμόδιου Υπουργείου μεριμνά για την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης των άρθρων 2 και 3 του παρόντος.
Άρθρο 10: Κωδικοποίηση
1. Η κωδικοποίηση αποσκοπεί στον περιορισμό της πολυνομίας, την επικαιροποίηση και αποκάθαρση της υφιστάμενης νομοθεσίας, κατά τρόπο ώστε οι εναπομένοντες κανόνες να είναι ορθοί, λειτουργικοί και περισσότερο εύληπτοι και προσιτοί.
2. Στην κωδικοποίηση περιλαμβάνεται, κατά περίπτωση, η απλοποίηση, κατάργηση παρωχημένων διατάξεων και ένταξη σε ενιαίο κείμενο των νόμων, κανονιστικών διαταγμάτων και αποφάσεων, καθώς, και η μετά την ένταξη κατάργησή τους ως αυτοτελών διατάξεων. Κατά την κωδικοποίηση λαμβάνει χώρα, κατά περίπτωση, αναμόρφωση και αναδιάρθρωση διατάξεων, απάλειψη των διατάξεων που έχουν καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά, καθώς και των μεταβατικών διατάξεων που δεν έχουν πεδίο εφαρμογής, αναδιατύπωση των κειμένων σε εύληπτη γλώσσα, προσαρμογή των διατάξεων που καθορίζουν αρμοδιότητες διοικητικών και άλλων οργάνων προς το ισχύον οργανωτικό σχήμα των κεντρικών και αποκεντρωμένων κρατικών υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα (νομοθετική κωδικοποίηση).
3. Η κωδικοποίηση μπορεί να πάρει και τη μορφή συγκέντρωσης στο κωδικοποιητικό κείμενο όλων των ισχυουσών διατάξεων, νομοθετικού ή κανονιστικού χαρακτήρα, χωρίς όμως ένταξη των κωδικοποιημένων διατάξεων σε ενιαίο κείμενο και κατάργησή τους (διοικητική κωδικοποίηση).
4. Οι αρχές της καλής νομοθέτησης του παρόντος εφαρμόζονται και κατά την κωδικοποίηση και αναμόρφωση του δικαίου.
5. Το Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του καθ' ύλη αρμόδιου Υπουργείου:
α. Εντοπίζει τα νομικά πεδία στα οποία θα γίνει κωδικοποίηση.
β. Συλλέγει, ταξινομεί και προωθεί στην προβλεπόμενη στο άρθρο 17 Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΚΕΚΗΝ) την κωδικοποιούμενη ρυθμιστική ύλη ή στην προβλεπόμενη στο άρθρο 16 Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου πεδία, στα οποία εντοπίζεται η ανάγκη αναμόρφωσης.
Άρθρο 11: Ενσωμάτωση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
1. Κατά τη μεταφορά του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ελληνική έννομη τάξη, τα όργανα ενσωμάτωσης μεριμνούν για:
α. Την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης του άρθρου 2 και των νομοτεχνικών κανόνων του άρθρου 4.
β. Την αποφυγή ασαφειών ή νομοτεχνικών ελλείψεων καθώς και την αποφυγή της προσθήκης διατάξεων άσχετων με το περιεχόμενο της προς ενσωμάτωση ρύθμισης.
γ. Την έγκαιρη εναρμόνιση.
2. Τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων κατά την ενσωμάτωση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεριμνούν για την εφαρμογή των αρχών καλής νομοθέτησης, ιδίως κατά τη σύνταξη της Ανάλυσης Συνεπειών Ρυθμίσεων.
Άρθρο 12: Δομές της Καλής Νομοθέτησης
1. Οργανωτικές μονάδες της καλής νομοθέτησης είναι το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης, όπως μετονομάζεται το γραφείο υποστήριξης της καλής νομοθέτησης που λειτουργεί στην Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, και τα αυτοτελή Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων, τα οποία υπάγονται απευθείας στον οικείο Υπουργό.
2. Με διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού, μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ρυθμίζονται τα θέματα που αναφέρονται στην οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία του Γραφείου Καλής Νομοθέτησης, συνιστώνται οι αναγκαίες για την επιτέλεση του έργου του θέσεις επιστημονικού προσωπικού και ορίζονται οι ειδικότητες και τα απαιτούμενα προσόντα του.
Με το ίδιο διάταγμα μπορεί να συγχωνεύονται σε αυτήν οργανικές μονάδες που επιτελούν όμοιο ή παρεμφερές έργο ή να μεταφέρονται σε αυτήν συναφείς με το έργο της αρμοδιότητες άλλων οργανικών μονάδων.
3. Με διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ρυθμίζονται τα θέματα τα σχετικά με την οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία των Γραφείων Νομοθετικής Πρωτοβουλίας σε κάθε Υπουργείο.
Με το ίδιο διάταγμα μπορεί να συγχωνεύονται σε αυτήν οργανικές μονάδες που επιτελούν όμοιο ή παρεμφερές έργο ή να μεταφέρονται σε αυτήν συναφείς με το έργο της αρμοδιότητες άλλων οργανικών μονάδων.
Άρθρο 13: Λειτουργία των Γραφείων Καλής Νομοθέτησης και Νομοθετικής Πρωτοβουλίας
1. Το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης και τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων συνεργάζονται για τον έλεγχο της ποιότητας των ρυθμίσεων.
2. Το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης εποπτεύει, υποστηρίζει και συντονίζει τη λειτουργία των Γραφείων Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων και ασκεί, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Συντάσσει την Ανάλυση Συνεπειών Ρυθμίσεων για ρυθμίσεις που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου ή του Πρωθυπουργού.
β. Συνεργάζεται με τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων καθώς και αρμόδιες υπηρεσίες των υπουργείων και ανεξάρτητες αρχές για θέματα αρμοδιότητάς τους, με σκοπό την πληρότητα των Αναλύσεων Συνεπειών Ρυθμίσεων, παρέχοντας εκ των προτέρων γενικές κατευθύνσεις και διατυπώνοντας ειδικές υποδείξεις, καθώς και προβαίνοντας εκ των υστέρων σε διορθωτικές παρεμβάσεις.
γ. Το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης ζητά την γνώμη της επιτροπής ανταγωνισμού κατά την σύνταξη των κατευθυντήριων οδηγιών προς τα Υπουργεία σχετικά με τον τρόπο ανάλυσης συνεπειών ρυθμίσεων, όσον αφορά στη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
δ. Συνεργάζεται με τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και τις καθ' ύλη αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων για την εκτίμηση των συνεπειών αναφορικά με ρυθμίσεις, που καταρτίζονται στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό τη διαμόρφωση των εθνικών θέσεων που ενδείκνυται να υποστηριχθούν.
ε. Συνεργάζεται με τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και τις καθ' ύλη αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων στην εκτίμηση των επιπτώσεων και συνεπειών των ρυθμίσεων, οι οποίες περιλαμβάνονται σε υπό κατάρτιση διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες ή σε άλλα διεθνώς δεσμευτικά κείμενα, και συμβάλλει στη διαμόρφωση των εθνικών θέσεων που ενδείκνυται να υποστηριχθούν.
στ. Οργανώνει και συντονίζει, σε συνεργασία με τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων, προγράμματα και μέτρα για την απλούστευση ισχυουσών ρυθμίσεων.
ζ. Ασκεί την αρμοδιότητα της παρ. 3 του άρθρου 6 του παρόντος.
η. Υποβάλλει στον Πρωθυπουργό Ετήσιες Εκθέσεις σχετικά με την πορεία της καλής νομοθέτησης, οι οποίες γνωστοποιούνται στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
3. Τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων συμμετέχουν στο σχεδιασμό των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων και μεριμνούν, σε συνεργασία με τις αρμόδιες καθ' ύλη υπηρεσίες, για την καλή ποιότητά τους. Ασκούν, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Παρέχουν την αναγκαία τεχνογνωσία για την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης στις αρμόδιες καθ' ύλη υπηρεσίες που αναλαμβάνουν την εκπόνηση ή την απλούστευση ρυθμίσεων.
β. Συντάσσουν, σε συνεργασία με τις αρμόδιες καθ' ύλη υπηρεσίες, την Ανάλυση Συνεπειών Ρυθμίσεων, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις συναφείς νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις.
γ. Μεριμνούν, σε συνεργασία με το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης, για τη διενέργεια κοινωνικού διαλόγου και διαβουλεύσεων με εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων και ενδιαφερόμενων ομάδων.
δ. Επισημαίνουν τις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις του οικείου Υπουργείου που χρήζουν απλούστευσης, κωδικοποίησης ή επικαιροποίησης.
ε. Συντάσσουν, σε συνεργασία με τις αρμόδιες καθ' ύλη υπηρεσίες, την έκθεση αξιολόγησης αποτελεσμάτων εφαρμογής.
στ. Συμμετέχουν υποχρεωτικά στις νομοπαρασκευστικές επιτροπές του Υπουργείου και τηρούν ηλεκτρονικό αρχείο των τελικών προτάσεων των εν λόγω επιτροπών.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης συνιστάται διυπουργικός κλάδος καλής νομοθέτησης και ορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων εντάσσονται υπάλληλοι στον κλάδο αυτό. Στον κλάδο καλής νομοθέτησης μετατάσσονται, κατόπιν αιτήσεώς τους και εφόσον πληρούν τα κριτήρια, οι υπηρετούντες στα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 71 του Ν. 3528/2007. Ο κλάδος καλής νομοθέτησης υπάγεται στον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
Άρθρο 14: Νομοπαρασκευαστικές επιτροπές
Στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές των Υπουργείων συμμετέχουν με απόφαση του Υπουργού ένας υπάλληλος του Γραφείου Νομοθετικής Πρωτοβουλίας καθώς και επιστήμονες εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας με ειδικότητα αντίστοιχη του αντικειμένου της νομοθετικής ρύθμισης, ιδίως οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι.
Άρθρο 15: Επιτροπές Καλής Νομοθέτησης
Στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης συνιστώνται η Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου και η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΚΕΚΗΝ).
Άρθρο 16: Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου
1. Η Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου αποτελείται από επτά (7) μέλη, περιλαμβανομένου του προέδρου της, με τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται. Πρόεδρος και μέλη της Επιτροπής δύνανται να ορίζονται, με απόφαση του Πρωθυπουργού, εν ενεργεία ή μη δικαστικοί λειτουργοί, Νομικοί Σύμβουλοι και Πάρεδροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, μέλη του Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με συναφή εξειδίκευση και νομικοί εγνωσμένου κύρους.
2. Η Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Τη διατύπωση των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία προκρίνεται, κατά περίπτωση, η αναμόρφωση της νομοθεσίας αντί της απλής κωδικοποίησης των ισχυουσών διατάξεων.
β. Την υποβολή προτάσεων προς τον Πρωθυπουργό, διά του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, και τον καθ' ύλη αρμόδιο Υπουργό για συγκεκριμένα νομικά πεδία στα οποία κρίνεται απαραίτητη η αναμόρφωση της νομοθεσίας, μαζί με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους.
γ. Τη σύνταξη και υποβολή προς τον Πρωθυπουργό και τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε ημερολογιακού έτους, έκθεσης η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3861/2010 (ΦΕΚ Α' 112) και περιλαμβάνει αποτίμηση για την κατάσταση της υφιστάμενης νομοθεσίας σε σχέση προς το πρόβλημα της πολυνομίας, τις προτάσεις αναμόρφωσης που έχουν υποβληθεί, καθώς και προτάσεις περαιτέρω αναμόρφωσης της υφιστάμενης νομοθεσίας. Με ευθύνη του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, η έκθεση της Επιτροπής διαβιβάζεται προς τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης, τον Πρόεδρο της Βουλής και τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων.
3. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή Αναμόρφωσης του Δικαίου επιδιώκει τη συνεργασία και τη διατύπωση απόψεων εκ μέρους του νομικού κόσμου, επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων και άλλων τυχόν εμπειρογνωμόνων και δύναται, για την υποβοήθηση του έργου της, να θέτει σε δημόσια διαβούλευση μέσω του διαδικτύου, προτάσεις και ερωτήματα σχετικά με την αναμόρφωση πεδίων του δικαίου. Για την εκτέλεση του έργου της, η Επιτροπή λαμβάνει, ιδίως, υπόψη:
α. τη διεθνή εμπειρία και τυχόν συναφείς και πρόσφορες νομοθετικές πρακτικές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
β. τις ετήσιες και ειδικές εκθέσεις των ανεξαρτήτων αρχών, οι οποίες κοινοποιούνται σε αυτή με επιμέλεια των εν λόγω αρχών, καθώς και
γ. τυχόν σχετικές εισηγήσεις των αρμοδίων οργάνων των ενώσεων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, των δικηγορικών και συμβολαιογραφικών συλλόγων της Χώρας και των νομικών τμημάτων των ημεδαπών Α.Ε.Ι.
4. Η Επιτροπή μεριμνά, επίσης, για την αξιοποίηση προτάσεων των πολιτών που αφορούν στον εντοπισμό και την απάλειψη συγκεκριμένων ασαφειών και κακοτεχνιών του υφιστάμενου νομικού πλαισίου.
Άρθρο 17: Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Νομοθέτησης (ΚΕΚΗΝ)
1. Η ΚΕΚΗΝ αποτελείται από επτά (7) μέλη, περιλαμβανομένου του προέδρου της, με τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται. Πρόεδρος και μέλη της ΚΕΚΗΝ δύνανται να ορίζονται, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, εν ενεργεία ή μη δικαστικοί λειτουργοί, Νομικοί Σύμβουλοι και Πάρεδροι του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους, μέλη του Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με συναφή εξειδίκευση, καθώς και νομικοί και επιστήμονες πληροφορικής εγνωσμένου κύρους.
2. Η ΚΕΚΗΝ έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Τη διατύπωση των νομοτεχνικών κανόνων για τη σύνταξη κωδίκων και, ιδίως, τη διαίρεση και ταξινόμηση της ύλης, τον τρόπο αρίθμησης των άρθρων, παραγράφων και εδαφίων, τον τρόπο παραπομπής στις διατάξεις που κωδικοποιούνται ή αναμορφώνονται, τον τρόπο αναγραφής τίτλων στα άρθρα και στα επί μέρους κεφάλαια των Κωδίκων και τη γλωσσική διατύπωσή τους.
β. Σε συνεργασία με τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, τη διαμόρφωση και εισήγηση στους καθ' ύλην αρμόδιους υπουργούς προδιαγραφών πληροφοριακών υποδομών που υποστηρίζουν τη διαδικασία Ταξινόμησης, Κωδικοποίησης και Ηλεκτρονικής Νομοθέτησης..
γ. Την εισήγηση προς τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης και τον καθ' ύλη αρμόδιο Υπουργό αναφορικά με τα νομικά πεδία τα οποία πρέπει να κωδικοποιηθούν, καθώς και με τις συγκεκριμένες νομοθετικές αλλαγές που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της νομοπαρασκευαστικής και κωδικοποιητικής λειτουργίας, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων και προτάσεων αναμόρφωσης της νομοθεσίας που τυχόν έχουν διατυπωθεί εκ μέρους της Επιτροπής Αναμόρφωσης του Δικαίου και της απαραίτητης χρονικής διάρκειας υλοποίησής τους.
δ. Την ενημέρωση της Επιτροπής Αναμόρφωσης Δικαίου για ζητήματα της αρμοδιότητάς της, τα οποία είναι δυνατόν να εντοπίζονται κατά την κωδικοποίηση και αφορούν, ιδίως, σε επικαλυπτόμενες, αντιφατικές ή παρωχημένες διατάξεις.
ε. Το συντονισμό, αξιολόγηση και έγκριση του έργου της κωδικοποίησης που πραγματοποιείται από επιτροπές κωδικοποίησης των Υπουργείων, καθώς και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 2 του παρόντος και τη διαβίβαση των τελικών σχεδίων προς τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης και τον καθ' ύλη αρμόδιο Υπουργό.
στ. Την αξιολόγηση των επιμέρους εργασιών κωδικοποίησης που διενεργούνται από ειδικές επιτροπές οι οποίες έχουν συσταθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, και την υποβολή πρότασης προς τον αρμόδιο Υπουργό σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 εδάφιο τρίτο.
ζ. Τη σύνταξη και υποβολή προς τον Πρωθυπουργό και τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε ημερολογιακού έτους, έκθεσης η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3861/2010 (ΦΕΚ Α' 112) και περιλαμβάνει αποτίμηση της προόδου των δράσεων κωδικοποίησης που έχουν αναληφθεί, της κατάστασης των σχετικών πληροφοριακών υποδομών, καθώς και περαιτέρω προτάσεις κωδικοποίησης της υφιστάμενης νομοθεσίας και επέκτασης ή βελτίωσης των σχετικών πληροφοριακών υποδομών. Με ευθύνη του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης η έκθεση της ΚΕΚΗΝ διαβιβάζεται στα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης, στον Πρόεδρο της Βουλής και τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων.
3. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η ΚΕΚΗΝ επιδιώκει τη συνεργασία και τη διατύπωση απόψεων εκ μέρους του νομικού κόσμου, επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων και άλλων τυχόν εμπειρογνωμόνων. Η ΚΕΚΗΝ δύναται, επίσης, για την υποβοήθηση του έργου της, να θέτει σε δημόσια διαβούλευση μέσω του διαδικτύου σχέδια και προτάσεις κωδικοποίησης της υφιστάμενης νομοθεσίας και ανασχεδιασμού των σχετικών πληροφοριακών υποδομών και να καλεί σε ακρόαση δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες.
4. Η ΚΕΚΗΝ όπως και η Επιτροπή Αναμόρφωσης του Άρθρου 16 εξυπηρετούνται γραμματειακά από τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
Άρθρο 18: Διαδικασία κωδικοποίησης της νομοθεσίας
1. Το επιμέρους νομικό πεδίο της κωδικοποίησης καθορίζεται με διάταξη νόμου, μετά από σχετική εισήγηση της ΚΕΚΗΝ προς τον καθ' ύλη αρμόδιο Υπουργό.
2. Ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης μπορεί να εισηγείται στον καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό την εκτέλεση έργων κωδικοποίησης σύμφωνα με την ισχύουσα Ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία. Τα προσχέδια κωδίκων των ως άνω αναφερόμενων έργων, υποβάλλονται στην ΚΕΚΗΝ η οποία γνωμοδοτεί επ' αυτών και μετά από σχετική επεξεργασία, τα υποβάλλει ως σχέδια Κωδίκων προς τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης και τον καθ' ύλη αρμόδιο Υπουργό.
3. Το περιεχόμενο των Κωδίκων κυρώνεται καταρχήν με τη διαδικασία του άρθρου 76 παρ. 6 του Συντάγματος, πλην του μέρους με το οποίο τυχόν καταργούνται ή τροποποιούνται ισχύουσες διατάξεις νόμου, για το οποίο θα πρέπει να προηγηθεί η συνήθης κοινοβουλευτική διαδικασία. Η κωδικοποίηση αμιγώς κανονιστικών διατάξεων γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των κατά περίπτωση αρμοδίων Υπουργών.
Άρθρο 19: Εργασίες κωδικοποίησης από ειδικές επιτροπές
1. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου επιτρέπεται η σύσταση νέων επιτροπών κωδικοποίησης στα Υπουργεία μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με αιτιολογημένη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, ύστερα από πρόταση του καθ' ύλη αρμόδιου Υπουργού και γνώμη της ΚΕΚΗΝ.
2. Εντός ενός (1) μηνός από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου αποστέλλεται στην ΚΕΚΗΝ, με ευθύνη του καθ' ύλη αρμόδιου Υπουργού, φάκελος από τον οποίο προκύπτει η πρόοδος των εργασιών τυχόν ειδικών επιτροπών κωδικοποίησης που είχαν συσταθεί εντός των Υπουργείων, είτε είχαν ανατεθεί σε αναδόχους, για την κωδικοποίηση επιμέρους τομέων νομοθεσίας. Στον φάκελο περιλαμβάνεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την προβλεπόμενη περάτωση του έργου. Μετά από πρόταση της ΚΕΚΗΝ, ο αρμόδιος Υπουργός αποφασίζει για την, κατά περίπτωση, συνέχιση της εν εξελίξει κωδικοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις επιτροπές κωδικοποίησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο 20: Μεταβατικές διατάξεις
1. Έως την έναρξη λειτουργίας των Γραφείων Νομοθετικής Πρωτοβουλίας στα Υπουργεία, οι καθ' ύλη αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων οφείλουν, κατά το σχεδιασμό και την εκπόνηση νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων, να τηρούν τις αρχές καλής νομοθέτησης.
2. Μετά την έκδοση των διαταγμάτων των άρθρων 12 και 13 του παρόντος, προωθούνται κατά προτεραιότητα οι διαδικασίες, ώστε η στελέχωση των Γραφείων Νομοθετικής Πρωτοβουλίας να έχει συντελεστεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
3. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος αξιολογείται ανά διετία. Κάθε δύο (2) χρόνια τροποποιούνται οι διατάξεις του παρόντος, ώστε να συμπεριληφθούν στις νέες διατάξεις τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της εφαρμογής του.
4. Ο τροποποιητικός νόμος του παραπάνω εδαφίου περιλαμβάνει την συνολική αναδιατύπωση των διατάξεων του νόμου για τη ρυθμιστική διακυβέρνηση.
5. Η λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (ΚΕΚ) που συστήθηκε με τον ν.3133/2003 «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» (Α' 85) συνεχίζεται ως την ημερομηνία που ορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέραν του τριμήνου από τη συγκρότηση της ΚΕΚΗΝ. Από την ίδια ημερομηνία καταργείται και ο ν.3133/2003 (Α' 85). Εργασίες κωδικοποίησης διενεργούμενες από την ΚΕΚ, οι οποίες δεν έχουν περατωθεί κατά την ανωτέρω ημερομηνία, συνεχίζονται από την ΚΕΚΗΝ.
Άρθρο 21: Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Κατ' εξαίρεση, η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 περ. α. αρχίζει μετά από δύο (2) μήνες από τη δημοσίευσή του και του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β και 4 περ. β μετά από έξι (6) μήνες από τη δημοσίευσή του.