ΝΟΜΟΣ 4411/ΦΕΚ Α 142/3.8.2016
ΝΟΜΟΣ 4411/ΦΕΚ Α 142/3.8.2016
Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο και του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της, σχετικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης, που διαπράττονται μέσω Συστημάτων Υπολογιστών - Μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης - πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου, ρυθμίσεις σωφρονιστικής και αντεγκληματικής πολιτικής και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ, ΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΤΤΟΝΤΑΙ
ΜΕΣΩ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο που υπογράφηκε στη Βουδαπέστη στις 23 Νοεμβρίου 2001 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής αναφορικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης που διαπράττονται μέσω συστημάτων υπολογιστών που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 2003, το κείμενο των οποίων σε πρωτότυπο στην αγγλική και γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
(ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΓΓΛΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΒΛΕΠΕ ΟΙΚΕΙΟ ΦΕΚ Α’ 142/3.8.2016).
(Βλέπε: Σύμβαση 23.11.2001 του 2001 ΦΕΚ Α 142/3.8.2016).
Βλέπε: Πρωτόκολλο 28.1.2003 του 2003 ΦΕΚ Α 142/3.8.2016).
Σύμβαση για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, Βουδαπέστη 23.11.2001
Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Κράτη που υπογράφουν το παρόν,
Θεωρώντας ότι ο στόχος του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτύχει μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του,
Αναγνωρίζοντας την αξία της προώθησης της συνεργασίας με τα άλλα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας Σύμβασης,
Πεπεισμένα για την ανάγκη να επιδιωχθεί κατά προτεραιότητα μία κοινή αντεγκληματική πολιτική που θα στοχεύει στην προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, κυρίως με την υιοθέτηση της κατάλληλης νομοθεσίας και την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας.
Έχοντας επίγνωση των θεμελιωδών αλλαγών που επέφερε η ψηφιοποίηση, η σύγκλιση και η συνεχιζόμενη παγκοσμιοποίηση των δικτύων υπολογιστών.
Εκφράζοντας την ανησυχία τους για τον κίνδυνο χρησιμοποίησης των δικτύων υπολογιστών και ηλεκτρονικών πληροφοριών για την διάπραξη εγκλημάτων και αποθήκευσης και μεταφοράς των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν στα εγκλήματα αυτά δια μέσου των δικτύων αυτών.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για συνεργασία μεταξύ των κρατών του Δημοσίου και του Ιδιωτικού τομέα στην καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και την ανάγκη να προστατευθούν τα θεμιτά συμφέροντα στην χρήση και την ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής.
Πιστεύοντας ότι η αποτελεσματική μάχη κατά του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο απαιτεί αυξημένη, ταχεία και καλά συντονισμένη διεθνή συνεργασία σε θέματα ποινικού ενδιαφέροντος.
Πεπεισμένα ότι η παρούσα Σύμβαση είναι αναγκαία για να αποτρέψει τις ενέργειες που στρέφονται κατά του απορρήτου, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των συστημάτων υπολογιστών, των δικτύων υπολογιστών και των ηλεκτρονικών δεδομένων καθώς και την μη νόμιμη χρήση αυτών των συστημάτων, δικτύων και δεδομένων, με την ποινικοποίηση αυτής, όπως περιγράφεται στην παρούσα Σύμβαση, και την υιοθέτηση μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση αυτών των εγκληματικών πράξεων, διευκολύνοντας τον εντοπισμό, την έρευνα και την δίωξη τους ,τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και προβλέποντας ρυθμίσεις για ταχεία και αξιόπιστη διεθνή συνεργασία.
Έχοντας κατά νου την ανάγκη διασφάλισης της σωστής ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων της επιβολής του νόμου και του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά προστατεύονται από την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1950 για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, την Διεθνή Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1966 για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και τις άλλες ισχύουσες συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες επιβεβαιώνουν το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει την γνώμη του χωρίς παρεμβάσεις καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ελευθερία της αναζήτησης, λήψης και διανομής πληροφοριών και ιδεών παντός είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, καθώς και τα δικαιώματα που αφορούν τον σεβασμό του απορρήτου.
Έχοντας επίσης κατά νου το δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτό ορίζεται για παράδειγμα στην Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 για την Προστασία του Ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα.
Έχοντας υπ' όψη την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα Δικαιώματα του Παιδιού και την Σύμβαση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας του 1999 για τις Χειρότερες Μορφές Παιδικής Εργασίας.
Λαμβάνοντας υπ' όψη τις υφιστάμενες συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για την συνεργασία στον ποινικό τομέα, καθώς και παρεμφερείς συνθήκες που υφίστανται μεταξύ των Κρατών Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων Κρατών και τονίζοντας ότι η παρούσα Σύμβαση έχει ως στόχο να συμπληρώσει αυτές τις συμβάσεις ώστε να καταστήσει περισσότερο αποτελεσματικές τις ποινικές έρευνες και τις διώξεις για εγκληματικές πράξεις που σχετίζονται με συστήματα και δεδομένα υπολογιστών και να καταστήσει δυνατή τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή για εγκληματικές πράξεις.
Επιδοκιμάζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες περαιτέρω προάγουν τη διεθνή συνεννόηση και συνεργασία στην καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών του ΟΗΕ, του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των G8.
Έχοντας υπόψη τις Συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών No. R (85) 10 σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αμοιβαία Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις, όσον αφορά τις αιτήσεις δικαστικής συνδρομής για την άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών, No. R (88) 2 σχετικά με την πειρατεία στον τομέα των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, No. R (87) 15 που ρυθμίζει την χρήση προσωπικών δεδομένων στον αστυνομικό τομέα, No. R (95) 4 σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, με ιδιαίτερη αναφορά στις τηλεφωνικές υπηρεσίες, καθώς και No. R (89) 9 σχετικά με το έγκλημα που σχετίζεται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπου υπάρχουν οδηγίες για τις εθνικές νομοθεσίες σχετικά με τους ορισμούς ορισμένων εγκλημάτων σχετιζόμενων με υπολογιστές, και No. R (95) 13 που αφορά προβλήματα της ποινικής Οικονομίας σε σχέση με την τεχνολογία της πληροφορικής.
Λαμβάνοντας υπ' όψη την υπ' αριθ. 1 Απόφαση που ελήφθη από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης της Ευρώπης στην 21η Διάσκεψη τους (Πράγα, 10 και 11 Ιουνίου 1997), η οποία εισηγήθηκε στην Επιτροπή Υπουργών να υποστηρίξει το έργο σχετικά με το έγκλημα στον κυβερνοχώρο που επιτελεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) με σκοπό να επιτευχθεί προσέγγιση των διατάξεων των εγχώριων ποινικών δικαίων και να καταστεί δυνατή η χρήση αποτελεσματικών μέσων έρευνας των εγκλημάτων αυτών , καθώς και την υπ' αριθ. 3 Απόφαση που ελήφθη από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης της Ευρώπης στην 23η Διάσκεψη τους (Λονδίνο, 8 και 9 Ιουνίου 2000), η οποία ενθάρρυνε τα διαπραγματευόμενα μέρη να συνεχίσουν τις προσπάθειες τους με σκοπό να βρεθούν οι κατάλληλες λύσεις ώστε να καταστεί δυνατόν να προσχωρήσει στην Σύμβαση μεγαλύτερος αριθμός Κρατών και αναγνώρισε την ανάγκη ύπαρξης ενός γρήγορου και αποτελεσματικού συστήματος διεθνούς συνεργασίας, το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη του τις συγκεκριμένες απαιτήσεις της καταπολέμησης του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο.
Έχοντας επίσης υπ' όψη το Σχέδιο Δράσης που υιοθέτησαν οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης με την ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής (Στρασβούργο, 10 και 11 Οκτωβρίου 1997) για την αναζήτηση κοινά αποδεκτών λύσεων στην ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής με βάση τα πρότυπα και τις αξίες του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Συμφώνησαν τα εξής:
Κεφάλαιο I – Ορολογία
Άρθρο 1
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης:
α. "σύστημα υπολογιστή" σημαίνει μία συσκευή ή ένα σύνολο διασυνδεδεμένων ή σχετιζόμενων συσκευών, μία ή περισσότερες από τις οποίες πραγματοποιεί αυτόματη επεξεργασία δεδομένων βάσει ενός προγράμματος.
β. "δεδομένα υπολογιστών" σημαίνει αναπαράσταση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών σε μορφή κατάλληλη για να υποστούν επεξεργασία σε ένα σύστημα υπολογιστή, περιλαμβανομένου και ενός προγράμματος κατάλληλου για να προκαλέσει την εκτέλεση μιας λειτουργίας από ένα σύστημα υπολογιστή.
γ. "πάροχος υπηρεσιών" σημαίνει:
ι. κάθε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που παρέχει στους χρήστες των υπηρεσιών του την δυνατότητα να επικοινωνούν μέσω ενός συστήματος υπολογιστή, και
ιι. κάθε άλλος φορέας που επεξεργάζεται ή αποθηκεύει δεδομένα υπολογιστών είτε για λογαριασμό αυτής της υπηρεσίας επικοινωνίας, είτε των χρηστών αυτής της υπηρεσίας.
δ. "δεδομένα κίνησης" σημαίνει τα δεδομένα υπολογιστών που σχετίζονται με μία επικοινωνία μέσω ενός συστήματος υπολογιστή, δημιουργούμενα από ένα σύστημα υπολογιστή που αποτελούσε τμήμα της αλυσίδας επικοινωνίας, τα οποία καταδεικνύουν την προέλευση, τον προορισμό, το δρομολόγιο, το χρόνο, την ημερομηνία, το μέγεθος, τη διάρκεια ή τον τύπο της υφιστάμενης υπηρεσίας της επικοινωνίας.
Κεφάλαιο II - Μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο
Τμήμα 1 - Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο
Τίτλος 1 - Εγκλήματα κατά της εμπιστευτικότητας, ακεραιότητας και διαθεσιμότητας των δεδομένων και συστημάτων υπολογιστών
Άρθρο 2
Παράνομη πρόσβαση
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο η άνευ δικαιώματος πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος ενός συστήματος υπολογιστή, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση διάπραξης του εγκλήματος την παραβίαση μέτρων ασφαλείας, με την πρόθεση να αποκτηθούν δεδομένα υπολογιστή ή με άλλη αθέμιτη πρόθεση, ή σε σχέση με ένα σύστημα υπολογιστή που είναι συνδεδεμένο με ένα άλλο σύστημα υπολογιστή.
Άρθρο 3
Υποκλοπή
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο η υποκλοπή δια τεχνικών μέσων μη δημοσίων διαβιβάσεων δεδομένων υπολογιστή από και προς ή εντός ενός συστήματος υπολογιστή, περιλαμβανομένων και των ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών από ένα σύστημα υπολογιστή στο οποίο ευρίσκονται αυτά τα δεδομένα υπολογιστών, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση της διάπραξης του εγκλήματος την αθέμιτη πρόθεση, ή την επίτευξη σύνδεσης ενός συστήματος υπολογιστή με ένα άλλο σύστημα υπολογιστή.
Άρθρο 4
Παρεμβολές σε δεδομένα
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο η άνευ δικαιώματος βλάβη, διαγραφή, φθορά, αλλοίωση ή καταστολή δεδομένων υπολογιστών, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση.
2. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα να θέσει ως προϋπόθεση ύπαρξης εγκλήματος για την συμπεριφορά που περιγράφεται στην παρ . 1 την πρόκληση σοβαρής ζημίας.
Άρθρο 5
Παρεμβολές σε συστήματα
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο η άνευ δικαιώματος σοβαρή παρακώλυση της λειτουργίας ενός συστήματος υπολογιστή δια της εισαγωγής, διαβίβασης, βλάβης, διαγραφής, φθοράς, αλλοίωσης ή καταστολής δεδομένων υπολογιστή, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση.
Άρθρο 6
Κακή χρήση συσκευών
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο η άνευ δικαιώματος και από πρόθεση διάπραξη των κάτωθι:
α. Παραγωγή, πώληση, προμήθεια προς χρήση, εισαγωγή, διανομή ή άλλως διάθεση:
ι. μιας συσκευής, περιλαμβανομένου και ενός προγράμματος υπολογιστή, σχεδιασμένης ή προσαρμοσμένης πρωτίστως με σκοπό τη διάπραξη κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα ως άνω Άρθρα 2 έως 5,
ιι. ενός συνθηματικού ή κωδικού πρόσβασης, ή άλλου παρεμφερούς δεδομένου, με την χρήση του οποίου είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός συστήματος υπολογιστή, με πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό της διάπραξης κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα ως άνω Άρθρα 2 έως 5, και
β. Κατοχή ενός αντικειμένου από τα αναφερόμενα στις παραγράφους α.ι και α.ιι ανωτέρω, με σκοπό τη διάπραξη κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα ως άνω Άρθρα 2 έως 5. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση να υπάρχει κατοχή ενός αριθμού τέτοιων αντικειμένων πριν θεμελιωθεί ποινική ευθύνη.
2. Το παρόν άρθρο δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι δημιουργεί ποινική ευθύνη σε περίπτωση που η παραγωγή, πώληση, προμήθεια προς χρήση, εισαγωγή, διανομή ή άλλως διάθεση ή κατοχή όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν γίνεται με σκοπό τη διάπραξη κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα Άρθρα 2 έως 5 της παρούσης Σύμβασης, όπως π.χ. για την πραγματοποίηση επιτρεπτών δοκιμών ή για την προστασία ενός συστήματος υπολογιστή.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι η επιφύλαξη αυτή δεν θα αφορά στην πώληση, στην διανομή ή άλλως στη διάθεση των αντικειμένων που περιγράφονται στην παράγραφο 1 α.ιι του παρόντος άρθρου.
Τίτλος 2 - Εγκλήματα σχετικά με υπολογιστές
Άρθρο 7
Πλαστογραφία σχετική με υπολογιστές
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο η από πρόθεση και άνευ δικαιώματος εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή ή καταστολή δεδομένων υπολογιστή, που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μη αυθεντικών δεδομένων, με σκοπό να θεωρηθούν αυτά αυθεντικά ή να γίνουν ενέργειες με βάση αυτά ωσάν να είναι αυθεντικά για νόμιμους σκοπούς, ασχέτως του εάν αυτά τα δεδομένα είναι ή όχι άμεσα αναγνώσιμα ή αντιληπτά. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση θεμελίωσης ποινικής ευθύνης την ύπαρξη πρόθεσης εξαπάτησης ή παρόμοιας αθέμιτης πρόθεσης.
Άρθρο 8
Απάτη σχετική με υπολογιστές
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο η από πρόθεση και άνευ δικαιώματος πρόκληση απώλειας ξένης περιουσίας δια της
α. εισαγωγής, αλλοίωσης, διαγραφής ή καταστολής δεδομένων υπολογιστή,
β. παρέμβασης στη λειτουργία ενός συστήματος υπολογιστή
με δόλια ή αθέμιτη πρόθεση όπως, άνευ δικαιώματος, προσπορισθεί οικονομικό όφελος για τον ίδιο ή για άλλο πρόσωπο.
Τίτλος 3 - Εγκλήματα σχετικά με το περιεχόμενο
Άρθρο 9
Εγκλήματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθούν στο εσωτερικό δίκαιο του οι ακόλουθες συμπεριφορές, όταν διαπράττονται από πρόθεση και άνευ δικαιώματος:
α. παραγωγή παιδικής πορνογραφίας με σκοπό την διανομή της μέσω ενός συστήματος υπολογιστή,
β. προσφορά ή διάθεση παιδικής πορνογραφίας μέσω ενός συστήματος υπολογιστή,
γ. διανομή ή μετάδοση παιδικής πορνογραφίας μέσω ενός συστήματος υπολογιστή,
δ. προμήθεια παιδικής πορνογραφίας μέσω ενός συστήματος υπολογιστή για ιδία χρήση ή για άλλο πρόσωπο,
ε. κατοχή παιδικής πορνογραφίας σε ένα σύστημα υπολογιστή ή σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 ανωτέρω, ο όρος "παιδική πορνογραφία" περιλαμβάνει πορνογραφικό υλικό που απεικονίζει οπτικά:
α. ένα ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά
β. ένα πρόσωπο που φαίνεται ότι είναι ανήλικο να συμμετέχει σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά,
γ. ρεαλιστικές εικόνες που απεικονίζουν ένα ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά.
3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 ανωτέρω, ο όρος "ανήλικος" περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα κάτω των 18 ετών. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, παρά ταύτα, να ορίσει χαμηλότερο όριο ηλικίας, το οποίο δεν μπορεί να είναι κάτω των 16 ετών.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρεί το δικαίωμα να μην εφαρμόσει εν όλω ή εν μέρει τις παραγράφους 1, υποπαραγράφους δ και ε και 2 και τις υποπαραγράφους β και γ.
Τίτλος 4- Εγκλήματα σχετικά με παραβιάσεις δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων
Άρθρο 10
Εγκλήματα σχετικά με παραβιάσεις δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό δίκαιο του η παραβίαση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) όπως αυτά ορίζονται στο δίκαιο αυτού του Συμβαλλομένου Μέρους, σε εκτέλεση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει από την Πράξη του Παρισιού της 24 Ιουλίου 1971 που αναθεώρησε την Σύμβαση της Βέρνης για την Προστασία των Λογοτεχνικών και Καλλιτεχνικών Έργων (the Bern Convention for the Protection of Literary and Artistic Works), την Συμφωνία για τις Εμπορικές Πτυχές των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας (the Agreement on Trade-Related Aspects ofIntellectual Property Rights) και την Συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία (the WIPO Copyright Treaty), με εξαίρεση τα ηθικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που παρέχονται από αυτές τις συμβάσεις, στην περίπτωση που αυτές οι πράξεις διαπράττονται από πρόθεση, σε εμπορική κλίμακα και με την χρήση ενός συστήματος υπολογιστή.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό δίκαιο του η παραβίαση των συγγενικών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στο δίκαιο αυτού του Συμβαλλομένου Μέρους, σε εκτέλεση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει από τη Σύμβαση για την Προστασία των Ερμηνευτών ή Εκτελεστών Καλλιτεχνών, των Παραγωγών Φωνογραφικών και Ραδιοτηλεοπτικών Οργανισμών (Σύμβαση της Ρώμης) (the International Convention for the Protection of Performers, Producers of Phonograms and Broadcasting Organisations - Rome Convention), την Συμφωνία για τις Εμπορικές Πτυχές των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας (the Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights) και την Σύμβαση για τις Ερμηνείες / Εκτελέσεις και τα Φωνογραφήματα (the WIPO Performances and Phonograms Treaty), με εξαίρεση τα ηθικά δικαιώματα που παρέχονται από αυτές τις συμβάσεις, όταν αυτές οι πράξεις διαπράττονται από πρόθεση, σε εμπορική κλίμακα και με την χρήση ενός συστήματος υπολογιστή.
3. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρεί το δικαίωμα να μην προβεί σε ποινικοποίηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου σε περιορισμένες περιπτώσεις, υπό τον όρο ότι διαθέτει άλλα αποτελεσματικά, προς τούτο, ένδικα βοηθήματα και ότι αυτή η επιφύλαξη δεν μειώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις του Συμβαλλομένου Μέρους, όπως αυτές αναφέρονται στα διεθνή νομικά κείμενα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
Τίτλος 5 - Εξαρτημένη ευθύνη και κυρώσεις
Άρθρο 11
Απόπειρα και συμμετοχή
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό δίκαιο του η συνδρομή ή εξώθηση στη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των εγκλημάτων πουποινικοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως 10 της παρούσης Σύμβασης, όταν αυτά διαπράττονται από πρόθεση.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό δίκαιο του η απόπειρα διάπραξης οιουδήποτε εκ των εγκλημάτων που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5, 7, 8 και 9.1α και γ της παρούσης Σύμβασης, όταν η απόπειρα αυτή γίνεται από πρόθεση.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρεί το δικαίωμα να μην εφαρμόσει εν όλω ή εν μέρει την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 12
Ευθύνη Νομικών Προσώπων
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει ότι θα θεμελιούται ευθύνη των νομικών προσώπων για ποινικά εγκλήματα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, όταν αυτά διαπράττονται προς όφελος των νομικών προσώπων από ένα φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικώς ή ως μέλος ενός οργάνου του νομικού προσώπου και έχει ιθύνουσα θέση εντός αυτού του νομικού προσώπου, δυνάμει:
- εξουσιοδότησης να εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, ή
- εξουσίας να λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή
-εξουσίας να ασκεί έλεγχο εντός του νομικού προσώπου.
2. Πέραν των περιπτώσεων που έχουν ήδη προβλεφθεί στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να θεμελιώνεται ευθύνη ενός νομικού προσώπου, όταν η έλλειψη επίβλεψης ή ελέγχου από ένα φυσικό πρόσωπο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, κατέστησε δυνατή την διάπραξη ενός ποινικού αδικήματος που ποινικοποιείται από την παρούσα Σύμβαση, προς όφελος του νομικού προσώπου από ένα φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό τον έλεγχο του .
3. Τηρουμένων των νομικών αρχών των Συμβαλλομένων Μερών, η ευθύνη ενός νομικού προσώπου μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική.
4. Η εν λόγω ευθύνη δεν αποκλείει την θεμελίωση ποινικής ευθύνης των φυσικών προσώπων που διέπραξαν το αδίκημα.
Άρθρο 13
Κυρώσεις και μέτρα
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλίσει ότι τα ποινικά αδικήματα που καθιερώνονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές, αποτρεπτικές ποινικές ή μη κυρώσεις ή μέτρα, περιλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων.
Τμήμα 2 - Δικονομικό Δίκαιο
Τίτλος 1 - Κοινές διατάξεις
Άρθρο 14
Πλαίσιο των δικονομικών διατάξεων
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεσπίσει τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν τμήμα για τους σκοπούς συγκεκριμένων ποινικών ερευνών ή διώξεων.
2. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στο Άρθρο 21, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εφαρμόζει τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου:
α. Στα ποινικά εγκλήματα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της παρούσας Σύμβασης,
β. Στα ποινικά εγκλήματα που διαπράττονται με την χρήση ενός συστήματος υπολογιστή και
γ. Στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή ενός ποινικού αδικήματος.
3. α. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να επιφυλαχθεί να εφαρμόσει τα μέτρα που αναφέρονται στο Άρθρο 20 μόνον για εγκλήματα ή κατηγορίες εγκλημάτων που θα προσδιορισθούν στην επιφύλαξη, υπό τον όρο ότι το εύρος αυτών των εγκλημάτων ή των κατηγοριών εγκλημάτων δεν θα είναι περισσότερο περιορισμένο από το εύρος των εγκλημάτων στο οποίο (κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος) θα εφαρμόζει τα μέτρα που αναφέρονται στο Άρθρο 21. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προσπαθεί να περιορίσει αυτήν την επιφύλαξη ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της ευρύτερης δυνατής εφαρμογής του μέτρου που αναφέρεται στο Άρθρο 20.
β. Όταν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, εξ αιτίας περιορισμών στην ισχύουσα νομοθεσία του κατά τον χρόνο υιοθέτησης της παρούσης Σύμβασης, δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει τα μέτρα που αναφέρονται στα Άρθρα 20 και 21 στις επικοινωνίες που διαβιβάζονται εντός ενός συστήματος υπολογιστή ενός παρόχου υπηρεσιών, το οποίο σύστημα:
ι λειτουργεί προς όφελος μιας κλειστής ομάδας χρηστών,
και
ιι δεν χρησιμοποιεί δίκτυο δημοσίων επικοινωνιών και δεν είναι συνδεδεμένο σε άλλο σύστημα υπολογιστή, δημόσιο ή ιδιωτικό, το Συμβαλλόμενο Μέρος αυτό μπορεί να επιφυλαχθεί να μην εφαρμόσει αυτά τα μέτρα σε αυτές τις επικοινωνίες. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προσπαθεί να περιορίσει αυτήν την επιφύλαξη ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της ευρύτερης δυνατής εφαρμογής των μέτρων που αναφέρονται στα Άρθρα 20 και 21.
Άρθρο 15
Όροι και διασφαλίσεις
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εξασφαλίζει ότι η θέσπιση, εκτέλεση και εφαρμογή των αρμοδιοτήτων και διαδικασιών που προβλέπονται στο παρόν τμήμα υπόκειται στους όρους και τις διασφαλίσεις που προβλέπονται από το εγχώριο δίκαιο του, οι οποίες προβλέπουν επαρκή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων που δημιουργούνται από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1950, της Διεθνούς Σύμβασης για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966 του ΟΗΕ, και των λοιπών ισχυουσών διεθνών συμφωνιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και οι οποίες ενσωματώνουν την αρχή της αναλογικότητας.
2. Ανάλογα με το είδος της αρμοδιότητας ή της διαδικασίας, αυτοί οι όροι και οι διασφαλίσεις περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη επίβλεψη, τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή, τον περιορισμό του αντικειμένου και της διάρκειας αυτής της αρμοδιότητας ή διαδικασίας.
3. Στο βαθμό που συμβαδίζει με το δημόσιο συμφέρον και ειδικότερα με την ορθή απονομή δικαιοσύνης, το κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εξετάζει την επίπτωση που έχουν οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες του παρόντος τμήματος επί των δικαιωμάτων, ευθυνών και θεμιτών συμφερόντων των τρίτων.
Τίτλος 2 - Κατεπείγουσα διατήρηση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστών
Άρθρο 16
Κατεπείγουσα διατήρηση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστών
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να διατάξουν ή ομοίως να διασφαλίσουν την κατεπείγουσα διατήρηση συγκεκριμένων δεδομένων υπολογιστή, περιλαμβανομένων των στοιχείων κίνησης που έχουν αποθηκευθεί σε ένα σύστημα υπολογιστή, ιδίως όταν πιθανολογείται ότι τα δεδομένα του υπολογιστή είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα σε απώλεια ή τροποποίηση.
2. Στην περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος υλοποιεί την παράγραφο 1 ανωτέρω με την εντολή προς ένα πρόσωπο να διατηρήσει συγκεκριμένα αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή που βρίσκονται στην κατοχή ή τονέλεγχο του, το Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να υποχρεώσει αυτό το πρόσωπο να διατηρήσει και να διαφυλάξει την ακεραιότητα των εν λόγω δεδομένων υπολογιστή για το χρονικό διάστημα που απαιτείται έως ότου μπορέσουν οι αρμόδιες αρχές να ζητήσουν την χορήγηση τους, διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τις 90 ημέρες. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ορίσει ότι η διαταγή αυτή ανανεώνεται.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να υποχρεωθεί ο κάτοχος ή άλλο πρόσωπο που έχει στην φύλαξη του τα δεδομένα υπολογιστή, να τηρεί εχεμύθεια σχετικά με αυτές τις διαδικασίες για το χρονικό διάστημα που ορίζεται από το εσωτερικό δίκαιο του.
4. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αφορούν στα Άρθρα 14 και 15.
Άρθρο 17
Κατεπείγουσα διατήρηση και μερική αποκάλυψη στοιχείων κίνησης
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα νομοθετικά και άλλα μέτρα σε σχέση με τα στοιχεία κίνησης που πρέπει να διατηρηθούν δυνάμει του Άρθρου 16, για:
α. να εξασφαλισθεί ότι η κατεπείγουσα διατήρηση των στοιχείων κίνησης θα είναι διαθέσιμη ανεξαρτήτως της συμμετοχής ενός ή περισσοτέρων παροχών υπηρεσιών στη διαβίβαση αυτών των επικοινωνιών και
β. να εξασφαλισθεί η κατεπείγουσα αποκάλυψη προς την αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους, ή προς ένα πρόσωπο διορισμένο από αυτήν την αρχή, επαρκούς ποσότητας στοιχείων κίνησης ώστε το Συμβαλλόμενο Μέρος να είναι σε θέση να εντοπίσει τους παρόχους υπηρεσιών και την διαδρομή μέσω της οποίας διαβιβάσθηκε αυτή η επικοινωνία.
2. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.
Τίτλος 3 - Διαταγή επίδειξης
Άρθρο 18
Διαταγή επίδειξης
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να διατάξουν:
α. ένα πρόσωπο που βρίσκεται στην Επικράτεια του να υποβάλλει συγκεκριμένα δεδομένα υπολογιστή που βρίσκονται υπό τον έλεγχο αυτού του προσώπου και τα οποία είναι αποθηκευμένα σε ένα σύστημα υπολογιστή ή σε ένα μέσον αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή και
β. έναν πάροχο υπηρεσιών που προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Επικράτεια του Συμβαλλόμενου Μέρους, να υποβάλει πληροφορίες για συνδρομητές σε σχέση με τις υπηρεσίες αυτές, πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του εν λόγω παρόχου υπηρεσιών,
2. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος "πληροφορίες για συνδρομητές" σημαίνει κάθε πληροφορία υπό μορφή δεδομένων υπολογιστή ή υπό οιανδήποτε άλλη μορφή, η οποία φυλάσσεται από έναν πάροχο υπηρεσιών και αφορά τους συνδρομητές των υπηρεσιών του, με εξαίρεση τα στοιχεία κίνησης ή περιεχομένου, από την οποία μπορεί να εξακριβωθεί:
α. ο τύπος της χρησιμοποιούμενης υπηρεσίας επικοινωνιών, οι τεχνικές προδιαγραφές της και η περίοδος υπηρεσίας,
β. η ταυτότητα του συνδρομητή, η ταχυδρομική ή η γεωγραφική διεύθυνση, το τηλέφωνο και άλλοι αριθμοί πρόσβασης, τα στοιχεία χρέωσης και πληρωμής που είναι διαθέσιμα με βάση τη σύμβαση ή συμφωνία παροχής υπηρεσιών,
γ. κάθε άλλη πληροφορία σχετική με τον τόπο εγκατάστασης του εξοπλισμού επικοινωνίας, που είναι διαθέσιμη με βάση την σύμβαση ή συμφωνία παροχής υπηρεσιών,
Τίτλος 4 - Έρευνα και κατάσχεση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή
Άρθρο 19
Έρευνα και κατάσχεση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δοθεί η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές του να ερευνούν ή ομοίως να έχουν πρόσβαση:
α. σε ένα σύστημα υπολογιστή ή σε μέρος αυτού και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτόν, και
β. σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή στο οποίο υπάρχουν αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή μέσα στην επικράτεια του.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει ότι σε περίπτωση που οι αρχές του ερευνούν ή έχουν πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο σύστημα υπολογιστή ή σε μέρος αυτού σε εκτέλεση της παραγράφου Ι.α και πιθανολογείται ότι τα αναζητούμενα δεδομένα είναι αποθηκευμένα σε άλλο σύστημα υπολογιστή ή μέρος αυτού μέσα στην επικράτεια του, και αυτά τα δεδομένα είναι νομίμως προσιτά ή διαθέσιμα στο αρχικό σύστημα, οι αρχές έχουν την δυνατότητα να επεκτείνουν ταχέως την έρευνα ή παρόμοια πρόσβαση προς το άλλο σύστημα.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να κατάσχουν ή ομοίως να εξασφαλίζουν τα δεδομένα υπολογιστή στα οποία απέκτησαν πρόσβαση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την εξουσία:
α. να κατάσχουν ή ομοίως να ασφαλίζουν ένα σύστημα υπολογιστή ή μέρος αυτού ή ένα μέσον αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή,
β. να παράγουν και να διατηρούν ένα αντίγραφο αυτών των δεδομένων υπολογιστή,
γ. να διατηρούν την ακεραιότητα των σχετικών αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή,
δ. να καθιστούν απρόσιτα ή να αφαιρούν αυτά τα δεδομένα υπολογιστή από το εξεταζόμενο σύστημα υπολογιστή.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία ώστε να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να διατάξουν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει γνώση περί της λειτουργίας του συστήματος υπολογιστή ή των μέτρων που ισχύουν για την προστασία των δεδομένων υπολογιστή που υπάρχουν σε αυτό, να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση των μέτρων που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.
5. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.
Τίτλος 5 - Συλλογή δεδομένων υπολογιστή σε πραγματικό χρόνο
Άρθρο 20
Συλλογή δεδομένων κίνησης σε πραγματικό χρόνο
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να:
α. συλλέγουν ή καταγράφουν με την εφαρμογή τεχνικών μέσων στην επικράτεια αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους, και
β. αναγκάζουν έναν πάροχο υπηρεσιών με την υφιστάμενη τεχνική ικανότητα του:
ι να συλλέγει ή καταγράφει με την εφαρμογή τεχνικών
μέσων στην επικράτεια αυτή του Συμβαλλόμενου Μέρους, ή
ιι να συνεργάζεται και να βοηθά τις αρμόδιες αρχές στην συλλογή ή καταγραφή, δεδομένων κίνησης, σε πραγματικό χρόνο, σε σχέση με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτεια του που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή.
2. Στην περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος λόγω των πάγιων αρχών του εσωτερικού νομικού συστήματος του δεν μπορεί να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο Ι.α μπορεί άντ' αυτών να λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει ότι θα γίνεται συλλογή ή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων κίνησης που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες επικοινωνίες που διαβιβάζονται στην επικράτεια του, δια της εφαρμογής τεχνικών μέσων σε αυτήν την επικράτεια.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξαναγκασθεί ένας πάροχος υπηρεσιών να τηρήσει εχεμύθεια ως προς το γεγονός της εκτέλεσης κάποιας δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο και κάθε πληροφορίας που σχετίζεται με αυτήν.
4. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.
Άρθρο 21
Άρση του απορρήτου των δεδομένων περιεχομένου
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία σε σχέση με ένα φάσμα σοβαρών εγκλημάτων που θα καθοριστούν από το εσωτερικό δίκαιο, ώστε να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να:
α. συλλέγουν ή καταγράφουν με την εφαρμογή τεχνικών μέσων στην επικράτεια αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους, και
β. αναγκάζουν έναν πάροχο υπηρεσιών με την υφιστάμενη τεχνική ικανότητα του:
ι να συλλέγει ή καταγράφει με την εφαρμογή τεχνικών
μέσων στην επικράτεια αυτή του Συμβαλλόμενου Μέρους, ή
ιι να συνεργάζεται και να βοηθά τις αρμόδιες αρχές στη συλλογή ή καταγραφή, δεδομένων περιεχομένου, σε πραγματικό χρόνο, σε σχέση με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτεια του που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή.
2. Στην περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος λόγω των πάγιων αρχών του εσωτερικού νομικού συστήματος του δεν μπορεί να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 .α μπορεί αντ' αυτών να λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίζει ότι θα γίνεται συλλογή ή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων περιεχομένου για συγκεκριμένες επικοινωνίες που διαβιβάζονται στην επικράτεια του, δια της εφαρμογής τεχνικών μέσων σε αυτήν την επικράτεια.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξαναγκασθεί ένας πάροχος υπηρεσιών να τηρεί εχεμύθεια ως προς το γεγονός της εκτέλεσης κάποιας εξουσίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο και κάθε πληροφορίας που σχετίζεται με αυτήν.
4. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.
Τμήμα 3 - Δικαιοδοσία
Άρθρο 22
Δικαιοδοσία
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία επί κάθε εγκλήματος που ποινικοποιείται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της παρούσας Σύμβασης, όταν τα εγκλήματα αυτά διαπράττονται:
α. εντός της επικράτειας του ή
β. επί ενός πλοίου που φέρει την σημαία του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, ή
γ. επί ενός αεροσκάφους που είναι καταχωρημένο σύμφωνα με τους νόμους του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, ή
δ. από ένα πολίτη του, εάν το έγκλημα τιμωρείται από το ποινικό δίκαιο στον τόπο που διαπράχθηκε ή εάν το έγκλημα διαπράχθηκε εκτός της εδαφικής δικαιοδοσίας ενός κράτους.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να επιφυλαχθεί να εφαρμόσει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπό συγκεκριμένες συνθήκες τους κανόνες περί δικαιοδοσίας που αναφέρονται στις παραγράφους Ι.β έως Ι.δ του παρόντος Άρθρου ή μέρους αυτού.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί δικαιοδοσία επί των εγκλημάτων που αναφέρονται στο Άρθρο 24 παράγραφος 1, της παρούσας Σύμβασης, σε περιπτώσεις όπου ο φερόμενος ως εγκληματίας είναι παρών μέσα στην επικράτεια του και δεν τον εκδίδει σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος αποκλειστικώς και μόνον με βάση την εθνικότητα του, κατόπιν αίτησης έκδοσης.
4. Η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του.
5. Όταν περισσότερα από ένα Συμβαλλόμενα Μέρη διεκδικούν δικαιοδοσία επί ενός εγκλήματος που ποινικοποιείται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, τα εμπλεκόμενα μέρη θα διαβουλευθούν, όπου αυτό απαιτείται, με σκοπό να προσδιορισθεί η καταλληλότερη δικαιοδοσία για να ασκηθεί δίωξη.
Κεφάλαιο III - Διεθνής συνεργασία
Τμήμα 1 - Γενικές αρχές
Τίτλος 1 - Γενικές αρχές σχετικά με την διεθνή συνεργασία
Άρθρο 23
Γενικές αρχές σχετικές με την διεθνή συνεργασία
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη συνεργάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και με την εφαρμογή των σχετικών διεθνών συμφωνιών διεθνούς συνεργασίας σε ποινικά θέματα, των ρυθμίσεων που έχουν γίνει με βάση την ενιαία ή αμοιβαία νομοθεσία, και τους εσωτερικούς νόμους, στη μέγιστη δυνατή έκταση για την πραγματοποίηση ερευνών ή την άσκηση διώξεων για ποινικά αδικήματα σχετιζόμενα με συστήματα υπολογιστών και δεδομένα, ή για την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή που αφορούν ποινικά αδικήματα.
Τίτλος 2 - Αρχές σχετικά με την έκδοση
Άρθρο 24
Έκδοση
1. α. Το παρόν άρθρο αφορά εκδόσεις μεταξύ Συμβαλλόμενων Μερών για τα αδικήματα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της παρούσας Σύμβασης, υπό τον όρο ότι αυτά τιμωρούνται βάσει των νόμων αμφοτέρων των Συμβαλλόμενων Μερών με στερητική της ελευθερίας ποινή της οποίας το μέγιστο ύψος είναι τουλάχιστον ένα έτος, ή με ακόμη βαρύτερη ποινή.
β. Όταν μια διαφορετική ελαχίστη ποινή ισχύει δυνάμει μιας ρύθμισης η οποία έχει συμφωνηθεί με βάση την ενιαία ή αμοιβαία νομοθεσία ή μια συνθήκη περί έκδοσης, περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης (ΕΤ8 No. 24), που ισχύει μεταξύ δύο ή περισσότερων Συμβαλλόμενων Μερών, τότε ισχύει η ελαχίστη ποινή που προβλέπεται δυνάμει της εν λόγω ρύθμισης.
2. Τα ποινικά αδικήματα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θεωρούνται ότι αποτελούν εγκλήματα για το οποία επιτρέπεται η έκδοση σε κάθε συνθήκη έκδοσης που ισχύει μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν να συμπεριλάβουν τα εν λόγω εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση, σε κάθε συνθήκη έκδοσης που θα συνάψουν μεταξύ τους.
3. Εάν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος έχει ως προϋπόθεση για την έκδοση την ύπαρξη συνθήκης, και αυτό το Συμβαλλόμενο Μέρος λάβει ένα αίτημα έκδοσης από άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος με τον οποίο δεν έχει συνάψει σύμβαση έκδοσης, μπορεί να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως την νομική βάση για την έκδοση σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
4. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη που δεν έχουν ως προϋπόθεση για την έκδοση την ύπαρξη σύμβασης, θα αναγνωρίζουν τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ως αδικήματα μεταξύ των.
5. Η έκδοση υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπει το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, ή οι ισχύουσες συμβάσεις περί έκδοσης, συμπεριλαμβανομένων και των λόγων για τους οποίους το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, μπορεί να αρνηθεί την έκδοση.
6. Εάν η έκδοση για ένα ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου απορριφθεί μόνο με βάση την υπηκοότητα του εκζητούμενου προσώπου ή επειδή το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, θεωρεί ότι έχει δικαιοδοσία επί του εγκλήματος, τότε το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, παραπέμπει την υπόθεση κατόπιν αιτήματος του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους στις αρμόδιες αρχές του με σκοπό να ασκηθεί ποινική δίωξη και θα αναφέρει την τελική έκβαση στο αιτούν μέρος σε εύθετο χρόνο. Οι εν λόγω αρχές εκδίδουν την απόφαση τους, διεξάγουν τις έρευνες τους και ασκούν την δίωξη τους με τον ίδιο τρόπο όπως και για οποιοδήποτε άλλο έγκλημα παρεμφερούς φύσης σύμφωνα με τον νόμο του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους.
7. α. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, την στιγμή της υπογραφής ή όταν καταθέτει το έγγραφο κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, γνωστοποιεί στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης το όνομα και την διεύθυνση κάθε αρχής που είναι υπεύθυνη για την έκδοση και λήψη αιτημάτων έκδοσης ή προσωρινής σύλληψης σε περίπτωση μη ύπαρξης σύμβασης.
β. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης δημιουργεί και ενημερώνει ένα μητρώο των αρχών που θα γνωστοποιηθούν κατ' αυτόν τον τρόπο από τα Συμβαλλόμενα Μέρη. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι τα στοιχεία που υπάρχουν στο μητρώο είναι πάντοτε ακριβή.
Τίτλος 3 - Γενικές αρχές σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή
Άρθρο 25
Γενικές αρχές σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συνδρομή μεταξύ τους για την πραγματοποίηση ερευνών ή την άσκηση διώξεων σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων σχετιζόμενων με συστήματα υπολογιστή και δεδομένων, ή για την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή που αφορούν σε ένα ποινικό αδίκημα.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει επίσης τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που καθορίζονται στα άρθρα 27 έως 35.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, σε επείγουσες περιστάσεις, μπορεί να απευθύνει αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής ή σχετικά μηνύματα με γρήγορα μέσα επικοινωνίας όπως τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά εξασφαλίζουν τα απαραίτητα επίπεδα ασφάλειας και γνησιότητας (συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης κρυπτογραφίας στις περιπτώσεις που απαιτείται), και ότι θα επακολουθεί επίσημη επιβεβαίωση, όταν αυτή ζητείται από το μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, αποδέχεται και απαντά στο αίτημα με οποιοδήποτε από τα γρήγορα μέσα επικοινωνίας.
4. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε άρθρα του παρόντος κεφαλαίου, η αμοιβαία συνδρομή υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους νόμους του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, ή από τις ισχύουσες συμβάσεις περί αμοιβαίας συνδρομής, περιλαμβανόμενων των λόγων για τους οποίους το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, μπορεί να αρνηθεί τη συνεργασία. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, δεν ασκεί το δικαίωμα άρνησης της αμοιβαίας συνδρομής για τα εγκλήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 έως 11 με μόνη αιτιολογία ότι το αίτημα αφορά ένα έγκλημα το οποίο θεωρεί ως φορολογικό.
5. Στην περίπτωση που σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, έχει το δικαίωμα να θέσει ως προϋπόθεση για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής την ύπαρξη διττού αξιόποινου, η προϋπόθεση αυτή θα θεωρείται ότι εκπληρώνεται, ασχέτως εάν οι νόμοι του κατατάσσουν το έγκλημα στην ίδια κατηγορία εγκλημάτων ή εάν περιγράφουν το έγκλημα με την ίδια ορολογία με το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, εάν η περιγραφόμενη συμπεριφορά για την οποία ζητείται η συνδρομή, αποτελεί ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τους δικούς του νόμους.
Άρθρο 26
Αυθόρμητη ενημέρωση
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, μέσα στα όρια του εσωτερικού του δικαίου και χωρίς προηγουμένως να του ζητηθεί, μπορεί να αποστείλει σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος πληροφορίες που έχει λάβει στα πλαίσια των δικών του ερευνών, όταν κρίνει ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να βοηθήσει το Συμβαλλόμενο Μέρος, που λαμβάνει τις πληροφορίες, να ξεκινήσει ή να διενεργήσει έρευνες ή να ασκήσει διώξεις για ποινικά αδικήματα που θεμελιώνονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αίτημα συνεργασίας από εκείνο το Συμβαλλόμενο Μέρος δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου.
2. Πριν χορηγήσει τις πληροφορίες αυτές, το παρέχον Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει να τηρηθεί εμπιστευτικότητα ως προς αυτές ή να χρησιμοποιηθούν αυτές υπό όρους. Εάν το λαμβάνον Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να συμμορφωθεί με το αίτημα αυτό, πρέπει να ειδοποιεί σχετικά το παρέχον τις πληροφορίες Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο στη συνέχει θα κρίνει εάν οι πληροφορίες αυτές πρέπει να δοθούν Εάν το λαμβάνον Συμβαλλόμενο Μέρος αποδεχθεί τις πληροφορίες με τους όρους αυτούς, τότε θα δεσμεύεται από αυτούς.
Τίτλος 4 Διαδικασίες που αφορούν τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής ελλείψει ισχυουσών διεθνών συμφωνιών
ΑΡΘΡΟ 27
Διαδικασίες που αφορούν τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής ελλείψει ισχυουσών διεθνών συμβάσεων
1.Σε περίπτωση που μεταξύ του αιτούντος και του Συμβαλλόμενου Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν υπάρχει σύμβαση ή ρύθμιση αμοιβαίας συνδρομής στην βάση της ενιαίας ή αμοιβαίας νομοθεσίας, ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 9 του παρόντος άρθρου. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν στην περίπτωση που υφίσταται τέτοιου είδους σύμβαση, ρύθμιση ή νομοθεσία, εκτός εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνήσουν να εφαρμόσουν αντ’ αυτών σύνολο ή μέρος του υπόλοιπου του παρόντος άρθρου.
2.α. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος ορίζει μία (ή περισσότερες) κεντρική αρχή που είναι υπεύθυνη για την αποστολή και την απάντηση αιτήσεων, αμοιβαίας συνδρομής, για την εκτέλεση των αιτήσεων αυτών ή για την διαβίβασή τους προς τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεσή τους.
β. Οι κεντρικές αρχές επικοινωνούν απ’ ευθείας μεταξύ τους.
γ. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, κατά το χρόνο της υπογραφής ή όταν καταθέτει τα έγγραφα κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, γνωστοποιεί στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αρχών που ορίζονται σε εκτέλεση της παρούσας παραγράφου.
δ. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης δημιουργεί και ενημερώνει ένα μητρώο των κεντρικών αρχών που θα οριστούν από τα Συμβαλλόμενα Μέρη. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι τα στοιχεία που υπάρχουν στο μητρώο είναι πάντοτε ακριβή.
3. Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής δυνάμει του παρόντος άρθρου εκτελούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται από τον αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, εκτός εάν είναι ασύμβατες με το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
4. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, πέραν των λόγων άρνησης που ορίζονται στο Άρθρο 25, παράγραφος 4, μπορεί να αρνηθεί τη συνδρομή εάν:
α. η αίτηση αφορά ένα έγκλημα το οποίο το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί πολιτικό έγκλημα ή έγκλημα σχετιζόμενο με ένα πολιτικό έγκλημα, ή
β. θεωρεί ότι η εκτέλεση της αίτησης είναι πιθανόν να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή άλλα ουσιαστικά δικαιώματα του.
5. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μπορεί να αναβάλει να ενεργήσει επί μιας αίτησης εάν η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τις ποινικές έρευνες ή διώξεις που διενεργούνται από τις αρχές του.
6. Πριν αρνηθεί ή αναβάλει τη συνδρομή, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, εξετάζει, εάν χρειάζεται, κατόπιν διαβούλευσης με το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος εάν η αίτηση μπορεί να γίνει δεκτή μερικώς ή υπό τους όρους που εκείνο θα θεωρήσει αναγκαίους.
7. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ενημερώνει αμέσως το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για την έκβαση της εκτέλεσης της αίτησης συνδρομής. Σε περίπτωση άρνησης ή αναβολής της αίτησης συνδρομής θα αναφέρονται οι λόγοι. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ενημερώνει επίσης το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για τους τυχόν λόγους που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση της αίτησης ή που πιθανώς θα την καθυστερήσουν σημαντικά.
8. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει από το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, να τηρήσει εμπιστευτικότητα ως προς το γεγονός της υποβολής μιας αίτησης δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, καθώς και για το αντικείμενο αυτής, εκτός εάν τούτο απαιτείται για την εκτέλεση της. Εάν το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν μπορεί να συμμορφωθεί με το αίτημα εμπιστευτικότητας, ειδοποιεί αμέσως το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο, στη συνέχεια κρίνει εάν μολαταύτα η αίτηση θα πρέπει να εκτελεστεί.
9.α. Σε περίπτωση επείγοντος, οι αιτήσεις για αμοιβαία συνδρομή ή οι σχετικές επικοινωνίες αποστέλλονται απ' ευθείας από τις δικαστικές αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους προς τις αντίστοιχες αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, αποστέλλεται ταυτοχρόνως ένα
αντίγραφο στην κεντρική αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μέσω της κεντρικής αρχής του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους.
β. Κάθε αίτηση ή επικοινωνία σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο μπορεί να γίνει μέσω του Διεθνούς Ποινικού Αστυνομικού Οργανισμού (Ιντερπόλ).
γ. Όταν υποβάλλεται μία αίτηση σύμφωνα με την υποπαράγραφο α του παρόντος άρθρου και η αρχή δεν είναι αρμόδια να επιληφθεί της αίτησης, διαβιβάζει την αίτηση στην αρμοδία εθνική αρχή και ενημερώνει απ' ευθείας σχετικώς το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος.
δ. Οι αιτήσεις ή οι επικοινωνίες, που γίνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και δεν συνεπάγονται εξαναγκασμό σε ενέργεια, μπορούν να διαβιβάζονται απ' ευθείας από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους προς τις αρμόδιες αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
ε. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος κατά το χρόνο της υπογραφής ή όταν καταθέτει το έγγραφο κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, μπορεί να δηλώσει στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι για λόγους αποτελεσματικότητας, οι αιτήσεις δυνάμει της παρούσας παραγράφου θα απευθύνονται στην κεντρική αρχή του.
Άρθρο 28
Εμπιστευτικότητα και περιορισμοί
1. Όταν δεν υφίσταται σύμβαση ή ρύθμιση αμοιβαίας συνδρομής με βάση ενιαία ή αμοιβαία ισχύουσα νομοθεσία μεταξύ του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους και του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή όταν υφίσταται τέτοια συνθήκη, ρύθμιση ή νομοθεσία, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνήσουν να εφαρμόζουν το σύνολο ή το υπόλοιπο του παρόντος άρθρου αντ' αυτών.
2. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μπορεί να θέσει προϋποθέσεις για την παροχή πληροφοριών ή υλικού σε απάντηση μιας αίτησης, υπό τον όρο ότι:
α. οι πληροφορίες θα τηρηθούν εμπιστευτικές σε περίπτωση που η αίτηση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή δεν μπορεί να εκτελεστεί χωρίς την προϋπόθεση αυτή, ή
β. δεν θα χρησιμοποιηθούν για έρευνες ή διώξεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στην αίτηση.
3. Εάν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να συμμορφωθεί με μία προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ενημερώνει αμέσως το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο στη συνέχεια κρίνει εάν οι πληροφορίες πρέπει να δοθούν. Εάν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος αποδεχθεί αυτόν τον όρο, τότε θα δεσμεύεται από αυτόν.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος που παρέχει πληροφορίες ή υλικό, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μπορεί να ζητήσει από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να εξηγήσει σχετικά με την προϋπόθεση αυτή πως χρησιμοποίησε αυτές τις πληροφορίες ή το υλικό.
Τμήμα 2-Ειδικές διατάξεις
Τίτλος I — Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με προληπτικά μέτρα
Άρθρο 29
Κατεπείγουσα διατήρηση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστών
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να, ζητήσει από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να διατάξει ή με άλλο τρόπο εξασφαλίσει την κατεπείγουσα διατήρηση δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε ένα σύστημα υπολογιστή, το οποίο ευρίσκεται στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, για τα οποία το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος προτίθεται να υποβάλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής με σκοπό την έρευνα ή με παρόμοιο τρόπο πρόσβαση, κατάσχεση, εξασφάλιση ή αποκάλυψη των δεδομένων.
2. Κάθε αίτηση διατήρησης που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να αναφέρει:
α. την αρχή που ζητεί την διατήρηση,
β. το έγκλημα που αποτελεί το αντικείμενο της ποινικής έρευνας ή δίωξης και συνοπτική περιγραφή των συναφών πραγματικών περιστατικών,
γ. τα προς διατήρηση αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή και την σχέση τους με το έγκλημα,
δ. κάθε διαθέσιμη πληροφορία που ταυτοποιεί τον κατέχοντα τα αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή ή τη θέση του συστήματος υπολογιστή,
ε. την αναγκαιότητα της διατήρησης και
στ. ότι το Συμβαλλόμενο Μέρος προτίθεται να υποβάλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής για την έρευνα ή με παρόμοιο τρόπο πρόσβαση, κατάσχεση, εξασφάλιση ή αποκάλυψη των αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή.
3. Με την λήψη της αίτησης από Συμβαλλόμενο Μέρος, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατεπείγουσα διατήρηση των συγκεκριμένων δεδομένων, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο. Για τους σκοπούς της ανταπόκρισης στην αίτηση, δεν απαιτείται η ύπαρξη διττού αξιόποινου ως προϋπόθεση για την εν λόγω διατήρηση,.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει θέσει ως προϋπόθεση την ύπαρξη διττού αξιόποινου για την ανταπόκριση σε μία αίτηση για αμοιβαία συνδρομή με σκοπό την έρευνα ή τη με ανάλογο τρόπο πρόσβαση, κατάσχεση ή την με ανάλογο τρόπο εξασφάλιση ή αποκάλυψη των αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή, μπορεί, για εγκλήματα άλλα από εκείνα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της Σύμβασης, να διατηρεί το δικαίωμα να αρνηθεί την ανταπόκριση στην αίτηση για διατήρηση δυνάμει του παρόντος άρθρου, στις περιπτώσεις που έχει λόγους να πιστεύει ότι κατά την στιγμή της αποκάλυψης των δεδομένων δεν μπορεί να εκπληρωθεί η προϋπόθεση του διττού αξιόποινου.
5. Επί πλέον, μία αίτηση για διατήρηση μπορεί να απορριφθεί μόνον εάν:
α. η αίτηση αφορά έγκλημα το οποίο το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, χαρακτηρίζει ως πολιτικό έγκλημα ή έγκλημα που σχετίζεται με πολιτικό έγκλημα, ή
β. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί ότι η αποδοχή της αίτησης είναι πιθανόν να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, την δημόσια τάξη ή άλλα θεμελιώδη συμφέροντα του.
6. Στην περίπτωση που το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί ότι η διατήρηση δεν θα εξασφαλίσει την μελλοντική διαθεσιμότητα των δεδομένων ή ότι θα απειλήσει την εμπιστευτικότητα ή άλλως θα βλάψει την έρευνα του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους, ενημερώνει αμέσως σχετικά το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο κρίνει εάν η αίτηση θα πρέπει να γίνει αποδεκτή σε κάθε περίπτωση.
7. Κάθε διατήρηση που πραγματοποιείται σε ανταπόκριση της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, θα γίνεται για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών, με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος να υποβάλει αίτηση για την έρευνα ή με παρόμοιο τρόπο πρόσβαση, κατάσχεση ή με παρόμοιο τρόπο εξασφάλιση ή αποκάλυψη των δεδομένων. Μετά τη λήψη μιας τέτοιας αίτησης, τα δεδομένα συνεχίζουν να διατηρούνται μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αυτής.
Άρθρο 30
Κατεπείγουσα αποκάλυψη διατηρηθέντων δεδομένων κίνησης
1. Σε περίπτωση που κατά τη διαδικασία αποδοχής του αιτήματος που υποβλήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 29 για διατήρηση δεδομένων κίνησης που αφορούν σε μια συγκεκριμένη επικοινωνία, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, διαπιστώσει ότι ένας πάροχος υπηρεσιών σε άλλο Κράτος αναμίχθηκε στη διαβίβαση της επικοινωνίας, το Συμβαλλόμενο αυτό Μέρος αποκαλύπτει κατεπειγόντως στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος επαρκή ποσότητα δεδομένων κίνησης για να ταυτοποιηθεί ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών και η διαδρομή μέσω της οποίας διαβιβάσθηκε η επικοινωνία αυτή.
2. Η αποκάλυψη των δεδομένων κίνησης δυνάμει της παραγράφου 1 μπορεί να απορριφθεί μόνον εάν:
α. η αίτηση αφορά έγκλημα το οποίο το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, χαρακτηρίζει ως πολιτικό έγκλημα ή έγκλημα που σχετίζεται με πολιτικό έγκλημα ή
β. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί ότι η εκτέλεση της αίτησης είναι πιθανόν να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, την δημόσια τάξη ή άλλα θεμελιώδη συμφέροντα του.
Τίτλος 2 - Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με ανακριτικές πράξεις
Άρθρο 31
Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με την πρόσβαση σε αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει από άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να ερευνήσει ή με παρόμοιο τρόπο αποκτήσει πρόσβαση, κατάσχει ή με παρόμοιο τρόπο εξασφαλίσει ή αποκαλύψει δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε ένα σύστημα υπολογιστή που βρίσκεται στην επικράτεια του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, περιλαμβανομένων των δεδομένων που έχουν διατηρηθεί κατ' εφαρμογή του Άρθρου 29.
2. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ανταποκρίνεται στην αίτηση αυτή εφαρμόζοντας τις διεθνείς συμβάσεις, ρυθμίσεις και νόμους που αναφέρονται στο Άρθρο 23, και σύμφωνα με τις λοιπές σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.
3. Το αίτημα αντιμετωπίζεται σε κατεπείγουσα βάση όταν:
α. λογίζεται βάσιμα ότι τα σχετικά δεδομένα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε απώλεια ή τροποποίηση, ή
β. οι συμβάσεις, ρυθμίσεις και νόμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 προβλέπουν κατεπείγουσα συνεργασία.
Άρθρο 32
Διασυνοριακή πρόσβαση σε αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή, μετά από συναίνεση ή σε περίπτωση που αυτά είναι διαθέσιμα στο κοινό
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, χωρίς την εξουσιοδότηση του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους:
α. να έχει πρόσβαση σε αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή που είναι διαθέσιμα στο κοινό (ανοικτή πηγή), ασχέτως της γεωγραφικής θέσης των δεδομένων, ή
β. να αποκτήσει πρόσβαση ή να λάβει, μέσω ενός συστήματος υπολογιστή στην επικράτεια του, δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, εάν το Συμβαλλόμενο Μέρος λάβει την νόμιμη και οικειοθελή συναίνεση του προσώπου που έχει την νόμιμη εξουσία να αποκαλύπτει τα δεδομένα στο Συμβαλλόμενο Μέρος μέσω του συστήματος υπολογιστή του.
Άρθρο 33
Δικαστική συνδρομή για την συλλογή δεδομένων κίνησης σε πραγματικό χρόνο
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για τη συλλογή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων κίνησης σχετικά με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτεια τους, που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2, η εν λόγω συνδρομή διέπεται από τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει παρόμοια συνδρομή τουλάχιστον αναφορικά με αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται, η συλλογή δεδομένων κίνησης σε πραγματικό χρόνο σε παρόμοιες υποθέσεις σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.
Άρθρο 34
Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με την άρση απορρήτου δεδομένων περιεχομένου
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για την συλλογή ή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων περιεχομένου σχετικά με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτεια τους, που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή, στον βαθμό που επιτρέπεται από τις ισχύουσες συμβάσεις και το εσωτερικό τους δίκαιο.
Τίτλος 3 - Δίκτυο 24/7
Άρθρο 35
Δίκτυο 24/7
1.Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος ορίζει ένα σημείο επαφής που θα είναι διαθέσιμο σε εικοσιτετράωρη βάση, επτά ημέρες την εβδομάδα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η παροχή άμεσης συνδρομής, σε περιπτώσεις έρευνας ή δίωξης αναφορικά με ποινικά αδικήματα σχετιζόμενα με συστήματα και δεδομένα υπολογιστή, ή με σκοπό την συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή για ένα ποινικό αδίκημα. Η εν λόγω συνδρομή περιλαμβάνει την διευκόλυνση ή, εάν αυτό επιτρέπεται από το εσωτερικό δίκαιο και την πρακτική, την άμεση εφαρμογή των ακόλουθων μέτρων.
α. την παροχή τεχνικών συμβουλών,
β. την διατήρηση των δεδομένων σύμφωνα με τα Αρθρα 29 και 30,
γ. τη συλλογή, αποδεικτικών στοιχείων, παροχή νομικής ενημέρωσης και τον εντοπισμό των υπόπτων.
2. α. Το σημείο επαφής κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους είναι αρμόδιο να επικοινωνεί σε κατεπείγουσα βάση με το σημείο επαφής ενός άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
β. Εάν το σημείο επαφής που θα ορίσει ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν ανήκει στην αρχή (ή τις αρχές του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους που είναι αρμόδια (ή αρμόδιες) για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής ή για την έκδοση, το σημείο επαφής διασφαλίζει ότι είναι σε θέση να συντονίζεται με την αρχή (ή τις αρχές) αυτή (ή αυτές) σε κατεπείγουσα βάση.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εξασφαλίζει την ύπαρξη διαθέσιμου εκπαιδευμένου και καταρτισμένου προσωπικού για την διευκόλυνση της λειτουργίας του δικτύου.
Κεφάλαιο IV – Tελικές διατάξεις
Άρθρο 36
Υπογραφή και θέση σε ισχύ
1.Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή για υπογραφή από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και από τα Κράτη μέλη που έλαβαν μέρος στην επεξεργασία της.
2.Η παρούσα Σύμβαση υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατείθενται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
3. Η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα κατά την οποία πέντε Κράτη, μεταξύ των οποίων πρέπει να περιλαμβάνονται τουλάχιστον τρία Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα έχουν εκφράσει την συναίνεσή τους να δεσμευτούν από την Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.
4. Σε σχέση με κάθε υπογράφον Κράτος που εκφράζει μεταγενεστέρως την συναίνεση του να δεσμευτεί από αυτήν, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα κατά την οποία το εν λόγω Κράτος εκφράζει την συναίνεση του να δεσμευτεί από την Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.
Άρθρο 37
Προσχώρηση στην Σύμβαση
1. Μετά την θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, αφού διαβουλευτεί και λάβει την ομόφωνη συναίνεση των Συμβαλλόμενων Κρατών της Σύμβασης, μπορεί να καλεί κάθε Κράτος που δεν είναι μέλος του Συμβουλίου και δεν έχει συμμετάσχει στην επεξεργασία της Σύμβασης, να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση. Η απόφαση λαμβάνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται από το Άρθρο 20.δ του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης, και με ομοφωνία των εκπροσώπων των Συμβαλλόμενων Κρατών που συμμετέχουν στην Επιτροπή Υπουργών.
2. Σε σχέση με κάθε υπογράφον Κράτος που προσχωρεί στην Σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 38
Εδαφική εφαρμογή
1. Κάθε Κράτος, κατά τη στιγμή της υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, καθορίζει την επικράτεια ή τις επικράτειες στις οποίες εφαρμόζεται η Σύμβαση.
2. Κάθε Κράτος, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, με δήλωση που θα απευθύνει στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης σε κάθε άλλη επικράτεια που θα καθορίσει στη δήλωση. Σε σχέση με αυτή την επικράτεια, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα παραλαβής της δήλωσης από το Γενικό Γραμματέα.
3. Κάθε δήλωση που γίνεται δυνάμει των προηγούμενων δύο παραγράφων προκειμένου περί κάθε επικράτειας καθοριζόμενης στην εν λόγω δήλωση, μπορεί να αποσυρθεί με ειδοποίηση απευθυνόμενη προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η απόσυρση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα παραλαβής της εν λόγω ειδοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 39
Αποτελέσματα της Σύμβασης
1. Σκοπός της παρούσας Σύμβασης είναι να συμπληρώσει τις ισχύουσες πολυμερείς ή διμερείς συνθήκες ή ρυθμίσεις μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών, περιλαμβανόμενων των διατάξεων:
- της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης που άνοιξε προς υπογραφή στο Παρίσι στις 13 Δεκεμβρίου 1957 (ETS No. 24),
-ης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αμοιβαία Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις, που άνοιξε προς υπογραφή στο Στρασβούργο στις 20 Απριλίου 1959 (ETS No. 30),
- του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαστικής Συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων, που άνοιξε προς υπογραφή στο Στρασβούργο στις 17 Μαρτίου 1978 (ETS No. 99).
2. Εάν δύο ή περισσότερα Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν ήδη συνάψει συμφωνία ή συνθήκη πάνω σε θέματα που ρυθμίζονται από την παρούσα Σύμβαση ή έχουν ρυθμίσει διαφορετικά τις σχέσεις τους πάνω σε αυτά τα θέματα, ή εάν το πράξουν στο μέλλον, δικαιούνται επίσης να εφαρμόζουν εκείνη την σύμβαση ή συνθήκη ή να ρυθμίζουν αναλόγως εκείνες τις σχέσεις. Εν τούτοις, σε περίπτωση που τα Συμβαλλόμενα Μέρη ρυθμίσουν τις σχέσεις τους πάνω σε θέματα τα οποία ρυθμίζει η παρούσα Σύμβαση με τρόπο διαφορετικό από ότι σε αυτή, το πράττουν κατά τρόπον που είναι συμβατός με τους σκοπούς και πς αρχές της Σύμβασης.
3. Η παρούσα Σύμβαση δεν μπορεί να θίγει άλλα δικαιώματα, περιορισμούς, υποχρεώσεις και ευθύνες ενός Συμβαλλόμενου Μέρους.
Άρθρο 40
Δηλώσεις
Με γραπτή ειδοποίηση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά τη στιγμή της υπογραφής ή κατά το χρόνο της κατάθεσης του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, κάθε Κράτος μπορεί να δηλώσει ότι κάνει χρήση της δυνατότητας να απαιτήσει πρόσθετα στοιχεία, όπως ορίζουν τα Άρθρα 2, 3, 6 παράγραφος Ι.β, 7, 9παράγραφος 3, και27 παράγραφος 9.ε.
Άρθρο 41
Ομοσπονδιακή ρήτρα
1. Ένα ομόσπονδο Κράτος μπορεί να επιφυλαχθεί να αναλάβει υποχρεώσεις, δυνάμει του Κεφαλαίου II της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη σχέση μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης του και των συστατικών Πολιτειών του ή άλλων παρόμοιων εδαφικών ενοτήτων υπό τον όρο ότι θα συνεχίσει να είναι σε θέση να συνεργάζεται με βάση το Κεφάλαιο III.
2. Όταν διατυπώσει μια επιφύλαξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα ομόσπονδο Κράτος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους όρους αυτής της επιφύλαξης για να αποκλείσει ή να μειώσει τις υποχρεώσεις του για τη θέσπιση των μέτρων που ορίζονται στο Κεφάλαιο II. Εν γένει, θα προβλέψει ευρύτερες και αποτελεσματικότερες αρμοδιότητες επιβολής του νόμου σε σχέση με τα μέτρα αυτά.
3. Σε σχέση με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, η εφαρμογή των οποίων εμπίπτει στη δικαιοδοσία των συστατικών Πολιτειών του ή άλλων παρόμοιων εδαφικών ενοτήτων, που δεν είναι υποχρεωμένες από το συνταγματικό σύστημα της ομοσπονδίας να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των Πολιτειών αυτών για τις εν λόγω διατάξεις και θα δώσει τη θετική γνώμη της, ενθαρρύνοντας τις Πολιτείες να ενεργήσουν καταλλήλως για την θέση τους σε ισχύ.
Άρθρο 42
Επιφυλάξεις
Με γραπτή ειδοποίηση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά τη στιγμή της υπογραφής ή κατά τον χρόνο της κατάθεσης του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, κάθε Κράτος μπορεί να δηλώσει ότι κάνει χρήση των επιφυλάξεων που προβλέπονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 2, Άρθρο 6 παράγραφος 3, Άρθρο 9 παράγραφος 4, Άρθρο 10 παράγραφος 3, Άρθρο 11 παράγραφος 3, Άρθρο 14 παράγραφος 3, Άρθρο 22 παράγραφος 2, Άρθρο 29 παράγραφος 4, και Άρθρο 41 παράγραφος 1. Καμμία άλλη επιφύλαξη δεν μπορεί να διατυπωθεί.
Άρθρο 43
Καθεστώς και άρση των επιφυλάξεων
1. Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει καταθέσει επιφύλαξη σύμφωνα με το Άρθρο 42 μπορεί να την άρει εν όλω ή εν μέρει με ειδοποίηση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η άρση τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα. Εάν η ειδοποίηση αναφέρει ότι η άρση μιας επιφύλαξης πρόκειται να τεθεί σε ισχύ σε μια ημερομηνία που θα ορίζεται στην ειδοποίηση και αυτή η ημερομηνία είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας που η ειδοποίηση θα παραληφθεί από τον Γενικό Γραμματέα, η άρση τίθεται σε ισχύ κατά την εν λόγω μεταγενέστερη ημερομηνία.
2. Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει καταθέσει επιφύλαξη κατά το Άρθρο 42, αίρει την εν λόγω επιφύλαξη, εν όλω ή εν μέρει, μόλις το επιτρέψουν οι περιστάσεις.
3. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί περιοδικά να ερωτά τα Συμβαλλόμενα Μέρη που έχουν καταθέσει μία ή περισσότερες επιφυλάξεις κατά το Άρθρο 42, σχετικά με τις προοπτικές άρσης αυτών των επιφυλάξεων.
Άρθρο 44
Τροποποιήσεις
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις της παρούσας Σύμβασης, οι οποίες κοινοποιούνται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης στα Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα Κράτη μη Μέλη που έλαβαν μέρος στην επεξεργασία της παρούσας Σύμβασης, καθώς και σε κάθε άλλο Κράτος που έχει προσχωρήσει ή έχει προσκληθεί να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 37.
2. Κάθε τροποποίηση προτεινόμενη από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC), η οποία θα γνωμοδοτεί στην Επιτροπή Υπουργών επί της εν λόγω προτεινομένης τροποποίησης.
3. Η Επιτροπή Υπουργών εξετάζει την προτεινόμενη τροποποίηση και τη γνωμοδότηση της CDPC και κατόπιν διαβουλεύσεων με τα Κράτη μη Μέλη που είναι Συμβαλλόμενα Μέρη της παρούσας Σύμβασης, μπορεί να υιοθετήσει την τροποποίηση.
4. Το κείμενο τροποποίησης που εγκρίνεται από την Επιτροπή Υπουργών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος Άρθρου, αποστέλλεται στα Συμβαλλόμενα Μέρη προς αποδοχή.
5. Κάθε τροποποίηση που εγκρίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημέρα που όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα έχουν ενημερώσει το Γενικό Γραμματέα για την αποδοχή τους.
Άρθρο 45
Επίλυση διαφορών
1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) τηρείται ενήμερη για την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης.
2. Σε περίπτωση που υπάρξει διαφορά μεταξύ Συμβαλλόμενων Μερών ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, αυτά αναζητούν επίλυση της διαφοράς μέσω διαπραγματεύσεων ή άλλων ειρηνικών μέσων της επιλογής τους, όπως δια της υποβολής της διαφοράς στην CDPC, σε ένα διαιτητικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις θα είναι δεσμευτικές για τα Συμβαλλόμενα Μέρη, ή στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως θα συμφωνήσουν τα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Μέρη.
Άρθρο 46
Διαβουλεύσεις των Συμβαλλόμενων Μερών
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη διαβουλεύονται περιοδικά, όταν αυτό χρειάζεται, με σκοπό να διευκολυνθεί:
α. η αποτελεσματική χρήση και εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, όπως επίσης και ο εντοπισμός τυχόν προβλημάτων αυτής, καθώς και τα αποτελέσματα κάθε δήλωσης ή επιφύλαξης που έχει γίνει δυνάμει της Σύμβασης,
β. η ανταλλαγή πληροφοριών για σημαντικές νομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις πάνω στο θέμα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή,
γ. εξέταση πιθανών συμπληρώσεων και τροποποιήσεων της παρούσας Σύμβασης.
2. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) τηρείται περιοδικά ενήμερη για τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) διευκολύνει τις διαβουλεύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να βοηθήσει τα Συμβαλλόμενα Μέρη στην προσπάθεια τους να συμπληρώσουν ή να τροποποιήσουν τη Σύμβαση. Το αργότερο τρία έτη μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC), σε συνεργασία με τα Συμβαλλόμενα Μέρη, προβαίνει σε επανεξέταση όλων των διατάξεων της Σύμβασης και, εάν υπάρχει ανάγκη, προτείνει τις κατάλληλες τροποποιήσεις.
4. Εκτός από τις περιπτώσεις που τα έξοδα αναλαμβάνονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, τα έξοδα που συνεπάγεται η εκτέλεση των διατάξεων της παραγράφου 1 βαρύνουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη με τον τρόπο που εκείνα θα καθορίσουν.
5. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη βοηθούνται από τη Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρώπης να εκτελέσουν τις αρμοδιότητες τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Άρθρο 47
Καταγγελία
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί οποτεδήποτε να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση με ειδοποίηση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης,
2. Η εν λόγω καταγγελία τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία η ειδοποίηση θα παραληφθεί από τον Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 48
Ειδοποίηση
Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης ειδοποιεί όλα τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα Κράτη μη Μέλη που έχουν λάβει μέρος στην επεξεργασία της παρούσας Σύμβασης, καθώς και κάθε Κράτος που έχει προσχωρήσει σε αυτήν ή έχει προσκληθεί να προσχωρήσει σε αυτήν, σχετικά με:
α. κάθε υπογραφή,
β. την κατάθεση εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης,
γ. κάθε ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα με τα Άρθρα 36 και 37,
δ. κάθε δήλωση που γίνεται δυνάμει του Άρθρου 40, ή κάθε επιφύλαξη που διατυπώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 42,
ε. κάθε άλλη πράξη, ειδοποίηση ή επικοινωνία που σχετίζεται με την παρούσα Σύμβαση.
Σε πίστωση των ανωτέρω, οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Έγινε στη Βουδαπέστη σήμερα 23 Νοεμβρίου 2001 στην Αγγλική και τη Γαλλική γλώσσα, αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών, σε ένα αντίγραφο το οποίο θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα διαβιβάσει επικυρωμένα αντίγραφα σε κάθε Κράτος Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, στα Κράτη μη Μέλη που έλαβαν μέρος στην επεξεργασία της παρούσας Σύμβασης, καθώς και κάθε Κράτος που έχει προσκληθεί να προσχωρήσει σε αυτήν.
Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο αναφορικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης που διαπράττονται μέσω συστημάτων υπολογιστών, Στρασβούργο 28.1.2003
Τα Κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα υπόλοιπα Συμβαλλόμενα Κράτη της Σύμβασης για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, που άνοιξε προς υπογραφή στην Βουδαπέστη στις 23 Νοεμβρίου 2001, τα οποία υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση,
Θεωρώντας ότι ο σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η επίτευξη μεγαλύτερης ενότητας μεταξύ των μελών του,
Υπενθυμίζοντας ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα τους,
Τονίζοντας την ανάγκη διασφάλισης πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής όλων των δικαιωμάτων του ανθρώπου χωρίς καμιά διάκριση, όπως αυτά κατοχυρώνονται σε Ευρωπαϊκά και άλλα διεθνή κείμενα,
Πεπεισμένα ότι οι πράξεις ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης συνιστούν παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και απειλή για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατική σταθερότητα,
Θεωρώντας ότι το εθνικό και διεθνές δίκαιο είναι αναγκαίο να προβλέπει επαρκή νομική αντίδραση σε προπαγάνδα ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης μέσω συστημάτων υπολογιστών,
Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η προπαγάνδα υπέρ τέτοιων πράξεων συχνά ποινικοποιείται στην εθνική νομοθεσία,
Έχοντας υπ' όψη την Σύμβαση για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, η οποία προβλέπει σύγχρονα και ευέλικτα μέσα διεθνούς συνεργασίας και πεπεισμένα για την ανάγκη εναρμόνισης των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου αναφορικά με την καταπολέμηση της ρατσιστικής και ξενοφοβικής προπαγάνδας,
Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές προσφέρουν πρωτοφανή μέσα διευκόλυνσης της ελευθερίας της έκφρασης και της επικοινωνίας ανά την υφήλιο,
Αναγνωρίζοντας ότι η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της δημοκρατικής κοινωνίας και αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και την ανάπτυξη κάθε ανθρώπινης οντότητας,
Ανησυχώντας, ωστόσο, για τον κίνδυνο κακής χρήσης ή κατάχρησης των συστημάτων υπολογιστών, με σκοπό την διάδοση ρατσιστικής και ξενοφοβικής προπαγάνδας,
Έχοντας επίγνωση της ανάγκης διασφάλισης της δέουσας ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της αποτελεσματικής μάχης κατά πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης
Αναγνωρίζοντας ότι ο σκοπός του παρόντος Πρωτοκόλλου δεν είναι να θίξει τις καθιερωμένες αρχές που σχετίζονται με την ελευθερία της έκφρασης στα εθνικά νομικά συστήματα,
Λαμβάνοντας υπ' όψη τα σχετικά διεθνή νομικά κείμενα σε αυτόν τον τομέα και, συγκεκριμένα, τη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το υπ' αρ. 12 Πρωτόκολλο της, αναφορικά με τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων, καθώς και τις ισχύουσες συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη συνεργασία στον ποινικό τομέα και, ειδικότερα, τη Σύμβαση για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, τη Διεθνή Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Φυλετικών Διακρίσεων της 21'κ Δεκεμβρίου 1965, την Κοινή Δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15^ Ιουλίου 1996 που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο βάσει του Άρθρου Κ3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με την δράση για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας,
Χαιρετίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις, οι οποίες περαιτέρω προωθούν τη διεθνή κατανόηση και συνεργασία στην καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας,
Έχοντας επίσης υπ' όψη το Σχέδιο Δράσης που υιοθετήθηκε από τους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης επ’ ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής (Στρασβούργο 10-11 Οκτωβρίου 1997), με σκοπό να επιδιώξουν κοινές θέσεις για τα ζητήματα της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών με βάση τα πρότυπα και τις αξίες του Συμβουλίου της Ευρώπης
Συμφώνησαν τα εξής:
Κεφάλαιο I - Κοινές Διατάξεις
Άρθρο 1
Σκοπός
Ο σκοπός του παρόντος Πρωτοκόλλου είναι να συμπληρωθούν μεταξύ των Συμβαλλόμενων στο Πρωτόκολλο Μερών, οι διατάξεις της Σύμβασης για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο η οποία άνοιξε προς υπογραφή στις 23 Νοεμβρίου 2001 (η οποία στη συνέχεια του παρόντος θα αναφέρεται ως "η Σύμβαση"), όσον αφορά στην ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης που διαπράττονται μέσω συστημάτων υπολογιστών.
Άρθρο 2
Ορισμοί
1. Για τους σκοπούς του παρόντος Πρωτοκόλλου
"ρατσιστικό και ξενοφοβικό υλικό" σήμαινα κάθε γραπτό υλικό, εικόνα ή άλλη έκφραση ιδεών ή θεωριών που υποστηρίζουν, προάγουν ή υποδαυλίζουν το μίσος, τις διακρίσεις ή την βία κατά κάποιου ατόμου ή ομάδας ατόμων με βάση την φυλή, το χρώμα, την καταγωγή, την εθνική ή την εθνοτική προέλευση, καθώς και την θρησκεία, εάν αυτή χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για κάποιον από τους ανωτέρω παράγοντες.
2. Οι όροι και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο παρόν Πρωτόκολλο ερμηνεύονται όπως στη Σύμβαση.
Κεφάλαιο ΙΙ - Μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο
Άρθρο 3
Διάδοση ρατσιστικού και ξενοφοβικού υλικού μέσω συστημάτων υπολογιστών
1) Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θεσπίζει νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιερώσει ως ποινικό αδίκημα στην εσωτερική του νομοθεσία, την ακόλουθη συμπεριφορά, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα:
διανομή ή με άλλο τρόπο διάθεση ρατσιστικού και ξενοφοβικού υλικού στο κοινό μέσω συστήματος υπολογιστή.
2) Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρεί το δικαίωμα να μην ποινικοποιήσει τη συμπεριφορά που ορίζει η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου, εάν το υλικό που προσδιορίζεται από το Άρθρο 2, παράγραφος 1,υποστηρίζει, προάγει ή υποδαυλίζει διακρίσεις που δεν σχετίζονται με μίσος ή βία, υπό την προϋπόθεση ότι είναι διαθέσιμα άλλα αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα.
3) Παρά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρεί το δικαίωμα να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1 στις περιπτώσεις διακρίσεων για τις οποίες, εξαιτίας καθιερωμένων αρχών στο εθνικό νομικό του σύστημα αναφορικά με την ελευθερία της έκφρασης, δεν μπορεί να προβλέψει τα αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα που αναφέρει η εν λόγω παράγραφος 2.
Άρθρο 4 - Απειλή με ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θεσπίζει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιερώσει ως ποινικό αδίκημα στην εσωτερική του νομοθεσία την ακόλουθη συμπεριφορά, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα:
απειλή, μέσω συστήματος υπολογιστή, με την διάπραξη ενός σοβαρού ποινικού αδικήματος, όπως αυτό ορίζεται στο εσωτερικό του δίκαιο, (ί) κατά προσώπων επειδή ανήκουν σε μία ομάδα η οποία διακρίνεται βάσει φυλής, χρώματος, καταγωγής, εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης, καθώς και θρησκείας, εάν αυτή χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για κάποιον από τους ανωτέρω παράγοντες, ή (ii) κατά ομάδας προσώπων που διακρίνεται βάσει οποιουδήποτε εξ αυτών των χαρακτηριστικών.
Άρθρο 5
Προσβολή με ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα
1 .Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θεσπίζει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιερώσει ως ποινικό αδίκημα στην εσωτερική του νομοθεσία την ακόλουθη συμπεριφορά, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα:
δημόσια προσβολή, μέσω συστήματος υπολογιστή, (ί) προσώπων επειδή ανήκουν σε μία ομάδα η οποία διακρίνεται βάσει φυλής, χρώματος, καταγωγής, εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης καθώς και θρησκείας, εάν αυτή χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για κάποιον από τους ανωτέρω παράγοντες, ή (ii) ομάδας προσώπων που διακρίνεται βάσει οποιουδήποτε εξ αυτών των χαρακτηριστικών
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί:
α. είτε να θέσει ως προϋπόθεση ότι το αδίκημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει ως συνέπεια να εκτεθεί το πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε μίσος, περιφρόνηση ή γελοιοποίηση,
β. είτε να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόσει, εν όλω ή εν μέρει, την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 6.
Άρνηση, υποβάθμιση της σημασίας, έγκριση ή δικαιολόγηση γενοκτονίας ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θεσπίζει τα νομοθετικά μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιερώσει ως ποινικό αδίκημα στην εσωτερική του νομοθεσία την ακόλουθη συμπεριφορά, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα:
διανομή ή άλλως διάθεση στο κοινό, μέσω συστήματος υπολογιστή, υλικού που αρνείται, υποβαθμίζει τη σημασία, εγκρίνει ή δικαιολογεί πράξεις που συνιστούν γενοκτονία ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως αυτά ορίζονται από το διεθνές δίκαιο και αναγνωρίζονται από τελικές και δεσμευτικές αποφάσεις του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου που συστήθηκε με την Συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Απριλίου 1945, ή οποιουδήποτε άλλου διεθνούς δικαστηρίου που συστήθηκε με σχετικές διεθνείς συμβάσεις και ταυ οποίου η αρμοδιότητα αναγνωρίζεται από αυτό το Συμβαλλόμενο Μέρος.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί:
α. είτε να θέσει ως προϋπόθεση ότι ή άρνηση ή η υποβάθμιση της σημασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διαπράττεται με σκοπό την υποδαύλιση μίσους, διακρίσεων ή βίας κατά ατόμου ή ομάδας ατόμων βάσει φυλής χρώματος, καταγωγής, εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης καθώς και θρησκείας, εάν αυτή χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για κάποιον από τους ανωτέρω παράγοντες,
β. είτε να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόσει, εν όλω ή εν μέρει, την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 7
Συνεργεία και ηθική αυτουργία
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θεσπίζει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιέρωσα ως ποινικά αδικήματα στην εσωτερική του νομοθεσία, την συνεργεία ή την ηθική αυτουργία στην διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που έχουν καθιερωθεί σύμφωνα με το παρόν Πρωτόκολλο, με σκοπό την διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων, όταν αυτά διαπράττονται από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Σχέσεις μεταξύ της Σύμβασης και του παρόντος Πρωτοκόλλου
Άρθρο 8
Σχέσεις μεταξύ της Σύμβασης και του παρόντος Πρωτοκόλλου
1. Τα Άρθρα 1,12,13,22,41,44,45 και 46 της Σύμβασης εφαρμόζονται, κατ' αναλογία και στο παρόν Πρωτόκολλο.
2. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που ορίζουν τα Αρθρα 14 έως 21 και τα Άρθρα 23 έως 35 της Σύμβασης, στα Άρθρα 2 έως 7 του παρόντος Πρωτοκόλλου.
Κεφάλαιο IV-Τελικές διατάξεις
Άρθρο 9
Έκφραση της συναίνεσης για δέσμευση
1. Το παρόν Πρωτόκολλο δύναται να υπογραφεί από τα Κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, τα οποία μπορούν να εκφράσουν τη βούληση τους να δεσμευθούν από αυτή είτε
α. από την υπογραφή χωρίς επιφύλαξη, όσον αφορά στην κύρωση, αποδοχή ή έγκριση, είτε
β. από την υπογραφή που υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση, η οποία ακολουθείται από κύρωση, αποδοχή ή έγκριση.
2. Κανένα Κράτος δεν μπορεί να υπογράψει το παρόν Πρωτόκολλο χωρίς επιφύλαξη, όσον αφορά στην κύρωση, αποδοχή ή έγκριση, ή να καταθέσει έγγραφο κύρωσης αποδοχής ή έγκρισης εκτός εάν έχει ήδη καταθέσει ή καταθέτει ταυτόχρονα με την υπογραφή του έγγραφο κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της Σύμβασης.
3. Τα έγγραφα κύρωσης αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 10
Έναρξη ισχύος
1. Το παρόν Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία πέντε Κράτη θα έχουν εκφράσει τη συναίνεση τους να δεσμεύονται από το Πρωτόκολλο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 9.
2. Όσον αφορά οποιοδήποτε Κράτος που εκφράζει μεταγενέστερα τη συναίνεση του να δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο, το τελευταίο τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία υπογραφής από μέρους του Κράτους χωρίς επιφύλαξη όσον αφορά στην κύρωση, αποδοχή ή έγκριση ή κατάθεσης του εγγράφου του σχετικά με την κύρωση, αποδοχή ή έγκριση.
Άρθρο 11
Προσχώρηση
1. Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου, κάθε Κράτος που έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση μπορεί, επίσης να προσχωρήσει και στο Πρωτόκολλο.
2. Η προσχώρηση πραγματοποιείται με την κατάθεση στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, εγγράφου προσχώρησης που θα τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης του.
Άρθρο 12
Επιφυλάξεις και δηλώσεις
1. Οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται και οι δηλώσεις που γίνονται από κάποιο Συμβαλλόμενο Μέρος για κάποια από τις διατάξεις της Σύμβασης, ισχύουν επίσης και για το παρόν Πρωτόκολλο, εκτός εάν αυτό το Συμβαλλόμενο Μέρος προβεί σε διαφορετικές δηλώσεις κατά τον χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου του σχετικά με την κύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση
2. Με γραπτή ειδοποίηση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, κατά τον χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου του σχετικά με την κύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση, να δηλώσει ότι δεσμεύεται από τις επιφυλάξεις που προβλέπονται στα Άρθρα 3, 5 και 6 του παρόντος Πρωτοκόλλου. Παράλληλα, όσον αφορά στις διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου, οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να επικαλεσθεί τις επιφυλάξεις που προβλέπονται στο Άρθρο 22, παράγραφος 2 και στο Άρθρο 41, παράγραφο 1 της Σύμβασης ανεξαρτήτως της εφαρμογής της Σύμβασης από μέρους αυτού του Συμβαλλόμενου. Καμιά άλλη επιφύλαξη δεν μπορεί να διατυπωθεί.
3. Με γραπτή ειδοποίηση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου του σχετικά με την κύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση, να δηλώσει ότι διατηρεί τη δυνατότητα να απαιτήσει τα επιπρόσθετα στοιχεία που προβλέπει το Άρθρο 5, παράγραφος 2.α και το Άρθρο 6, παράγραφος 2.α του παρόντος πρωτοκόλλου.
Άρθρο 13
Κατάσταση και ανάκληση επιφυλάξεων
1. Κάποιο Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλαξη σύμφωνα με το Άρθρο 12 ανωτέρω, ανακαλεί την επιφύλαξη αυτή, εν όλω ή εν μέρει, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Η ανάκληση ισχύει από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής ειδοποίησης, απευθυνόμενης στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εάν η ειδοποίηση αναφέρει ότι η ανάκληση της επιφύλαξης πρέπει να τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία που θα δηλώνεται στην ειδοποίηση και η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας παραλαβής της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα, τότε η ανάκληση τίθεται σε ισχύ την μεταγενέστερη εκείνη ημερομηνία.
2. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί να αιτείται, περιοδικώς, διευκρινίσεις από τα Συμβαλλόμενα Μέρη που έχουν διατυπώσει μία ή περισσότερες επιφυλάξεις σύμφωνα με το Άρθρο 12, σχετικά με την προοπτική ανάκλησης των επιφυλάξεων αυτών.
Άρθρο 14
Εδαφική εφαρμογή
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου του σχετικά με την κύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση, να προσδιορίζει την Επικράτεια ή τις Επικράτειες, στις οποίες θα ισχύει το παρόν Πρωτόκολλο.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, με δήλωση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνει την εφαρμογή του παρόντος Πρωτοκόλλου σε οποιαδήποτε άλλη Επικράτεια που προσδιορίζεται στη δήλωση. Όσον αφορά στην Επικράτεια αυτή, το παρόν Πρωτόκολλο θα τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης από τον Γενικό Γραμματέα.
3. Κάθε δήλωση που έχει γίνει σύμφωνα με τις προηγούμενες δύο παραγράφους μπορεί, αναφορικά με κάθε Επικράτεια που προσδιορίζεται σε τέτοια δήλωση, να ανακληθεί με ειδοποίηση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ανάκληση θα τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 15
Καταγγελία
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να καταγγείλει οποτεδήποτε το παρόν Πρωτόκολλο με ειδοποίηση που θα απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η καταγγελία τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 16
Κοινοποίηση
Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης κοινοποιεί στα Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και στα Κράτη που δεν είναι Μέλη, τα οποία έχουν συμμετάσχει στην κατάρτιση του παρόντος Πρωτοκόλλου, καθώς και σε κάθε Κράτος που έχει προσχωρήσει ή έχει κληθεί να προσχωρήσει στο παρόν Πρωτόκολλο:
α. κάθε υπογραφή,
β. την κατάθεση κάθε εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης,
γ. την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Πρωτοκόλλου σύμφωνα με τα Αρθρα 9, 10 και 11 καθώς και
δ. κάθε άλλη πράξη, ειδοποίηση ή γνωστοποίηση σχετική με το παρόν Πρωτόκολλο.
Σε πίστωση των ανωτέρω, οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.
Έγινε στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 2003ί στην αγγλική και στην γαλλική γλώσσα (και τα δύο κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά) σε ένα μόνο αντίγραφο το οποίο θα κατατεθεί στο Αρχείο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα αποστέλλει επικυρωμένα αντίγραφα σε κάθε Κράτος \Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης στα Κράτη που δεν είναι Μέλη αλλά έχουν συμμετάσχει στην κατάρτιση του παρόντος Πρωτοκόλλου, καθώς και σε κάθε Κράτος που έχει κληθεί να προσχωρήσει σε αυτό.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/40/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΠΛΑΙΣΙΟΥ 2005/222/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο δεύτερο
Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα
(Άρθρα 2, 3, 4, 5, 6, 7, 9 παράγραφοι 2, 3 και 4 της Οδηγίας)
1. Στο άρθρο 13 του Ποινικού Κώδικα προστίθενται περιπτώσεις η' και θ' ως εξής:
«η) Πληροφοριακό σύστημα είναι συσκευή ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μεταξύ τους συσκευών, εκ των οποίων μία ή περισσότερες εκτελούν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, αυτόματη επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων, καθώς και τα ψηφιακά δεδομένα που αποθηκεύονται, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από την εν λόγω συσκευή ή την ομάδα συσκευών με σκοπό τη λειτουργία, τη χρήση, την προστασία και τη συντήρηση των συσκευών αυτών.
θ) Ψηφιακά δεδομένα είναι η παρουσίαση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών σε μορφή κατάλληλη προς επεξεργασία από πληροφοριακό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος που παρέχει τη δυνατότητα στο πληροφοριακό σύστημα να εκτελέσει μια λειτουργία».
2. Μετά το άρθρο 292Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 292Β ως εξής:
« Άρθρο 292Β
Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων
1. Όποιος χωρίς δικαίωμα παρεμποδίζει σοβαρά ή διακόπτει τη λειτουργία συστήματος πληροφοριών με την εισαγωγή, διαβίβαση, διαγραφή, καταστροφή, αλλοίωση ψηφιακών δεδομένων ή με αποκλεισμό της πρόσβασης στα δεδομένα αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών.
2. Η πράξη της πρώτης παραγράφου τιμωρείται:
α) με φυλάκιση από ένα (1) έως τρία (3) έτη, αν τελέστηκε με τη χρήση εργαλείου που έχει σχεδιαστεί κατά κύριο λόγο για πραγματοποίηση επιθέσεων που επηρεάζουν μεγάλο αριθμό συστημάτων πληροφοριών ή επιθέσεων που προκαλούν σοβαρές ζημίες και ιδίως επιθέσεων που προκαλούν μεγάλης έκτασης ή για μεγάλο χρονικό διάστημα διατάραξη των υπηρεσιών των συστημάτων πληροφοριών, οικονομική ζημιά ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή σημαντική απώλεια δεδομένων, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες και ιδίως μεγάλης έκτασης ή για μεγάλο χρονικό διάστημα διατάραξη των υπηρεσιών των συστημάτων πληροφοριών, οικονομική ζημία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή σημαντική απώλεια δεδομένων και γ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν τελέστηκε κατά συστημάτων πληροφοριών που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες. Ως ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες νοούνται ιδίως η εθνική άμυνα, η υγεία, οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές και η ενέργεια.
3. Αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων τελέστηκαν στο πλαίσιο δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων εγκλημάτων του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών.
4. Για την ποινική δίωξη της πράξης της παραγράφου 1 απαιτείται έγκληση».
3. Μετά το άρθρο 292Β του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 292Γ ως εξής:
« Άρθρο 292Γ
Με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα και με σκοπό τη διάπραξη των εγκλημάτων του άρθρου 292Β παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει, διανέμει ή με άλλο τρόπο διακινεί: α) συσκευές ή προγράμματα υπολογιστή, σχεδιασμένα ή προσαρμοσμένα κυρίως για το σκοπό της διάπραξης των εγκλημάτων του άρθρου 292Β, β) συνθηματικά ή κωδικούς πρόσβασης ή άλλα παρεμφερή δεδομένα με τη χρήση των οποίων είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός πληροφοριακού συστήματος».
4. Οι παράγραφοι 2 και 5 του άρθρου 348Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Όποιος με πρόθεση παράγει, προσφέρει, πωλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο διαθέτει, διανέμει, διαβιβάζει, αγοράζει, προμηθεύεται ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, μέσω πληροφοριακών συστημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως τριακοσίων χιλιάδων ευρώ.
5. Όποιος εν γνώσει αποκτά πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας μέσω πληροφοριακών συστημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους».
5. Το άρθρο 348Β του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 348Β
Προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους
Όποιος με πρόθεση, μέσω πληροφοριακών συστημάτων, προτείνει σε ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, να συναντήσει τον ίδιο ή τρίτο, με σκοπό τη διάπραξη σε βάρος του ανηλίκου των αδικημάτων των άρθρων 339 παράγραφοι 1 και 2 ή 348Α, όταν η πρόταση αυτή ακολουθείται από περαιτέρω πράξεις που οδηγούν σε μία τέτοια συνάντηση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως διακοσίων χιλιάδων ευρώ».
6. Το άρθρο 370Γ του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 370Γ
Παράνομη πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα
1. Όποιος χωρίς δικαίωμα αντιγράφει ή χρησιμοποιεί προγράμματα υπολογιστών, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και με χρηματική ποινή διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ έως πέντε χιλιάδων εννιακοσίων (5.900) ευρώ.
2. Όποιος χωρίς δικαίωμα αποκτά πρόσβαση στο σύνολο ή τμήμα πληροφοριακού συστήματος ή σε στοιχεία που μεταδίδονται με συστήματα τηλεπικοινωνιών, παραβιάζοντας απαγορεύσεις ή μέτρα ασφαλείας που έχει λάβει ο νόμιμος κάτοχος του, τιμωρείται με φυλάκιση. Αν η πράξη αναφέρεται στις διεθνείς σχέσεις ή την ασφάλεια του κράτους, τιμωρείται κατά το άρθρο 148.
3. Αν ο δράστης είναι στην υπηρεσία του νόμιμου κατόχου του πληροφοριακού συστήματος ή των στοιχείων, η πράξη της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται μόνο αν απαγορεύεται ρητά από εσωτερικό κανονισμό ή από έγγραφη απόφαση του κατόχου ή αρμόδιου υπαλλήλου του.
4. Οι πράξεις των παραγράφων 1 έως 3 διώκονται ύστερα από έγκληση».
7. Μετά το άρθρο 370Γ του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 370Δ ως εξής:
«Άρθρο 370Δ
1. Όποιος, αθέμιτα, με τη χρήση τεχνικών μέσων, παρακολουθεί ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσιες διαβιβάσεις δεδομένων ή ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές από, προς ή εντός πληροφοριακού συστήματος ή παρεμβαίνει σε αυτές με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί το περιεχόμενό τους, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών.
2. Με την ποινή της παραγράφου 1 τιμωρείται όποιος κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
3. Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 συνεπάγονται παραβίαση στρατιωτικού ή διπλωματικού απορρήτου ή αφορούν απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του Κράτους σε καιρό πολέμου τιμωρούνται κατά το άρθρο 146».
8. Μετά το άρθρο 370Δ του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 370Ε ως εξής:
«Άρθρο 370Ε
Με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα και με σκοπό τη διάπραξη κάποιου από τα εγκλήματα των άρθρων 370Β, 370Γ παράγραφοι 2 και 3 και 370Δ παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει, διανέμει ή με άλλο τρόπο διακινεί: α) συσκευές ή προγράμματα υπολογιστή, σχεδιασμένα ή προσαρμοσμένα κυρίως για το σκοπό της διάπραξης κάποιου από τα εγκλήματα των άρθρων 370Β, 370Γ και 370Δ, β) συνθηματικά ή κωδικούς πρόσβασης ή άλλα παρεμφερή δεδομένα με τη χρήση των οποίων είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός πληροφοριακού συστήματος».
9. Μετά το άρθρο 381 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 381Α ως εξής:
«Άρθρο 381Α
Φθορά ηλεκτρονικών δεδομένων
1. Όποιος χωρίς δικαίωμα διαγράφει, καταστρέφει, αλλοιώνει ή αποκρύπτει ψηφιακά δεδομένα ενός συστήματος πληροφοριών, καθιστά ανέφικτη τη χρήση τους ή με οποιονδήποτε τρόπο αποκλείει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης, να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.
2. Η πράξη της πρώτης παραγράφου τιμωρείται: α) με φυλάκιση από ένα (1) έως τρία (3) έτη, αν τελέστηκε με τη χρήση εργαλείου που έχει σχεδιαστεί κατά κύριο λόγο για πραγματοποίηση επιθέσεων που επηρεάζουν μεγάλο αριθμό συστημάτων πληροφοριών ή επιθέσεων που προκαλούν σοβαρές ζημίες και ιδίως επιθέσεων που προκαλούν μεγάλης έκτασης ή για μεγάλο χρονικό διάστημα διατάραξη των υπηρεσιών των συστημάτων πληροφοριών, οικονομική ζημία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή σημαντική απώλεια δεδομένων, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες και ιδίως μεγάλης έκτασης ή για μεγάλο χρονικό διάστημα διατάραξη των υπηρεσιών των συστημάτων πληροφοριών, οικονομική ζημία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή σημαντική απώλεια δεδομένων και γ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν τελέστηκε κατά συστημάτων πληροφοριών που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες. Ως ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες νοούνται ιδίως η εθνική άμυνα, η υγεία, οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές και η ενέργεια.
3. Αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων τελέστηκαν στο πλαίσιο δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων εγκλημάτων του παρόντος άρθρου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών.
4. Για την ποινική δίωξη της πράξης της παραγράφου 1 απαιτείται έγκληση».
10. Μετά το άρθρο 381Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 381Β ως εξής:
«Άρθρο 381Β
Με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών, τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα και με σκοπό τη διάπραξη κάποιου από τα εγκλήματα του άρθρου 381Α παράγραφοι 1, 2 και 3 παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει διανέμει ή με άλλο τρόπο διακινεί: α) συσκευές ή προγράμματα υπολογιστή, σχεδιασμένα ή προσαρμοσμένα κυρίως για το σκοπό της διάπραξης κάποιου από τα εγκλήματα του άρθρου 381Α, β) συνθηματικά ή κωδικούς πρόσβασης ή άλλα παρεμφερή δεδομένα με τη χρήση των οποίων είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός πληροφοριακού συστήματος».
11. Το άρθρο 386Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 386Α
Απάτη με υπολογιστή
Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα της διαδικασίας επεξεργασίας ψηφιακών δεδομένων είτε με τη μη ορθή διαμόρφωση προγράμματος υπολογιστή είτε με χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων είτε με τη χωρίς δικαίωμα χρήση δεδομένων είτε με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα, τιμωρείται με τις ποινές του προηγούμενου άρθρου. Περιουσιακή βλάβη υφίσταται και αν τα πρόσωπα που την υπέστησαν είναι άδηλα. Για την εκτίμηση του ύψους της ζημίας είναι αδιάφορο αν οι παθόντες είναι ένα ή περισσότερα άτομα».
Άρθρο τρίτο
Τροποποιήσεις του N. 2225/1994
1. Η παρ. 1 του άρθρου 4 του N. 2225/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από:
α) τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2,150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3β', 264 περιπτώσεις β' και γ', 270, 272, 275 περίπτωση β', 291 παρ. 1 περιπτώσεις β' και γ', 292Α παρ. 4 εδάφιο β' και παρ. 5, 299, 322, 323Aπαράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφοι 1 περιπτώσεις α' και β', 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α' και β', 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 351Α παράγραφοι 1 περιπτώσεις α' και β' και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α' και β' του Ποινικού Κώδικα,
β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28,29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα,
γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του N. 2168/1993,
δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του N. 4139/2013,
ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ του N. 2960/2001,
στ) το άρθρο 3 περίπτωση ιε' του N. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του N. 2656/1998,
ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του N. 2803/2000,
η) το άρθρο 45 παρ. 1 περιπτώσεις α', β' και γ' του N. 3691/2008,
θ) το άρθρο 28 του N. 1650/1986.
Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παραγράφων 1, 2, 3, 4 εδάφιο α' και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, των παραγράφων 1 περίπτωση γ' και 4 του άρθρου 339, της παρ. 3 του άρθρου 342, του άρθρου 348, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της παρ. 1 περιπτώσεις γ' και δ' του άρθρου 348Γ και της παρ. 1 περίπτωση γ' του άρθρου 351Α, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 381Α, του άρθρου 381Β και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα.
Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του N. 3917/2011, το άρθρο 15 του N. 3471/2006 και το άρθρο 10 του N. 3115/2003».
2. Στο τέλος της παρ. 11 του άρθρου 5 του N. 2225/1994 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με την ίδια ποινή τιμωρείται αν ανακοινώνει σε τρίτους ή γνωστοποιεί οπωσδήποτε το γεγονός της άρσης του απορρήτου, καθώς και αν παραβιάσει την υποχρέωση εχεμύθειάς του κατά τη διαδικασία άρσης του απορρήτου που προβλέπεται από το άρθρο 8 του π.δ. 47/2005 (Α' 64)».
Άρθρο τέταρτο
Ευθύνη νομικών προσώπων
(Άρθρο 11 της Οδηγίας)
1. Αν κάποια από τις πράξεις των άρθρων 292Β, 370Γ, 370Δ, 370Ε, 381Α και 386Α του Ποινικού Κώδικα τελέστηκε, προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων, από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων και έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή στην ένωση προσώπων με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής Διασφάλισης του Απόρρητου των Επικοινωνιών, κατά περίπτωση, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις,
α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης,
β) διοικητικό πρόστιμο από 20.000 έως 1.000.000 ευρώ,
γ) ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας τους για χρονικό διάστημα από ένα (1) μήνα έως δύο (2) έτη ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας για το ίδιο χρονικό διάστημα,
δ) αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα για το ίδιο διάστημα.
Σε περίπτωση υποτροπής οι κυρώσεις των περιπτώσεων γ' και δ' μπορεί να έχουν οριστικό χαρακτήρα και εφόσον πρόκειται περί σωματείων ή ενώσεων προσώπων, η υποτροπή μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, κατέστησε δυνατή την τέλεση από πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην ίδια ως άνω παράγραφο, προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:
α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης,
β) διοικητικό πρόστιμο από 10.000 έως 1.000.000 ευρώ,
γ) οι προβλεπόμενες στις περιπτώσεις γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου κυρώσεις για χρονικό διάστημα από δέκα (10) ημέρες έως έξι (6) μήνες.
3. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων και η τυχόν υποτροπή τους.
4. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών προσώπων. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για κάποια από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 αξιόποινες πράξεις που τελέστηκε από πρόσωπο αναφερόμενο στις παραγράφους 1 και 2 και προκειμένου να εφαρμοστεί η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν αμέσως τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποστέλλουν σε αυτόν αντίγραφα της δικογραφίας.
5. Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής του παραπεφθέντος οι κατά τα ανωτέρω αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων ανακαλούνται.
6. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν εφαρμόζονται στο κράτος, στους φορείς δημόσιας εξουσίας και στους διεθνείς οργανισμούς δημοσίου δικαίου, χωρίς αυτό να επηρεάζει την εφαρμογή των ισχυουσών κάθε φορά διατάξεων περί αστικής, πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης.
Άρθρο πέμπτο
Δήλωση κατ' άρθρο 27 της Σύμβασης
Η Ελληνική Δημοκρατία ορίζει ως αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 27 της Σύμβασης το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο έκτο
Δήλωση κατ' άρθρο 35 της Σύμβασης και 13 παράγραφος 1 της Οδηγίας
Η Ελληνική Δημοκρατία ορίζει ως σημείο επαφής για την εκπλήρωση των σκοπών του άρθρου 35 της Σύμβασης «Δίκτυο 24/7» και του άρθρου 13 παράγραφος 1 της Οδηγίας τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας υπό την εποπτεία Εισαγγελέα Εφετών.
Άρθρο έβδομο
Δήλωση κατ' άρθρο 42 της Σύμβασης
Η Ελληνική Δημοκρατία διατυπώνει, κατά το άρθρο 42 της Σύμβασης, τις ακόλουθες επιφυλάξεις:
1. Τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 20 της Σύμβασης λαμβάνονται μόνο σε εγκλήματα στα οποία εφαρμόζονται τα μέτρα του άρθρου 21 της Σύμβασης.
2. Η Ελληνική Δημοκρατία διατηρεί το δικαίωμα άρνησης ικανοποίησης αιτήματος δικαστικής συνδρομής, δυνάμει του άρθρου 29 της Σύμβασης, σε περιπτώσεις έλλειψης του όρου του διττού αξιοποίνου.
Άρθρο όγδοο
Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης
1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές.
2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
3. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνονται με αιτιολογημένη διάταξη, επί πλημμελημάτων ο αρμόδιος εισαγγελέας και επί πταισμάτων ο αρμόδιος πταισματοδίκης.
4. Οι αστικές αξιώσεις που απορρέουν από τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιοποίνου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
5. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα εγκλήματα:
α) ως προς τον ποινικό κώδικα, των άρθρων 81Α, 142, 149, 154, 155, 157 παρ. 3 εδάφιο β', 158 παράγραφοι 1 και 2, 162, 163, 164 παρ. 1, 165 παράγραφοι 1 και 2, 166, 173 παρ. 1, 175, 177, 178, 181, 182, 192, 193 παρ. 1, 200, 201, 215, 218 παρ. 3, 220, 221 παράγραφοι 1 και 2, 222, 228 παρ. 1, 230, 234, 241, 251 παράγραφοι 1 και 2, 255, 259, 261, 286 παρ. 2, 334 παρ. 1, 337, 345 παρ. 1 περιπτώσεις β' και γ', 346 παρ. 1, 352Β, 358, 359, 360 παρ. 3, 362 για τις περιπτώσεις που τελείται δια του τύπου, 375 παρ. 1 εδάφιο α', 377 για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, 389 παρ.1, 397 παράγραφοι 1 και 2, 398 (απλή χρεοκοπία), 399 παράγραφοι 1 και 2, 403 παράγραφοι 1 και 2, 406,
β) του άρθρου 2 παρ. 11 περίπτωση β' του N. 2168/1993,
γ) του άρθρου 28 παρ. 1 του N. 1650/1986,
δ) του άρθρου πέμπτου του N. 2803/2000,
ε) του άρθρου 45 παρ. 1 περιπτώσεις δ' και θ' εδάφιο α' του N. 3691/2008,
στ) του άρθρου 6 παρ. 4 και παρ. 6 του N. 3213/2003,
ζ) του άρθρου μόνου παρ. 1 του N. 690/1945,
η) του άρθρου 28 του N. 3996/2011,
θ) του άρθρου 29 του N. 703/1977 και του άρθρου 44 του N. 3959/2011,
ι) του άρθρου 6 του N. 456/1976,
ια) του άρθρου 41ΣΤ του N. 2725/1999,
ιβ) του άρθρου 59 εδάφιο α' του N. 3028/2002,
ιγ) του άρθρου 13 του N. 3402/2005,
ιδ) του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 3 του N. 3500/2006,
ιε) του άρθρου 31 παράγραφοι 4 και 6 του N. 3904/2010,
ιστ) του άρθρου τρίτου του N. 1788/1988,
ιζ) του N. 927/1979.
Άρθρο ένατο
Παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο
1. Ποινές διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
3. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 81Α, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 358 και 390 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των νόμων 927/1979 (Α' 139) και 3304/2005 (Α' 16).
Άρθρο δέκατο
Ρυθμίσεις για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών
1. Η περίπτωση γ' της παρ. 2 του άρθρου 13 του N. 3689/2008 τροποποιείται ως εξής:
«Θεωρούνται επιτυχόντες στο προκριματικό στάδιο όσοι υποψήφιοι έλαβαν μέσο όρο βαθμολογίας στις γραπτές δοκιμασίες οκτώ και σε καμία κάτω από έξι. Ο τελικός βαθμός κάθε υποψηφίου στο προκριματικό στάδιο, ο οποίος αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στην προκριματική δοκιμασία, εξευρίσκεται με το συνυπολογισμό των βαθμών που έλαβε στις πέντε γραπτές δοκιμασίες του σταδίου αυτού για όλες τις κατευθύνσεις, με συντελεστή βαρύτητας για κάθε κατεύθυνση: α) για το γραπτό δοκίμιο του θέματος γενικής παιδείας πέντε δέκατα (0,5), β) για το γραπτό δοκίμιο της ξένης γλώσσας πέντε δέκατα (0,5) και γ) για το καθένα από τα υπόλοιπα τρία γραπτά δοκίμια των νομικών μαθημάτων ένα (1). Κάθε βαθμός πολλαπλασιάζεται με τον αντίστοιχο συντελεστή βαρύτητας και το άθροισμα των βαθμών που προκύπτει διαιρείται με το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας. Το πηλίκο που προκύπτει αποτελεί τον τελικό βαθμό του υποψηφίου, στην προκριματική δοκιμασία».
2. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 1, 19 παρ. 1, 20 παρ. 1, 22 παρ. 1, 23 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 27 παρ. 1 του N. 3689/2008 (Α' 164), η κατάρτιση των σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι προέρχονται από το διαγωνισμό του έτους 2016 που έχει προκηρυχθεί με την 4636/29.1.2016 (Γ' 56) κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού - Οικονομικών (22η εκπαιδευτική σειρά), αρχίζει δέκα (10) ημέρες από την επομένη της κύρωσης του πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων από την επιτροπή του διαγωνισμού και περατώνεται την 10η Σεπτεμβρίου 2017. Για τους εκπαιδευομένους της 22ης εκπαιδευτικής σειράς η κατάρτιση αρχίζει με τα αντικείμενα του, κατά το άρθρο 20 του N. 3689/2008 όπως ισχύει, δευτέρου σταδίου το οποίο διαρκεί έως την 15η Ιανουαρίου 2017. Κατά το στάδιο αυτό οι εκπαιδευόμενοι πραγματοποιούν μέρος της κατάρτισής τους στα δικαστικά καταστήματα, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) ημέρες κάθε μήνα. Η επίβλεψη της κατάρτισης στα δικαστικά καταστήματα ανατίθεται σε προέδρους πρωτοδικών που υπηρετούν στα οικεία πρωτοδικεία της Θεσσαλονίκης και οι οποίοι επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, μετά από εισήγηση του οικείου Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης και γνώμη των Διοικήσεων των εν λόγω πρωτοδικείων, έχουν δε την ευθύνη της άσκησης των εκπαιδευομένων και κατά το στάδιο της πρακτικής άσκησης στα δικαστήρια που ακολουθεί, όπως περιγράφεται στο άρθρο 25 του N. 3689/2008. Οι πρόεδροι πρωτοδικών μεριμνούν για την παρακολούθηση διασκέψεων από τους εκπαιδευόμενους, αναθέτουν σε αυτούς δικογραφίες και συνεργάζονται για την επεξεργασία τους, καθώς και για τη σύνταξη σχεδίων αποφάσεων. Με το πέρας του σταδίου αυτού, οι πρόεδροι πρωτοδικών υποβάλουν στη Διεύθυνση της Σχολής έκθεση σχετική με τη δραστηριότητα και την απόδοση των εκπαιδευομένων, η οποία τίθεται υπόψη των διδασκόντων προκειμένου να συνεκτιμηθεί κατά τη βαθμολόγηση των μαθημάτων.
Στο στάδιο αυτό, ο γενικός βαθμός προόδου αποτελείται από τον μέσο όρο των επιμέρους βαθμών προόδου όλων των διδασκόντων που παρέδωσαν βαθμολογία. Οι εξετάσεις αποφοίτησης των εκπαιδευομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 22 του N. 3689/2008 όπως ισχύει, διενεργούνται κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2017. Ο συντελεστής βαρύτητας του μέσου όρου των βαθμών προόδου του δευτέρου σταδίου και των εξετάσεων αποφοίτησης για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας στους πίνακες επιτυχόντων είναι ένα και πέντε δέκατα (1,5).
Μετά το πέρας των εξετάσεων αποφοίτησης ακολουθεί το στάδιο της πρακτικής άσκησης στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης για όλους τους εκπαιδευόμενους, πλην των εκπαιδευόμενων που επελέγησαν για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίοι πραγματοποιούν την πρακτική άσκηση στα εν λόγω ανώτατα δικαστήρια. Κατά το στάδιο αυτό οι εκπαιδευόμενοι, πέραν της πρακτικής άσκησης στα δικαστήρια, διδάσκονται τα αντικείμενα του πρώτου σταδίου κατάρτισης, όπως περιγράφονται στο άρθρο 19 παρ. 2 του N. 3689/2008 όπως ισχύει, χωρίς να βαθμολογούνται γι' αυτά, σύμφωνα με πρόγραμμα που καταρτίζει το οικείο Συμβούλιο Σπουδών και εγκρίνει το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Το στάδιο αυτό διαρκεί από 1 Φεβρουαρίου έως 10 Σεπτεμβρίου 2017 και παρατείνεται μέχρι τη δημοσίευση του διατάγματος διορισμού τους σε θέσεις δοκίμων δικαστικών λειτουργών. Το τρίτο δεκαήμερο του Μαΐου 2017 συντάσσονται από τη γραμματεία της Σχολής οι οικείοι πίνακες επιτυχόντων και γίνεται από το αρμόδιο Συμβούλιο Σπουδών η αξιολόγηση του ήθους και της συμπεριφοράς των επιτυχόντων εκπαιδευομένων. Κατά τα λοιπά οι εκπαιδευόμενοι διέπονται από τις διατάξεις του N. 3689/2008.
Άρθρο ενδέκατο
Τροποποίηση διατάξεων του N. 1756/1988 (Α' 35)
1. Το έκτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 15 του N. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«Κάθε μέλος της Ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο πρόεδρο και σε έως δύο από τα μέλη με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου».
2. Η παρ. 5 του άρθρου 15 του N. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου έτους. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας επιτρέπεται μία φορά μόνο. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός εάν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους και οι τελευταίοι από τους επόμενους κατά σειρά ψήφων δικαστές και σε κάθε περίπτωση από τους αρχαιότερους δικαστές που υπηρετούν στο οικείο εφετείο, πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παραγράφου 6. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή καθ' οιονδήποτε τρόπον εξόδου από την υπηρεσία: α) του προέδρου και των τακτικών μελών του συμβουλίου, διενεργείται αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παραγράφου 4, και β) των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών».
3. Η περίπτωση δ' της παρ. 6 του άρθρου 15 του N. 1756/1988 καταργείται.
4. Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 16 του N. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα ονόματα των εκλόγιμων αναγράφονται κατ' αλφαβητική σειρά σε ένα ψηφοδέλτιο και κάθε μέλος της Ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου».
5. Η παρ. 3 του άρθρου 16 του N. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η θητεία των ανωτέρω είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει την 30ή Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου έτους. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως διευθύνοντος στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας επιτρέπεται μία φορά μόνο. Οι εισαγγελείς που διευθύνουν τις παραπάνω εισαγγελίες δεν επιτρέπεται να μετατεθούν για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους. Οι ανωτέρω εισαγγελείς εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, αναπληρώνονται από τον αναπληρωτή τους και ο τελευταίος από τον επόμενο κατά σειρά ψήφων εισαγγελέα και σε κάθε περίπτωση από τον αρχαιότερο εισαγγελέα που υπηρετεί στην οικεία εισαγγελία, για τον οποίο δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παραγράφου 6 του άρθρου 15. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή καθ' οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του διευθύνοντος διενεργείται αναπληρωματική εκλογή, στην οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Η θητεία του εκλεγόμενου με αναπληρωματική εκλογή διαρκεί έως το χρόνο λήξης της θητείας του θανόντος, του παραιτούμενου ή του καθ' οιονδήποτε τρόπον εξελθόντος από την υπηρεσία».
6. Η παρ. 2 του άρθρου 77 Β του N. 1756/1988, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι δόκιμοι ειρηνοδίκες από του διορισμού τους υποβάλλονται σε δίμηνη ειδική άσκηση στο πρωτοδικείο της τοποθετήσεώς τους και διατελούν υπό την άμεση ευθύνη και εποπτεία του προέδρου πρωτοδικών, χρησιμοποιούμενοι διαδοχικώς σε όλα τα τμήματα και σε όλες τις αρμοδιότητες του πρωτοδικείου, ως αναπληρωτές πρωτοδικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αναπλήρωσης πρωτοδικών με ειρηνοδίκες. Χρησιμοποιούνται επίσης ως β' ανακριτικοί υπάλληλοι για έναν τουλάχιστο μήνα, με την υποχρέωση να παρακολουθούν και τη λειτουργία εν γένει της γραμματείας του πρωτοδικείου και των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων που βρίσκονται στην έδρα του».
7. Το εδάφιο β' της παρ. 4 του άρθρου 77Β N. 1756/ 1988, «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά τη συμπλήρωση της κανονικής ή συμπληρωματικής άσκησης στο πρωτοδικείο, οι δόκιμοι ειρηνοδίκες υποχρεούνται να εμφανισθούν μέσα σε δέκα (10) ημέρες στο ειρηνοδικείο της πόλης όπου εδρεύει το πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο στο οποίο έχουν τοποθετηθεί».
Άρθρο δωδέκατο
Σύσταση Επιτροπών για τη σύνταξη νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και νέου Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων
1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνιστώνται νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για τη σύνταξη των ακόλουθων σχεδίων νόμων:
α) Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
β) Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων.
2. Ως μέλη των κατά την προηγούμενη παράγραφο επιτροπών, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να υπερβεί τα δεκαεπτά (17), ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, μέλη ΔΕΠ Νομικών Σχολών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας και δικηγόροι. Στην επιτροπή για τον Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ορίζονται και εκπρόσωποι ενώσεων δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων. Στην επιτροπή για τον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων ορίζονται και εκπρόσωποι ενώσεων δικαστικών υπαλλήλων. Για τον ορισμό των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 41 της παρ. 2 του N. 1756/1988 (Α'35), όπως ισχύει. Καθήκοντα γραμματέα στις ως άνω επιτροπές ανατίθενται με την ίδια απόφαση είτε σε υπάλληλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είτε στο προσωπικό που υπηρετεί στα πολιτικά γραφεία του ίδιου Υπουργείου.
3. Οι επιτροπές οφείλουν να περατώσουν το έργο τους μέσα στην προθεσμία που καθορίζει η υπουργική απόφαση για τη συγκρότησή τους. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί.
4. Οι κώδικες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου κυρώνονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 76 παρ. 6 του Συντάγματος.
5. Στους προέδρους, τα μέλη και τους γραμματείς των επιτροπών δεν καταβάλλεται αποζημίωση.
Άρθρο δέκατο τρίτο
Ενίσχυση Σωφρονιστικής Διοίκησης
H παρ. 1 του άρθρου 44 του N. 4356/2015 (Α' 181) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 16 του Π.δ. 101/2014 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Το Γενικό Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του ως προς τα Καταστήματα Κράτησης επικουρεί αυτοτελής οργανική μονάδα, επιπέδου Διεύθυνσης, υπό τον τίτλο «Διεύθυνση Συντονισμού Φυλακών», με τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) Παροχή εμπεριστατωμένων εισηγήσεων και διαμόρφωση προτάσεων, ιδίως για ζητήματα ασφάλειας και για την επιχειρησιακή ετοιμότητα των Καταστημάτων Κράτησης. β) Διασφάλιση συνθηκών οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ των Καταστημάτων Κράτησης και λοιπών φορέων της Δημόσιας Διοίκησης για την επίτευξη της μέγιστης επιχειρησιακής τους επάρκειας. γ) Ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση προβλημάτων λειτουργίας και τη διαχείριση κρίσεων. Στην ως άνω Αυτοτελή Διεύθυνση προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΠΕ Σωφρονιστικού Ενηλίκων με εμπειρία στα ανωτέρω θέματα που, κατά προτίμηση, ασκεί ή έχει ασκήσει καθήκοντα Διευθυντή σε Κατάστημα Κράτησης ή στην Κεντρική Υπηρεσία («Συντονιστής Φυλακών»). Στην οργανική μονάδα τοποθετούνται ή αποσπώνται έως δύο (2) υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού της Κεντρικής Υπηρεσίας ή κλάδου ΠΕ, ΤΕ ή ΔΕ Καταστήματος Κράτησης με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Άρθρο δέκατο τέταρτο
Εργασιακά θέματα υπαλλήλων Καταστημάτων Κράτησης
1. α) Ο αριθμός των ωρών νυχτερινής απασχόλησης εργάσιμων ημερών, ημερήσιας και νυχτερινής απασχόλησης κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες, προς συμπλήρωση της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας και καθ' υπέρβαση της εβδομαδιαίας υποχρεωτικής εργασίας για το προσωπικό που υπηρετεί εντός των Καταστημάτων Κράτησης και της υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης αυτών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 11.1.2016, μπορεί να καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, β) ο αριθμός των ωρών απογευματινής υπερωριακής εργασίας στο προσωπικό που υπηρετεί εντός των Καταστημάτων Κράτησης και στην Υπηρεσία Εξωτερικής Φρούρησης αυτών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 11.1.2016, μπορεί να καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Ο αριθμός των ωρών για εργασία πέραν του πενθημέρου του προσωπικού φρούρησης που υπηρετεί εντός των Καταστημάτων Κράτησης και της Υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 11.1.2016, μπορεί να καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
3. Η οφειλόμενη αποζημίωση για υπερωριακή εργασία κατά τις εξαιρέσιμες ημέρες και νυχτερινές ώρες, καθώς και για απασχόληση πέραν του πενθημέρου υπαλλήλων καταστημάτων κράτησης, η οποία παρασχέθηκε κατά τα έτη 2013, 2014 και 2015, μπορεί να καταβληθεί κατά το οικονομικό έτος 2016, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης.
4. Οι δαπάνες που προκαλούνται από τις παραγράφους 1, 2 και 3, θα καλυφθούν από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του τρέχοντος έτους.
Άρθρο δέκατο πέμπτο
Παράταση ρυθμίσεων του N. 4322/2015
1. Η παρ. 4 του άρθρου 12 του N. 4322/2015 (Α'42) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό διάστημα έως τις 28 Αυγούστου 2017. Εξαιρούνται από την παρούσα ρύθμιση όσοι έχουν καταδικαστεί για τα αδικήματα των περιπτώσεων α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα».
2. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 14 του N. 4322/ 2015 (Α'42) αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Κρατούμενοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος εκτίουν ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η παρούσα διάταξη ισχύει και για τους κρατούμενους που θα αποκτήσουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις σε χρονικό διάστημα έως τις 28 Αυγούστου 2017.
4. Κρατούμενοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος εκτίουν ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η παρούσα διάταξη ισχύει και για τους κρατούμενους που θα αποκτήσουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις σε χρονικό διάστημα μέχρι τις 28 Αυγούστου 2017. Από τις παραπάνω ρυθμίσεις εξαιρούνται όσοι έχουν καταδικασθεί για τα αδικήματα των περιπτώσεων α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα».
Άρθρο δέκατο έκτο
Εξουσιοδοτική διάταξη σχετικά με το Αναμορφωτικό Μέτρο της Παροχής Κοινωφελούς Εργασίας
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή κοινή απόφαση του ως άνω Υπουργού και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν την υλοποίηση του αναμορφωτικού μέτρου της παροχής κοινωφελούς εργασίας, το οποίο προβλέπεται στην περίπτωση ζ' της παρ. 1 του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο δέκατο έβδομο
Θέματα εξωτερικής φρουράς Καταστημάτων Κράτησης
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 48 του N. 2721/1999 (Α'122) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Πέρα των ανωτέρω, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί στην υπηρεσία αυτή να ανατίθενται καθήκοντα στα εξωτερικά θυρωρεία των Καταστημάτων Κράτησης. Τα ειδικότερα καθήκοντα που θα εκτελούνται, καθώς και ο χώρος ευθύνης που ανατίθεται ορίζονται με την ίδια απόφαση».
2. Στο τέλος της παρ. 10 του άρθρου 49 του N. 2721/ 1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Κατ' εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες, δύνανται υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ του παραπάνω προσωπικού να μετατάσσονται, μετά από αίτημά τους, σε κενές οργανικές θέσεις των κλάδων ΠΕ Εγκληματολόγων, ΠΕ Ψυχολόγων, ΠΕ Κοινωνιολόγων, ΠΕ Γεωπονίας, ΠΕ Φαρμακοποιών, ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Οδοντιάτρων, ΤΕ Υγείας Πρόνοιας (ειδικότητα Κοινωνικής Εργασίας και Νοσηλευτικής), ΤΕ Τεχνολογίας - Γεωπονίας, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από γνωμοδότηση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου».
Άρθρο δέκατο όγδοο
Ρυθμίσεις για τρίτεκνους
1. Η περίπτωση ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του N. 2643/ 1998 (Α' 220) καταργείται.
2. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του N. 2643/1998 (Α' 220),
όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Α) Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, ελληνικές ή ξένες, που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, καθώς και οι θυγατρικές τους εταιρείες, εφόσον απασχολούν προσωπικό πάνω από πενήντα (50) άτομα, υποχρεούνται να προσλαμβάνουν Προστατευόμενα πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου, σε ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%) επί του συνόλου του προσωπικού της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης. Εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους αρνητικό αποτέλεσμα (ζημία) στις δύο αμέσως προηγούμενες από το έτος προκήρυξης χρήσεις. Το ποσοστό αυτό οκτώ τοις εκατό (8%) κατανέμεται στις προστατευόμενες κατηγορίες προσώπων του άρθρου 1 με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας: α) Ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) στα πρόσωπα των περιπτώσεων α' παρ. 1 του άρθρου 1. β) Ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) στα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 1. γ) Ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα πρόσωπα της περίπτωσης γ' της παρ. 1 του άρθρου 1. δ) Ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα πρόσωπα του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 1. ε) Ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα πρόσωπα της περίπτωσης δ' της παρ. 1 του άρθρου 1. Από τον αριθμό των προσώπων που προκύπτει ότι υποχρεούται να προσλάβει η επιχείρηση ή εκμετάλλευση με βάση τα ανωτέρω επιμέρους ποσοστά, αφαιρούνται κατά κατηγορία προστασίας τα πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στον παρόντα νόμο και έχουν προσληφθεί οικειοθελώς από την επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του εδαφίου αυτού.
Β) Οι φορείς του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στην παράγραφο 8, με την εξαίρεση όσων εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους αρνητικό αποτέλεσμα (ζημία) στις δύο αμέσως προηγούμενες από το έτος προκήρυξης χρήσεις, υποχρεούνται να προσλαμβάνουν προστατευόμενα πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), το οποίο κατανέμεται στις προστατευόμενες κατηγορίες προσώπων του άρθρου 1 με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας: α) Ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) στα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1. β) Ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%), που μοιράζεται σε ίσα μέρη στα πρόσωπα της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1. γ) Ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα πρόσωπα της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1. δ) Ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα πρόσωπα του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1. ε) Ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα πρόσωπα της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1».
3. Η παρ. 1 του άρθρου 3 του N. 2643/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι δημόσιες υπηρεσίες, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των δύο βαθμών υποχρεούνται να διορίζουν ή να προσλαμβάνουν πρόσωπα προστατευόμενα από το άρθρο 1, χωρίς διαγωνισμό ή επιλογή, σε εγκεκριμένες θέσεις που αντιστοιχούν στο πέντε τοις εκατό (5%) του συνόλου των προς προκήρυξη θέσεων του οικείου φορέα. Προς τούτο ο οικείος φορέας πριν αποστείλει στον Α.Σ.Ε.Π. το αίτημά του για προκήρυξη θέσεων ή πριν εκδώσει την προκήρυξη, αν την εκδίδει ο ίδιος, αποστέλλει το σύνολο των θέσεων που θα προκηρυχθούν κατά κατηγορία και κλάδο ή ειδικότητα και κατά Περιφέρεια και Περιφερειακή Ενότητα στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προκειμένου να εκδοθεί η υπουργική απόφαση της παρούσας παραγράφου, η οποία εφ εξής περιορίζεται σε απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Τυχόν κλάσμα που προκύπτει κατά τον υπολογισμό του αριθμού των θέσεων, εάν ισούται ή υπερβαίνει τη μισή μονάδα, υπολογίζεται ως ακέραιη μονάδα. Ο αριθμός των θέσεων που αντιστοιχεί στο παραπάνω ποσοστό κατανέμεται στις προστατευόμενες κατηγορίες προσώπων του άρθρου 1, με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:
α. αναλογία 3/8 στα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1,
β. αναλογία 2/8, σε εκείνα τα πρόσωπα της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 που είναι πολύτεκνοι γονείς με τέσσερα (4) ζώντα τέκνα και άνω, ένα από τα τέκνα πολύτεκνης οικογένειας και επιζών ή άγαμος γονέας τριών ανηλίκων τέκνων,
γ. αναλογία 1/8 στα πρόσωπα της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1,
δ. αναλογία 1/8 στα πρόσωπα του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 1,
ε. αναλογία 1/8 στα πρόσωπα της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1.
Στο παραπάνω ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%), προστίθεται ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) του συνόλου των προς προκήρυξη θέσεων του οικείου φορέα, στο οποίο (2%) υπάγονται αποκλειστικά τα υπόλοιπα πρόσωπα της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, όπως ισχύει.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο αριθμός των θέσεων των προστατευομένων που έχει προκύψει κατά τα ανωτέρω, κατανέμεται κατά Περιφέρεια και Περιφερειακή Ενότητα, φορέα, κατηγορία προστασίας, κλάδο και ειδικότητα. Με βάση την ίδια υπουργική απόφαση οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ο.Α.Ε.Δ. προβαίνουν στις ειδικές προκηρύξεις».
4. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στην διάταξη της περίπτωσης ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του N. 2643/1998 (Α' 220) για θέματα που αφορούν τους γονείς με τρία ζώντα τέκνα και ένα από τα τέκνα, νοείται εφεξής η περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 1 του N. 2643/1998, όπως διαμορφώνεται με το παρόν.
5. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στην διάταξη της υποπερίπτωσης στ' της περίπτωσης Β' της παρ. 1 του άρθρου 2 του N. 2643/1998 (Α' 220) για θέματα που αφορούν τους γονείς με τρία ζώντα τέκνα και ένα από τα τέκνα, νοείται εφεξής η υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Β' της παρ. 1 του άρθρου 2 του N. 2643/ 1998 (Α' 220), όπως διαμορφώνεται με το παρόν.
6. α. Στο τέλος της περίπτωση α' της παρ. 6 του άρθρου 18 του N. 2190/1994 (Α' 28), όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αν ο υποψήφιος είναι τέκνο τρίτεκνης οικογένειας διακόσιες (200) μονάδες».
β. Μετά το κριτήριο 2 της περίπτωσης Α' της παρ. 11 του άρθρου 21 του N. 2190/1994, όπως ισχύει, προστίθεται κριτήριο 2Α ως εξής:
«2Α. Αριθμός τέκνων τρίτεκνης οικογένειας
α) Σαράντα (40) μονάδες για κάθε τέκνο τρίτεκνου υποψηφίου,
β) σαράντα (40) μονάδες για κάθε μέλος προκειμένου για υποψήφιους που έχουν την ιδιότητα του τέκνου τρίτεκνης οικογένειας.
Τις ανωτέρω μονάδες δύναται να λάβει μόνο ένα μέλος της ίδιας οικογένειας κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος στον ίδιο φορέα».
Άρθρο δέκατο ένατο
Εξουσιοδοτική διάταξη για την προστασία μαρτύρων
Η παρ. 3 του άρθρου 9 του N. 2928/2001 (Α' 141) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλλυλεγγύης, Υγείας, Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Προστασίας του Πολίτη, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, καθώς και κάθε άλλου καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού, όπου συντρέχει περίπτωση, καθορίζεται ο φορέας και η διαδικασία υλοποίησης των μέτρων προστασίας που περιλαμβάνονται στην προηγούμενη παράγραφο».
Άρθρο εικοστό
Συμπλήρωση παραγράφου στο άρθρο 192 του N. 4389/2016
Η παρ. 8 του άρθρου 192 του N. 4389/2016 (Α' 94) αναριθμείται σε 9 και προστίθεται νέα παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Οι εμπειρογνώμονες, τα μέλη Συμβουλίων Εμπειρογνωμόνων ή τα μέλη άλλων γνωμοδοτικών οργάνων της Εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της δεν υπέχουν αστική ή ποινική ευθύνη για γνωμοδοτήσεις τους, εφόσον οι τελευταίες έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες ή τα οριζόμενα στους εσωτερικούς κανονισμούς και τα καταστατικά τους, γεγονός που τεκμαίρεται αν έχει ακολουθήσει θετικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Άρθρο εικοστό πρώτο
Μεταβατικές διατάξεις
Μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένου στην αυτοτελή οργανική μονάδα του Άρθρου Δέκατου Τρίτου του παρόντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 4369/2016, ως Προϊστάμενος Διεύθυνσης δύναται να τοποθετείται ή να αποσπάται προσωρινά υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΠΕ Σωφρονιστικού Ενηλίκων με εμπειρία στα θέματα αρμοδιότητας της ως άνω μονάδας και προϋπηρεσία τουλάχιστον δύο (2) ετών σε θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης σε Κατάστημα Κράτησης ή στην Κεντρική Υπηρεσία, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η ως άνω τοποθέτηση λήγει αυτοδικαίως με τη θέση σε λειτουργία του Εθνικού Μητρώου Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης του άρθρου 1 του N. 4369/2016 και τη σύσταση του Ειδικού Συμβουλίου Επιλογής Διοικήσεων του άρθρου 10 του N. 4369/2016, οπότε και θα προκηρυχθεί αμέσως εκ νέου η θέση, και την επιλογή νέου Προϊσταμένου.
Άρθρο εικοστό δεύτερο
1. Οι οφειλόμενες δαπάνες παρελθόντων ετών για ύδρευση και άρδευση των καταστημάτων κράτησης της χώρας, οι οποίες δημιουργήθηκαν λόγω ανεπάρκειας των πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δύνανται να εξοφληθούν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Π.δ. 113/22.11.2010, κατά το χρόνο εγγραφής των πιστώσεων της ειδικής χρηματοδότησης που προβλέπεται στην υπ' αριθ. 2/57103/ ΔΠΓΚ/23.6.2016 (Β' 1932) κοινή υπουργική απόφαση.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την υπαγωγή των καταστημάτων κράτησης της χωράς σε μειωμένο τιμολόγιο για την παροχή ύδρευσης και άρδευσης.
Άρθρο εικοστό τρίτο
1. Το εδάφιο δ' της παρ. 5 του άρθρου 3 του N. 3051/ 2002 (Α' 220) αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται ο διορισμός στις ανεξάρτητες αρχές μελών του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2στ του N. 4009/2011 (Α'195), καθώς και, αντιστοίχως, του ερευνητικού προσωπικού των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων του άρθρου 13 του N. 4310/2014 (Α'258), χωρίς να αναστέλλεται η άσκηση των διδακτικών και ερευνητικών τους καθηκόντων».
2. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 3 του N. 3051/2002 (Α' 220), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Επίσης, επιτρέπεται στα μέλη των ανεξάρτητων αρχών η άμισθη άσκηση καθηκόντων σε Ν.Π.Δ.Δ. και νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε τομείς μη συναφείς προς το αντικείμενο και τις αρμοδιότητες της αρχής από την οποία προέρχεται το μέλος και μετά από άδειά της».
Άρθρο εικοστό τέταρτο
Η παρ. 2 του άρθρου 147 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«2. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των άρθρων 503, 518 παράγραφος 1, 545 παράγραφοι 1 και 2, 564 παράγραφοι 1 και 2, καθώς και των άρθρων 153, 215 παράγραφος 2, 237 παράγραφοι 1 και 2, 238 παράγραφος 1, 598, 632 παράγραφος 2, 633 παράγραφος 2, 642, 715 παράγραφος 5, 729 παράγραφος 5, 847 παράγραφος 1, 926 παράγραφος 2, 934 παράγραφος 1 στοιχεία α' και β', 943 παράγραφος 4, 955, 966 παράγραφοι 2 και 3, 971 παράγραφος 1, 972 παράγραφος 1 στοιχείο β', 973, 974, 979 παράγραφος 2, 985 παράγραφος 1,986, 988 παράγραφος 1, 995 και 997 παράγραφος 2».
Άρθρο εικοστό πέμπτο
1. Το εδάφιο τρίτο της περίπτωσης β' της παρ. 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή σε υποδίκους που έχουν αναπηρία σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, όταν πρόκειται για τις περιπτώσεις α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα, ή εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, στις υπόλοιπες ως άνω περιπτώσεις κακουργημάτων».
2. Το έκτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου για την προσωρινή κράτηση δεν εφαρμόζονται για κατηγορούμενους που έχουν αναπηρία σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, όταν πρόκειται για τις περιπτώσεις α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα, ή εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις».
Άρθρο εικοστό έκτο
Τροποποιήσεις στο N. 4194/2013 (Α' 208) «Κώδικας Δικηγόρων»
1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 30 του N. 4194/2013 (Α' 208), η φράση «με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου» αντικαθίσταται από τη φράση «με απόφαση της Επιτροπής Μητρώου»..
2. Στην παρ. 3 του άρθρου 128 του N. 4194/2013 (Α' 208), προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Στους συλλόγους που υπηρετούν Δικηγόροι, χρέη γραμματέα μπορεί να ασκεί και Δικηγόρος, υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου, που ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του».
3. Το άρθρο 129 του N. 4194/2013 (Α' 208) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 129
Έργο Επιτροπών Μητρώου
1. Οι Επιτροπές ελέγχουν τα Μητρώα και τις δηλώσεις που υποβάλλονται ετησίως και αποφαίνονται για τη μη υποβολή, το αναληθές περιεχόμενο ή για το εκπρόθεσμο αυτών. Οι Επιτροπές αποφαίνονται και διαγράφουν από τα Μητρώα του οικείου συλλόγου τους δικηγόρους, που εμπίπτουν στους ορισμούς του προηγούμενου εδαφίου, από την αρχή του χρόνου της μη υποβολής ή της ανειλικρινούς υποβολής της δήλωσης, καθώς και όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, από τη χρονική στιγμή που επήλθε το γεγονός που προκαλεί τη διαγραφή, ανεξάρτητα από την ημέρα έκδοσης της απόφασής της.
2. Οι Επιτροπές βρίσκονται σε απαρτία και συνεδριάζουν, εφόσον παρίστανται πέντε (5) τουλάχιστον μέλη και οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων.
3. Στις Επιτροπές διαβιβάζονται όλοι οι φάκελοι των εγγεγραμμένων στο Μητρώο του συλλόγου μαζί με τις υποβληθείσες δηλώσεις μέχρι τη 10η Μαρτίου κάθε έτους και σε περίπτωση που η δήλωση κριθεί ειλικρινής, ενημερώνεται ο ατομικός φάκελος και σημειώνεται η χρονολογία λήψης της απόφασης και οι υπογραφές του προέδρου και του γραμματέα. Για την περίπτωση διαγραφής δικηγόρου λόγω εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, η Επιτροπή οφείλει να καλέσει αυτόν πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση με κλήση που υπογράφεται από τον Πρόεδρο. Η απόφαση για τη διαγραφή συντάσσεται εγγράφως, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη και να καταγράφεται η γνώμη της τυχόν μειοψηφίας. Η απόφαση διαγραφής καταχωρίζεται σε ιδιαίτερο βιβλίο που τηρείται στο Σύλλογο και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο με επιμέλεια του Συλλόγου, τα δε σχετικά αποδεικτικά τηρούνται στο φάκελο.
4. Κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας Επιτροπής επιτρέπεται η άσκηση έφεσης εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης με κατάθεση στη Γραμματεία του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Η έφεση καταχωρίζεται σε ιδιαίτερο βιβλίο και διαβιβάζεται με το σχετικό φάκελο στη δευτεροβάθμια Επιτροπή, η απόφαση της οποίας συντάσσεται εγγράφως και πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η δευτεροβάθμια Επιτροπή με κλήση που υπογράφεται από τον Πρόεδρο υποχρεούται να καλέσει τον εκκαλούντα και επιδίδεται στον εκκαλούντα πέντε (5) ημέρες πριν από τη συνεδρίασή της.
5. Οι Επιτροπές Μητρώου, πρώτου και δεύτερου βαθμού, δύνανται για κάθε υπόθεση να διορίζουν από τα μέλη τους εισηγητές, ασκούν δε όλες τις κατά τα άρθρα εξουσίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι ψηφοφορίες, αν ζητηθεί από κάποιο μέλος, διεξάγονται μυστικά και η απόφαση πρέπει να εκδίδεται εντός ευλόγου χρόνου.
6. Για τη διαδικασία ενώπιον των Επιτροπών τα έξοδα κλήσεων και οι σχετικές δαπάνες κοινοποιήσεων αποφάσεων επιβάλλονται στον ενδιαφερόμενο. Οι δε αποφάσεις και οι κλήσεις κοινοποιούνται με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας. Αιτήσεις εξαίρεσης μελών των Επιτροπών υποβάλλονται στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου. Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο δικαιούται να αντικαθιστά το μέλος των Επιτροπών που απουσιάζει αδικαιολόγητα για τρεις (3) συνεχείς συνεδριάσεις και μπορεί να διατάξει και την πειθαρχική του δίωξη.
7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου κάθε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, καθώς και κάθε νομικό πρόσωπο υποχρεούνται να παρέχουν στους Δικηγορικούς Συλλόγους οποιαδήποτε πληροφορία ή βεβαίωση σχετική με την υπηρεσιακή κατάσταση των δικηγόρων ή ασκουμένων που υπηρετούν σε αυτούς.
8. Οι τελεσίδικες αποφάσεις των Επιτροπών Μητρώου με αίτηση του Δικηγορικού Συλλόγου υπογεγραμμένη από τον Πρόεδρό του, αποστέλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εντός ενός (1) μηνός. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με απόφασή του, εντός δεκαπέντε (15) ημερών βεβαιώνει την αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου. Η απόφαση του Υπουργού που βεβαιώνει την αποβολή της ιδιότητας η οποία είχε επέλθει από τη στιγμή που συνέβη το γεγονός που προκάλεσε την αποβολή της ιδιότητας, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το κύρος των διαδικαστικών πράξεων που έχουν διενεργηθεί μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, δεν θίγεται. Από την κοινοποίηση της απόφασης της Επιτροπής ο διαγραφείς δεν δικαιούται να φέρει την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς και να ασκεί το λειτούργημα, εφαρμοζομένης της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κώδικα»..
4.α. Στο άρθρο 147 παρ. 1 περίπτωση α' του N. 4194/ 2013 (Α' 208), η λέξη «πενταπλάσιο» αντικαθίσταται από τη λέξη «τριπλάσιο».
β. Μετά την περίπτωση β' του άρθρου 147 παρ. 1 του N. 4194/2013 (Α'208) προστίθενται περιπτώσεις γ', δ', ε'και στ' ως εξής:
«γ) Οι δικηγόροι συμμετέχουν στην κλήρωση μετά από έγγραφη δήλωσή τους για τη διαδικασία αυτή.
δ) Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη εκλέγονται κατά Πειθαρχικό Τμήμα και κατατάσσονται κατά σειρά κλήρωσης. Συμπληρωματική κλήρωση για την πλήρωση κενών θέσεων ενός ή περισσότερων πειθαρχικών συμβουλίων δεν αποκλείεται να διενεργηθεί, οποτεδήποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο από τον Πρόεδρο κάθε Δικηγορικού Συλλόγου.
ε) Το Διοικητικό Συμβούλιο διορίζει το 40% των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου και το υπόλοιπο 60% των τακτικών και αναπληρωματικών μελών εκλέγεται με την πιο πάνω διαδικασία.
στ) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του να διορίζει τακτικά και αναπληρωματικά μέλη εφόσον έχει εξαντληθεί ο κατάλογος που καταρτίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου».
Άρθρο εικοστό έβδομο
1. Το στοιχείο 1 της υποπαραγράφου Ι.Δ.1 της παρ. Ι.Δ. του άρθρου πρώτου του N. 4152/2013 (Α' 107), όπως ισχύει, αναδιατυπώνεται ως εξής:
«1.1. Με σκοπό την άμεση ανάσχεση της ανεργίας και ως έκτακτο μέτρο, η Γενική Γραμματεία Διαχείρισης Κοινοτικών και Άλλων Πόρων, του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σχεδιάζει και καταρτίζει Προγράμματα Κοινωφελούς Χαρακτήρα για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών, με απασχόληση των ανέργων απευθείας σε δήμους, περιφέρειες ή σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, όπως σε σχολεία και νοσοκομεία, σε Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. εποπτευόμενα από Υπουργεία, είτε με συγχρηματοδότηση από πόρους του Ε.Σ.Π.Α., είτε με συγχρηματοδότηση από πόρους του Ε.Σ.Π.Α. και εθνικούς ή άλλους πόρους, είτε με χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους, όπως κάθε φορά ορίζει η κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στο στοιχείο 1.4.. Για τα παραπάνω προγράμματα είναι δυνατή η επιχορήγηση του Ο.Α.Ε.Δ. από πόρους του Π.Δ.Ε. (εθνικού και συγχρηματοδοτούμενου σκέλους) ή του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με μεταφορά αντίστοιχης πίστωσης.
Περαιτέρω, ο σχεδιασμός των ως άνω προγραμμάτων δύναται να περιλαμβάνει δράσεις ενεργοποίησης των ωφελουμένων με στόχο τη διευκόλυνση επανένταξής τους στην αγορά εργασίας.
Επιτρέπεται η επέκταση της χρονικής διάρκειας των άνω προγραμμάτων στα οποία οι ωφελούμενοι απασχολούνται για τη λειτουργία οργανωμένων εγκαταστάσεων προσφύγων και μεταναστών, όπως χώρων υποδοχής ή/και ταυτοποίησης, δομών προσωρινής φιλοξενίας ή/ και προσωρινής υποδοχής προσφύγων και μεταναστών, με χρηματοδότηση της επιπλέον δαπάνης είτε από τον προϋπολογισμό του ΟΑΕΔ, είτε από άλλους εθνικούς, είτε από άλλους πόρους. Με την κοινή Υπουργική Απόφαση που προβλέπεται στο στοιχείο 1.4., ο Ο.Α.Ε.Δ. δύναται να καλύπτει από πόρους του προϋπολογισμού του τη χρηματοδότηση της χρονικής επέκτασης των παραπάνω προγραμμάτων, κατά το σκέλος των μη, από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, επιλεξίμων δαπανών.
1.2. Ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) καταρτίζει τη Δημόσια Πρόσκληση για τα προγράμματα του προηγούμενου υποστοιχείου και είναι ο αρμόδιος φορέας για την υποδοχή των ηλεκτρονικών αιτήσεων των ωφελουμένων και την κατάρτιση του πίνακα των ωφελουμένων, τη σύζευξη των ωφελουμένων με τις δέσεις απασχόλησης των επιβλεπόντων φορέων, όπως θα έχουν προσδιοριστεί από το Δικαιούχο, τη διενέργεια επιτόπιων επαληθεύσεων στους επιβλέποντες φορείς και την καταβολή των αμοιβών στους ωφελου-μένους και των ασφαλιστικών εισφορών στους επιβλέποντες φορείς.
1.3. Επιβλέποντες Φορείς είναι οι φορείς οι οποίοι θα προσλάβουν (δήμοι, περιφέρειες, άλλες δημόσιες υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. εποπτευόμενα από Υπουργεία) θα απασχολήσουν τους ανέργους και θα πιστοποιούν την απασχόλησή τους στον Ο.Α.Ε.Δ., προκειμένου να καταβληθεί το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος.
1.4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών ρυθμίζονται τα ανωτέρω και καθορίζονται ιδίως τα παρακάτω:
α) το πλαίσιο ένταξης, ο στόχος, το αντικείμενο και η διάρκεια του προγράμματος,
β) οι επιβλέποντες φορείς,
γ) οι ωφελούμενοι εγγεγραμμένοι άνεργοι στα Μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ.,
δ) τα κριτήρια επιλογής και κατάταξης των ωφελούμενων μέσω του Ο.Π.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ. και η μοριοδότηση αυτών, τα οποία ορίζονται ενδεικτικά ως τα εξής:
i) το χρονικό διάστημα της συνεχόμενης εγγεγραμμένης ανεργίας, όπως αποτυπώνεται στα Μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ,
ii) ο αριθμός των ανήλικων τέκνων,
iii) η οικογενειακή κατάσταση,
iv) το οικογενειακό εισόδημα,
ν) η τυχόν ύπαρξη άλλων ανέργων στην ίδια οικογένεια,
νί) η ηλικιακή ομάδα,
vii) Εγγεγραμμένοι στα Μητρώα ανέργων ΑμεΑ του Ο.Α.Ε.Δ.,
viii) δικαιούχος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος,
ε) η διαδικασία υποβολής ηλεκτρονικών αιτήσεων, κατάρτισης προσωρινού πίνακα κατάταξης ανέργων, υποβολής ενστάσεων, εξέτασης αυτών από το Δ.Σ. του ΟΑΕΔ και κατάρτισης του τελικού πίνακα κατάταξης ανέργων,
στ) η υποχρεωτική πρόσληψη των υποδειχθέντων από τον Ο.Α.Ε.Δ. ωφελουμένων, σύμφωνα με τον οριστικό πίνακα κατάταξης,
ζ) κάθε άλλος αναγκαίος όρος ή προϋπόθεση για την υλοποίηση του προγράμματος,
η) εφόσον το πρόγραμμα περιλαμβάνει και σκέλος μη συγχρηματοδοτούμενο από πόρους του ΕΣΠΑ, τότε καθορίζεται το μέρος του προγράμματος και το χρονικό διάστημα που: i) συγχρηματοδοτείται από τους πόρους του ΕΣΠΑ και ii) αυτό που χρηματοδοτείται από ετέρους πόρους, που προβλέπονται στα στοιχεία 1.1. και 1.2.».
2. Στο τέλος του στοιχείου 5.1. της υποπαραγράφου Ι.Δ.1 της παραγράφου Ι.Δ. του άρθρου πρώτου, του N. 4152/2013 (Α'107), όπως ισχύει, αντικαθίσταται η φράση «Η βραδινή εργασία επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για τους ωφελούμενους που θα κληθούν να στελεχώσουν τις υπηρεσίες Α' υποδοχής προσφύγων και μεταναστών (Hot spots)». με τη φράση «Επιτρέπεται η βραδινή απασχόληση μόνο των ωφελουμένων που στελεχώνουν εγκαταστάσεις προσφύγων και μεταναστών του στοιχείου 1.1».
3. Στο στοιχείο 5.2. της υποπαραγράφου Ι.Δ.1 της παραγράφου Ι.Δ. του άρθρου πρώτου, του N. 4152/2013 (Α'107), όπως ισχύει, αντικαθίσταται η λέξη «Εργασίας» με τη λέξη «Χαρακτήρα».
4. Στο πρώτο εδάφιο της εσωτερικής υποπερίπτωσης του στοιχείου 5.3. της υποπαραγράφου Ι.Δ.1 της παραγράφου Ι.Δ. του άρθρου πρώτου, του N. 4152/2013 (Α'107), όπως ισχύει, η φράση «σημείο 8» αντικαθίσταται με τη φράση «στοιχείο 1.4»..
5. Στο πρώτο εδάφιο της εσωτερικής υποπερίπτωσης του στοιχείου 5.3. της υποπαραγράφου Ι.Δ.1 της παρ. Ι.Δ. του άρθρου πρώτου, του N. 4152/2013 (Α' 107), όπως ισχύει, η φράση «σημείο 8» αντικαθίσταται με τη φράση «στοιχείο 1.4»..
6. Στο πρώτο εδάφιο της εσωτερικής υποπερίπτωσης «vi». του στοιχείου 5.3. της υποπαραγράφου Ι.Δ.1 της παρ. Ι.Δ. του άρθρου πρώτου, του N. 4152/2013 (Α'107), όπως ισχύει, αντικαθίσταται η λέξη «Εργασίας» με τη λέξη «Χαρακτήρα».
Άρθρο εικοστό όγδοο
1. Στον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) συνιστώνται τριακόσιες εξήντα (360) νέες οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού. Ο αριθμός των θέσεων αυτών, κατά κλάδο και ειδικότητα, κατανέμεται σε τριακόσιες πέντε (305) θέσεις κλάδου ΠΕ Διοικητικού και Οικονομικού, και σε πενήντα πέντε (55) θέσεις κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.
2. Στην προκήρυξη για την κάλυψη των ανωτέρω θέσεων καθορίζονται τα απαιτούμενα γι' αυτές προσόντα, μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ. που εγκρίνεται από το Α.Σ.Ε.Π..
Άρθρο εικοστό ένατο
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκδίδεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Οικονομικών ως προς το ύψος της δαπάνης, επιτρέπεται για το διάστημα μέχρι τέλη Οκτωβρίου 2016, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης που εφαρμόζεται κατά τη διαδικασία προμηθειών του Δημοσίου, η προμήθεια με απευθείας ανάθεση ενσήμων ταινιών φορολογίας καπνού, καθόσον, για λόγους τεχνικούς, αξιοπιστίας και διασφάλισης του απορρήτου, η σύμβαση αυτή μπορεί να ανατεθεί μόνο σε ορισμένο οικονομικό φορέα.
Άρθρο τριακοστό
Στην παρ. 9 του άρθρου 38 του N. 4387/2016 (Α' 85), η φράση «Από την 1.8.2016» αντικαθίσταται με τη φράση «Από την 15.9.2016».
Άρθρο τριακοστό πρώτο
Αντισταθμιστικά μέτρα κατάργησης ΕΚΑΣ
1. Σε όσους, κατ' εφαρμογή του άρθρου 92 του N. 4387/2016 (Α' 85), όπως ισχύει, στερούνται την παροχή ΕΚΑΣ, εφαρμόζονται τα εξής αντισταθμιστικά μέτρα, μέχρι την τελική κατάργησή του:
α. Απαλλάσσονται πλήρως από τη συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη.
β. Σε περίπτωση που έπαυσε η καταβολή ΕΚΑΣ και στους δύο συζύγους, χορηγείται ως έκτακτη μηνιαία οικονομική ενίσχυση στο σύζυγο με το μικρότερο ατομικό εισόδημα το ισόποσο της παροχής που αντιστοιχεί στο εισόδημα αυτό.
γ. Στους πρώην δικαιούχους του ΕΚΑΣ με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, χορηγείται έκτακτη μηνιαία οικονομική ενίσχυση ισόποση με την παροχή που καταργήθηκε.
2. Για το έτος 2016 θεσπίζονται τα εξής συμπληρωματικά μέτρα:
α. Απαλλαγή από την καταβολή εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης σε όλους όσοι απώλεσαν παροχή άνω των τριάντα (30) ευρώ μηνιαίως.
β. Χορήγηση μηνιαίας προπληρωμένης κάρτας σε όλους όσοι απώλεσαν παροχή ποσού από εκατόν δεκαπέντε (115) ευρώ μηνιαίως και άνω, ισόποσης με το ποσό που αντιστοιχεί στο 30% της απώλειας.
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αρχίζουν να ισχύουν την 1η Αυγούστου 2016. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών ορίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Άρθρο τριακοστό δεύτερο
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του, και της Σύμβασης και του Πρωτοκόλλου που κυρώνονται στο Μέρος Πρώτο από την πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 36 παρ. 4 και 11 παρ. 2 αυτών αντίστοιχα.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 2 Αυγούστου 2016