ΠΟΛ 3746 - 16/02/2009

ΠΟΛ 3746 - 16/02/2009

Θέμα: Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), ενσωμάτωση των Οδηγιών 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις και λοιπές διατάξεις

γ. Για την αναφορά από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων.

δ. Για την ανακοίνωση με συγκεντρωτική μορφή των πιο πάνω στοιχείων και πληροφοριών, εφόσον δεν προκύπτει η ταυτότητα των προσώπων στα οποία αναφέρονται.

ε. Για την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές και γενικά αρμόδιες, ανεξάρτητες και μη, αρχές στην Ελλάδα, όπως ενδεικτικά με την Τράπεζα της Ελλά­δος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Συνήγορο του Καταναλωτή, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, την Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, σε άλλα κράτη - μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, καθώς επίσης και σε τρίτα κράτη, εφόσον έχει ληφθεί επαρκής μέριμνα για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τις αρχές αυτές.

στ. Για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μελών των νόμιμων διοικητικών οργάνων και του λοιπού προσωπι­κού της ΕΠ.Ε.Ι.Α. στα πλαίσια των καθηκόντων τους.

ζ. Μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρ­μόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρι­σης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποί­ου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.

η. Για τη χρήση υπηρεσιών προσώπων, που δεν ανή­κουν στο δημόσιο τομέα αλλά η συνδρομή τους κρίνεται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαραίτητη λόγω των ειδικών τους προσόντων για τον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παρα­βάσεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας.

3. Όταν πρόκειται για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό ειδική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμο­ποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

 

Άρθρο 116: Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και ανταλλαγή πληροφοριών

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ανταλλάσσει αμέσως όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των κρατών - μελών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρ­μόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δώσει τη συγκατάθεσή της.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δικαιούται να χρησιμοποιεί τις πληρο­φορίες που λαμβάνει από άλλες αρμόδιες αρχές για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και ειδικότερα προκειμένου:

α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρα­κολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, του περιθωρίου φερεγγυότητας, των διοικητικών και λογιστικών διαδι­κασιών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου1

β) για την επιβολή κυρώσεων

γ) για την κατάθεση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων των αρμόδιων αρχών

δ) σε δικαστικές διαδικασίες που κινούνται δυνάμει του άρθρου 115 παρ. 2(γ) ή άλλων ειδικότερων σχετικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος και της εν γένει ασφαλιστικής νομοθεσίας.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., όταν λαμβάνει από αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους αίτημα για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα:

(α) προβαίνει η ίδια στην έρευνα, ή

(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα, ή

(γ) αναθέτει σε ορκωτό λογιστή ή εμπειρογνώμονα τη διενέργεια της εν λόγω εξακρίβωσης ή έρευνας.

 

Άρθρο 117: Ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες αρχές στην Ελλάδα

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, επί τη βάσει μνημονίων συνερ­γασίας, να ανταλλάσσει πληροφορίες με το Επικουρι­κό Κεφάλαιο, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την ΕΛΤΕ, την Επιτροπή Παρακολού­θησης των Διαδικασιών για την Αποφυγή Νομιμοποίη­σης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, τη Γε­νική Γραμματεία Καταναλωτή και τον Συνήγορο του Καταναλωτή, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και άλλες τυχόν αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Ανάπτυξης, ως αρχής εποπτείας του εταιρικού δικαίου και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ως εποπτεύοντος την ΕΠ.Ε.Ι.Α. Υπουργεί­ου συμπεριλαμβανομένων, εφόσον η ανταλλαγή αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων, είτε της ΕΠ.Ε.Ι.Α. είτε των αρχών αυτών. Ακόμη η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες με ανεξάρτητους αναλογιστές που πραγματοποιούν ελέγχους επί ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχει­ρήσεων εφαρμοζομένου αναλόγως του προηγουμένου εδαφίου. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές, όργανα και πρόσωπα υπάγονται στο επαγ­γελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο άρθρο 115 του παρόντος διατάγματος.

2. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος - μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κράτος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αυτές στις αρχές της πα­ραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε ή που εκτέλεσε τον επιτόπιο έλεγχο και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη - μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυ­νάμει της παρούσας παραγράφου.

4. Τίποτα στο παρόν διάταγμα δεν εμποδίζει την Επι­τροπή να διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν η τελευταία ενεργεί υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, κατά πε­ρίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονι­σμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η τελευταία για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων που προβλέπει το παρόν διάταγμα. Και οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο του άρθρου 115 του πα­ρόντος διατάγματος.

 

Άρθρο 118: Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να συνάπτει μνημόνια συνεργα­σίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές τρίτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κρατών της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελ­ματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 115 του παρόντος δια­τάγματος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α').

2. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος - μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κράτος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

3. Οι αρχές αυτές είναι οι εποπτικές αρχές του χρηματοοικονομικού τομέα, οι αρχές εποπτείας διαδικασιών εκκαθάρισης, πτώχευσης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι αρχές εποπτείας συστημάτων εγγυήσεως ως και τα ίδια τα συστήματα εγγυήσεως, ως και αρχές εποπτείας διατάξεων του εταιρικού δικαίου. Ακόμη η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες με ανεξάρτητους αναλογιστές που πραγματοποιούν ελέγχους επί ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εφαρμοζομένου αναλόγως του προηγουμένου εδαφίου.

 

Άρθρο 119: Άρνηση συνεργασίας

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, παρά την υποβολή αίτησης αρχής άλλου κράτους - μέλους ή τρίτου, για συνεργασία σε έρευνα, σε επιτόπια εξακρίβωση ή σε άλλη δραστηριό­τητα εποπτείας ή σε ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 118 του παρόντος νόμου, να αρνηθεί την ανταλλαγή πληροφοριών και κάθε ενέργεια εάν:

(α) η έρευνα ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Ελλάδας,

(β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων,

(γ) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικα­στηρίου για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

2. Στις περιπτώσεις άρνησης η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει λεπτομερώς την αιτούσα αρμόδια αρχή για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.

 

Άρθρο 120: Διοικητικές κυρώσεις

1. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπο­ρεί να επιβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της, ως και σε οποι­οδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξου-σιοδότησή του, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ.

2. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, αναλόγως της βαρύτητας της παράβασης, στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της, ως και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρνείται τη συνεργασία ή παρακωλύ­ει έρευνα ή έλεγχο, που αυτή διενεργεί σύμφωνα με το παρόν νομοθετικό διάταγμα ή την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία.

3. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος και με την επιφύ­λαξη της εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παραβαίνει τις δι­ατάξεις της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας, της περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων συμπεριλαμ­βανομένης.

4. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύ­ρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, ο κίνδυνος διατάραξης της συστημικής σταθερότητας, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των ασφαλιζομέ­νων και το ύψος της πραγματικά προκληθείσας ζημί­ας σε αυτούς, ως και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ' υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νομοθετικού διατάγματος ή της λοιπής νομοθεσίας για τις ασφαλίσεις.

 

Άρθρο 121: Ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει, στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του­λάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Για κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μίας ή περισ­σότερων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας. Στην ενημέρωση πρέπει να προσδιορίζεται και η δομή του αντίστοιχου ομίλου.

β) Οσάκις μία μητρική τρίτης χώρας επιχείρηση απο­κτά συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επι­χείρηση της Κοινότητας, η οποία με τον τρόπο αυτόν καθίσταται θυγατρική της.

γ) Για τις κάθε φύσης δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία τους ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

δ) Σε κάθε περίπτωση που απαιτείται από το παρόν διάταγμα.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. συνεργάζεται στενά, για τις ανάγκες της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος διατάγμα­τος, με τις αρμόδιες αρχές ασφαλιστικής εποπτείας των λοιπών κρατών - μελών, με την Επιτροπή Ευρωπα­ϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματι­κών Συντάξεων (Committee of European Insurance and Occupa-tional Pensions Supervisors CEIOPS) και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

 

Άρθρο 69: Καλυμμένες ομολογίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα καθήκοντα εκπροσώπου των ομολογιούχων ασκεί θεματοφύλακας (trustee) που δύναται να είναι πιστωτικό ίδρυμα ή συνδεδεμένη εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 του κ.ν. 2190/1920 ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/394/ΕΟΚ, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες στον Ευρωπαϊκό Οι­κονομικό Χώρο.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Με το πρόγραμμα δύναται να ορίζεται η εξασφάλιση από το ίδιο νόμιμο ενέχυρο ομολογιούχων ή και άλλων δανειστών οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με ομολογίες διαφορετικής έκδοσης ή σειράς, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα όπως ενδεικτικώς η μεταξύ τους σχέση, ο τρόπος και η προτεραιότητα ικανοποίησης και ο τρόπος οργάνωσής τους σε ομάδα και εκπροσώπησής τους κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του ν. 3156/2003, εφόσον δεν επιλεγεί σχετικώς η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου. Ο διορισμός περισσό­τερων θεματοφυλάκων κοινών ή ανά σειρά ή έκδοση δεν αποκλείεται.»

3. Η παράγραφος 9 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Με το πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου μπορεί να ορίζεται ότι είτε εξ αρχής είτε αν επέλθουν ορισμένα γεγονότα, όπως ενδεικτικά έναρξη διαδικασιών αφερεγ­γυότητας σε σχέση με τον εκδότη, ο θεματοφύλακας θα δύναται να αναθέτει ή να αναλαμβάνει την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών κατ' ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 14 έως και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α').

Ο θεματοφύλακας θα δύναται επίσης, κατά τους όρους του προγράμματος και τους όρους της σχέσης που τον συνδέει με τους ομολογιούχους, να πωλεί και μεταβιβάζει τα περιουσιακά στοιχεία του καλύμματος είτε κατ' ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων είτε κατά τις γενικές διατάξεις και να χρησιμοποιεί το καθαρό προϊόν της πώλησης σε εξόφληση των εξασφαλισμένων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1239 και 1254 του Αστικού Κώδικα και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου και κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 δεν απαιτείται ο μεταβιβάζων να έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.

Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ορίσει διαχειριστή, ανεξάρτη­τα από τις εξουσίες που τυχόν αναθέτει σε Επίτροπο ή Εκκαθαριστή με βάση τα ανωτέρω άρθρα 63 και 68 του παρόντος, αν δεν το πράξει ο θεματοφύλακας. Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτή­σεων που συγκαταλέγονται στο νόμιμο ενέχυρο και τη ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε αυτό διατίθενται για την εξόφληση των ομολογιών και των λοιπών εξασφαλιζόμενων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου.

Οι διατάξεις των παραγράφων 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 εφαρμόζονται αναλόγως για την πώληση, τη μεταβίβαση, την είσπραξη και εν γένει δι­αχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα.»

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδι­κού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλο κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α') περί τιτλοποίησης, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα εγγυάται ευθυνόμενο ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολο­γιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών.»

5. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρ­θρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι λοιπές παράγραφοι του παρόντος άρθρου ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.»

6. Η παράγραφος 11 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«11. Οι καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παραγρά­φου 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α') και της παραγράφου 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, καθώς και να διατίθενται με δημόσια προσφορά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.»

7. Στο άρθρο 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') η υφιστά­μενη παράγραφος 13 αναριθμείται σε 14 και προστίθεται νέα παράγραφος 13 ως εξής:

«13. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν κα­λυμμένες ομολογίες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 και με ανάλογη εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Οι καλυμμένες ομολογίες της παρούσας παραγράφου εξασφαλίζονται με εγγύηση που παρέχεται από νομι­κό πρόσωπο ειδικού σκοπού με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, το οποίο ευθύνεται ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών.

Ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών έχει ως απο­κλειστικό σκοπό την απόκτηση απαιτήσεων και κινητών αξιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρό­ντος άρθρου, καθώς και την παροχή της εγγύησης προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος των καλυμμένων ομολογιών.

Η απόκτηση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών, η οποία γίνεται λόγω πωλήσεως, η εν γένει διαχείριση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών και η είσπραξη των απαιτήσεων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού διέπεται από τις δι­ατάξεις των παραγράφων 2 εδάφια α' και β' και 6 έως 17 και 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α'), οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά.

Αν το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού του προηγού­μενου εδαφίου εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία διεπόμενη από τις διατάξεις των πα­ραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α').

Οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, που απορρέουν από την εγγύηση των καλυμμένων ομολογιών, εξασφαλίζο­νται με νόμιμο ενέχυρο, το οποίο συνιστάται επί του συνόλου των απαιτήσεων που αποκτά ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών. Οι απαιτήσεις επί των οποίων υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο αποτελούν το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών. Η σύσταση και η λειτουργία του νομίμου ενεχύρου διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 18 και 19 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α'). Στο κάλυμμα δύνανται να περιλαμβάνονται επίσης και περιουσιακά στοιχεία διεπόμενα από ξένο δίκαιο κατά τους όρους του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος.»

8. Η παράγραφος 13 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«13. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλά­δος δύνανται να εξομοιούνται με καλυμμένες ομολογίες και άλλες κατηγορίες ομολογιών, εφόσον διασφαλίζεται η εποπτεία των εκδοτών τους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να ορίζονται επίσης τα καθήκοντα του θεμα­τοφύλακα, τα καλύμματα των ομολογιών του παρόντος άρθρου και οι λοιπές εξασφαλίσεις κατά παρέκκλιση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.»

9. Α. Οι τόκοι, οι οποίοι προκύπτουν από καλυμμένες ομολογίες που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 91 του ν.3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α'), έχουν την ίδια φορολογι­κή αντιμετώπιση με τους τόκους που προκύπτουν από ομολογίες τις οποίες εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για παρακράτηση φόρου είναι ο φορέας πληρωμής, όπως αυτός ορίζεται από την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3312/ 2005 (ΦΕΚ 35 Α') που τους καταβάλλει. Για τους τόκους που προκύπτουν από τις ομολογίες αυτές δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 11 και 12 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ, ν. 2238/1994, ΦΕΚ 151 Α', όπως ισχύει). Όταν οι τόκοι αυ­τοί καταβάλλονται σε μονίμους κατοίκους εξωτερικού απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.

Β. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύ­ουν για τόκους που προκύπτουν από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά.

10. Η τοποθέτηση διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσί­ου, μετά από εξατομικευμένη πρόσκληση, σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νομίμως στην Ελλάδα επιτρέπε­ται μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) το συμφωνούμενο επιτόκιο είναι ανώτερο του μεσοσταθμικού επιτοκίου που διαμορφώνεται εκάστοτε από το Ευρωσύστημα,

β) το κατατιθέμενο ποσό δεν υπερβαίνει ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των διαθεσίμων κατά την ημέρα της συναλλαγής,

γ) το συμβατικό διάστημα τοποθέτησης δεν υπερβαί­νει τους δύο μήνες.

Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν από 15.9.2008.

 

Άρθρο 70: Αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς

Το άρθρο 40 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α') αντικαθί­σταται ως ακολούθως:

« Αρθρο 40

Αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς

1. Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα ή από αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα για τις αντιστοίχως αναφερόμενες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της και έχει παρέλθει το προβλε­πόμενο χρονικό διάστημα για το σύνολο των καταχω­ρημένων στο αρχείο δεδομένων, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως α', για την οποία αρκεί η πάροδος του χρόνου της συγκεκριμένης κατηγορίας:

α) Απλήρωτες επιταγές, επί του σώματος των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, απλήρωτες κατά τη λήξη τους συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν και καταγ­γελίες συμβάσεων δανείων και πιστώσεων τρία (3) έτη. Επιταγές, που αποδεδειγμένα εξοφλούνται εντός οκτώ (8) ημερών από τη σφράγισή τους, δεν εμφανίζονται στα ανωτέρω αρχεία και οι καταχωρημένες διαγράφονται.

β) Διαταγές πληρωμής, τέσσερα (4) έτη.

γ) Κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εται­ρειών», περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης, προγράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις του Υπουργεί­ου Οικονομίας και Οικονομικών, πέντε (5) έτη.

2. Επιτρέπεται στα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα η διαβίβαση προς καταχώριση δεδομένων επί των εκάστοτε ανεξόφλητων υπολοίπων δανείων ή και πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των υφιστάμενων, που χορηγούν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, σε αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπε­ριφοράς που λειτουργεί νόμιμα, χάριν αυτών, χωρίς την προϋπόθεση του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α').

Η πρόσβαση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων στα ως άνω δεδομένα επιτρέπεται μόνο κατά τους όρους και προϋποθέσεις του ν. 2472/1997, όπως εκάστοτε ισχύει και εφαρμόζεται.

Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά ιδρύ­ματα ή από αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφο­ράς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών των δεδομέ­νων δεν μπορεί να υπερβαίνει την πενταετία.

3. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς της παρα­γράφου 1 του παρόντος, εφόσον δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, δεν εμφανίζονται στα αρχεία μεταδιδομένων πληρο­φοριών.»

 

Άρθρο 71: Τροποποιήσεις του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α') και λοιπών διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας

1. Η περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α'), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«(β) Εποπτεύει την τήρηση της ασφαλιστικής νομοθε­σίας κατά τη λειτουργία των ασφαλιστικών εταιρειών έως και την εκκαθάρισή τους, κατά την παροχή υπηρε­σιών από αυτές και τους διαμεσολαβούντες και κατά την εφαρμογή της περί υποχρεωτικής ασφάλισης και της περί ασφάλισης οχημάτων νομοθεσίας. Ασκεί εν γένει όλες τις διοικητικές, ρυθμιστικές και εποπτικές αρμοδιότητες, του καθορισμού της ύλης των σχετικών εξετάσεων πιστοποίησης συμπεριλαμβανομένων, που ο Υπουργός Ανάπτυξης, μόνος του ή από κοινού με άλ­λους Υπουργούς, είχε για τη ρύθμιση και εποπτεία της ασφαλιστικής αγοράς, όπως ενδεικτικά τις διοικητικές αρμοδιότητες που προκύπτουν από τις διατάξεις του ν. 1569/ 1985 (ΦΕΚ 183 Α'), του ν. 2496/1997 (ΦΕΚ 87 Α'), του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α'), του π.δ. 190/2006 (ΦΕΚ 196 Α') και του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α'), όπως ισχύουν. Η αρ­μοδιότητα της πρότασης για την έκδοση διαταγμάτων ανήκει στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.»

2. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης (γ) της παραγρά­φου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α'), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις της Επιτρο­πής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύουν από τη δημοσίευσή τους, εκτός εάν ορίζεται άλλως σε αυτές.»

3. H περίπτωση (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α'), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«δ) Επεξεργάζεται και εισηγείται προς τον εποπτεύο­ντα Υπουργό και γνωμοδοτεί προς αυτόν, εφόσον της ζητηθεί, για την τροποποίηση και συμπλήρωση του θε­σμικού πλαισίου ιδιωτικής ασφάλισης.»

4. Η περίπτωση (κ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α'), όπως ισχύει, μετονομά­ζεται σε περίπτωση (ια) και αμέσως μετά από αυτήν προστίθεται περίπτωση (ιβ) ως εξής:

«(ιβ) Καταρτίζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την Τράπεζα της Ελ­λάδος και με κάθε εν γένει αρμόδια αρχή, είτε αυτή βρίσκεται στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, μνημόνια συνεργασίας αφορώντα ενδεικτικά στην ανάπτυξη και εδραίωση εθνικών και διασυνοριακών συνεργασιών και στην ανταλλαγή πληροφοριών.»

5. Στο άρθρο 5 του ν. 3229/2004, όπως αυτό τροπο­ποιήθηκε με το άρθρο 15 του ν. 3470/2006, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:

Α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η Επιτροπή διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) που είναι το ανώτατο όργανό της κι απαρτίζεται από:

α) Τον Πρόεδρο.

β) Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Ανάπτυξης, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης.

γ) Έναν εκπρόσωπο των καταναλωτών, που υποδεικνύεται από το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών και Αγοράς.

δ) Τέσσερα μέλη με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα ιδιωτικής ασφάλισης και χρηματοοικονομικής εποπτείας, που ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Ένα από τα μέλη αυτά ορίζεται Αντιπρόεδρος του Δ.Σ., ο οποίος είναι ο νόμιμος αναπληρωτής του Προέδρου.»

Β) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. πρέπει να είναι πρόσωπα καταξιωμένα και αναγνωρισμένα στην οικο­νομική και επιστημονική ζωή του τόπου ή της δημόσιας διοίκησης. Τα μέλη του πρέπει να είναι πρόσωπα ανα­γνωρισμένου κύρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας και να διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα της ιδιωτικής ασφάλισης και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών γενικότερα, ώστε να συμβάλλουν με αυτές αποτελεσματικά στην επίτευξη των σκοπών της Επιτροπής.»

Γ) Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Ο Πρόεδρος είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και δεν επιτρέπεται να ασκεί, κατά τη διάρκεια της θητείας του, οποιοδήποτε επάγγελμα ή οποιαδήποτε αμειβόμενη δραστηριότητα. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος δεν επιτρέπεται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους και κατά τα τρία επόμενα έτη από την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήξη αυτής, να συμμετέχουν στην ίδρυση, στη διοίκηση ή στο κεφάλαιο επιχείρησης που τελεί υπό την κατά νόμο εποπτεία της Επιτροπής ή συνδεδεμένης με αυτήν εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως κάθε φορά ισχύει, καθώς επίσης και να παρέχουν στις ανωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις, κατά το αυτό ως άνω χρο­νικό διάστημα, υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα. Σε περίπτωση παράβασης της παρούσας παραγράφου, ανεξαρτήτως πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης, ο πα­ραβάτης εκπίπτει αυτοδικαίως από μέλος του Δ.Σ. της Επιτροπής.»

Δ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 αντικαθί­σταται ως εξής:

Τα μέλη του Δ.Σ. δεν συμμετέχουν στη συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων από το Δ.Σ. για θέματα που αφορούν φυσικά πρόσωπα με τα οποία είναι σύζυγοι ή συγγενείς μέχρι και τον τρίτο βαθμό ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία τα ανωτέρω αυτά πρόσωπα συνδέονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση ή στων οποίων τη διοίκηση ή το κεφάλαιο συμμετέχουν.»

6. Στο άρθρο 8 του ν. 3229/2004, όπως αυτό τροπο­ποιήθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3427/2005, επέρχεται η εξής τροποποίηση:

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαθί­σταται ως εξής:

«Οι παράγραφοι 7 και 11 του άρθρου 5 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τον Γενικό Διευθυ­ντή.»

7. Η περίπτωση (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α'), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«δ) Επιλέγει και τοποθετεί το προσωπικό σε συγκε­κριμένες θέσεις.»

8. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α'), όπως ισχύει, αντικαθίστα­ται ως εξής:

«δ) Καθορίζει ποιες θέσεις θα καλυφθούν από ειδικό επιστημονικό και ποιες από μόνιμο προσωπικό, επιλέγει και τοποθετεί το ειδικό επιστημονικό προσωπικό στις θέσεις αυτές, ενώ για την τοποθέτηση του μόνιμου προ­σωπικού από το Δ.Σ. της Επιτροπής απαιτείται επιλογή, που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για το δημόσιο τομέα.»

9. Η παράγραφος 3 του άρθρου 21 του ν. 1569/1985 (ΦΕΚ 183 Α'), όπως ισχύει, καταργείται, ενώ η παράγρα­φος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Με απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) μπορεί: α) να καταρτίζεται κανονι­σμός συμπεριφοράς των προσώπων που ασκούν ασφα­λιστική διαμεσολάβηση, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 2 του π.δ. 190/2006, όπως ισχύει. Από την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού καταργείται το π.δ. 298/1986 (ΦΕΚ 183 Α'), β) να ορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις για την παράβαση των διατάξεων του ως άνω κανονισμού συμπεριφοράς, και γ) γενικότερα να ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Κατ' ελάχιστο, ο κανονισμός συμπερι­φοράς περιέχει κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν ότι τα παραπάνω νομικά και φυσικά πρόσωπα ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστη­ριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να αποτρέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων.»

10. α) Από την 1η Ιανουαρίου 2009 καταργείται το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται: i) στις αποδείξεις πληρωμής ασφαλίστρων για τους κλάδους ασφαλίσε­ων ζωής, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, ii) στις αποδείξεις πληρωμής εξαγορών ασφαλιστηρίων ζωής και iii) στους τυχόν απορρέοντες από ασφαλιστικές αποζημιώσεις τόκους.

β) Από την 1η Ιανουαρίου 2009 καταργείται το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στις αποδείξεις πλη­ρωμής ασφαλίστρων για τους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 παρ. 1 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει.

 

Άρθρο 72:  

1. Οι διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α'), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους υπαλλήλους της Εθνικής Στα­τιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), του Οικονομι­κού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (ΟΕΕ) και του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Τα ποσά των δικαιούχων ορίζονται στο ίδιο ύψος με εκείνα των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικο­νομικών (πρώην Εθνικής Οικονομίας).

2. Οι δαπάνες που προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 2324/1995, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, βαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και οι δαπάνες του άρθρου 18 παρ. 6 περ. α' του ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α') βαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του φορέα στον οποίο υπάγεται η ειδική υπηρεσία.

Η αντίστοιχη δαπάνη για τους υπαλλήλους του ΟΕΕ και του ΚΕΠΕ βαρύνει τους προϋπολογισμούς τους. Για το σκοπό αυτόν, είναι δυνατή η επιχορήγησή τους από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

3. Για τις ανωτέρω δαπάνες που είναι καταβλητέες το έτος 2009, μεταφέρονται οι απαιτούμενες πιστώσεις από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων στον τακτικό προϋπολογισμό.

 

Άρθρο 73: Μέτρα ενίσχυσης για πληγείσες επιχειρήσεις και πληγέντες επαγγελματίες κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Δεκεμβρίου 2008

1. Παρέχεται οικονομική ενίσχυση ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ σε επαγγελματίες και επιχειρήσεις που απασχολούν έως και 50 εργαζομένους για την αντιμε­τώπιση των ζημιών που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων από την 6η Δεκεμβρίου 2008 και έως την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή των Ελλήνων. Η καταβολή των ενισχύσεων αυτών γίνεται βάσει υπευθύνων δηλώσεων του ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α'), όπως ισχύει, των δικαιούχων και βεβαιώσεων της Πυροσβεστικής ή της Τοπικής Αστυνομικής Αρχής ή του οικείου Δήμου, ύστερα από σχετική αίτησή τους. Η ως άνω καταβολή γίνεται κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, μέσω των καταστημάτων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες του πρώτου εδαφί­ου παρέχεται επιπλέον οικονομική ενίσχυση σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί της πιστοποιούμενης από την Επιτροπή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου ζημίας ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.

Η καταβολή των ενισχύσεων γίνεται στους δικαιού­χους ύστερα από αίτησή τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, μέσω των πι­στωτικών ιδρυμάτων. Τα ποσά μεταφέρονται στους λογαριασμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων με εντολή του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ή του εξου­σιοδοτημένου προς τούτο Διευθυντή της Διεύθυνσης Λογαριασμών του Δημοσίου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Μετά την καταβολή των ανωτέρω οικονομικών ενι­σχύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα αποστέλλουν ανά εβδομάδα στην αρμόδια Διεύθυνση Λογαριασμών του Δημοσίου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομι­κών καταστάσεις πληρωμών, στις οποίες αναφέρονται συνολικά και αναλυτικά οι πληρωμές κατά δικαιούχο, επισυνάπτοντας τις υπεύθυνες δηλώσεις, τις βεβαιώσεις και την πιστοποίηση της Επιτροπής της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

2. Για το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) της πιστοποιούμενης ζημίας των επιχειρήσεων της παραγρά­φου 1, καθώς και για τις επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στην παράγραφο 1, εγκρίνεται η δανειοδότηση από τα πιστωτικά ιδρύματα για την αποκατάσταση ζημιών στο μηχανολογικό και λοιπό εξοπλισμό, πρώτες και βοηθη­τικές ύλες και εμπορεύματα, ως ακολούθως:

α) Τα ανωτέρω δάνεια είναι διάρκειας δεκαπέντε (15) ετών συμπεριλαμβανομένης περιόδου χάριτος δύο (2) ετών.

β) Το επιτόκιο επιδοτείται κατά εκατό τοις εκατό (100%) καθ' όλη τη διάρκεια των δανείων και βαρύνει το λογαριασμό του ν. 128/1975 (ΦΕΚ 178 Α'), όπως ισχύει. Τα ανωτέρω δάνεια εξοφλούνται με ισόποσες ετήσιες χρεολυτικές δόσεις.

Το ύψος των δανείων των επιχειρήσεων ανέρχεται στο ποσό της ζημίας, το οποίο πιστοποιείται από την Επιτροπή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

3. Επιτρέπεται η χορήγηση κεφαλαίων κίνησης από τα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατά­ξεις για ανάγκες και κεφάλαιο κίνησης της Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) 1955/1991, όπως ισχύει. Τα δάνεια αυτά επιδοτούνται από το λο­γαριασμό του ν.128/1975 κατά εκατό τοις εκατό (100%) για τα δύο (2) πρώτα έτη και πενήντα τοις εκατό (50%) για την υπόλοιπη διάρκεια των δανείων.

Τα ανωτέρω δάνεια χορηγούνται κατ' ανώτατο ύψος μέχρι τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του κύκλου εργα­σιών της επιχείρησης κατά το έτος 2007, όπως προκύ­πτει από τα δηλωθέντα στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., και είναι διάρκειας πέντε (5) ετών συμπεριλαμβανομένης περιόδου χάριτος δύο (2) ετών.

Για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες που έκαναν έναρξη εργασιών κατά το έτος 2008, ο κύκλος εργασιών τους προκύπτει από τα επίσημα φορολογικά στοιχεία αναγόμενα σε ετήσια βάση.

Τα ανωτέρω δάνεια εξοφλούνται με ισόποσες ετήσιες χρεολυτικές δόσεις ή τοκοχρεωλυτικές δόσεις.

4. Εγκρίνεται η δανειοδότηση από τα πιστωτικά ιδρύ­ματα σε ιδιοκτήτες κτηρίων ή στις επιχειρήσεις ή επαγ­γελματίες για την αποκατάσταση ζημιών σε κτήρια που επλήγησαν από τα επεισόδια, που έλαβαν χώρα εντός του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 1 του πα­ρόντος άρθρου.

Τα ανωτέρω δάνεια είναι διάρκειας δεκαπέντε (15) ετών συμπεριλαμβανομένης της περιόδου χάριτος δύο (2) ετών.

Το επιτόκιο επιδοτείται κατά εκατό τοις εκατό (100%) καθ' όλη τη διάρκεια του δανείου και βαρύνει το λογα­ριασμό του ν. 128/1975. Τα ανωτέρω δάνεια εξοφλούνται με ισόποσες ετήσιες χρεολυτικές δόσεις.

Το ύψος των δανείων των επιχειρήσεων και επαγ­γελματιών ανέρχεται στο ποσό της ζημιάς, το οποίο πιστοποιείται από την Επιτροπή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

5. Αναστέλλονται για ένα τρίμηνο οι πληρωμές δόσε­ων ληξιπρόθεσμων και μη, προς τα πιστωτικά ιδρύματα, των επιχειρήσεων και επαγγελματιών που επλήγησαν από τα επεισόδια, που έλαβαν χώρα εντός του χρο­νικού διαστήματος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Οι τόκοι της τριμηνιαίας περιόδου επιδοτούνται κατά εκατό τοις εκατό (100%) από το λογαριασμό του ν. 128/1975.

6. Ως επιτόκιο όλων των ανωτέρω δανείων ορίζεται το εκάστοτε επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Γ.Ε.Δ.) δωδεκάμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης πριν από την έναρξη της πε­ριόδου εκτοκισμού, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%) πλέον εισφοράς του ν. 128/1975.

Για τους τόκους και το κεφάλαιο όλων των ανωτέρω δανείων παρέχεται εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2322/1995 (ΦΕΚ 143 Α'), όπως ισχύει.

Η χορήγηση των δανείων γίνεται χωρίς να λαμβά­νονται υπόψη τα οποιαδήποτε υφιστάμενα δυσμενή στοιχεία των δικαιούχων επιχειρήσεων και επαγγελ­ματιών.

Τριμελής Επιτροπή, που συγκροτείται από εκπρόσωπο του τοπικού Επιμελητηρίου, εκπρόσωπο του οικείου Συλλόγου και εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, είναι αρμόδια και υπεύθυνη για τη χορήγηση βεβαιώσεων, με τις οποίες πιστοποιείται ότι οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες έχουν πληγεί απο­δεδειγμένα από πυρκαγιές ή επεισόδια στη διάρκεια των άνω επεισοδίων, το ύψος των σχετικών ζημιών σε κτήρια, σε μηχανολογικό και λοιπό εξοπλισμό, πρώτες βοηθητικές ύλες και εμπορεύματα, καθώς επίσης και πιθανή ασφαλιστική αποζημίωση που δικαιούνται να λάβουν οι πληγέντες για οποιαδήποτε από τις ανωτέρω ζημίες. Επικουρικά η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί στοιχεία από την Πυροσβεστική Υπηρεσία ή από τους οικείους Δήμους για την εκτέλεση του έργου της.

Η δαπάνη που προκαλείται για την οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων και επαγγελματιών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολο­γισμό και ειδικότερα τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Η δαπάνη που προκαλείται για την επιδότηση του επιτοκίου των δανείων βαρύνει το λογαριασμό του ν. 128/1975.

Ως προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων των επιχειρήσεων και επαγγελματιών για την υπαγωγή τους στις ανωτέρω ρυθμίσεις ορίζεται η 27η Φεβρουαρίου 2009.

7. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών καθορίζονται οι όροι και οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων.

 

Άρθρο 74:  

1.α. Το άρθρο 1 του ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31 Α') εφαρ­μόζεται αναλόγως και όταν επιδοτούμενος άνεργος προσλαμβάνεται ή τοποθετείται σε θέση εργασίας του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με την οριοθέτηση αυτού από το άρθρο 51 παράγραφος 1 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α'), όπως ισχύει.

β. Σε επιδοτούμενους ή μη ανέργους που δοκιμάζονται ιδιαίτερα από οικονομική ή άλλη αιτία, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να χορηγεί εφάπαξ οι­κονομική ενίσχυση ύψους μέχρι χιλίων (1.000) ευρώ ανά δικαιούχο, ύστερα από απόφαση των Υπουργών Εσωτε­ρικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας με την οποία θα καθορίζονται τα κριτήρια για τη χορήγηση αυτήν, η οποία δημοσιεύ­εται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου υπάγονται στις ρυθμίσεις της πα­ραγράφου 2 του άρθρου 1 του π.δ. 219/1973 (ΦΕΚ 200 Α').

2. Καταρτίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ. πρόγραμμα για την κάλυψη των μισθών και των εργο­δοτικών εισφορών των εργαζομένων για τους μήνες Δεκέμβριο 2008, Δώρο Χριστουγέννων 2008, Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2009 των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που δεν λειτούργησαν έως 20.12.2008 λόγω των ζημιών που υπέστησαν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Δεκεμβρίου 2008. Η διαδικασία υπαγωγής στο πρό­γραμμα, το ποσό της επιχορήγησης, η καταβολή των καθαρών ποσών στους εργαζομένους, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η απόδοση των ασφαλιστικών εισφο­ρών στους δικαιούχους, ο έλεγχος και η αναζήτηση των δικαιολογητικών, η επίλυση των διαφορών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ρυθμίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ..

 

Άρθρο 75:  

1.α. Εργαζόμενοι της επιχείρησης «ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΡΕΒΕ­ΖΗΣ Α.Ε.», οι οποίοι κατέστησαν άνεργοι συνεπεία της υπαγωγής της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής εκκαθά­ρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46α του ν. 1892/1990 και είναι ασφαλισμένοι στον κλάδο σύνταξης του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., δικαιούνται μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης ειδική εισοδηματική ενίσχυση ανεργίας, ύψους ίσου προς την πλήρη σύνταξη από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Στη ρύθμιση αυτή εντάσσονται άμεσα όσοι συμπληρώνουν 7.500 ημέρες ασφάλισης κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και το 50ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010. Τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται και πρόσθετη μηνιαία ει­σοδηματική ενίσχυση ανεργίας ύψους ίσου προς την αντίστοιχη επικουρική σύνταξη, εφόσον συμπληρώνουν 4.500 ημέρες ασφάλισης κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και το 50ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.

β. Για τη συμπλήρωση του ως άνω χρόνου ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και στην Ελβετία, καθώς και ο χρόνος ασφάλισης σε χώρα με την οποία έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης.

γ. Η χορήγηση της ειδικής εισοδηματικής ενίσχυσης ανεργίας αρχίζει από την ημερομηνία αναγγελίας των ανέργων στον Ο.Α.Ε.Δ., η οποία θα πρέπει να πραγμα­τοποιηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.

2. Κατά το χρονικό διάστημα χορήγησης της ειδικής εισοδηματικής ενίσχυσης ανεργίας του παρόντος άρ­θρου, συνεχίζεται η ασφάλιση των απολυθέντων στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και για όλους τους κλάδους στους οποί­ους ασφαλίζονταν ως εργαζόμενοι. Οι ασφαλιστικές εισφορές, που βαρύνουν τον ενταχθέντα στο πρόγραμ­μα, παρακρατούνται από το συνολικό ποσό κύριας και πρόσθετης μηνιαίας εισοδηματικής ενίσχυσης και απο­δίδονται στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και τον οικείο φορέα επικου­ρικής ασφάλισης. Οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές βαρύνουν τον προϋπολογισμό του προγράμματος κατά την παράγραφο 5 του παρόντος.

Ο παραπάνω χρόνος ασφάλισης θεωρείται ως χρόνος πραγματικής εργασίας και λαμβάνεται υπόψη για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους ή μειωμένης σύνταξης, καθώς και για τη συμπλήρω­ση των προϋποθέσεων του άρθρου 10 του ν. 825/1978, όπως κάθε φορά ισχύουν, καθώς και των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση σύμφωνα με τον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (Κ.Β.Α.Ε.).

Για την εφαρμογή και μόνο του άρθρου αυτού και προκειμένου να συμπληρωθούν οι κατ' ελάχιστον απαι­τούμενες 7.500 ημέρες ασφάλισης, για την ένταξη στο πρόγραμμα της ειδικής εισοδηματικής ενίσχυσης ανερ­γίας, συνυπολογίζεται και ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας κατ' εξαίρεση του εδαφίου γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1358/1983, όπως ισχύει, ο οποίος αναγνωρίζεται και εξαγοράζεται σύμφωνα με τις κείμε­νες διατάξεις. Οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του ανωτέρω νόμου είναι οι αποδοχές που ελάμβαναν οι εργαζόμενοι της παρα­γράφου 1 κατά τον τελευταίο μήνα της απασχόλησής τους, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αναφέρονται στο ανώτατο και κατώτατο όριο αυτών.

Επιπλέον για τη συμπλήρωση των κατ' ελάχιστον απαιτούμενων ημερών ασφάλισης, συνυπολογίζονται και οι ημέρες ασφάλισης, που έχουν πραγματοποιηθεί, ύστερα από την ημερομηνία κατά την οποία η επιχεί­ρηση της παραγράφου 1 ετέθη σε εκκαθάριση μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, σε εργοδότες του ίδιου ή άλλων κλάδων.

3. Για την ένταξη και διατήρηση των εργαζομένων της παραγράφου 1 στο πρόγραμμα της ειδικής εισοδηματι­κής ενίσχυσης ανεργίας, πέραν των διατάξεων του πα­ρόντος άρθρου, ισχύουν οι διατάξεις περί επιδοτήσεως των κοινών ανέργων.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας, η οποία θα εκδοθεί εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, ρυθμίζονται η διαδικασία, ο τρόπος και οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε ανα­γκαία λεπτομέρεια.

5. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων βαρύνουν κατά ογδόντα τοις εκατό (80%) τον Ο.Α.Ε.Δ. κλάδο ΛΑΕΚ και κατά είκοσι τοις εκατό (20%) τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

 

Άρθρο 76: 

1. Στο τακτικό - μόνιμο και με σύμβαση ιδιωτικού δι­καίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Σώματος Επι­θεώρησης Εργασίας και της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, χορηγείται ελεγκτικό επίδομα - ειδική μηνιαία αποζημί­ωση ύψους διακοσίων (200) ευρώ.

Το επίδομα του εδαφίου 2 της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 3205/2003 συμ­ψηφίζεται με το ανωτέρω ελεγκτικό επίδομα - ειδική μηνιαία αποζημίωση.

2. Το επίδομα της παραγράφου 1 αναπροσαρμόζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και βαρύνει τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 δεν έχουν εφαρμογή στο ανωτέρω ελεγκτικό επίδομα - ειδική μηνιαία αποζημίωση της παραγράφου 1.

3. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοι­νωνικής Προστασίας ρυθμίζονται τα θέματα που αφο­ρούν στη συγκρότηση των συνεργείων ελέγχου για τη διενέργεια ελέγχων στους χώρους εργασίας, στη διάθεση των υπαλλήλων για κάθε άλλη υποστηρικτική προς το Σ.ΕΠ.Ε. εργασία που αποσκοπεί στην υλοποίηση του έργου του, όπως επίσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 9 του ν. 2639/1998 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«5. Στο τακτικό - μόνιμο και με σύμβαση εργασίας ιδιω­τικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας, το οποίο συμμετέχει στην εν γένει εκπλήρωση της αποστολής του Σ.ΕΠ.Ε., χορηγούνται έξοδα κίνησης που καθορίζονται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως.

Το παραπάνω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονο­μικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μη δυνάμενο να επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται η διάθεση των υπαλλήλων, η συγκρότηση των συνεργείων και κάθε άλλη λεπτομέρεια.»

5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 9 του ν. 2639/1998 καταργείται. Έξοδα κινήσεως καταβληθέντα κατ' εφαρ-μογήν των προηγούμενων διατάξεων στους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Απασχόλη­σης και Κοινωνικής Προστασίας, οι οποίοι παρείχαν συνδρομή στις Υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.1998 μέχρι την ψήφιση του παρόντος δεν αναζητούνται.

 

Άρθρο 77

1. Στο άρθρο 8 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθ­μίσεις και ετήσια εισοδηματική πολιτική» (ΦΕΚ 297 Α') προστίθενται παράγραφοι 23 και 24 ως εξής:

«23. Στους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Πο­λιτισμού χορηγείται Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση για την πολιτιστική τους επιμόρφωση, οριζόμενη σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2008 και εφεξής. Η Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση χορηγείται κατά παρέκκλιση των πε­ριορισμών του άρθρου 24 του νόμου αυτού και δεν συμ­ψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού η Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση μπορεί να αναπροσαρμόζεται.»

«24. Στους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, ειδικότητας Εργατοτεχνιτών, Μαρμαροτεχνιτών, Ηλεκτρολόγων, Ηλεκτροτεχνιτών, Υδραυλικών, Ξυλουργών, Σιδηροκατασκευαστών - Ηλεκτροσυγκολλητών, Εργατών, Τεχνικών Δ.Ε., Βοηθών Χειριστών Γε­ρανοφόρων Οχημάτων, Χειριστών Εκσκαπτικών Μηχα­νημάτων, Χειριστών Χωματουργικών και Ανυψωτικών Μηχανημάτων, Τεχνιτών Εκμαγείων, Κατασκευαστών Καλουπιών Εκμαγείων, Μηχανικών Σκηνής, Εμπειρικών Ζωγράφων και Προσωπικού Καθαριότητας χορηγείται επίδομα ρουχισμού, οριζόμενο σε σαράντα (40) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρί­ου 2009 και εφεξής. Το επίδομα ρουχισμού χορηγείται κατά παρέκκλιση των περιορισμών του άρθρου 24 του νόμου αυτού και δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού το επίδομα ρουχισμού μπορεί να ανα­προσαρμόζεται.»

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 23 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α'), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου (Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση Πολιτιστικής Επιμόρφωσης), εφαρμόζο­νται και για τους υπαλλήλους που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Υπουργείο Πολιτισμού, για τους μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλους των εποπτευομένων από το Υπουργείο Πολιτισμού Δημοσίων Υπηρεσιών και Νομικών Προσώ­πων Δημοσίου Δικαίου και για τους μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλους της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και του Κέντρου Εκπαίδευσης στην Ιππασία. Η Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση Πολιτιστικής Επιμόρφωσης για τους ανωτέρω υπαλλήλους χορηγείται κατά παρέκκλιση των περιορισμών που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α') ή διατάξεις Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Υπουργικών Αποφάσεων, δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέ­πουν οι διατάξεις αυτές και υπόκειται στις νόμιμες κρα­τήσεις. Οι διατάξεις του πρώτου και του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 23 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α'), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου (Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση Πολιτιστικής Επιμόρφωσης), εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, του Εθνι­κού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας, του Ιδρύματος «Μελίνα Μερκούρη», του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης (Ο.Α.Ν.Μ.Α.) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 24 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α'), που προστέθηκε με την πα­ράγραφο 1 του παρόντος άρθρου (Επίδομα Ρουχισμού), εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους αντίστοιχων ειδικοτήτων που απασχολούνται με σύμβαση εργασί­ας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Υπουργείο Πολιτισμού, για τους μονίμους και με σύμβαση εργα­σίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αντίστοιχων ειδικοτήτων υπαλλήλους των εποπτευομένων από το Υπουργείο Πολιτισμού Δημοσίων Υπηρεσιών και Νο­μικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Το επίδομα ρου­χισμού χορηγείται στους ανωτέρω υπαλλήλους κατά παρέκκλιση των περιορισμών που προβλέπουν οι δι­ατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 ή διατάξεις Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Υπουργικών Απο­φάσεων, δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις.

4. Στο μόνιμο και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δι­καίου προσωπικό που απασχολείται στα έργα συντήρη­σης και αναστήλωσης που εκτελούνται στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης καταβάλλονται από την Υπηρεσία Συ­ντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, υπό την επιστημονική εποπτεία της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακρό­πολης, επιπλέον αποδοχές, ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής τους στα ανωτέρω έργα ως εξής:

α) Στο πάσης φύσεως προσωπικό, πλην των Προϊστα­μένων κάθε έργου και των επικεφαλής των συνεργείων κάθε έργου, καταβάλλονται επιπλέον αποδοχές ύψους διακοσίων πέντε (205) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2009 και εφεξής.

β) Στους Προϊσταμένους κάθε έργου και στους επι­κεφαλής των συνεργείων κάθε έργου καταβάλλονται επιπλέον αποδοχές ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2009 και εφεξής.

5. Οι επιπλέον αποδοχές της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται με την απαραίτη­τη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτών προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στα ανωτέρω έργα. Επίσης καταβάλλονται και για όσο χρο­νικό διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες (κανονικές, συνδικαλιστικές, ειδικές, εκπαιδευτι­κές μικρής διάρκειας έως δύο (2) μηνών, διευκόλυνσης υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις, μητρότητας και ανατροφής παιδιού), σε βραχυχρόνια αναρρωτική άδεια έως έξι (6) ημέρες κατ' έτος, καθώς και αυτής που χορηγείται από δημόσια νοσοκομεία, κέντρα υγείας του Δημοσίου, πανεπιστημιακές κλινικές, νοσηλευτικούς σχηματισμούς του Ι.Κ.Α. και ιδιωτικές κλινικές, εφόσον έχει προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές, η οποία αποδει­κνύεται με σχετικά παραστατικά στοιχεία (εισαγωγή, εξιτήριο κ.λπ.). Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται κάθε μήνα βεβαίωση του Προ­ϊσταμένου της ΥΣΜΑ, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση. Σε περίπτωση απομάκρυνσης των υπαλλή­λων, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο από τα καθήκοντα, τις θέσεις και τις συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγησή τους, διακόπτεται ισοχρόνως η καταβολή τους με ευθύνη του Προϊσταμένου της ΥΣΜΑ.

6. Οι επιπλέον αποδοχές της παραγράφου 4 του πα­ρόντος άρθρου χορηγούνται κατά παρέκκλιση των περι­ορισμών του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις και ετήσια εισοδηματική πολιτική» (ΦΕΚ 297 Α'), όπως ισχύει, ή των περιορισμών που προβλέπουν διατάξεις Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Υπουρ­γικών Αποφάσεων για το προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν αμείβε­ται σύμφωνα με το ν. 3205/2003, δεν συμψηφίζονται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές.

7. Η υπ' αριθ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/9090/28.2.1990 κοινή από­φαση των Υπουργών Εργασίας και Πολιτισμού (ΦΕΚ 154 Β') και η υπ' αριθ. 2050905/5583/0022/29.7.1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ 649 Β') καταργούνται. Εφόσον από τις ρυθμίσεις των διατάξεων της παρα­γράφου 4 του παρόντος άρθρου προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που λάμβαναν οι δικαιούχοι τους κατά την 31.12.2008, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψή της από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση των επιπλέον αποδοχών της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της οικογενειακής παροχής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού οι πρόσθετες αποδοχές που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μπορεί να αναπροσαρμόζονται.

 

Άρθρο 78

Η παράγραφος 3 του άρθρου 18 του ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α') τροποποιείται ως ακολούθως:

«3. Προς το σκοπό της ρύθμισης ειδικών θεμάτων και την εν γένει διευκόλυνση της χρηματοδότησης των έρ­γων και υπηρεσιών που έχουν υπαχθεί στον παρόντα νόμο, οι Δημόσιοι Φορείς δύνανται να συνάπτουν διμε­ρείς ή πολυμερείς συμβάσεις με τους δανειστές της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού ή / και τους Ιδιωτικούς Φορείς της παραγράφου 2 του άρθρου 1 ή / και το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν αίτησης των Δημόσιων Φορέων των περιπτώσεων (β) ή (γ) ή (δ) του άρθρου 1 και έγκρισης της Ε.Γ.Σ.Δ.Ι.Τ., το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να εγγυάται έναντι της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού ή των Ιδιωτικών Φορέων και υπέρ των Δημόσιων Φορέων την καταβολή του συνόλου ή μέρους των συμβατικών ανταλλαγμάτων που προβλέπονται στις συμβάσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 1, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και ιδίως των άρθρων 847 επ.. Οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου καθο­ρίζονται συμβατικά. Για την υπογραφή των συμβάσεων της παρούσας παραγράφου, εξουσιοδοτείται ρητώς ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.

Η ανωτέρω παράγραφος εφαρμόζεται και σε Συμβά­σεις Σύμπραξης των οποίων οι Διαδικασίες Ανάθεσης βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.»

 

Άρθρο 79

1. Η προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 1 του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α'), όπως ισχύει, παρατείνεται από τότε που έληξε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2011.

2.α) Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α') έχουν εφαρμογή για εισηγμένες μετοχές που αποκτώνται από την 1η Απρι­λίου 2009 και μετά.

Για εισηγμένες μετοχές που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μέχρι την 31η Μαρτίου 2009, ανε­ξάρτητα από το χρόνο πώλησής τους, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2759/1998 (ΦΕΚ 31 Α') και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α') κατά περίπτωση.

β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του ν. 3697/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρ­θρου 38 του Κ.Φ.Ε. εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο και οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέχρι την 31η Μαρτίου 2009.»

3. Στο άρθρο 18 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α') προστίθε­ται μετά την παράγραφο 2 νέα παράγραφος 3 ως εξής και η παράγραφος 3 αναριθμείται σε 4:

«3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για συμ­βολαιογραφικά έγγραφα τα οποία συντάσσονται από την 1η Ιουλίου 2009.»

 

Άρθρο 80

1. Ασφαλιστικές εισφορές χρονικών περιόδων απασχό­λησης μέχρι 30.11.2008 των επιχειρήσεων ή των υπο­καταστημάτων των επιχειρήσεων που, από βεβαίωση της αρμόδιας αρχής, προκύπτει ότι υπέστησαν υλικές ζημιές κατά τα επεισόδια που έλαβαν χώρα την περί­οδο του Δεκεμβρίου 2008, προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., τους Οργανισμούς, Ταμεία και Λογαριασμούς, των οποίων οι εισφορές εισπράττονται ή συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και τους λοιπούς φορείς Επικουρικής Ασφάλισης, μαζί με τα αναλογούντα σε αυτές πρό­σθετα τέλη, προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβα­ρύνσεις, που μειώνονται κατά 50% κεφαλαιοποιούνται την 30.11.2008 και αναστέλλεται η καταβολή τους επί τρίμηνο, αρχής γενομένης από 1.12.2008.

Επίσης, αναστέλλεται η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών των ανωτέρω επιχειρήσεων χρονικών περιόδων απασχόλησης, από 1.12.2008 μέχρι 27.2.2009 συμπεριλαμβανομένου και του Δώρου Χρι­στουγέννων 2008, χωρίς τον υπολογισμό κατά το χρο­νικό αυτό διάστημα πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων.

2. Προκειμένου για τους αυτοαπασχολούμενους ασφα­λισμένους του ΟΑΕΕ των οποίων οι επιχειρήσεις υπέ­στησαν ζημίες, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, αναστέλλεται μέχρι 28.2.2009 η καταβολή των καθυ­στερούμενων μέχρι 31.10.2008 ασφαλιστικών εισφορών προς τον εν λόγω Οργανισμό μαζί με τα αναλογούντα σε αυτές πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και λοιπές επι­βαρύνσεις που μειώνονται κατά 50% και κεφαλαιοποι­ούνται την 31.10.2008.

Επίσης, αναστέλλεται η καταβολή των υπέρ ΟΑΕΕ ασφαλιστικών εισφορών του 6ου διμήνου 2008 (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2008) και του 1ου διμήνου του 2009 (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2009).

3. Μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής που προβλέ­πεται από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, οι εισφορές που προβλέπονται από το πρώτο και δεύτερο εδάφιο των αντίστοιχων παραγράφων ρυθμίζονται και εξοφλούνται ως εξής:

Α. Προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 1, σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με ελά­χιστο ποσό μηνιαίας δόσης τα εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη λήξη της αναστολής.

Β. Προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 2, σε δεκαοκτώ (18) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, το ποσό της καθεμίας δεν μπορεί να υπολείπεται των τριακο­σίων (300) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την 31.5.2009.

4. Εκπρόθεσμη καταβολή δόσης, προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 1, μέχρι το τέλος του επόμε­νου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή και προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 2 μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή, δεν συνεπάγεται απώλεια της ρύθμισης, εάν αυτή αφο­ρά μόνο δύο (2) δόσεις σε κάθε δωδεκάμηνο.

Κατά το διάστημα της αναστολής, χορηγείται απο­δεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, για οποιαδήποτε χρήση, με βάση το οποίο, προκειμένου για τους οφειλέ­τες της παραγράφου 1, δεν διενεργείται οποιαδήποτε παρακράτηση.

5. Για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του παρόντος, απαιτείται:

- Η υποβολή σχετικής αίτησης μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τελευταίου μήνα της αναστολής.

- Επιπρόσθετα για τους οφειλέτες της παραγράφου 1, η εμπρόθεσμη υποβολή όλων των Αναλυτικών Περιο­δικών Δηλώσεων (Α.Π.Δ.) των περιόδων απασχόλησης για τις οποίες χωρεί αναστολή καταβολής τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών.

Η μη τήρηση των όρων της ρύθμισης των προηγού­μενων παραγράφων (καταβολή δόσεων και τρεχουσών εισφορών μετά την περίοδο της αναστολής) έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της ρύθμισης και την κα­ταβολή του συνόλου της οφειλής κατά την ισχύουσα νομοθεσία.

6. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 3518/2006, όπως τροποποιήθηκε ως προς την προθε­σμία υποβολής της αίτησης υπαγωγής με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν. 3607/2007, ανα­στέλλεται μέχρι και 31.3.2009 η καταβολή των δόσεων της ρύθμισης κατά τις ανωτέρω διατάξεις των ενήμε­ρων επιχειρήσεων που υπέστησαν υλικές ζημιές, καθώς επίσης και η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών για τις οποίες χωρεί τρίμηνη αναστολή κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

7. Αναστέλλεται η καταβολή προς τον ΟΑΕΕ των δό­σεων του 6ου διμήνου 2008 και του 1ου διμήνου 2009 τυχόν προηγούμενων ρυθμίσεων. Οι δόσεις αυτές μαζί με τις αντίστοιχες εισφορές μπορούν να καταβληθούν χωρίς προσαυξήσεις μέχρι 30.9.2009. Στις διατάξεις των ρυθμίσεων των παραγράφων 2 και επόμενων του παρόντος άρθρου είναι δυνατόν να υπαχθούν και οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ της κατηγορίας αυτής που είναι ενήμεροι ασφαλιστικά και που έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις, για το μέρος της οφειλής που δεν έχει ακόμη καταβληθεί.

8. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοι­νωνικής Προστασίας καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

 

Άρθρο 81

Στην εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 5 του πέμπτου άρθρου του ν.2275/1994 (ΦΕΚ 238 Α'), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 11 του ν. 2954/2001 (ΦΕΚ 255 Α'), νοείται ότι στις εξαιρετικές περιπτώσεις εμπίπτουν και οι περιπτώσεις βίαιων γε­γονότων, τα οποία προκαλούν σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό φορολογουμένων.

 

Άρθρο 82: Τρόπος ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ

1. Χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία, καθώς και χρέη υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ., τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008, ρυθμίζονται με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που τα επιβα­ρύνουν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου και καταβάλλονται ως ακολούθως:

α) σε μία δόση, με απαλλαγή ποσοστού εκατό τοις εκατό (100%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης κατα­βολής και πενήντα τοις εκατό (50%) των πρόσθετων φόρων του ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') και των πάσης φύ­σεως πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων φόρου και φο­ρολογικών προστίμων που έχουν βεβαιωθεί και αφορούν στην κύρια οφειλή,

β) από δύο (2) έως τρεις (3) μηνιαίες δόσεις, με απαλ­λαγή ποσοστού εκατό τοις εκατό (100%) των προσαυ­ξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

γ) από τέσσερις (4) μέχρι έξι (6) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

δ) από επτά (7) μέχρι δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

ε) από δεκατρείς (13) μέχρι δεκαοκτώ (18) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

στ) από δεκαεννέα (19) μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μηνι­αίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.

Όσοι οφειλέτες επιλέξουν την εξόφληση των ανωτέρω ληξιπρόθεσμων οφειλών τους με δόσεις και θελήσουν, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δόσης της ρύθμισης, να εξοφλήσουν το υπόλοιπο της οφειλής τους εφάπαξ, τους παρέχεται ποσοστό έκπτωσης, επί των προσαυ­ξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, που αναλογούν στο ποσό αυτό, ίσο με το οριζόμενο ανωτέρω ποσοστό, ανάλογα με τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται. Το ποσό που καταβάλλεται εφάπαξ για την εξόφληση της οφειλής θεωρείται ως η τελευταία μηνιαία δόση.

2. Η αίτηση του οφειλέτη για την υπαγωγή στη ρύθ­μιση πρέπει να κατατεθεί μέχρι και τις 27 Φεβρουαρίου 2009 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο, όπου είναι βε­βαιωμένα τα χρέη.

3. Η καταβολή της πρώτης δόσης, καθώς και η εφάπαξ εξόφληση γίνεται την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Το ποσό της πρώτης δόσης θα είναι αυξημένο κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του υπαγόμενου στη ρύθμιση κεφαλαίου, πλέον των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν στο ποσοστό αυτό, όπως αυτές διαμορφώνονται με την παρούσα ρύθμιση. Η δεύτερη δόση θα καταβάλλε­ται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και οι επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ειδο­ποίηση του οφειλέτη.

Το συνολικό ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

 

Άρθρο 83: Υπαγόμενες οφειλές στη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι ληξιπρόθεσμες, μέχρι 31.12.2008, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., οφει­λές, του ιδίου οφειλέτη, που είναι βεβαιωμένες στην υπηρεσία όπου υποβάλλεται η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση, χωρίς δικαίωμά του να ζητήσει την εξαίρεση μέρους αυτών.

2. Στην ίδια ρύθμιση υπάγονται, μόνο αν ζητηθεί από τον οφειλέτη:

α) οι οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης,

β) οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμη­ματικής καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 13-21 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α'), καθώς και οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε άλλη ρύθμιση, των οποίων οι όροι τηρούνται κατά την υποβολή του αιτήματος.

3. Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε πτωχευτικό ή εξωπτωχευτικό συμ­βιβασμό που δεν έχει ανατραπεί, τα χρέη υπέρ των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα χρέη υπέρ τρίτων κρατών.

 

Άρθρο 84: Αποτελέσματα ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση:

Α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών του προς το Δημόσιο μηνιαίας διάρκειας, εφόσον συ­ντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α'), όπως ισχύει.

Β) Δεν λαμβάνονται σε βάρος του τα προβλεπόμενα μέτρα κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α'), του άρθρου 22 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως αυτά ισχύουν σήμερα, και των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), αναστέλλονται δε τα τυχόν ληφθέντα ως άνω μέτρα.

Γ) Αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης για προσωποκράτηση ή αν αυτή έχει αρχίσει διακόπτεται, κα­θώς και η ποινική δίωξη που προβλέπεται από το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε ή εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της διακόπτεται.

Δ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.

Αν ο οφειλέτης απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμι­σης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

2. Η υπαγωγή και η συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση αυτή δεν εμποδίζει το Δημόσιο:

Α) Να λαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα από τις ισχύ­ουσες διατάξεις μέτρα για την είσπραξη των χρεών που καθίστανται ληξιπρόθεσμα από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά, καθώς και των χρεών που δεν έχουν υπαχθεί για οποιονδήποτε λόγο στη ρύθμιση αυτή.

Β) Να επιβάλλει κατασχέσεις σε περιουσιακά στοιχεία ή να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, για τη διασφάλιση της εξόφλησης των οφειλών.

Γ) Να αρνείται τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότη­τας για μεταβιβάσεις ακινήτων, εφόσον δεν διασφαλίζο­νται τα συμφέροντα του Δημοσίου ή να ορίζει ποσοστό παρακράτησης μέρους ή του συνόλου του εισπραττό­μενου τιμήματος.

Δ) Να δίδει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συ­νόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας πρέπει να κατατεθεί αποδεικτικό ενημερότητας.

Ε) Να συμψηφίζει τις απαιτήσεις του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε.

ΣΤ) Να απαιτεί την καταβολή του συνόλου συγκεκρι­μένης οφειλής, εφόσον η καταβολή αυτή είναι υποχρε­ωτική από τις ισχύουσες διατάξεις για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων ή συναλλαγών.

3. Η παραγραφή των χρεών, για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση, αναστέλ­λεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.

 

Άρθρο 85: Ειδικά θέματα ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Πρόσωπα που ευθύνονται, μαζί με τον οφειλέτη, για την καταβολή μέρους οφειλής δεν δικαιούνται να ρυθμίσουν μόνο το μέρος αυτό της οφειλής με τις πα­ρούσες διατάξεις.

2. Οι οφειλές που θα υπαχθούν στη ρύθμιση με κα­ταβολή μηνιαίων δόσεων και εφόσον οι οφειλέτες θα είναι συνεπείς σε αυτή δεν επιβαρύνονται περαιτέρω με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι την εξόφλησή τους.

3. Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης έχει ως συνέ­πεια την επιβάρυνση του ποσού αυτής, με τις κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.

4. Ο οφειλέτης εκπίπτει του δικαιώματος της ρύθμισης εάν δεν καταβάλλει τρεις (3) συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής. Στην περίπτωση αυτή το υπόλοιπο της οφειλής που είχε ρυθμιστεί επιβαρύνεται με όλες τις προσαυξή­σεις εκπρόθεσμης καταβολής με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης και επιδιώκεται η είσπραξή του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα.

 

Άρθρο 86: Φορολογία τόκων από έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου

1. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 12 του Κώδικα Φο­ρολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέα περίπτωση δ', που έχει ως εξής:

«δ) Έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου και οι οποίοι αποκτώνται από επενδυτές μόνιμους κατοίκους αλλοδαπής.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρ­μόζονται για εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Ελ­ληνικού Δημοσίου που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.

 

Άρθρο 87: Επιβολή εφάπαξ φόρου επί των αποθεμάτων πετρελαίου θέρμανσης

1. Στα αποθέματα πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL)- θέρμανσης που έχει στην κυριότητά του, την 31η Δεκεμβρίου 2008, κάθε επιτηδευματίας, που έχει λάβει αριθμό μητρώου Διακινητών Πετρελαίου Θέρμανσης (ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ.), τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση και έχει πραγματοποιηθεί η φυσική τους έξοδος από τις φορολογικές αποθήκες, αλλά δεν έχουν διατεθεί στην κατανάλωση, επιβάλλεται εφάπαξ φόρος ισόποσος με τη διαφορά των φορολογικών επιβαρύνσεων που εφαρμόζονται από 1.1.2009, ήτοι του Ειδικού Φό­ρου Κατανάλωσης και του αναλογούντος Φ.Π.Α., και των ήδη καταβληθέντων κατά την έξοδό τους από τη φορολογική αποθήκη Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του αναλογούντος Φ.Π.Α.

2. Ο εφάπαξ φόρος επιβάλλεται στα αποθέματα της προηγούμενης παραγράφου που έχει στην κυριότητά του ο επιτηδευματίας ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., την 31.12.2008 σε εγκα­ταστάσεις του ή σε εγκαταστάσεις τρίτων, ανεξάρτητα από το χρόνο λήξης της διαχειριστικής του περιόδου ή την κατηγορία των βιβλίων που τηρεί ή την απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων.

3. Σε περίπτωση που ο επιτηδευματίας ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. πραγματοποιεί πωλήσεις σε δικαιούχους χρήσης πε­τρελαίου θέρμανσης και δικαιούται επιστροφής, τότε ο οφειλόμενος εφάπαξ φόρος συμψηφίζεται με τα προς επιστροφή ποσά των φορολογικών επιβαρύνσεων, λόγω της εξομοίωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης ΡΈβΕΙ.) - θέρμανσης με το πετρέλαιο κίνησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α').

4. Σε περίπτωση που ο επιτηδευματίας ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. δεν πραγματοποιεί πωλήσεις σε δικαιούχους χρήσης πετρε­λαίου θέρμανσης και δεν δικαιούται επιστροφής σύμ­φωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008 τότε ο οφειλόμενος εφάπαξ φόρος καταβάλλεται εφά­παξ με την υποβολή από τον υπόχρεο δήλωσης εις διπλούν στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματός του Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) το αργότερο μέχρι και τη 16η Φεβρουαρίου 2009. Το ένα αντίτυπο της δήλωσης με ημερομηνία παραλαβής και θεωρημένο από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. επιστρέφεται στον υπόχρεο.

Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη κα­ταβολή του οφειλόμενου εφάπαξ φόρου θεωρείται απα­ράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.

Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης ή εκπρόθεσμης δήλωσης εφαρμόζονται οι κυ­ρώσεις οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 2523/1997, καθώς και οι κυρώσεις των περί λαθρε­μπορίας διατάξεων του ν.2960/2001, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

Για τη διαδικασία βεβαίωσης εφαρμόζονται ανάλογα οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του ν.2238/1994.

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών καθορίζεται ο τρόπος συμψηφισμού του εφά­παξ φόρου επί των αποθεμάτων με τα προς επιστροφή ποσά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης του εφάπαξ φόρου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

6. Κάθε άλλη διάταξη, η οποία αντίκειται στις δια­τάξεις του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις οι οποίες ρυθμίζονται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

7. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2009.

 

Άρθρο 88

Η παράγραφος 2 του άρθρου 34 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2010 για τις δηλώσεις οικονομι­κού έτους 2010 και μετά.»

 

Άρθρο 89: Ρύθμιση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων

1. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α' «Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων» του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α'), όπως ισχύουν, τροποποιούνται ως ακολούθως:

α. Η περίπτωση α' του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«α) Οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2008 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δή­λωση Φ.Π.Α. για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις.»

β. Η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 2 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%) για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση τα παρα­κάτω για τα οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται ως εξής:

α) με συντελεστή λογιστικών διαφορών επτά τοις χιλίοις (7%ο)

Κ.Α. 4214: έμπορος (πρατήριο) βενζίνης και πετρελαί­ου

Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας

Κ.Α. 5402: έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας, χονδρικώς,

β) με συντελεστή λογιστικών διαφορών δώδεκα τοις χιλίοις(12%)

Κ.Α. 4235: έμπορος πετρελαίου θέρμανσης (διανομή κατ' οίκον).»

γ. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

«Το ποσό του φόρου που προκύπτει από τον παραπά­νω υπολογισμό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δύο τοις χιλίοις (2%) του ποσού των ακαθάριστων εσόδων συνολικά (δηλωθέντων και τυχόν αποκρυβέντων), με εξαίρεση το επάγγελμα Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας ή έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας, χονδρικώς, για το οποίο το ποσό του φόρου δεν μπορεί να είναι μικρότερο από ενάμισι τοις χιλίοις(1,5%) του ποσού των προαναφερό­μενων ακαθάριστων εσόδων.»

δ. Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 4 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

«Για τον υπολογισμό του ποσού του βεβαιωτέου φό­ρου, σε περίπτωση αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 2, τα συγκεκριμένα ποσά της απόκρυψης προσαυξάνουν τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα του οικονομικού έτους που αφορούν και ο συντελεστής υπολογισμού του φό­ρου γίνεται:».

2. Οι επιτηδευματίες με υποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 3259/2004 μπορούν να υποβάλουν την προβλεπόμενη από την παράγραφο αυτή αίτηση μέχρι 20.2.2009.

3. Η έκδοση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3259/2004, καθώς και η υποβολή αυτών από τους ίδιους τους επιτηδευ­ματίες στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου, για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 11 του ανωτέρω νόμου και του άρθρου 28 του ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α'), λήγει την 27.2.2009, εφαρμοζομένων ως προς τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία περαίωσης και των οριζομένων στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

4. Υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν ή υποβλήθη­καν τα Εκκαθαριστικά Σημειώματα του άρθρου 9 του ν.3259/2004 στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 1 έως 11 του νόμου αυτού, καθώς και των δια­τάξεων του άρθρου 28 του ν.3697/2008, για τις οποίες εκκρεμεί η διαδικασία περαίωσης, περαιώνονται κατά τις διατάξεις αυτές, με βάση και τις μεταβολές που επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρό­ντος άρθρου.

5. Υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν και κοινοποιή­θηκαν τα Εκκαθαριστικά Σημειώματα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3259/2004 στο πλαίσιο εφαρ­μογής των διατάξεων των άρθρων 1 έως 11 του νόμου αυτού, καθώς και των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 3697/2008, αλλά δεν επήλθε περαίωση κατά τις ανωτέ­ρω διατάξεις, μπορούν να περαιώνονται κατά τις διατά­ξεις αυτές, με βάση και τις μεταβολές που επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της επίδο­σης σχετικής έγγραφης πρόσκλησης από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., η οποία διενεργείται μέχρι 27.2.2009. Η κατά τα ανωτέρω περαίωση μπορεί να διενεργείται και κατόπιν σχετικής γραπτής αίτησης του ίδιου του επιτηδευματία προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. η οποία υποβάλλεται μέχρι την ίδια ως άνω ημερομηνία. Για την περαίωση στην περίπτωση αυτή ισχύει η ίδια ως άνω προθεσμία δέκα (10) ημερών από της υποβολής της αίτησης.

6. Εφόσον για τις υποθέσεις της προηγούμενης πα­ραγράφου έχουν περιέλθει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. πάσης φύσεως στοιχεία και πληροφορίες οι οποίες αρχικά δεν υφίσταντο και γενικά εφόσον έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα του οικείου φακέλου, η περαίωση γίνεται κατά τα οριζόμενα στην εν λόγω παράγραφο, υπό το βάρος των νέων δεδομένων και με την προϋπόθεση ότι οι υποθέσεις αυτές συνεχίζουν να είναι εκκρεμείς και δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος εξαίρεσης.

 

Άρθρο 90: Έκτακτο Επίδομα Κοινωνικής Συνοχής

1. Χορηγείται έκτακτη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση στους κατά την 22α Ιανουαρίου 2009 πάσης φύσεως συνταξιούχους στους οποίους καταβάλλεται Ε.Κ.Α.Σ., στους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., στα άτομα με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου που λαμβάνουν το διατροφικό επίδομα, καθώς και στα άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ) έμμεσα ασφαλισμένα ή ανασφάλιστα, εφόσον λαμβάνουν τα προνοιακά επιδόματα της υπ' αριθμ. 63731/21.5.2008 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 931 Β') των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και στους εγγεγραμμένους στα μητρώα του Ο.Α.Ε.Δ. ανέργους, το ύψος της οποίας καθορίζεται ως εξής:

α) Διακόσια (200) ευρώ για τους δικαιούχους που κα­τοικούν στους Νομούς Αρκαδίας, Γρεβενών, Δράμας, Έβρου, Ευρυτανίας, Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Καβάλας, Καρδίτσας, Καστοριάς, Κιλκίς, Κοζάνης, Λα­ρίσης, Ξάνθης, Πέλλης, Πιερίας, Ροδόπης, Σερρών, Τρι­κάλων, Φλωρίνης και Χαλκιδικής.

β) Εκατόν (150) πενήντα ευρώ για τους δικαιούχους που κατοικούν στους Νομούς Αττικής, Αιτωλοακαρνανίας, Αργολίδας, Αρτας, Αχαΐας, Βοιωτίας, Εύβοιας, Ηλείας, Θεσπρωτίας, Λακωνίας, Λέσβου, Λευκάδας, Μαγνησίας, Μεσσηνίας, Κέρκυρας, Κορινθίας, Πρεβέζης, Φθιώτιδας και Φωκίδας.

γ) Εκατό (100) ευρώ για τους δικαιούχους που κατοι­κούν στους Νομούς Δωδεκανήσου, Ζακύνθου, Ηρακλείου, Κεφαλληνίας, Κυκλάδων, Λασιθίου, Ρεθύμνης, Σάμου, Χανίων και Χίου.

2. Η ανωτέρω οικονομική ενίσχυση είναι αφορολό­γητη και δεν υπολογίζεται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή του Ε.Κ.Α.Σ., του πολυτεκνικού επιδόματος και οποιασδήποτε άλλης παροχής κοινωνικού χαρακτήρα.

3. Η ενίσχυση καταβάλλεται στους συνταξιούχους μέσω των ασφαλιστικών φορέων από τους οποίους χορηγείται η κύρια σύνταξη στα ανωτέρω άτομα με νεφρική ανεπάρκεια και στα άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ) μέσω της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και προκειμένου για μακροχρονίως ανέργους, μέσω του Ο.Α.Ε.Δ.. Κάθε δικαιούχος λαμβάνει την εν λόγω ενίσχυση από μία και μόνο πηγή.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας δύναται να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος.

5. Η οικονομική ενίσχυση του παρόντος άρθρου βα­ρύνει τις πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού που προορίζονται για χρηματοδοτήσεις ή επιχορηγήσεις του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής (ν. 3631/2008, ΦΕΚ 6 Α').

 

Άρθρο 91: Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου αρχίζουν να ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.