ΠΟΛ 1052 - 15/03/2007

ΠΟΛ 1052 - 15/03/2007

Θέμα: Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν.3522/2006 που αφορούν στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 15 του ν.3522/2006 (ΦΕΚ Α’276) που αφορούν στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων και σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

 

‘Αρθρο 1: Φορολογική κλίμακα – Μειώσεις φόρου

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού προβλέπεται αύξηση του αφορολόγητου ποσού της φορολογικής κλίμακας, διεύρυνση των κλιμακίων της και σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών σε χρονικό ορίζοντα τριετίας, αρχής γενομένης από τα εισοδήματα που αποκτώνται το έτος 2007.
Ειδικότερα με τις νέες διατάξεις προβλέπονται τα εξής:
α. Αύξηση του αφορολόγητου ποσού της κλίμακας από 1/1/2007 για τους μισθωτούς και συνταξιούχους από 11.000 ευρώ σε 12.000 ευρώ.
β. Αύξηση του αφορολόγητου ποσού της κλίμακας από 1/1/2007 για τους μη μισθωτούς (ελεύθερους επαγγελματίες, εμπόρους, αγρότες, εισοδηματίες κλπ) από 9.500 ευρώ σε 10.500 ευρώ.
γ. Διεύρυνση του κλιμακίου εφαρμογής του κεντρικού φορολογικού συντελεστή 30% μέχρι ποσού εισοδήματος 30.000 ευρώ (έναντι 23.000 ευρώ που ισχύει σήμερα) και περαιτέρω σταδιακή μείωση αυτού σε ποσοστό 29% για το έτος 2007, σε 27% για το έτος 2008 και σε 25% για το έτος 2009.
δ. Σταδιακή μείωση του συντελεστή 40%, για το τμήμα του εισοδήματος από 30.000 μέχρι 75.000 ευρώ, σε 39%, 37% και 35% για τα έτη 2007, 2008 και 2009 αντίστοιχα.
ε. Διατήρηση του συντελεστή 40% για τα εισοδήματα άνω των 75.000 ευρώ.
Οι φορολογικές κλίμακες με τις οποίες θα φορολογούνται τα εισοδήματα που αποκτώνται τα έτη 2007 και 2008 είναι οι ακόλουθες:

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2007

Κλιμάκιο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φορολ.
Συντελεστής
% Φόρος
Κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φόρου
(ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 29 5.220 30.000 5.220
45.000 39 17.550 75.000 22.770
άνω 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ 2007

Κλιμάκιο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φορολ.
Συντελεστής
% Φόρος
Κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φόρου
(ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 29 5.220 30.000 5.445
45.000 39 17.550 75.000 22.995
άνω 75.000 40

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 2008

Κλιμάκιο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φορολ.
Συντελεστής
% Φόρος
Κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φόρου
(ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 27 4.860 30.000 4.860
45.000 37 16.650 75.000 21.510
άνω 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ 2008

Κλιμάκιο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φορολ.
Συντελεστής
% Φόρος
Κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φόρου
(ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 27 4.860 30.000 5.085
45.000 37 16.650 75.000 21.735
άνω 75.000 40

Για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1/1/2009 και μετά θα ισχύει η ακόλουθη φορολογική κλίμακα:

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ

Κλιμάκιο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φορολ.
Συντελεστής
% Φόρος
Κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φόρου
(ευρώ)
12.000 0 0 12.000 0
18.000 25 4.500 30.000 4.500
45.000 35 15.750 75.000 20.250
άνω 75.000 40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ

Κλιμάκιο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φορολ.
Συντελεστής
% Φόρος
Κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ) Φόρου
(ευρώ)
10.500 0 0 10.500 0
1.500 15 225 12.000 225
18.000 25 4.500 30.000 4.725
45.000 35 15.750 75.000 20.475
άνω 75.000 40

2. Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε και προστίθενται νέα τρίτο και τέταρτο εδάφια.
Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι με την κλίμακα (α) των μισθωτών-συνταξιούχων φορολογούνται όσοι αποκτούν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες το οποίο υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του συνολικού τους εισοδήματος που δηλώνουν στη δήλωσή τους για να φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις. Τονίζεται, ότι στο συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, δεν συμπεριλαμβάνονται εισοδήματα που απαλλάσσονται της φορολογίας ή φορολογούνται κατ’ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης που δηλώνει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος ο φορολογούμενος. Δεν απαιτείται αυτή η προϋπόθεση, δηλαδή το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες να υπερβαίνει το 50% του συνολικού εισοδήματος, για τους συνταξιούχους που εκτός από τη σύνταξή τους δηλώνουν στη δήλωσή τους και εισοδήματα από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις. Εάν όμως οι συνταξιούχοι αυτοί, εκτός από τα εισοδήματα από συντάξεις, από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις, δηλώνουν εισοδήματα και από άλλες πηγές π.χ. από κινητές αξίες, από ελευθέρια επαγγέλματα κτλ., τότε θα φορολογηθούν με την κλίμακα (β) των μη μισθωτών – επαγγελματιών, εφόσον βέβαια το εισόδημά τους από μισθωτές υπηρεσίες είναι κατώτερο από το 50% του συνολικού τους εισοδήματος.

3. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην περίπτωση ε’ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε.
Με τη νέα διάταξη τη μείωση του φόρου για τα τέκνα λόγω κατοικίας ή εργασίας σε παραμεθόρια περιοχή δικαιούται ο φορολογούμενος και όταν ο ίδιος δεν έχει τις προϋποθέσεις, αλλά τις έχει η σύζυγός του. π.χ. ‘Οταν μόνο η σύζυγος προσφέρει υπηρεσίες σε παραμεθόρια περιοχή, ο σύζυγος δικαιούται τη μείωση φόρου των 60 ευρώ για κάθε κοινό τέκνο τους, καθώς και κάθε τέκνο του από προηγούμενο γάμο του που τον βαρύνει. Σ’αυτή την περίπτωση, εάν και η σύζυγος έχει δικά της τέκνα από προηγούμενο γάμο, δικαιούται και αυτή μείωση φόρου για κάθε ένα από αυτά τα τέκνα της που την βαρύνουν. Το ίδιο ισχύει, όταν ο σύζυγος υπηρετεί σε παραμεθόρια περιοχή, αλλά δεν έχει κοινά τέκνα με τη σύζυγό του, ούτε έχει από προηγούμενο γάμο για να τύχει τη μείωση φόρου ο ίδιος, έχει όμως τέκνα που τη βαρύνουν η σύζυγος, οπότε αυτή δικαιούται τη μείωση φόρου για τα τέκνα της.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’του άρθρου 39 του νόμου αυτού για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

4. Με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε.
Με τη νέα διάταξη γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση.

5. Με την παράγραφο 7 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις μειώνονται οι αναλογικοί συντελεστές φορολογίας των ναυτικών του εμπορικού ναυτικού σε 3% από 6% των αξιωματικών και σε 1% από 3% του κατώτερου πληρώματος για τις αμοιβές από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία που αποκτούν από το ημερολογιακό έτος 2007 και μετά.

6. Με την παράγραφο 8 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε.
Με τη νέα διάταξη αυξάνεται από 90 σε 250 ευρώ το συνολικό ποσό της οφειλής που πρέπει να καταβληθεί το μεθεπόμενο μήνα από αυτόν της βεβαίωσης με βάση την αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος και για τους δύο συζύγους αθροιστικά.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση β’του άρθρου 39 του νόμου αυτού από το οικονομικό έτος 2007 για τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των επόμενων.

7. Με την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού καταργούνται τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε και προστίθεται νέο εδάφιο στο τέλος της παραγράφου αυτής.
Με τις νέες διατάξεις καταργείται:
α) Η έκπτωση 1,5% κατά την εφάπαξ καταβολή του οφειλόμενου φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων οφειλών με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση.
β) Η έκπτωση 1,5% κατά την εφάπαξ καταβολή του οφειλόμενου φόρου που προκύπτει με βάση την τροποποιητική δήλωση, συνεπακόλουθο της μείωσης με βάση την αρχική δήλωση.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση β’του άρθρου 39 του νόμου αυτού από το οικονομικό έτος 2007 για τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των επόμενων.
Επίσης, με την προσθήκη του νέου εδαφίου διατηρείται η έκπτωση του 1,5% στο συνολικό ποσό της οφειλής και μέχρι του ποσού των 118 ευρώ, όταν η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου.

 

Άρθρο 2: Εκπτώσεις δαπανών από το εισόδημα

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αυξάνεται από 1900 σε 2400 ευρώ το ποσό της δαπάνης χωρίς δικαιολογητικά που προβλέπεται από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.
Με τις διατάξεις αυτές αυξάνεται σε 2.400 ευρώ το ποσό της δαπάνης χωρίς δικαιολογητικά για τους ίδιους τους φορολογούμενους και για καθένα από τα πρόσωπα που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, εφόσον α) έχουν αναπηρία 67% και πάνω από νοητική καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση, β) είναι τυφλοί, γ) είναι νεφροπαθείς, δ) είναι ανάπηροι αξιωματικοί ή οπλίτες, ε) είναι θύματα πολέμου και στ) παίρνουν σύνταξη από το δημόσιο ταμείο ως ανάπηροι κλπ.
Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται και για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση ζ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η αφαίρεση ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%) από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου, εκτός από τη δαπάνη που καταβάλλει για την αλλαγή της εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο, ή νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου και στις παρακάτω περιπτώσεις:
α) στη δαπάνη για την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση συστήματος τηλεθέρμανσης, ή για νέα εγκατάσταση τηλεθέρμανσης, με σκοπό τη θέρμανση των σπιτιών,
β) στη δαπάνη για την αγορά και εγκατάσταση των ηλιακών συλλεκτών που χρησιμοποιούνται αφενός για θέρμανση νερού (ηλιακοί θερμοσίφωνες) αφετέρου δε και για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού με χρήση ηλιακής ενέργειας.
Τονίζεται, ότι η δαπάνη αγοράς και εγκατάστασης ηλιακού θερμοσίφωνα ίσχυε και στα δύο προηγούμενα οικονομικά έτη 2007 και 2006 με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν.3296/2004.
γ) στη δαπάνη για την αγορά αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζονται σε Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως τα φωτοβολταϊκά και οι μικρές ανεμογεννήτριες, καθώς επίσης και για τη συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και ψύξης – θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.
δ) στη δαπάνη που πραγματοποιείται για τη θερμομόνωση κτιρίων που ήδη υπάρχουν και για τα οποία δεν προβλέπονταν η τοποθέτηση θερμομονωτικών υλικών.
Το ποσό της δαπάνης που αφαιρείται για τις δαπάνες αυτής της παραγράφου αυξάνεται από 500 σε 700 ευρώ.Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση ζ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η αφαίρεση από το εισόδημα του φορολογούμενου ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης για την αγορά μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής μέσω εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου.
Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για αγορές αμοιβαίων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται από 1.1.2007 έως 31.12.2009.
Επομένως εάν ένας φορολογούμενος αγοράσει αμοιβαία κεφάλαια εσωτερικού συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής μέσω εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου κατά το έτος 2007 και τα έχει στην κατοχή του μέχρι 31.12.2010, δικαιούται την αντίστοιχη έκπτωση από το συνολικό εισόδημα του έτους 2010, η οποία θα δηλωθεί στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικον.έτους 2011.

 

'Αρθρο 3: Φορολογία ακινήτων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου αυτού αντικαταστάθηκε η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η απαλλαγή από τη φορολογία του τεκμαρτού εισοδήματος από ιδιοχρησιμοποίηση βιομηχανοστασίου που ήδη ισχύει για τις βιομηχανίες και στις βιοτεχνίες, με σκοπό περαιτέρω την απαλλαγή τους από την επιβολή συμπληρωματικού φόρου και την υποβοήθηση των βιοτεχνικών επιχειρήσεων μέσω της μείωσης της φορολογικής τους επιβάρυνσης.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’του άρθρου 39 του νόμου αυτού για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις επέρχονται οι εξής μεταβολές:
α) Μείωση των συντελεστών απόσβεσης των ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, οικοτροφεία, σχολεία, φροντιστήρια, αίθουσες κινηματογράφων ή θεάτρων, ξενοδοχεία, νοσοκομεία ή κλινικές από 10% που ίσχυε σε ποσοστό 5% και των συντελεστών απόσβεσης των ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως καταστήματα, γραφεία, αποθήκες και για άλλες χρήσεις από 5% που ίσχυε σε ποσοστό 3%.
β) Αύξηση του ποσοστού έκπτωσης των δαπανών ακινήτων με δικαιολογητικά (για ασφάλιστρα, έξοδα επισκευής και συντήρησης, δικαστικές δαπάνες, που συμπεριλαμβάνονται για πρώτη φορά στις δαπάνες που εκπίπτονται και δαπάνες αμοιβής δικηγόρων για δίκες σε διαφορές απόδοσης μισθίου ή καθορισμού μισθώματος) για όλες γενικά τις οικοδομές, ανεξάρτητα από τη χρήση τους σε 40%, από 15% που ήδη ίσχυε για κατοικίες, σχολεία, φροντιστήρια κλπ και από 5% που ήδη ίσχυε για καταστήματα, γραφεία κλπ.
Σκοπός των πιο πάνω ρυθμίσεων είναι να γίνει το σύστημα δικαιότερο με τη διεύρυνση των πραγματικών δαπανών που αναγνωρίζονται για έκπτωση, αλλά και του περιορισμού της φοροδιαφυγής με τη δημιουργία αντικρουόμενων φορολογικών συμφερόντων, αφού για την έκπτωση των δαπανών αυτών απαιτείται η προσκόμιση των αντίστοιχων δικαιολογητικών του ΚΒΣ.
γ) Κατάργηση της ειδικής έκπτωσης που ανερχόταν σε ποσοστό 30% για τη διενέργεια δαπανών με δικαιολογητικά στις διατηρητέες οικοδομές που ήδη ίσχυε, γιατί υπερκαλύπτεται πλέον με το πιο πάνω ποσοστό 40% που θεσπίστηκε με τον παρόντα νόμο και ισχύει για όλες γενικά τις οικοδομές.
δ) Μείωση του ποσοστού έκπτωσης (για αποσβέσεις και δαπάνες με δικαιολογητικά) στην περίπτωση ανέγερσης οικοδομής με δαπάνες του μισθωτή σε έδαφος του οποίου των κυριότητα έχει ο εκμισθωτής, καθώς και σε βελτιώσεις και επεκτάσεις που γίνονται με δαπάνες του μισθωτή σε οικοδομή της οποίας την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής από 5% που ίσχυε σε 3% συνολικά και
ε) Κατάργηση του ποσοστού έκπτωσης (για αποσβέσεις και δαπάνες με δικαιολογητικά) που ανερχόταν συνολικά σε 5% και προβλεπόταν για την εκμίσθωση γηπέδων, στο εισόδημα που προκύπτει από τη διαφορά μισθώματος και υπομισθώματος, καθώς και στο αντάλλαγμα για παραχώρηση χώρου τοποθέτησης φωτεινών επιγραφών και διαφημίσεων.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’του άρθρου 39 του νόμου αυτού για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού καταργούνται οι διατάξεις της παραγράφου 21 του άρθρου 5 του ν.2753/1999, με τις οποίες οριζόταν η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος της επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης των σεισμοπλήκτων της 7ης Σεπτεμβρίου 1999.
Σκοπός της νομοτεχνικής αυτής τακτοποίησης είναι ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος εφαρμογής της οικείας διάταξης, δεδομένου ότι δεν υφίστανται σήμερα τέτοιες περιπτώσεις.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’του άρθρου 39 του νόμου αυτού για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού προβλέπεται μείωση κατά το ήμισυ του τέλους χαρτοσήμου που επιβάλλεται στα μισθώματα των εκμισθούμενων κατοικιών από 1.1. – 31.12.2007 και η κατάργησή του από 1.1.2008 και μετά. Σχετικές οδηγίες έχουν δοθεί με την διαταγή 1005820/2/Γ και Ε.Φ./ΠΟΛ.1008/18.01.2007.

 

‘Αρθρο 4: Φορολογία επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008 η ισχύς των εφάπαξ ποσών φόρου που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998, κατά τη μεταβίβαση αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (άδειας και οχήματος) από επαχθή αιτία, περιλαμβανομένης και της ανταλλαγής.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις παρατείνεται ο τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης, με τα ίδια τεκμαρτά καθαρά ποσά εισοδήματος, για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) και τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ. μέχρι και τη χρήση 2008.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, προστίθεται νέο εδάφιο στο τέλος της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε..
Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται, ότι τα ποσά καθαρού εισοδήματος που ισχύουν για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ) και λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ. μειώνονται για τις χρήσεις 2007 και 2008 κατά ποσό χιλίων (1000) ευρώ προκειμένου για μη εργαζόμενους συνταξιούχους ιδιοκτήτες ΤΑΞΙ και λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ.

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, εξακολουθούν να ισχύουν και για τις χρήσεις 2007 και 2008 οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν. 3296/2004. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές οι εκμεταλλευτές ΤΑΞΙ και λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ., μπορούν να επιλέξουν να φορολογηθούν είτε με τα τεκμαρτά ποσά καθαρού εισοδήματος της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. είτε με τις γενικές περί φορολογίας εισοδήματος διατάξεις.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, οι εκμεταλλευτές φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης που δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., φορολογούνται και για τις χρήσεις 2007 και 2008 με τα ίδια κατ’ αποκοπή καταβαλλόμενα ποσά ετήσιου φόρου με βάση το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου που προβλέπονται στην περίπτωση β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η παράγραφος 10 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. για νομοτεχνική τακτοποίηση, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού, μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 3091/2002, δεν ισχύουν για επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των επιδοτήσεων των εμπορικών επιχειρήσεων που υπάγονται στα προγράμματα απασχόλησης του Ο.Α.Ε.Δ. της παραγράφου 9 του άρθρου 29 του ν. 1262/1982 , θα ισχύει και για τους ελεύθερους επαγγελματίες για τα ποσά των επιδοτήσεων που λαμβάνουν.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’του άρθρου 39 του νόμου αυτού για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται η πρώτη περίοδος της παραγράφου 1 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε.
Οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν για λόγους νομοτεχνικής τακτοποίησης.
Έτσι, διευκρινίζεται πλέον σαφώς η υποχρεωτικότητα της υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (‘Εντυπο Ε5) από όλους τους υποχρέους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε., ανεξάρτητα της φορολόγησης, περαιτέρω, των εισοδημάτων στο όνομα των παραπάνω υποχρέων ή στα μέλη και εταίρους αυτών κατά το ποσοστό συμμετοχής.

9. Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού παρέχεται η δυνατότητα και στους ελεύθερους επαγγελματίες να αποσβέσουν την αξία των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού αυτών κατά τη χρήση εντός της οποίας αυτά τίθενται σε λειτουργία, όπως ισχύει και για τις λοιπές επιχειρήσεις.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’του άρθρου 39 του νόμου αυτού για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού προβλέπεται για κάθε χρήση προκειμένου να υπολογισθούν τα φορολογητέα κέρδη όλων των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων του Κ.Β.Σ. που τηρούν , να αφαιρείται από τα κέρδη τα καθαρά που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΦΕ και το ποσό των 1.500 ευρώ, για κάθε άτομο που απασχολούν μέσα στη χρήση με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.
Η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’του άρθρου 39 του νόμου αυτού για μείωση κερδών με το ποσό αυτό από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

11. Με την παράγραφο 11 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, καταργείται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε.
Με τις διατάξεις αυτές καταργείται η έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του οφειλόμενου φόρου και των συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών μέσα στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. προκειμένου για τους υπόχρεους της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Κ.Φ.Ε. (προσωπικές εταιρείες, κοινωνίες αστικού δικαίου, κοινοπραξίες κτλ).
Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 39 του νόμου αυτού, αρχίζει από το οικονομικό έτος 2007 για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των επόμενων.

12. Με την παράγραφο 12 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, καταργείται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 110 του Κ.Φ.Ε. με το οποίο χορηγείτο έκπτωση ενάμισυ τοις εκατό (1,5%) σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του ποσού που προέκυπτε από την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης νομικών προσώπων του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε.(Α.Ε., Ε.Π.Ε., συνεταιρισμοί, αλλοδαπές επιχειρήσεις, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κτλ).
Η κατάργηση καταλαμβάνει, σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 39 του κοινοποιούμενου νόμου, τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2007 και επομένων.

 

Άρθρο 5: Απαλλαγές και αυτοτελής φορολογία ορισμένων εισοδημάτων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η επιφάνεια των εκατό (100) τετραγωνικών μέτρων που αναφέρεται στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αυξάνεται σε διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα.
Με τις νέες διατάξεις αυξάνεται στα διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα η απαλλασσόμενη επιφάνεια της κατοικίας που η χρήση της παραχωρείται δωρεάν από τον γονέα που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία αυτής στα τέκνα του και από τα τέκνα στους γονείς τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 39 του ν.3522/2006 ισχύουν από το οικονομικό έτος 2007, για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος αυτού του οικονομικού έτους και των επόμενων.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού καταργείται η περίπτωση γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις καταργείται η απαλλαγή από το φόρο και φορολογούνται πλέον με τις γενικές διατάξεις οι τόκοι από υποχρεωτικές καταθέσεις τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν.1667/1986 στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και οι τόκοι που προέρχονται από καταθέσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σημειώνεται, ότι οι υπόψη τόκοι δεν υπόκεινται, σύμφωνα με την περίπτ. ε’της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του ν.2238/1994, σε παρακράτηση φόρου 10%.
Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για τους τόκους που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού προστίθεται νέα περίπτωση ιβ’ στην παράγραφο 5 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των επιδομάτων της πολύτεκνης μητέρας που καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1,2,3 και 6 του άρθρου 63 του ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α’). Τα επιδόματα αυτά φορολογούνταν αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δέκα τοις εκατό (10%), οι δικαιούχοι όμως μπορούσαν να τα περιλάβουν στην ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματός τους για να φορολογηθούν με την φορολογική κλίμακα.
Η ισχύς αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 39 του ίδιου νόμου ορίζεται για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, προστίθεται περίπτωση δ’ στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις προστίθεται, στα ισχύοντα μέχρι τώρα εισοδήματα και το εξωϊδρυματικό επίδομα και τα προνιακά επιδόματα, τα οποία δε λαμβάνονται πλέον υπόψη κατά τον υπολογισμό του ορίου του εισοδήματος που μπορεί να αποκτούν τα πρόσωπα (τέκνα, γονείς, αδέλφια κλπ) προκειμένου να θεωρείται ότι βαρύνουν τον φορολογούμενο.
Η ισχύς αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση γ’ του άρθρου 39 του νόμου αυτού ορίζεται από το οικονομικό έτος 2006 και μετά.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, προστίθεται περίπτωση ζ’ στην παράγραφο 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται για τους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής να μη θεωρείται εισόδημα και να μην υπάγεται σε φόρο, το ποσό του ειδικού επιδόματος μουσικού οργάνου που ανήκει στην ιδιοκτησία τους και το οποίο τους χορηγείται για την κάλυψη της δαπάνης αγοράς, συντήρησης και επισκευής του οργάνου που χρησιμοποιούν για την εκτέλεση μουσικών έργων.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ισχύ, σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 39 του νόμου αυτού για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2007 και των επόμενων οικονομικών ετών.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις, η αυτοτελής φορολογία με συντελεστή φόρου είκοσι τοις εκατό (20%) που ισχύει ήδη για τις επιβραβεύσεις των αθλητών από το Δημόσιο επεκτείνεται και στις πάσης φύσεως χορηγίες που καταβάλλονται από οποιονδήποτε (επιχειρήσεις κλπ) στους αθλητές εθνικών ομάδων που πέτυχαν διεθνείς στόχους ατομικώς ή ομαδικώς.
Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2006 και μετά καθώς και για τις υποθέσεις προηγούμενων οικονομικών ετών που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις, για τα φυσικά πρόσωπα και για τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε (ομόρρυθμες εταιρείες, ετερρόρυθμες κτλ) με την καταβολή του φόρου είκοσι τοις εκατό (20%) στα εισοδήματα της περίπτωσης γ’ της ίδιας παραγράφου (ποσά που καταβάλλονται πέρα από τα μισθώματα από τον μισθωτή προς τον εκμισθωτή σε περίπτωση μίσθωσης του ακινήτου μόνου του ή μαζί με οποιονδήποτε εξοπλισμό ή εγκατάσταση που τυχόν διαθέτει) δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωσή τους, αλλά τα εισοδήματα αυτά συναθροίζονται με τα λοιπά φορολογούμενα εισοδήματα και φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις. Το πέρα από τα μισθώματα καταβαλλόμενο ποσό αποτελεί για τον δικαιούχο εισόδημα από ακίνητα και φορολογείται ανάλογα, αφαιρουμένου του φόρου 20% που έχει καταβληθεί.
Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 39 του ίδιου νόμου, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου αυτού καταργείται η παράγραφος 4 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε .
Με τις νέες διατάξεις γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση, μετά την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος του επιδόματος της πολύτεκνης μητέρας (παράγραφος 3 της παρούσας).
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 39 του νόμου αυτού, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώντα από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

9. Με την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού μειώνεται ο συντελεστής φόρου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. Ο συντελεστής δέκα πέντε τοις εκατό (15%) διατηρείται για την ειδική αποζημίωση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού.
Ειδικότερα:
α) Μειώνεται ο συντελεστής φορολόγησης από δέκα πέντε τοις εκατό (15%) σε πέντε τοις εκατό 5% των επιδομάτων επικίνδυνης εργασίας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του Κ.Φ.Ε: πτητικό, καταδυτικό, ναρκαλιείας κλπ που καταβάλλονται σε ορισμένους κλάδους όπως σε αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας της πυροσβεστικής υπηρεσίας, του λιμενικού σώματος κλπ.
β) Διατηρείται ο συντελεστής φόρου δέκα πέντε τοις εκατό (15%) στην αυτοτελή φορολόγηση της ειδικής αποζημίωσης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού, που καταβάλλεται στους ιατρούς, τα πληρώματα ασθενοφόρων κ.λ.π.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 39 του νόμου αυτού, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

10. Με την παράγραφο 10 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε.
Με τις νέες διατάξεις επέρχεται νομοτεχνική τακτοποίηση και ορίζεται πλέον ρητά ότι υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τα εισοδήματα της πτωχευτικής περιουσίας είναι ο σύνδικος πτώχευσης.
Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση ιγ’ του άρθρου 39 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευσή του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

11. Με την παράγραφο 11 του άρθρου αυτού καταργούνται τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές έχουν καταστεί ανενεργείς αφού το εισόδημα των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ είναι αφορολόγητο και κατά συνέπεια δεν οφείλεται φόρος.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 39 του νόμου αυτού ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

 

Άρθρο 6: Αυτοτελής φορολογία τόκων καταθέσεων και ομολόγων

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. καινούργιο εδάφιο με το οποίο επιβάλλεται αυτοτελής φορολόγηση με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) και στους τόκους που αποκτούν κάτοικοι Ελλάδος (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) από καταθέσεις στην αλλοδαπή ή από ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται σε αυτή, καθώς και από κάθε μορφής τίτλους που εκδίδονται από θυγατρικές εταιρείες ημεδαπών τραπεζικών ιδρυμάτων στο εξωτερικό και δύνανται να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των εποπτικών κεφαλαίων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, σύμφωνα με τις εκάστοτε πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Περαιτέρω, επειδή με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται, ότι με την παρακράτηση του φόρου 10% εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υποχρέων του άρθρου 2, των ημεδαπών και αλλοδαπών τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των υποχρέων της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου 101 συνάγεται, ότι οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και για τους προαναφερθέντες τόκους αλλοδαπής προέλευσης που αποκτούν φυσικά πρόσωπα, προσωπικές εταιρείες, κοινοπραξίες, ημεδαπές τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, συνεταιρισμοί και τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Δηλαδή, με την παρακράτηση του φόρου 10% εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση και ειδικά για τις τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή συνεταιρισμούς που τηρούν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. θα έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις των άρθρων 99 και 106 του Κ.Φ.Ε, κατά περίπτωση. Επίσης, για τον οφειλόμενο από τις τραπεζικές και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις φόρο 10% επί των ανωτέρω τόκων που αποκτούν από την αλλοδαπή, καθώς και την περαιτέρω φορολογική αντιμετώπισή του, έχουν εφαρμογή οι οδηγίες που δίδονται στην επόμενη παράγραφο. Αν δικαιούχοι των εν λόγω τόκων αλλοδαπής προέλευσης είναι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, Ε.Π.Ε., δημόσιες ή δημοτικές επιχειρήσεις, καθώς και εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων πλην τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τότε αυτά φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος και από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος εκπίπτει ο παρακρατηθείς φόρος 10%.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά. Περαιτέρω όμως προβλέπεται, ότι για υποθέσεις των ίδιων εισοδημάτων παρελθόντων ετών που εκκρεμούν στις φορολογικές αρχές κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή στις 22.12.2006, η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων των εισοδημάτων αυτών εξαντλείται με την παρακράτηση φόρου εισοδήματος 20% όπως αυτή προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε..

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, προστέθηκε στην παράγραφο 3 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. περίπτωση γ’ με την οποία ορίζεται, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν ή είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και έχουν καταστεί «φορείς πληρωμής» με βάση την περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν.3312/2005 (Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ σχετικά με τη φορολογία των τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις που αποκτούν φυσικά πρόσωπα κάτοικοι ενός κράτους μέλους από άλλο κράτος μέλος) υποχρεούνται για τα εισοδήματα που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και εισπράττονται για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδος να προβαίνουν σε παρακράτηση του φόρου 10%. Η παρακράτηση αυτή διενεργείται κατά την καταβολή των τόκων ή στην πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου. Ο παρακρατούμενος φόρος υπολογίζεται επί των τόκων που εισπράττουν τα πιστωτικά ιδρύματα για λογαριασμό κατοίκων Ελλάδας είτε το προϊόν της είσπραξης εισάγεται στην Ελλάδα είτε επανεπενδύεται, ή παραμένει στο εξωτερικό. Ο παρακρατούμενος, σύμφωνα μετά παραπάνω, φόρος αποδίδεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις τις παραγράφου 2 του άρθρου 60 του Κ.Φ.Ε., δηλαδή μέσα στο πρώτο 15νθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση του φόρου μήνα.
Όταν οι δικαιούχοι των πιο πάνω τόκων είναι φυσικά πρόσωπα, λόγω της αυτοτελούς φορολόγησής τους με 10%, στερούνται της δυνατότητας έκπτωσης του φόρου που ενδεχόμενα έχει παρακρατηθεί στην αλλοδαπή. Κατόπιν τούτου, για την αποφυγή καταβολής φόρου 10% και επί του φόρου που έχει καταβληθεί στην αλλοδαπή (διπλή φορολογία), με την παρούσα γίνεται δεκτό, ότι οι μεσολαβούσες τράπεζες θα προβαίνουν στην παρακράτηση φόρου 10% στο καθαρό ποσό που εισάγεται από την αλλοδαπή, δηλαδή μετά την αφαίρεση του ποσού φόρου που τυχόν καταβλήθηκε σε αυτή. Αντίθετα, όταν δικαιούχοι είναι ημεδαπά νομικά πρόσωπα (Α.Ε., Ε.Π.Ε. κλπ.) η παρακράτηση θα ενεργείται σε ολόκληρο το ποσό των τόκων, χωρίς την αφαίρεση κανενός ποσού. Για τους τόκους των ομολόγων αλλοδαπής χωρίς κουπόνια (ZERO COUPON), ο φόρος 10% πρέπει να παρακρατείται από τη μεσολαβούσα τράπεζα κατά τη διάθεσή τους από τον πρώτο κομιστή, εφόσον είναι κάτοικος Ελλάδος.
Όταν ημεδαπές τράπεζες ή εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών αποκτούν τόκους από την αλλοδαπή (τόκοι καταθέσεων σε εξωτερικό, ομόλογα άλλων χωρών, ομόλογα αλλοδαπών επιχειρήσεων κλπ.), και επειδή, όπως προαναφέρθηκε, αυτοί φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή 10% συνάγεται, ότι για τους εν λόγω τόκους οι τράπεζες υποχρεούνται να αποδίδουν οι ίδιες το φόρο 10% στο Δημόσιο. Επειδή όμως ενδέχεται ορισμένες τράπεζες να μην έχουν αποδώσει τον οφειλόμενο φόρο 10% για τους τόκους που απέκτησαν τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2007, θεωρώντας ότι δεν είχαν τέτοια υποχρέωση (γιατί οι κρίσιμες διατάξεις προβλέπουν μόνο για απόδοση του παρακρατηθέντος φόρου και δεν νοείται παρακράτηση από τον ίδιο τον δικαιούχο των τόκων), με την παρούσα γίνεται δεκτό, ότι μπορούν να τον αποδώσουν, χωρίς προσαύξηση, μέχρι τις 15 Απριλίου 2007, δηλαδή μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για την απόδοση του φόρου των τόκων που αποκτήθηκαν κατά το μήνα Μάρτιο του ίδιου έτους.
Για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών των τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 99 του Κ.Φ.Ε. και περαιτέρω, από το ποσό φόρου που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του νομικού προσώπου θα εκπίπτει, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 109 του ν.2238/1994, μόνο το ποσό του φόρου 10% που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχαν στην κατοχή τους το ομόλογο αλλοδαπής προέλευσης από το οποίο προέκυψαν οι τόκοι.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού προστέθηκε εδάφιο στο τέλος της περίπτωσης β’ της παραγράφου 8 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. σύμφωνα με το οποίο, αν για τα πιο πάνω εισοδήματα έχει καταβληθεί φόρος στην αλλοδαπή αυτός δεν εκπίπτει, εφόσον τα εισοδήματα αυτά έχουν φορολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 με εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης.

4. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 8 του άρθρου 26 του ν.2789/2000 με βάση το οποίο, για τους τόκους που προκύπτουν από ομολογίες που εκδίδουν ημεδαπές εταιρείες ή επιχειρήσεις δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε., δηλαδή δεν απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος σε περίπτωση διακράτησής τους από τον αρχικό κάτοχο και κατά συνέπεια υπάρχει υποχρέωση παρακράτησης φόρου με συντελεστή 10%.
Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή για τους τόκους που προκύπτουν από ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

5. Με την παράγραφο 7 του άρθρου αυτού καταργήθηκε το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του ν.2789/2000, σύμφωνα με το οποίο, οι τόκοι που προέρχονταν από ομολογίες που εκδίδοντο από αλλοδαπές εταιρείες ή επιχειρήσεις των οποίων η πλειοψηφία του μετοχικού τους κεφαλαίου ανήκε σε ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα απαλλάσσοντο της φορολογίας. Η κατάργηση αυτή καταλαμβάνει τους τόκους που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά, ανεξάρτητα αν τα ομολογιακά δάνεια εκδόθηκαν πριν ή μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι τις 22 Δεκεμβρίου 2006.
Με τη νέα αυτή ρύθμιση για τους τόκους που προκύπτουν από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά από τα ως άνω ομολογιακά δάνεια επιβάλλεται φόρος εισοδήματος με συντελεστή 10%.
Τονίζεται ότι για τους τόκους ομολογιακών δανείων που εκδίδουν οι επιχειρήσεις στην αλλοδαπή, δεν υφίσταται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τους κατοίκους Ελλάδος, καθόσον οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν.2682/1999, με τις οποίες καταργήθηκε μόνο για τους κατοίκους αλλοδαπής η φορολογία των τόκων από ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι μεταγενέστερες των διατάξεων της περ. γ’ της παραγρ. 9 του άρθρου 12 του ν.2238/1994 (προστέθηκαν με το άρθρο 29 του ν.2592/1998) με τις οποίες παρεχόταν γενική απαλλαγή για τους τόκους που προέρχονταν από ομολογιακά δάνεια που εκδίδει στο εξωτερικό το Ελληνικό Δημόσιο. Δηλαδή, επειδή με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 31 του ν.2682/1999 περιορίστηκε η υπόψη απαλλαγή μόνο για τους δικαιούχους κατοίκους αλλοδαπής και λόγω της φορολογικής εξομοίωσης των τόκων ομολογιακών δανείων που εκδίδουν οι επιχειρήσεις προς αυτούς που προκύπτουν από ομολογιακά δάνεια του Ελληνικού Δημοσίου, που έγινε με την παρ. 8 του άρθρου 26 του ν.2789/2000, οι κάτοικοι Ελλάδος φορολογούνται με 10% για τους τόκους που αποκτούν από ομόλογα τα οποία εκδίδουν Ελληνικές επιχειρήσεις στην αλλοδαπή (1018965/10261/Β0012/05.04.2004 έγγραφό μας).

 

Άρθρο 7: Φορολογία εσόδων από συναλλαγές επί παραγώγων Χρηματιστηρίου

1. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ρυθμίζεται η φορολογική μεταχείριση του κέρδους ή ζημιάς που προκύπτει από πράξεις επί παραγώγων χρηματιστηριακών προϊόντων τα οποία διαπραγματεύονται στην αγορά παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο παραγώγων ή σε άλλη οργανωμένη αγορά κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ισχύει και στις περιπτώσεις πώλησης μετοχών εισηγμένων σε Χρηματιστήριο. Για το λόγο αυτό με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε ο τίτλος του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος σε: «Εισόδημα από διάθεση και αποτίμηση χρεογράφων και παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων».

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 προστίθενται παράγραφοι 5 και 6 στο άρθρο 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με βάση τις οποίες ορίζεται, ότι τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκτούν ατομικές επιχειρήσεις, ομόρρυθμες εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες, κοινοπραξίες και τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 από συναλλαγές σε παράγωγα προϊόντα απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος με την προϋπόθεση ότι οι υπόχρεοι τηρούν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κώδικα βιβλίων και Στοιχείων και ότι τα κέρδη εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού με προορισμό το συμψηφισμό ζημιών που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από την ίδια αιτία. Τα παράγωγα αυτά προϊόντα ρητά κατονομάζονται με τις διατάξεις αυτές και περιλαμβάνουν τίτλους προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), τους ισοδύναμους με τα futures τίτλους που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) υποχρεώσεων με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps), δικαιώματα προαιρέσεως (options) αγοράς ή πώλησης επί οποιονδήποτε χρηματοοικονομικών τίτλων ορίζονται με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.2396/1996 (κυρίως συναλλάγματος και επιτοκίων), δικαιώματα προαιρέσεως (options) για την αγορά ή πώληση οποιονδήποτε ισοδύναμων με τους ως άνω τίτλους που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης καθώς και συμβάσεις παραγώγων μέσων σχετιζόμενες με εμπορεύματα που διακανονίζονται με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να διακανονιστούν με ρευστά κατ’επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους (αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης). Στα παραπάνω παράγωγα προϊόντα δεν περιλαμβάνονται συμβάσεις επί εμπορευμάτων που διακανονίζονται με φυσική παράδοση.
Αν σε μία διαχειριστική περίοδο προκύψει ζημιά από πώληση παραγώγων προϊόντων, το τυχόν υπόλοιπο της ζημιάς, που απομένει μετά το συμψηφισμό με τα εμφανιζόμενα στο ειδικό αποθεματικό κέρδη ή ολόκληρο το ποσό της ζημίας, αν δεν υφίσταται ειδικός λογαριασμός αποθεματικού, μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό και δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με κέρδη που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από πώληση παραγώγων προϊόντων.
Τονίζεται, ότι τα αφορολόγητα αυτά αποθεματικά που σχηματίζονται και εμφανίζονται υποχρεωτικά στα βιβλία, σε περίπτωση διανομής αυτών ή διάλυσης της επιχείρησης, τα κέρδη αυτά φορολογούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Δεδομένου ότι στο λογαριασμό ειδικού αποθεματικού συμψηφίζονται τα κέρδη από την πώληση παραγώγων με τις ζημιές που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από την ίδια αιτία συνάγεται, ότι τα κέρδη από πώληση παραγώγων δεν συμψηφίζονται με ζημιές από πώληση εισηγμένων μετοχών και για τον ίδιο λόγο τα κέρδη από πώληση εισηγμένων μετοχών δεν συμψηφίζονται με ζημιές από πώληση παραγώγων.
Επισημαίνεται, ότι όλα τα παραπάνω ισχύουν όχι μόνο για κέρδη ή ζημιές παραγώγων προϊόντων που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών αλλά και όταν διαπραγματεύονται σε αλλοδαπό χρηματιστήριο παραγώγων και σε κάθε άλλη οργανωμένη αγορά.
Όλα τα παραπάνω έχουν εφαρμογή και επί ανωνύμων εταιρειών, Ε.Π.Ε. και λοιπών προσώπων του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. βάσει των διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.
Αντίθετα, αν δικαιούχος του εισοδήματος είναι φυσικό πρόσωπο ή επιχείρηση που τηρεί βιβλία Α’ή Β’κατηγορίας του Κ.Β.Σ., απαλλάσσεται παντελώς της φορολογίας, όπως αυτό συμβαίνει και με την υπεραξία που προκύπτει από την πώληση μετοχών εισηγμένων σε Χρηματιστήριο, ημεδαπό ή αλλοδαπό.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου για εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 καταργούνται, ως προς τη φορολογία εισοδήματος, οι διατάξεις του άρθρου 32 του ν.2533/1997, σύμφωνα με τις οποίες μεταξύ άλλων απαλλάσσονταν από το φόρο εισοδήματος τα κεφαλαιακά κέρδη από συναλλαγές επί παραγώγων στο Χ.Π.Α., για νομοτεχνικούς λόγους.

 

Άρθρο 8: Δαπάνες επιχειρήσεων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, αντικαταστάθηκε το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης μ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται, ότι τα έξοδα διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο, αλλοδαπών πελατών, αντιπροσώπων και διευθυντικών στελεχών ημεδαπών ή αλλοδαπών επιχειρήσεων, καθώς και ειδικών επιστημόνων με τα οποία επιβαρύνεται μια επιχείρηση, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της με την προϋπόθεση, ότι το ξενοδοχείο βρίσκεται εντός του νομού, στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα ή κάποιο υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με τα πιο πάνω έξοδα, ενώ με τις αντικατασταθείσες διατάξεις το ξενοδοχείο παραμονής έπρεπε να βρίσκεται μόνο στο Δήμο, στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα της επιχείρησης ή υποκατάστημα αυτής.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. ζ’ του άρθρου 39 του ν. 3296/2004, για δαπάνες που πραγματοποιούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2006 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2, προστέθηκε νέο εδάφιο στην περίπτωση θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις παρέχεται η δυνατότητα και στις ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών να σχηματίζουν πρόβλεψη για την απόσβεση των επισφαλών απαιτήσεών τους. Η πρόβλεψη αυτή υπολογίζεται με ποσοστό 0,5% επί της αξίας της προμήθειας που εισπράττουν και η οποία αναγράφεται στα πινακίδια που εκδίδουν, ανεξάρτητα αν αυτά εκδίδονται προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες. Επισημαίνεται ότι για μεταβιβάσεις μετοχών που γίνονται από το Δημόσιο, Ο.Τ.Α, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα και λοιπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα δεν θα υπολογίζεται πρόβλεψη, καθόσον τα νομικά αυτά πρόσωπα δεν ανήκουν στους επιτηδευματίες ή ιδιώτες που θέτει ως προϋπόθεση ο νόμος. Επίσης, για τον υπολογισμό της πρόβλεψης θα πρέπει στα πινακίδια που εκδίδουν οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών να αναγράφονται τα στοιχεία που ορίζονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι οδηγίες που έχουν δοθεί με τις αριθ. 1012212/10171/Β0012/ΠΟΛ.1016/7.2.2005 και 1022452/10255/Β0012/ΠΟΛ.1036/2.3.2006 εγκυκλίους.
Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. ζ’ του άρθρου 39 του ν. 3296/2004, για αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων που διενεργούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2006 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, οι παράγραφοι 17, 18 και 19 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αναριθμήθηκαν σε 19, 20 και 21, αντίστοιχα και προστέθηκαν νέες παράγραφοι 17 και 18. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται, ότι οι αμοιβές σε χρήμα ή σε είδος δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, όταν η παροχή ή η λήψη αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα ακόμα και αν η καταβολή αυτών πραγματοποιείται στο εξωτερικό. Η ρύθμιση αυτή εισάγεται στο πλαίσιο εφαρμογής της Σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές, η οποία έχει κυρωθεί με τον ν. 2656/1998 (ΦΕΚ Α’265).
Επιπλέον, οι ποινικές ρήτρες, τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται εξαιτίας αθετήσεως συμβατικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων ή παραβάσεων διατάξεων νόμου κλπ., δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εμπίπτουν οι τόκοι υπερημερίας, καθόσον με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε εκπίπτουν όλοι οι τόκοι χωρίς να γίνεται διάκριση ως προς το είδος των τόκων (συμβατικοί ή υπερημερίας) (1003821/10037/Β0012/ΠΟΛ.1005/14.01.2005 Α.Υ.Ο.).
Τα ανωτέρω ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 01.01.2006 και μετά.

4. Σύμφωνα με τις περιπτώσεις ι’ και ιη’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν.2238/1994, τα δικαιώματα ή αποζημιώσεις, τα έξοδα για διοικητική υποστήριξη, οργάνωση, αναδιοργάνωση, που καταβάλλουν από 1/1/2005 οι ημεδαπές επιχειρήσεις σε αλλοδαπές (θυγατρικές σε μητρικές ή σε άλλες εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο) εφόσον υπερβαίνουν ορισμένα ποσά, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, εφόσον προεγκριθούν από την Επιτροπή που συστάθηκε στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων της περίπτωσης ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν.2238/1994.
Είναι γεγονός ότι το θέμα των υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών έχει καταστεί το μεγαλύτερο ζήτημα που απασχολεί τις επιχειρήσεις και φορολογικές αρχές παγκοσμίως, ενώ το θέμα της τεκμηρίωσης που πρέπει να προσκομίσουν οι επιχειρήσεις για να δικαιολογήσουν τις τιμολογήσεις μέσα στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού ομίλου είναι το κύριο σημείο αμφισβητήσεων με τις φορολογικές αρχές.
Πρόσφατα, στις 28/7/2006 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. το ψήφισμα του Συμβουλίου της Ε.Ε. για την αποδοχή ενός Κώδικα Δεοντολογίας σχετικά με τους κανόνες τεκμηρίωσης τιμών στις ενδοομιλικές συναλλαγές στην Ε.Ε.
Ο Κώδικας αυτός έχει στόχο να διευκολύνει το έργο των φορολογικών αρχών αυξάνοντας τη διαφάνεια των εταιρειών που συναλλάσσονται με συνδεδεμένες εταιρείες σε άλλα κράτη-μέλη και να μειώσει τις προστριβές μεταξύ των επιχειρήσεων και των φορολογικών αρχών.
Στα πλαίσια του κώδικα αυτού δεοντολογίας θα αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά τους διενεργούμενους φορολογικούς ελέγχους στις συναλλαγές εταιρειών με άλλες συνδεδεμένες εταιρείες με σκοπό την αποφυγή διενέξεων μεταξύ επιχειρήσεων και φορολογικών αρχών.
Ενόψει των ανωτέρω και μέχρι της οριστικής διευθέτησης του θέματος αυτού, για τις ως άνω δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1/1/2005 μέχρι 31/12/2008 δεν απαιτείται προέγκριση αυτών από την Επιτροπή που ορίζει η διάταξη του νόμου για την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.
Με τις νέες διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού ανατίθεται ο έλεγχος των υπόψη δαπανών που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2008 στις επιτροπές που λειτουργούν στα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.) και στα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.), όπως ισχύει και για τις ίδιες δαπάνες των χρήσεων 2001-2004.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι προσφυγές που έχουν ασκηθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων ι’ και ιη’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν.2238/1994, θεωρούνται ως μη ασκηθείσες και δεν εξετάζονται.

 

Άρθρο 9: Λοιπές διατάξεις

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του ν.2238/1994, αναφορικά με την υποχρέωση των επιχειρήσεων για δήλωση της ζημίας και στα επόμενα οικονομικά έτη από αυτό που είχε προκύψει, προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμα συμψηφισμού με κέρδη επομένων χρήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2238/1994.
Ειδικότερα, με τις αντικατασταθείσες διατάξεις οριζόταν, ότι «παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση που αναγράφει τη ζημία που προέκυψε στο ίδιο ή τα προηγούμενα αυτού οικονομικά έτη, του στερεί το δικαίωμα να τη συμψηφίσει με εισοδήματα του ίδιου και των επομένων ετών. Η Διοίκηση ερμηνεύοντας τις διατάξεις αυτές, είχε δεχθεί ότι, για να μη χάσει το δικαίωμα μεταφοράς της ζημίας της μία επιχείρηση θα έπρεπε να δηλώνει αυτή και με τις δηλώσεις των επομένων οικονομικών ετών, έστω και αν στα έτη αυτά είχαν προκύψει ζημίες από τα βιβλία της. Αντίθετα, το ΣτΕ έκρινε (απόφαση 3431/1997) ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκούσε η εμπρόθεσμη δήλωση της ζημίας μόνο κατά το οικονομικό έτος που προέκυψε και όχι και στα επόμενα οικονομικά έτη που η επιχείρηση είχε επίσης ζημία. Ενόψει των ανωτέρω αντίθετων απόψεων, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, τροποποιήθηκε το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του ν.2238/1994, με συνέπεια οι επιχειρήσεις να διατηρούν το δικαίωμα μεταφοράς της ζημίας που προέκυψε από επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ. στα επόμενα έτη, εφόσον η ζημία έχει δηλωθεί μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους που προέκυψε, χωρίς να απαιτείται η δήλωση της ζημίας αυτής και με τις δηλώσεις των επομένων οικονομικών ετών, όταν τα αποτελέσματα είναι ζημιογόνα.
Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι η ανωτέρω ρύθμιση έχει εφαρμογή και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν στις φορολογικές αρχές και στα φορολογικά δικαστήρια.

2. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού προστέθηκε στην παράγραφο 11 του άρθρου 105 του ν.2238/1994 νέο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, για το ποσό της ζημίας ανώνυμης εταιρείας, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή άλλου νομικού προσώπου της παρ. 1 του άρθρου 101 του ίδιου νόμου, που αποσβένεται με μείωση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, χάνεται το δικαίωμα μεταφοράς της ζημιάς αυτής στα επόμενα έτη για συμψηφισμό με κέρδη, και κατά συνέπεια δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν.2238/1994. Με τη διάταξη αυτή υιοθετείται η άποψη του ΝΣΚ που διατυπώθηκε στην αριθμ. 33/1981 γνωμοδότησή του και η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τη Διοίκηση (Ε81/2/ΠΟΛ97/1981) και σύμφωνα με την οποία, η υπόψη ζημία δεν μπορεί να συμψηφισθεί με κέρδη επομένων χρήσεων, καθόσον μετά τη διαγραφή της δεν εμφανίζεται πλέον στο όνομα της εταιρείας.

3. Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού προστέθηκε στην παράγραφο 3 του άρθρου 28 του ν.2238/1994 περίπτωση ι’ με την οποία αντιμετωπίζεται φορολογικά η ωφέλεια που αποκτά μία επιχείρηση λόγω παραίτησης της πιστώτριάς της επιχείρησης από την είσπραξη ολόκληρης της χρηματικής οφειλής ή μέρους αυτής που είχε προς αυτή (άφεση χρέους). Με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, η ωφέλεια αυτή αποτελεί για την ωφελούμενη επιχείρηση εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, φορολογούμενο με τις γενικές διατάξεις και κατά ρητή διατύπωση του νόμου, για την υπόψη ωφέλεια δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας δωρεών. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για να έχουν εφαρμογή τα ανωτέρω είναι η διευθέτηση του χρέους να έχει γίνει μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής τους συνεργασίας (χορήγηση πίστωσης κλπ.)
Διευκρινίζεται, ότι αν η επωφελούμενη επιχείρηση από τη ρύθμιση με τον πιστωτή έχει ζημίες στην οικεία χρήση, η υπόψη ωφέλεια συμψηφίζεται με τη ζημία και το θετικό αποτέλεσμα που προκύπτει ενδεχόμενα υπόκειται σε φορολογία. Σε αντίθετη περίπτωση, αν προκύπτει ζημία, αυτή μεταφέρεται για συμψηφισμό στα επόμενα έτη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κ.Φ.Ε.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περίπτωση ε’ του άρθρου 39 του ν.3522/2006, για την ωφέλεια που προκύπτει, σύμφωνα με τα πιο πάνω, από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1 Ιανουαρίου 2006 και μετά.

4. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού καταργήθηκε η παράγραφος 5 του άρθρου 9 του ν.2992/1993, σύμφωνα με την οποία, κατά το μετασχηματισμό των επιχειρήσεων με βάση τις ευεργετικές διατάξεις του ν.2166/1993 ή της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του ν.2515/1997, η ζημία της μετασχηματιζόμενης επιχείρησης που μεταφερόταν στον ισολογισμό της νέας εταιρείας, μπορούσε κατά το μέρος αυτής που αναγνωρίζετο φορολογικά και δεν συμψηφιζόταν με κέρδη, να συμψηφισθεί με κέρδη της νέας εταιρείας κατά τις επόμενες δύο χρήσεις αυτής. Η κατάργηση του δικαιώματος μεταφοράς της ζημίας αυτής καταλαμβάνει, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, τους μετασχηματισμούς που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 22 Δεκεμβρίου 2006 και μετά, καθώς και τους μετασχηματισμούς των οποίων έχει ήδη αρχίσει η διαδικασία πραγματοποίησής τους, αλλά η ολοκλήρωσή τους συντελείται (χορήγηση ΑΡΜΑΕ) μετά τον ανωτέρω χρόνο δημοσίευσης του νόμου, ήτοι μετά την 22η Δεκεμβρίου 2006.

5. Με βάση την περίπτωση ε’ της παραγρ.1 του άρθρου 1 του ν.2166/1993, στις ευεργετικές διατάξεις των άρθρων 1 – 5 του ίδιου νόμου εμπίπτει και η εισφορά από λειτουργούσα επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων κλάδων ή τμημάτων της σε λειτουργούσα ανώνυμη εταιρεία. Όπως διευκρινίσθηκε με την 1028579/10072/ΠΟΛ1062/1989 εγκύκλιο, κλάδος επιχείρησης νοείται ο βιομηχανικός, εμπορικός ή παροχής υπηρεσιών και ως τμήμα επιχείρησης, αυτοτελές μέρος κλάδου, του οποίου οι δραστηριότητες παρακολουθούνται διακεκριμένα στα βιβλία από τις δραστηριότητες άλλων τμημάτων. Αντίθετα, στην έννοια του κλάδου δεν εμπίπτουν οι «συμμετοχές».
Ήδη, με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού και προκειμένου να προωθηθεί η πραγματοποίηση μεγάλων έργων στην Ελλάδα προβλέπεται, ότι, για σκοπούς εφαρμογής της περ.ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.2166/1993, ως κλάδος ή τμήμα επιχείρησης λογίζεται και η εισφορά σε λειτουργούσα ανώνυμη εταιρεία του συνόλου των «συμμετοχών» ή μέρους αυτών, χωρίς την εισφορά άλλου κλάδου ή τμήματος, αλλά με την προϋπόθεση όμως, ότι οι υπόψη συμμετοχές αφορούν σε επιχειρήσεις που, είτε διενεργούν αυτοχρηματοδοτούμενα ή συγχρηματοδοτούμενα δημόσια έργα, είτε έχουν ως αντικείμενο εργασιών τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα του άρθρου 2 του ν.3389/2005.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή για εισφορές των υπόψη «συμμετοχών» που διενεργούνται από τη δημοσίευση του νόμου , δηλαδή από 22/12/2006 και μετά.

6. Με την παράγραφο 7 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν οι περιπτώσεις β’ και γ’ της παραγράφου 25 του άρθρου 59 του ν.2396/1996, που αναφέρονται στη φορολογία των εισοδημάτων που προκύπτουν από ελληνικά πιστοποιητικά (ΕΛΠΙΣ). Τα πιστοποιητικά αυτά είναι τίτλοι που αντιπροσωπεύουν μετοχές αλλοδαπών εταιρειών που εδρεύουν κυρίως στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και εκδίδονται αποκλειστικά από τράπεζες που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα και οι οποίες έχουν λάβει σχετική άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χ.Α. (παραγρ. 14 ).
Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις της περ β’ της παρ.25 του άρθρου 59 του ν. 2396/1996 ορίζεται, ότι στους τόκους και στα μερίσματα που αποκτούν κάτοικοι Ελλάδος από τα πιο πάνω ΕΛΠΙΣ υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 29% από 1.12006 μέχρι 31.12.2006 και με συντελεστή 25% από 1.1.2007 και μετά. Η παρακράτηση φόρου ενεργείται από την εκδότρια ημεδαπή τράπεζα στο ποσό των μερισμάτων ή τόκων που της διανέμει η αλλοδαπή εταιρεία ,αφού προηγουμένως το αναγάγει σε μικτό ποσό με την προσθήκη σε αυτό του ποσού φόρου που έχει παρακρατηθεί ενδεχομένως στην αλλοδαπή. Από το ποσό φόρου που προκύπτει με τον τρόπο αυτό, η τράπεζα εκπίπτει το ποσό φόρου που έχει παρακρατηθεί στην αλλοδαπή και αποδίδει στο Δημόσιο τη διαφορά. Για την εφαρμογή των ανωτέρω, απαιτείται βεβαίωση στην οποία θα αναγράφεται το ποσό των πιο πάνω εισοδημάτων και του αντίστοιχου ποσού φόρου που παρακρατήθηκε.
Στη συνέχεια, η τράπεζα υποχρεούται με βάση την περίπτωση γ’ να αποδίδει στο δημόσιο το ποσό φόρου, που προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από αυτόν μέσα στον οποίο εισέπραξε τα υπόψη εισοδήματα από την αλλοδαπή.
Τέλος, με το τελευταίο εδάφιο της υπόψη περίπτωσης γ’ ορίζεται, ότι με την καταβολή του πιο πάνω φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα.

7. Με την παράγραφο 8 του άρθρου αυτού καταργήθηκαν από την 1 Ιανουαρίου 2006 και μετά οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν.3229/2004 (ΦΕΚ Α’38), με βάση τις οποίες, οι τραπεζικές, ασφαλιστικές και οι λοιπές εταιρείες με μετοχές εισηγμένες στο Χ.Α., καθώς και οι θυγατρικές τους κατά ποσοστό 95% και άνω είχαν τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζουν κάθε χρόνο την αναπόσβεστη αξία των κτιρίων τους και την αξία των εδαφικών τους εκτάσεων σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 16.
Όπως αναφέρεται και στην Εισηγητική Έκθεση του νόμου, η κατάργηση έγινε, γιατί μετά την καθιέρωση των Δ.Λ.Π., το θέμα της αναπροσαρμογής των κτιρίων και εγκαταστάσεων των πιο πάνω επιχειρήσεων στην εύλογη αξία τους ρυθμίζεται πλέον εξαντλητικά από τις διατάξεις του μεταγενέστερου νόμου ν.3301/2004.

8. Με την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού προστέθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 27 του ν.2703/1999 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, ο φόρος 0,15% δεν επιβάλλεται επί της αξίας των εισηγμένων μετοχών σε αλλοδαπά χρηματιστήρια όταν μεταβιβάζονται από κατοίκους Ελλάδος (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) και εφόσον μεταξύ του Χ.Α.Α. και του συγκεκριμένου κάθε φορά αλλοδαπού χρηματιστηρίου μέσω του οποίου πραγματοποιείται η πώληση έχει δημιουργηθεί κοινό ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και περαιτέρω, για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται η καταβολή ανάλογου φόρου (φόρου συναλλαγών) στην αλλοδαπή. Σημειώνεται ότι στις πιο πάνω διατάξεις υπάγεται η πώληση μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο της Κύπρου. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περ. ιγ’ του άρθρου 39 του κοινοποιούμενου νόμου,
για πωλήσεις μετοχών που ενεργούνται από τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή από 22 Δεκεμβρίου 2006 και μετά.

 

Άρθρο 10: Μεταβίβαση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν.2238/1994. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της κατώτατης αξίας των μη εισηγμένων στο Χ.Α.Α. μετοχών που μεταβιβάζονται με επαχθή αιτία(πώληση), πάνω στην οποία επιβάλλεται ο προβλεπόμενος από τις ίδιες διατάξεις φόρος 5%. Ο πιο πάνω τρόπος υπολογισμού είναι ακριβώς ο ίδιος με αυτόν που οριζόταν από την 1030366/10307/Β0012/ΠΟΛ1053/2003 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία είχε εκδοθεί κατά εξουσιοδότηση της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν.3091/2002 και απλά ενσωματώθηκε στο νόμο, γιατί το αντικείμενο της φορολογίας δεν μπορεί, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος, να αποτελεί αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.

2. Περαιτέρω, με την περίπτωση δ’ των νέων διατάξεων, προβλέπεται, όπως και προηγουμένως, ότι σε περίπτωση που από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει ως πραγματική αξία μεταβίβασης μεγαλύτερη αυτής που προκύπτει τεκμαρτά με βάση τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις α, β και γ της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε., λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή του υπόψη φόρου η συμφωνηθείσα.

3. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού προστέθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 του ν.2238/1994 καινούργιο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, όταν δικαιούχος της υπεραξίας από την πώληση μετοχών ημεδαπών ή αλλοδαπών ανωνύμων εταιρειών ΜΗ εισηγμένων σε χρηματιστήριο είναι νομικό πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 101 του ν.2238/1994, δηλαδή ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, συνεταιρισμός που τηρεί βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., δημόσια ή δημοτική επιχείρηση, εγκατεστημένο στη χώρα μας υποκατάστημα αλλοδαπής επιχείρησης, με την καταβολή του φόρου 5% δεν επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του δικαιούχου του υπόψη εισοδήματος (όπως συμβαίνει με τα φυσικά πρόσωπα, τις προσωπικές εταιρείες τα άλλα πρόσωπα της παρ 4 του άρθρου 2 του ν.2238/1994, καθώς και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα), αλλά το κέρδος (υπεραξία) από την πώληση των μετοχών υπόκειται σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, από το φόρο που προκύπτει με βάση τη δήλωση φορολογίας του νομικού προσώπου εκπίπτει το ποσό φόρου 5%, που είχε αποδοθεί στο δημόσιο κατά την πώληση των μετοχών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 109 του ν.2238/1994, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με την επόμενη παράγραφο του άρθρου αυτού. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από τη δήλωση επιστρέφεται.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 39 του κοινοποιούμενου νόμου , για εισοδήματα που προκύπτουν από την πώληση μετοχών από την 1 Ιανουαρίου 2007 και μετά.

4. Με την παράγραφο 3 τροποποιήθηκε η περίπτωση α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 109 του ν.2238/1994, ώστε να είναι δυνατή η έκπτωση του φόρου 5%, που καταβάλλουν τα νομικά πρόσωπα επί της αξίας των πωλουμένων μετοχών ΜΗ εισηγμένων σε χρηματιστήριο, από το φόρο εισοδήματος που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους.

 

Άρθρο 11: Μεταβίβαση μεριδίων εταιρειών περιορισμένης ευθύνης

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προστέθηκαν δεκατέσσερα νέα εδάφια μετά το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες αυτές διατάξεις ενσωματώνεται στο κείμενο της πιο πάνω διάταξης ο τρόπος προσδιορισμού της ωφέλειας, που προκύπτει από τη μεταβίβαση μεριδίων ημεδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, όπως αυτός έχει καθορισθεί με την αριθ. 1030366/10307/Β0012/ΠΟΛ.1053/1.4.2003 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 477 Β’), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 3091/2002.
Επισημαίνεται ότι με τις διατάξεις αυτές δεν επέρχεται καμία μεταβολή στον τρόπο υπολογισμού της ωφέλειας από τη μεταβίβαση μεριδίων Ε.Π.Ε. σε σχέση με τα προβλεπόμενα από την Α.Υ.Ο. 1030366/10307/Β0012/ΠΟΛ.1053/1.4.2003.

 

‘Αρθρο 12: Φορολογία τεχνικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 34 του ΚΦΕ με το οποίο ορίζεται η έννοια των ακαθαρίστων εσόδων, ο τρόπος προσδιορισμού των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών, καθώς και αυτών που ασχολούνται με την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων. Ειδικότερα:

Α) Με την παράγραφο 1 του νέου άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. εξακολουθεί να ορίζεται, ότι ως ακαθάριστο έσοδο των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών λαμβάνεται η αξία των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων πολυκατοικιών, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων, όπως αυτή αναγράφεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από αυτή που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, όπως προβλεπόταν και με τις προϊσχύσασες διατάξεις.
Περαιτέρω όμως, η αξία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το τίμημα μεταβίβασης το οποίο προκύπτει μετά τον έλεγχο της δήλωσης «ειδική δήλωση ΦΠΑ» την οποία υποχρεούνται να υποβάλουν οι εν λόγω επιχειρήσεις πριν από τη μεταβίβαση του ακινήτου, στην αρμόδια ΔΟΥ της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο, προκειμένου για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ σχετικά με την επιβολή ΦΠΑ στις μεταβιβάσεις οικοδομών, σύμφωνα με την 1031379/178/35/0014/ΠΟΛ 1053/27.3.2006 Υπουργική Απόφαση.
Ειδικότερα, κατά τον έλεγχο της πιο πάνω δήλωσης σύμφωνα με την 1031382/1116/ΔΕ-Α’/ΠΟΛ 1054/27.3.2006 Α.Υ.Ο. και την 1042617/1303/ΔΕ-Α’/ΠΟΛ 1071/4.5.2006 εγκύκλιο, ελέγχεται αν το δηλούμενο από τον υποκείμενο, τίμημα του μεταβιβαζόμενου ακινήτου υπολείπεται της μεγαλύτερης αξίας μεταξύ της αξίας αυτού που λαμβάνεται υπόψη στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και του δηλουμένου απολογιστικού κόστους του ίδιου ακινήτου αν πρόκειται για ακίνητο οικοδομής που έχει αποπερατωθεί ή προϋπολογιστικού κόστους του εν λόγω ακινήτου αν πρόκειται για ακίνητο οικοδομής που δεν έχει αποπερατωθεί. Στην περίπτωση όμως που ο υποκείμενος στο φόρο δεν κάνει αποδεκτή την πιο πάνω προσδιοριζόμενη αξία του ακινήτου, μπορεί να ζητήσει με αίτησή του προς το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών (Σ.Ο.Ε.) να διενεργήσει εκτίμηση της αξίας αυτού η οποία είναι δεσμευτική. Κατά συνέπεια, με τις νέες διατάξεις θεσπίσθηκε ένας πρόσθετος προσδιοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων των οικοδομικών επιχειρήσεων, το απολογιστικό ή προϋπολογιστικό κόστος της πωλούμενης οικοδομής ή η εκτίμηση της αξίας αυτού από το Σ.Ο.Ε κατά περίπτωση.
Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως προβλέπεται και με τις νέες διατάξεις, αν η αξία της οικοδομής όπως προκύπτει από άλλα επίσημα ή ανεπίσημα στοιχεία είναι μεγαλύτερη από την πιο πάνω προσδιοριζόμενη αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η μεγαλύτερη αυτή αξία.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής επαναδιατυπώνονται οι προϊσχύσασες, σχετικά με το χρόνο απόκτησης των ακαθαρίστων εσόδων των οικοδομικών επιχειρήσεων, που είναι η ημέρα σύνταξης του οριστικού συμβολαίου, ή η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο (2) έτη από την σύνταξη συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, χωρίς να έχει συνταχθεί οριστικό συμβόλαιο στο πιο πάνω χρονικό διάστημα. Επιπλέον, προστέθηκε νέο εδάφιο με το οποίο προβλέπεται ότι ειδικά στις περιπτώσεις που υπογράφεται προσύμφωνο με τον όρο της αυτοσύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 235 του Αστικού Κώδικα και εφόσον καταβάλλεται ολόκληρο το τίμημα και παραδίδεται η νομή του ακινήτου, χρόνος απόκτησης του ακαθαρίστου εσόδου, θεωρείται η ημέρα υπογραφής του προσύμφωνου αυτού.
Τέλος, με τα τελευταία δύο εδάφια της παραγράφου αυτά επαναδιατυπώνονται οι προϊσχύσασες διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες η αξία των οικοδομών που διανέμουν οι υπόχρεοι της παρ.4 του άρθρου 2 του ΚΦΕ στα μέλη τους κατά το χρόνο της λύσης τους, θεωρείται ακαθάριστο έσοδο των υπόχρεων νομικών προσώπων και φορολογείται στο όνομά τους.

Β) Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του νέου άρθρου 34 του ΚΦΕ ορίζεται, ότι τα καθαρά κέρδη των πιο πάνω επιχειρήσεων εξακολουθούν να προσδιορίζονται τεκμαρτά με την εφαρμογή του συντελεστή 15% επί των ακαθαρίστων εσόδων τους, όπως προβλεπόταν και με τις προϊσχύσασες διατάξεις.
Επισημαίνεται όμως, ότι ο πιο πάνω τεκμαρτός τρόπος προσδιορισμού των κερδών των οικοδομικών επιχειρήσεων ισχύει πλέον μόνο για τις ατομικές επιχειρήσεις και τους υπόχρεους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 στους οποίους ΔΕΝ συμμετέχουν νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ, (ΑΕ, ΕΠΕ κ.λ.π.), καθόσον με τις διατάξεις της παρ.12 του άρθρου 105 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, επεκτάθηκε ο λογιστικός τρόπος προσδιορισμού των καθαρών κερδών που είχε θεσπιστεί με τις διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 7 του ν.2940/2001 για τα νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ καθώς και για τις κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχουν, σε όλους ανεξαιρέτως τους υπόχρεους της παρ.4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε στους οποίους συμμετέχουν τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα.
Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις δεν προβλέπεται πλέον η προσαύξηση του πιο πάνω συντελεστή στην περίπτωση που οι δαπάνες κατασκευής των ανεγειρόμενων οικοδομών που εμφανίζονται στα βιβλία της επιχείρησης βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με το πραγματικό κόστος κατασκευής.
Επίσης, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται, ότι στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις ανέγερσης και πώλησης οικοδομών δεν επιδεικνύουν στο φορολογικό έλεγχο τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ ή δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ ενώ είχαν υποχρέωση, ή τηρούν βιβλία κατώτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή τηρούν ανεπαρκή ή ανακριβή βιβλία, τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της περ.γ’ της παρ.2 του άρθρου 30 του Κ.Φ.Ε, δηλαδή τα ακαθάριστα έσοδά τους προσδιορίζονται εξωλογιστικά με βάση τα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει ο αρμόδια Φορολογούσα Αρχή για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις ίδιες διατάξεις και τα καθαρά τους κέρδη προσδιορίζονται με την εφαρμογή του συντελεστή τριάντα τοις εκατό (30%) ο οποίος προκύπτει από το διπλασιασμό του συντελεστή 15%, στα έσοδα αυτά.
Επίσης, κατά τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των καθαρών κερδών τους, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε. Δηλαδή, όταν τα προκύπτοντα εξωλογιστικά καθαρά κέρδη υπολείπονται των καθαρών κερδών που προσδιορίζονται από τον έλεγχο λογιστικά, ως τελικά καθαρά κέρδη λαμβάνονται τα λογιστικώς προσδιοριζόμενα ανεξάρτητα αν αυτά αντιστοιχούν σε συντελεστή ανώτερο του 30%. Σε κάθε περίπτωση όμως ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή αντιστοιχεί στα τελικά προσδιοριζόμενα καθαρά κέρδη δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το 75%.
Τέλος με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του νέου άρθρου 34 προβλέπεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων με λυόμενα ή προκατασκευασμένα στοιχεία κι επομένως το καθαρό εισόδημα των εν λόγω επιχειρήσεων προσδιορίζεται με τις γενικές διατάξεις ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία λειτουργούν (ατομική επιχείρηση, προσωπική εταιρεία κλπ) και την κατηγορία των τηρούμενων βιβλίων του Κ.Β.Σ.

Γ) Με την παράγραφο 3 του νέου άρθρου 34 του ΚΦΕ προβλέπεται, ότι όταν ατομικές επιχειρήσεις ή πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 (προσωπικές εταιρείες, κοινοπραξίες κλπ), στα οποία ΔΕΝ συμμετέχει ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή άλλο νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 101, που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών, τηρούν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και τα λογιστικά κέρδη που προκύπτουν από τα βιβλία αυτά είναι μεγαλύτερα από τα τεκμαρτά, σε φορολογία υπόκειται το άθροισμα των τεκμαρτών κερδών και ποσοστού 40% της διαφοράς μεταξύ λογιστικών και τεκμαρτών κερδών. Το υπόλοιπο 60% της διαφοράς αυτής θα μεταφέρεται και θα εμφανίζεται στο λογαριασμό «Αφορολόγητα κέρδη οικοδομικών επιχειρήσεων» και περαιτέρω, κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίησή του θα φορολογείται με τις γενικές διατάξεις.
Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν όσα αναφέρονται στην 1035321/559/Α0012/ΠΟΛ 1084/16.3.1998 διαταγή μας σχετικά με το σχηματισμό και τη φορολόγηση του πιο πάνω αποθεματικού.
Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι στην περίπτωση που ο φορολογικός έλεγχος προσδιορίσει λογιστικά κέρδη περισσότερα από αυτά που δήλωσαν οι πιο πάνω επιχειρήσεις με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματός τους, τότε τα επιπλέον κέρδη προστίθενται στα δηλωθέντα κέρδη και φορολογούνται στο σύνολό τους, με τους ισχύοντες συντελεστές φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων. Δηλαδή κανένα ποσό από τα κέρδη αυτά δεν θα εμφανιστεί στον πιο πάνω λογαριασμό αφορολόγητων κερδών.
Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται, ότι στην περίπτωση που οι εν λόγω επιχειρήσεις αποκτούν έσοδα από την πώληση οικοδομής της οποίας η ανέγερση ολοκληρώνεται σε μεταγενέστερη χρήση, αυτές υποχρεούνται κατ’ αρχήν να δηλώσουν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος τα τεκμαρτά κέρδη που προκύπτουν με την εφαρμογή του συντελεστή 15% επί των ακαθάριστων εσόδων τους. Στην συνέχεια, κατά τη χρήση που ολοκληρώνεται η ανέγερση της οικοδομής, εφόσον τα λογιστικά κέρδη από την πώλησή της είναι μεγαλύτερα από τα τεκμαρτά αυτά κέρδη τότε θα δηλώσουν στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της χρήσης αυτής τόσο τα τεκμαρτά κέρδη όσο και το 40% της διαφοράς μεταξύ των λογιστικών και τεκμαρτών κερδών και από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος θα εκπέσουν το φόρο που έχουν καταβάλει με την προηγούμενη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και ο οποίος αναλογεί στα τεκμαρτά κέρδη.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου του κοινοποιούμενου νόμου για ακίνητα των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά.

Δ) Με την παράγραφο 4 του νέου άρθρου 34 ορίζεται η έννοια των ακαθάριστων εσόδων των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων όπως προβλεπόταν και με τις προϊσχύσασες διατάξεις, με μόνη διαφορά, ότι απαλείφθηκαν τα σχετικά εδάφια με τα οποία ορίζονταν ποιες περιπτώσεις εισφοράς δημόσιου τεχνικού έργου από τον αρχικό ανάδοχο σε άλλη εταιρεία ή κοινοπραξία δεν θεωρούνται υπεργολαβία, καθόσον με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του νέου άρθρου 34 καθιερώνεται ο λογιστικός τρόπος προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος σε όλες τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία λειτουργούν (ατομική επιχείρηση ΟΕ, ΕΕ κ.λ.π.) με αποτέλεσμα η κάθε μία επιχείρηση που συμμετέχει στην κατασκευή του έργου να φορολογείται τελικά για τα κέρδη που αποκτά από το μέρος του έργου που εκτελεί η ίδια (π.χ. υδραυλικά, ηλεκτρολογικά κλπ.).
Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών της κατασκευάστριας εταιρείας ή κοινοπραξίας στην οποία είχε εισφερθεί η εκτέλεση ολόκληρου ή μέρους του τεχνικού έργου, τα ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη της αρχικής αναδόχου (εισφέρουσας) δεν θα προσαυξάνονται κατά το μέρος που προέρχονται από το εισφερθέν αυτό τεχνικό έργο.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, με την παρούσα γίνεται δεκτό, ότι εξακολουθούν να ισχύουν όσα αναφέρονται στην 1013098/10120/Β0012/ΠΟΛ1080/30.3.2001 διαταγή μας. Δηλαδή, όταν εισφέρεται δημόσιο τεχνικό έργο σε κοινοπραξία ή σε εταιρεία, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 55 του ΚΦΕ παρακράτηση φόρου 3% εξακολουθεί να ενεργείται μόνο από τον εργοδότη (Δημόσιο, Δήμο, ν.π.δ.δ. κλπ.) κατά την καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος στον αρχικό ανάδοχο και ο φόρος αυτός θα συμψηφίζεται από την κατασκευάστρια εταιρεία ή κοινοπραξία στην οποία έχει εισφερθεί το έργο, βάσει βεβαιώσεως που χορηγεί ο ανάδοχος και στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία του εισφερθέντος έργου της κατασκευάστριας εταιρείας ή κοινοπραξίας και το ποσό του φόρου 3%.
Με βάση και τις νέες διατάξεις προβλέπεται, ότι στην περίπτωση εργολαβικής κατασκευής τεχνικών έργων ή την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του Δημοσίου, δήμων και κοινοτήτων, δημόσιων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου γενικώς, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται τα εργολαβικά ανταλλάγματα που πιστοποιούνται με τους οικείους λογαριασμούς κατά τη διάρκεια της χρήσης, τα οποία μειώνονται με τα ποσά των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης που αντιστοιχούν σε αυτό και τα οποία θεωρούνται έσοδα της χρήσης μέσα στην οποία αποδίδονται στις επιχειρήσεις που εκτελούν τα έργα. Περαιτέρω, στην περίπτωση κατασκευής ιδιωτικών τεχνικών έργων ή οικοδομών ή την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων σε ιδιώτες με υλικά του εργολάβου, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται η αξία του έργου που εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης, ενώ εάν για την κατασκευή του έργου ο εργολάβος δεν χρησιμοποιεί δικά του υλικά ως, ακαθάριστο έσοδα λαμβάνεται η αξία του έργου που εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης, χωρίς να υπολογίζεται η αξία των υλικών.

Ε) Με την παράγραφο 5 του νέου άρθρου 34 επεκτείνεται ο λογιστικός τρόπος προσδιορισμού των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων ο οποίος είχε θεσπισθεί με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 7 του ν. 2940/2001 για τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ (ΑΕ, ΕΠΕ, αλλοδαπές επιχειρήσεις κ.λ.π.) καθώς και για τις κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχουν, σε όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Επομένως, μετά την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων θα προσδιορίζουν τα καθαρά τους κέρδη με λογιστικό τρόπο, οι ατομικές επιχειρήσεις καθώς και όλοι οι υπόχρεοι της παρ. 4 του άρθρου 2 (προσωπικές εταιρείες, αστικές εταιρίες κ.λ.π.) που τηρούν τα πιο πάνω βιβλία του Κ.Β.Σ.
Επίσης, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται, ότι στην περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών των εν λόγω επιχειρήσεων εφαρμόζονται οι πιο κάτω συντελεστές καθαρού κέρδους στα αντίστοιχα κατά περίπτωση, ακαθάριστα έσοδα:
α) για τα δημόσια τεχνικά έργα ανεξάρτητα εάν τα υλικά που απαιτούνται για την εκτέλεση των έργων παρέχονται από τον εργολάβο ή από το φορέα που αναθέτει την εκτέλεση του έργου, εφαρμόζεται ο συντελεστής καθαρού κέρδους δέκα τοις εκατό (10%) στα ακαθάριστα έσοδα από την εκτέλεση των έργων αυτών, όπως ορίζονται με τις διατάξεις της παρ. 4 του νέου άρθρου 34 του ΚΦΕ, δηλαδή στα εργολαβικά ανταλλάγματα που πιστοποιούνται με τους οικείους λογαριασμούς κατά τη διάρκεια της χρήσης μειωμένα με τα ποσά των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης που αντιστοιχούν σε αυτά, τα οποία αποτελούν έσοδα της χρήσης στην οποία αποδίδονται.
β) για τα ιδιωτικά τεχνικά έργα που εκτελούνται με υλικά του εργολάβου, εφαρμόζεται ο συντελεστής καθαρού κέρδους δώδεκα τοις εκατό (12%) στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Κ.Φ.Ε, δηλαδή στα ακαθάριστα έσοδα τα οποία προσδιορίζονται εξωλογιστικά με βάση τα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει η αρμόδια για τον έλεγχο της επιχείρησης Φορολογούσα Αρχή, για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης κατά τα οριζόμενα από τις ίδιες διατάξεις και
γ) για τα ιδιωτικά τεχνικά έργα που εκτελούνται με υλικά που παρέχονται από τον φορέα ανάθεσης του έργου, εφαρμόζεται ο συντελεστής καθαρού κέρδους είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται από την αρμόδια Φορολογούσα Αρχή σύμφωνα με τα πιο πάνω.
Οι πιο πάνω συντελεστές καθαρού κέρδους διπλασιάζονται στην περίπτωση μη επίδειξης στον έλεγχο ή μη τήρησης βιβλίων και στοιχείων ή τήρησης βιβλίων κατώτερης κατηγορίας από αυτή που ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. καθώς και στην περίπτωση που τα τηρούμενα βιβλία των τεχνικών επιχειρήσεων κριθούν ανακριβή και διαμορφώνονται: ο συντελεστής 10%, σε 20%, ο συντελεστής 12% σε 24% και ο συντελεστής 25% σε 50%. Ειδικά, στην περίπτωση που τα τηρούμενα βιβλία των εν λόγω επιχειρήσεων κριθούν ανεπαρκή, οι πιο πάνω συντελεστές καθαρού κέρδους προσαυξάνονται κατά 40% και διαμορφώνονται: ο συντελεστής 10% σε 14%, ο συντελεστής 12% σε 16,8% και ο συντελεστής 25% σε 35%. Επίσης, στην περίπτωση που τα τηρούμενα βιβλία των επιχειρήσεων κριθούν ανεπαρκή ή ανακριβή, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παρ. 2 του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε.. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον τα προκύπτοντα καθαρά κέρδη σύμφωνα με τα πιο πάνω είναι μικρότερα από τα κέρδη που προσδιορίζονται από τον έλεγχο με λογιστικό τρόπο, τότε ως τελικά καθαρά κέρδη λαμβάνονται τα λογιστικώς προσδιοριζόμενα.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή αντιστοιχεί στα τελικά προσδιοριζόμενα καθαρά κέρδη δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το 75%.
Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στις περιπτώσεις Δ και Ε έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά.

2. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού προβλέπεται ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (Α.Ε., Ε.Π.Ε., δημοσίων και δημοτικών επιχειρήσεων κλπ.) που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρομένων οικοδομών ή την εκτέλεση δημοσίων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων καθώς, και των νομικών προσώπων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. (προσωπικών εταιρειών, κοινοπραξιών κλπ.) στις οποίες συμμετέχει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. με το ίδιο αντικείμενο εργασιών, στις περιπτώσεις που δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία κατώτερης της Γ’κατηγορίας ή τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανακριβή ή ανεπαρκή από τον έλεγχο ή όταν δεν επιδεικνύονται σε αυτόν βιβλία ή στοιχεία του Κ.Β.Σ. Στις περιπτώσεις αυτές ορίζεται ότι θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε..
Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται, ότι σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού εφαρμόζονται οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε., δηλαδή αν τα λογιστικά κέρδη που προσδιορίζει ο έλεγχος είναι μεγαλύτερα από αυτά που προκύπτουν εξωλογιστικά με το συντελεστή καθαρού κέρδους λαμβάνονται υπόψη τα λογιστικά. Σε κάθε όμως περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους που εφαρμόζεται (λογιστικά ή εξωλογιστικά από τον έλεγχο) δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 75%.
Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των καθαρών κερδών των οικοδομικών και τεχνικών επιχειρήσεων που λειτουργούν με τη μορφή προσωπικής εταιρείας, κοινοπραξίας κλπ. έχουν εφαρμογή και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (Ανώνυμες Εταιρείες, Ε.Π.Ε. κλπ) και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. (προσωπικές εταιρείες ή κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχουν ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ), όταν τηρούνται από αυτά ανακριβή ή μη επαρκή βιβλία, βιβλία κατώτερης κατηγορίας από αυτή που ορίζει ο Κ.Β.Σ. κλπ.

3. Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.. Με την τροποποίηση αυτή επεκτάθηκε ο λογιστικός προσδιορισμός των κερδών, που ισχύει ήδη για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του 101 του Κ.Φ.Ε. και τις κοινοπραξίες που συμμετέχει κάποιο από τα νομικά πρόσωπα αυτά τα οποία ασχολούνται με την πώληση ανεγειρομένων οικοδομών ή την εκτέλεση τεχνικών έργων, και στα νομικά της παραγράφου 4 του άρθρου 2 (προσωπικές εταιρείες κλπ.) στα οποία έχει συμμετοχή νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1 του 101 του Κ.Φ.Ε..

4. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο έχουν εφαρμογή για οικοδομές των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 και μετά καθώς και για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα, που αναλαμβάνονται από την ίδια ημερομηνία και μετά.

5. Με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε για νομοτεχνικούς λόγους το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.. Επίσης, με την παράγραφο 7 του άρθρου αυτού καταργήθηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του ν.2940/2001, καθόσον το περιεχόμενό τους σχετικά με τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών των οικοδομικών και τεχνικών νομικών προσώπων έχει πλέον ενσωματωθεί στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Άρθρο 13: Διατάξεις φορολογικής διαδικασίας

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Με τις νέες διατάξεις παρέχεται η δυνατότητα στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. να εκδώσει οριστικό φύλλο ελέγχου χωρίς να αναμένει τις απαντήσεις των αρχών (φορολογικών ή τελωνειακών) των άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. ή τρίτων χωρών, όταν μεταξύ των ελεγκτικών επαληθεύσεων γίνονται και διασταυρώσεις των ενδοκοινοτικών συναλλαγών ή των συναλλαγών με τρίτες χώρες.
Σε περίπτωση δε που στο μέλλον ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. λάβει απαντήσεις βάσει της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής με στοιχεία επιβαρυντικά για τον ελεγχόμενο φορολογούμενο, μπορεί να εκδώσει συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για φύλλα ελέγχου που εκδίδονται από τη δημοσίευση του νόμου (22/12/06) και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού προστίθενται νέα εδάφια στην παράγραφο 3 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Με τις νέες διατάξεις παρέχεται η εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών να καθορίζει με ειδικό τρόπο την αρμοδιότητα ελέγχου των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος ελεγκτικής αρμοδιότητας των Δ.Ο.Υ για τον έλεγχο των οποίων είναι αρμόδιες περισσότερες από μία Δ.Ο.Υ., όπου ανακύπτουν προβλήματα τόσο για τις ελεγκτικές υπηρεσίες όσο και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, προκειμένου να αποφεύγονται τα προβλήματα αυτά και για τον ενιαίο έλεγχο και αντιμετώπιση των ανέλεγκτων αυτών δηλώσεων. Σχετική εξουσιοδότηση παρέχεται και για τις λοιπές φορολογίες καθώς και ως προς τον Κ.Β.Σ.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού καταργούνται η παράγραφος 10 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καθώς και η παράγραφος 17 του άρθρου 19 του ν. 3091/02, με τις οποίες προβλεπόταν ότι ο τακτικός έλεγχος των επιχειρήσεων και όλων των φορολογούμενων γενικά διενεργείτο καταρχήν μόνο στις τρεις πιο πρόσφατες ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους και μόνο εφόσον συνέτρεχαν συγκεκριμένοι επιβαρυντικοί για το φορολογούμενο λόγοι επεκτείνονταν και σε άλλες ή και σε όλες τις ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους για τις οποίες δεν είχε επέλθει παραγραφή, δεδομένου ότι σήμερα πλέον για τις μικρές επιχειρήσεις προβλέπεται η δυνατότητα αυτόματου τρόπου περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεών τους μέσω της διαδικασίας του αυτοελέγχου (ν.3296/2004) και περαιτέρω ο τακτικός έλεγχος κατευθύνεται προς τις μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να ελέγχονται σε βάθος για όλες τις εκκρεμείς χρήσεις τους.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και προστίθεται νέο εδάφιο μετά από αυτό.
Με τις νέες διατάξεις:
α) Επιδιώκεται η αποσυμφόρηση των υποθέσεων που παραπέμπονται στην επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που αποτελείται από τον αρμόδιο επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και από εκπρόσωπο του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Οικονομικού Επιμελητηρίου ή του εμπορικού ή επαγγελματικού συλλόγου της περιοχής, στην οποία εδρεύει η αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Ειδικότερα, στην υπόψη επιτροπή θα παραπέμπονται πλέον οι περιπτώσεις υποχρεωτικής τήρησης βιβλίων Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. λόγω ύψους ακαθαρίστων εσόδων και από τις λοιπές περιπτώσεις, δηλαδή της νομικής μορφής και της προαιρετικής τήρησης βιβλίων και στοιχείων Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. μόνο αυτές που το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των ακαθαρίστων εσόδων που απαιτούνται για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων και στοιχείων Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των ακαθαρίστων εσόδων που απαιτούνται για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων και στοιχείων Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., η διοικητική επίλυση της διαφοράς θα διενεργείται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.
Διευκρινίζεται ότι για την εφαρμογή των παραπάνω, ως όριο ακαθαρίστων εσόδων για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς λαμβάνεται το όριο που ίσχυε για την υποχρεωτική τήρηση βιβλίων και στοιχείων Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. για την εκάστοτε ελεγχόμενη χρήση.
β) Ορίζεται η συμμετοχή παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως προέδρου στην επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς όταν αυτή διενεργείται από τα Δ.Ε.Κ ή τα Π.Ε.Κ..
Έναρξη ισχύος για συμβιβασμούς που γίνονται δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου και μετά.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Με τις νέες διατάξεις γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση, λόγω της προσθήκης νέου εδαφίου μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Με τις διατάξεις αυτές το δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε έκδοση και κοινοποίηση φύλλου ελέγχου και στην περίπτωση που δεν έχει εκδοθεί αρχικό φύλλο ελέγχου, όταν τα συμπληρωματικά στοιχεία περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής μετά την πάροδο της προβλεπόμενης αρχικά παραγραφής.
Διευκρινίζεται, ότι το φύλλο ελέγχου που θα εκδοθεί στις περιπτώσεις αυτές θα αφορά μόνο τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα συμπληρωματικά στοιχεία.
Η έναρξη ισχύος της ανωτέρω διάταξης ορίζεται, σύμφωνα με την περίπτωση ιγ’ του άρθρου 39 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 13 του ν.3296/2004.
Με βάση τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν.3296/2004, οι υπαγόμενες στη διαδικασία περαίωσης του νόμου αυτού επιτηδευματίες, εφόσον δηλώνουν ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εν λόγω άρθρα, δεν ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά Φ.Π.Α. από την άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος και οι δηλώσεις τους φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς για τα εισοδήματα και τα ποσά αυτά. Δηλαδή, ουσιαστικά ο έλεγχος των δηλώσεων περαίωσης των υπόψη επιτηδευματιών μέχρι τώρα περιορίζονταν μόνο στην ορθή συμπλήρωση των σχετικών κωδικών των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και του εντύπου Ε3 που συνυποβάλλεται με αυτές, στον ορθό υπολογισμό των εξωλογιστικών κερδών των επιχειρήσεων και στην εν γένει επιβεβαίωση των όρων και των προϋποθέσεων περαίωσης.
Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται δειγματοληπτικός έλεγχος των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν.3296/2004.
Το άρθρο 13 του ν.3296/2004 όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 13 του ν. 3522/2006 ισχύει, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου και νόμου, για δηλούμενα εισοδήματα οικονομικού έτους 2007 και μετά.

8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού προστίθεται νέο εδάφιο στη παράγραφο 7 του άρθρου 17 του ν.3296/2004.
Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται η έκδοση Υπουργικής Απόφασης με την οποία θα καθορίζεται ο τρόπος επιλογής δείγματος δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν.3296/2004, οι οποίες θα ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα.
Οι διατάξεις αυτές ισχύουν σύμφωνα με την παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου και νόμου, για δηλούμενα εισοδήματα οικονομικού έτους 2007 και μετά.

Άρθρο 14: Καταβολή φόρου πλοίων

1. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται η μετατροπή σε ευρώ των δολαρίων Η.Π.Α. ή λιρών Αγγλίας, νομίσματα στα οποία υπολογίζεται ο φόρος πλοίων Α’ κατηγορίας του ν.27/1975, με βάση την επίσημη ισοτιμία συναλλάγματος κατά τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις, κατά περίπτωση, χρόνο υποβολής της δήλωσης και όχι κατά τον χρόνο καταβολής του φόρου.
Διευκρινίζεται, ότι σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης ο φόρος υπολογίζεται με βάση την επίσημη ισοτιμία συναλλάγματος, κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής της εμπρόθεσμης δήλωσης.

2. Επίσης, με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού καθίσταται δυνατή η μηχανογράφηση της Δ.Ο.Υ Πλοίων Πειραιά με την μετατροπή σε ευρώ των βεβαιωμένων οφειλών σε δολάρια Η.Π.Α ή λίρες Αγγλίας με την ισοτιμία τις 2.1.2007.

 

Άρθρο 15: Φορολογία αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού τροποποιείται το υφιστάμενο καθεστώς που διέπει τη φορολογία των αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, καθώς και των αντίστοιχων ακίνητης περιουσίας. Ειδικότερα:

1. Με την παράγραφο 1 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 33 του ν.3283/2004 με την οποία ορίζεται πλέον, ότι τα εισοδήματα από κινητές αξίες που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από την Ελλάδα ή το εξωτερικό απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου από αυτόν που τα καταβάλλει, σε αντίθεση με τις προηγούμενες διατάξεις, που υπόκειντο σε παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του ν.2238/1994 και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείτο και η φορολογική υποχρέωση των μεριδιούχων για τα συγκεκριμένα εισοδήματα.
Περαιτέρω, προβλέπεται, ότι ειδικά για τους τόκους που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από ομολογιακά δάνεια γενικά ( Ελληνικού Δημοσίου, επιχειρήσεων, ημεδαπής ή αλλοδαπής), η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση , ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι έχουν αποκτηθεί από το αμοιβαίο κεφάλαιο τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων, διαφορετικά ο καταβάλλων τους υπόψη τόκους υποχρεούται να προβεί σε παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του ν.2238/1994. Στην περίπτωση όμως αυτή, με την παρακράτηση του φόρου επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης για τα υπόψη εισοδήματα, τόσο του αμοιβαίου κεφαλαίου, όσο και των μεριδιούχων του.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 11του άρθρου αυτού , για εισοδήματα που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από την 1 Ιανουαρίου 2007 και μετά.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 33 του ν. 3283/2004, που αναφέρεται στον τρόπο φορολογίας των αμοιβαίων κεφαλαίων. Με βάση λοιπόν τις νέες διατάξεις, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), ο οποίος περαιτέρω προσαυξάνεται ως ακολούθως, ανάλογα με την κατηγορία κάθε αμοιβαίου κεφαλαίου βάσει της υπ’ αριθ. 1/317/11.11.2004 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ 1746Β’/26.11.2004), όπως εκάστοτε ισχύει:
α) για αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων άνευ προσαυξήσεως
β) για ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, κατά είκοσι πέντε εκατοστά της μονάδας (0,25)
γ) για μικτά αμοιβαία κεφάλαια, κατά πέντε δέκατα της μονάδας (0,5)
δ) για μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια και για κάθε άλλο τύπο αμοιβαίων πλην των αναφερομένων πιο πάνω περιπτώσεων, κατά μία (1) μονάδα.
Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου από την ΑΕΔΑΚ.
Σε περίπτωση αμοιβαίου κεφαλαίου το οποίο επενδύει το ενεργητικό του σε μερίδια άλλων αμοιβαίων κεφαλαίων (άρθρο 23 του ν. 3283/2004), ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται ανάλογα με την κατηγορία στην οποία κατατάσσεται το αμοιβαίο αυτό κεφάλαιο με βάση την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο φόρος ο οποίος αναλογεί επί των επιμέρους αμοιβαίων κεφαλαίων και έχει καταβληθεί εκπίπτεται μέχρι του ποσού του οφειλόμενου φόρου από το αμοιβαίο κεφάλαιο του παρόντος εδαφίου.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς ή της κατάταξης του αμοιβαίου κεφαλαίου, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.
Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων του. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του ίδιου άρθρου από 1 Ιανουαρίου 2007 και μετά.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 39 του ν.3371/2005 με την οποία ορίζεται πλέον, ότι τα εισοδήματα από κινητές αξίες που αποκτούν οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου από την Ελλάδα ή το εξωτερικό απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου από αυτόν που τα καταβάλλει, σε αντίθεση με τις προηγούμενες διατάξεις, που υπόκειντο σε παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του ν.2238/1994 και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείτο και η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας για τα συγκεκριμένα εισοδήματα.
Περαιτέρω, προβλέπεται, ότι ειδικά για τους τόκους που αποκτούν οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου από ομολογιακά δάνεια γενικά (Ελληνικού Δημοσίου, επιχειρήσεων, ημεδαπής ή αλλοδαπής), η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση ,ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι έχουν αποκτηθεί από την Α.Ε.Ε.Χ. τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων, διαφορετικά ο καταβάλλων τους υπόψη τόκους υποχρεούται να προβεί σε παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του ν.2238/1994. Στην περίπτωση όμως αυτή, με την παρακράτηση του φόρου επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης της Α.Ε.Ε.Χ. για τα υπόψη εισοδήματα.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 11του άρθρου αυτού, για εισοδήματα που αποκτούν οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου από την 1 Ιανουαρίου 2007 και μετά.

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 39 του ν. 3371/2005, σχετικά με τη φορολογία των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Με τις νέες διατάξεις, ορίζεται, ότι οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρεούνται σε καταβολή φόρου, ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον διαθεσίμων σε τρέχουσες τιμές.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.
Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του ίδιου άρθρου, για τα εισοδήματα που αποκτούν οι Α.Ε.Ε.Χ. από 1.1 2007 και μετά.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού καταργήθηκε η παράγραφος 6 του άρθρου 16α του ν. 2459/1997,με βάση την οποία, στις εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και στα αμοιβαία κεφάλαια επιβαλλόταν φόρος εισοδήματος επί των αποδόσεων που προέκυπταν από συμβάσεις ή πράξεις παραγώγων και υπολογιζόταν με 2‰ επί του μέσου όρου των ποσών βάσης που αφορούσαν στις πράξεις ή στις συμβάσεις των παραγώγων αυτών .Η κατάργηση έγινε λόγω του πιο πάνω νέου τρόπου φορολογίας των αμοιβαίων κεφαλαίων και Α.Ε.Ε.Χ. και αφορά, κατά ρητή διατύπωση του νόμου τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2007 και μετά.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 20 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295Α’), σχετικά με τη φορολογία των « αμοιβαίων κεφαλαίων ακινήτων» .Με τις νέες διατάξεις ορίζεται, ότι η φορολόγηση των κερδών τους γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 2 και 3 του ν. 3283/2004, όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα.
Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, λογίζεται καθημερινά και αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του. Η καταβολή του φόρου γίνεται στο όνομα και για λογαριασμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.
Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων του.
Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου αυτού, για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2007 και μετά.

7. Με την παράγραφο 7 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 31 του ν.2778/1999, σχετικά με τη φορολογική αντιμετώπιση των εισοδημάτων από κινητές αξίες που αποκτούν οι «εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία». Σύμφωνα λοιπόν με τις νέες διατάξεις, τα πιο πάνω εισοδήματα που αποκτούν οι εταιρείες αυτές από την Ελλάδα ή το εξωτερικό απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου από αυτόν που τα καταβάλλει, σε αντίθεση με τις προηγούμενες διατάξεις, που υπόκειντο σε παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του ν.2238/1994 και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείτο η φορολογική τους υποχρέωση για τα συγκεκριμένα εισοδήματα.
Περαιτέρω, προβλέπεται, ότι ειδικά για τους τόκους που αποκτούν οι υπόψη εταιρείες από ομολογιακά δάνεια γενικά ( Ελληνικού Δημοσίου, επιχειρήσεων, ημεδαπής ή αλλοδαπής), η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται με την προϋπόθεση, ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι έχουν αποκτηθεί από την Α.Ε.Ε.Χ. τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων, διαφορετικά ο καταβάλλων τους υπόψη τόκους υποχρεούται να προβεί σε παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του ν.2238/1994. Στην περίπτωση όμως αυτή, με την παρακράτηση του φόρου επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης της Α.Ε.Ε.Χ. για τα υπόψη εισοδήματα.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου αυτού, για εισοδήματα που αποκτούν οι «εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία» από την 1 Ιανουαρίου 2007 και μετά.

8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 σχετικά με τη φορολογία των «εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία». Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις οι εταιρείες αυτές υποχρεούνται να καταβάλλουν φόρο δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς) προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα. Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύσεων. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας και των μετόχων της. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, όπως ισχύουν κάθε φορά.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου αυτού για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1 Ιανουαρίου 2007 και μετά.

9. Με την παράγραφο 9, λόγω των πιο πάνω τροποποιήσεων στη φορολογία των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, καταργήθηκαν οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 114 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Επιπλέον η παράγραφος 5 αναριθμήθηκε σε 4 και τροποποιήθηκε ούτως ώστε με τις νέες διατάξεις να προβλέπεται η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των μερισμάτων που διανέμουν οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου στους μετόχους τους.
Επίσης, με την παράγραφο 10 του άρθρου αυτού, για νομοτεχνικούς λόγους, αναριθμήθηκε η παράγραφος 7 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε. σε 5.