Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων
Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ'ΑΡΙΘ. 356 Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων
ΦΕΚ Α' 90/05-04-1974
(Σύμφωνα με τις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 8 του ν. 4224/2013 ορίζεται ότι:
8. Όπου στις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Α' 90), όπως ισχύει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, αναφέρεται η Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο ή το Δημόσιο Ταμείο, νοείται η Φορολογική Διοίκηση, με την εξαίρεση των διατάξεων των άρθρων 54, 55 και 62 του ν.δ. 356/1974.
9. Όπου στις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Α' 90) αναφέρεται αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών, αυτή ασκείται από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, με την εξαίρεση των άρθρων 3 παράγραφος 5, 62 παράγραφος 1 και 85, η άσκηση των οποίων παραμένει στον Υπουργό Οικονομικών.)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου,
απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρο 1. Είσπραξις Δημοσίων Εσόδων
1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος.
2. Ως δημόσια έσοδα θεωρούνται και αι απαιτήσεις ων κατέστη δικαιούχον το Δημόσιον εκ καθολικής ή ειδικής διαδοχής.
Άρθρο 2. Όργανα εισπράξεως - Νόμιμος τίτλος
1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, η είσπραξη των δημοσίων εσόδων ανήκει στην αρμοδιότητα της Φορολογικής Διοίκησης και των λοιπών οργάνων που ορίζονται με ειδικές διατάξεις για το σκοπό αυτόν ή των ειδικών ταμιών, στους οποίους έχει ανατεθεί η είσπραξη ειδικών εσόδων. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων δύναται με απόφασή του να μεταβιβάζει αρμοδιότητες και να αναθέτει τα καθήκοντα του ιδίου ή της Φορολογικής Διοίκησης, που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα και την κείμενη νομοθεσία, σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης. Επίσης, δύναται, με απόφασή του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να ανακαλεί οποτεδήποτε εγγράφως κάθε μεταβίβαση αρμοδιότητας, ανάθεση καθήκοντος και εξουσιοδότηση κατά το παρόν άρθρο.
Κατ’ εξαίρεση η είσπραξη των δημοσίων εσόδων μπορεί να ανατεθεί στις Τράπεζες ή σε άλλους οργανισμούς κοινής ωφέλειας ή πιστωτικούς οργανισμούς ή στα ελληνικά ταχυδρομεία (ΕΛ-ΤΑ) καθώς και σε άλλες δημόσιες αρχές. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για την είσπραξη των εσόδων των Ο.Τ.Α., ο οργανισμός εσωτερικής υπηρεσίας των οποίων προβλέπει ειδική ταμειακή υπηρεσία. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία της είσπραξης καθώς και ο έλεγχος για την είσπραξη αυτών.
2. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, νόμιμο τίτλο αποτελούν:
α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής.
β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή.
γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
3. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται από τη Φορολογική Διοίκηση μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στη Φορολογική Διοίκηση χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε το νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο το νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στη Φορολογική Διοίκηση. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υποχρέου και των τυχόν συνυπόχρεων ευθυνομένων τρίτων. Τυχόν παράλειψη αναφοράς των ευθυνομένων συνυπόχρεων δεν θίγει το κύρος του νομίμου τίτλου ούτε τη νομιμότητα της εισπρακτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας της εκτέλεσης. Η, για οποιονδήποτε λόγο, μερική ή ολική αναστολή του νόμιμου τίτλου δεν κωλύει την καταχώριση του συνόλου της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης.
4. Η είσπραξη:
α) Στην περίπτωση των εκτελεστών τίτλων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/ 2013) και
β) Οποιουδήποτε τίτλου, κατ' εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων επιβολής πολλαπλών τελών, πραγματοποιείται μόνο δυνάμει του τίτλου. Οι τίτλοι του προηγούμενου εδαφίου καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, αποκλειστικά, για λόγους παρακολούθησης της οφειλής, χωρίς η καταχώριση να αποτελεί όρο της νομιμότητας της εισπρακτικής διαδικασίας ή της εκτέλεσης. Επιδικαζόμενες υπέρ του Δημοσίου κάθε είδους χρηματικές αποζημιώσεις στο πλαίσιο ποινικών δικών που αφορούν αδικήματα που προβλέπονται από τη φορολογική και τελωνειακή νομοθεσία, είναι δυνατόν να εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου.
5. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται το περιεχόμενο του χρηματικού καταλόγου και των βιβλίων του παρόντος άρθρου, ο τρόπος καταχώρισης των απαραίτητων στοιχείων σε αυτά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 3. Καταβολή χρεών
1. Τα οιασδήποτε αιτίας χρέη προς το Δημόσιον καταβάλλονται εφ` άπαξ, εις δόσεις δε εφ` όσον ίδιαι διατάξεις περί τούτου ορίζουν.
2. Τα χρέη εκ συμβάσεων καταβάλλονται κατά τας υπό των συμβάσεων οριζομένας προθεσμίας.
3. Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη, υποδεικνύει, κατά το χρόνο της καταβολής, το χρέος που θέλει να πιστωθεί. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν υποδεικνύει ή η πίστωση διενεργείται χωρίς τη βούλησή του, όπως στην περίπτωση λήψης διοικητικών ή αναγκαστικών μέτρων ή συμψηφισμού που χωρεί αυτεπαγγέλτως, η Φορολογική Διοίκηση πιστώνει οποιαδήποτε οφειλή. Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.
4. ............................................................................
5. Χρηματικαί ποιναί, πρόστιμα, δικαστικά έξοδα και τέλη επιβαλλόμενα υπό των Ποινικών ή Διοικητικών Δικαστηρίων, δύνανται να καταβάλλωνται εις μηνιαίας δόσεις.
Ο αριθμός των δόσεων, τα αρμόδια όργανα διά τον καθορισμόν τούτων, ως και η παροχή εμπραγμάτου ή προσωπικής ασφαλείας διά την εξόφλησιν των δόσεων αυτών καθορίζονται διά Π. Διαταγμάτων εκδιδομένων εκάστοτε προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών.
6. Ανακτήσεις κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες έχουν κριθεί ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 107 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), που αφορούν τα καταλογισθέντα ποσά, καταβάλλονται εφάπαξ και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην πρόσκληση καταβολής της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4002/2011 (Α' 180).
Άρθρο 4. Ατομική ειδοποίησις
1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος.
Ατομική ειδοποίησις δύναται ν’αποτυπωθή άνευ αριθμού και ημερομηνίας τριπλοτύπου βεβαιώσεως επί των προς τους φορολογουμένους υπό του Μηχανογραφικού Κέντρου του Υπουργείου Οικονομικών (ΜΗ.Κ.Υ.Ο.) αποστελλομένων εκκαθαριστικών σημειωμάτων. Η τοιαύτη ατομική ειδοποίησις – εκκαθαριστικόν σημείωμα φέρει δια μηχανικού μέσου την σφραγίδα της υπηρεσίας. Η αυτή διαδικασία ακολουθείται δια τας αποτυπουμένας υπό του ΜΗ.Κ.Υ.Ο. ατομικάς ειδοποιήσεις των τελών κυκλοφορίας.
Προκειμένου περί τελών κυκλοφορίας, εισπραττομένων δια μηχανογραφικού συστήματος, η ετησία εκκαθάρισις αυτών δύναται ν’αποτυπούται επί της προσθίας όψεως των προς τους φορολογουμένους αποστελλομένων αρχικών μηχανογραφικών τριπλοτύπων εισπράξεως τύπου Όμικρον (Ο) και Δέλτα (Δ), η δε ατομική ειδοποίησις αποτυπούται επί της οπίσθιας όψεως των τριπλοτύπων τούτων άνευ αριθμού και ημερομηνίας τριπλοτύπου βεβαιώσεως τιθεμένης δια μηχανογραφικού μέσου της σφραγίδος της υπηρεσίας.
Παρ` εκάστω Δημοσίω Ταμείω τηρείται υπό του Ελεγκτού Εσόδων ίδιον βιβλίον εμφαίνον την υπό του Δημοσίου Ταμείου αποστολήν των ατομικών ειδοποιήσεων.
2. Η κατά την προηγούμενην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν.
3. Η παράλειψης αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων.
Άρθρο 5. Ληξιπρόθεσμα χρέη
Τα χρέη προς το Δημόσιο που βεβαιώνονται στα δημόσια ταμεία και τα τελώνεια του Κράτους γίνονται ληξιπρόθεσμα ως εξής:
1. Τα χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα.
2. Τα χρέη που με βάση το νόμο καταβάλλονται σε δόσεις την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο καταβληθεί κάθε δόση, σύμφωνα με τις σχετικές φορολογικές ή άλλες διατάξεις.
Αν η βεβαίωση γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας πληρωμής της πρώτης ή οποιασδήποτε επόμενης δόσης, την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα πληρωμής της δόσης, που λήγει μετά τη βεβαίωση.
3. Τα χρέη από συμβάσεις την ημέρα που σύμφωνα με τη σύμβαση πρέπει να καταβληθεί ολόκληρο ή μέρος του κεφαλαίου της οφειλής.
4. Τα χρέη από εισαγωγικά τέλη, για εμπορεύματα που βρίσκονται σε αποταμίευση, την ημέρα που λήγει, σύμφωνα με τους τελωνειακούς νόμους, η διάρκεια της αποταμίευσης, προκειμένου δε για χρέη από εμπορεύματα, που έχουν εισαχθεί με σκοπό την επανεξαγωγή , την ημέρα που λήγει η προθεσμία για επανεξαγωγή.
5. Τα χρέη δημόσιων υπόλογων από καταλογισμό, την ημέρα που ο υπόλογος είχε υποχρέωση για την εισαγωγή των εισπράξεων στο Δημόσιο, εφόσον ο καταλογισμός έγινε για παράλειψη εισαγωγής εισπράξεων, ενώ σε περίπτωση ελλείματος, την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμα και αν η εξακρίβωση είναι αδύνατη, την ημέρα κατά την οποία έχει ανακαλυφθεί, κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση της διαχείρισης, το έλλειμα.
Αν η εξακρίβωση του ελλέιματος στη διαχείριση γίνει μετά τη λήξη του οικονομικού έτους και είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ημέρας που δημιουργήθηκε αυτό, την ημέρα λήξης του οικονομικού έτους της ελλειματικής διαχείρισης.
Άρθρο 6. Τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής
1. Για οποιοδήποτε ποσό χρέους γίνεται ληξιπρόθεσμο, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει τόκους και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 53 και 57 του Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013), όπως ισχύει. Προκειμένου περί δημοσίων εσόδων, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κώδικα, πλην των τελωνειακών, το χρονικό διάστημα των δύο (2) μηνών από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυξάνεται σε έξι (6) μήνες. Πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων, δεν επιβάλλεται στις περιπτώσεις των οφειλών, οι οποίες προέρχονται από επιβολή προστίμων σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη της κείμενης νομοθεσίας.
Για χρέη από συμβάσεις οι τόκοι ορίζονται ως ανωτέρω, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση με ρητό όρο της σύμβασης, και υπολογίζονται από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που πρέπει, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβληθεί η οφειλή μερικά ή ολικά.
2. Η πίστωση χρηματικών ποσών έναντι συγκεκριμένης οφειλής αποσβένει την υποχρέωση του οφειλέτη με την ακόλουθη σειρά:
α) Έξοδα είσπραξης,
β) Τόκοι
γ) Πρόστιμο και
δ) Αρχικό ποσό της οφειλής.
3. Οι τόκοι και το πρόστιμο της παραγράφου 1 υπολογίζονται και επί των εσόδων υπέρ οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), Ειδικών Ταμείων και εν γένει νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που συνεισπράττονται με τα δημόσια έσοδα από τη Φορολογική Διοίκηση.
4. Ο οφειλέτης δύναται να ζητά απαλλαγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και αυτών προς τους τρίτους, των οποίων η είσπραξη έχει ανατεθεί στη Φορολογική Διοίκηση, από τους τόκους και το πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής της παραγράφου 1, εφόσον η μη εμπρόθεσμη καταβολή οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας. Απαλλαγή δεν χορηγείται, αν δεν έχουν εξοφληθεί, πριν από το αίτημα απαλλαγής, όλοι οι φόροι για τους οποίους επιβλήθηκαν οι τόκοι και το πρόστιμο. Το αίτημα απαλλαγής απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και:
α) Υποβάλλεται εγγράφως,
β) Περιέχει τα στοιχεία και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του οφειλέτη,
γ) Φέρει την υπογραφή του οφειλέτη ή νόμιμα εξουσιοδοτημένου προσώπου και
δ) Περιγράφει όλα τα γεγονότα και περιλαμβάνει τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ανωτέρα βία. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων αποφαίνεται επί του αιτήματος εντός τριάντα (30) ημερών και κοινοποιεί την απόφαση στον οφειλέτη κατά το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Αν η ανωτέρω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το αίτημα θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
5. Αναστολή είτε του νόμιμου τίτλου βεβαίωσης ή είσπραξης είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, από το νόμο ή βάσει απόφασης δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου, δεν απαλλάσσει τα χρέη από τους τόκους άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 4174/2013, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή, για το ποσό που εν τέλει οφείλεται.
6. Δεν υπόκεινται στους τόκους και το πρόστιμο της παραγράφου 1 οι από κάθε αιτία οφειλές:
α) Των στρατευμένων με υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, από την πρώτη ημέρα του μήνα της στράτευσής τους, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τρίτου μήνα από την αποστράτευσή τους, του μήνα της αποστράτευσης θεωρουμένου ως πρώτου, με εξαίρεση τα ελλείμματα της δημόσιας διαχείρισης και
β) Των ανηλίκων, για όσο διάστημα στερούνται εκπροσώπησης και επί ένα εξάμηνο μετά την απόκτηση αυτής.
7. Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.
Άρθρο 7. Ατομική ειδοποίηση υπερημερίας Χρόνος λήψης αναγκαστικών μέτρων
Αναγκαστικά μέτρα δεν λαμβάνονται πριν παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013 στον υπόχρεο, οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο, ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας, στην οποία αναφέρονται:
α) Το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία και τα στοιχεία του υπόχρεου,
β) Ο Α.Φ. Μ. του υπόχρεου, εφόσον έχει εκδοθεί,
γ) η ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, καθώς και παραπομπές στον αντίστοιχο αριθμό και χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή στον αριθμό του νόμιμου τίτλου, συμπεριλαμβανομένων σχετικών προθεσμιών, ημερομηνιών καταβολής και αριθμού δόσεων,
δ) Το είδος και το ποσό της οφειλής,
ε) Η εντολή καταβολής του ποσού της οφειλής,
στ) Ο τρόπος πληρωμής του ποσού της οφειλής,
ζ) Μνεία ότι οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ή οι τόκοι του άρθρου 6 του παρόντος υπολογίζονται μέχρι την ολοσχερή εξόφληση αυτής,
η) Μνεία ότι, εφόσον ο υπόχρεος δεν προβεί σε εξόφληση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ποσών που αναφέρονται σε αυτή, εκτός εάν ο υπόχρεος υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών του, εντός της ανωτέρω προθεσμίας.
Δεν απαιτείται η κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας για την επιβολή κατάσχεσης στις περιπτώσεις κατάσχεσης χρημάτων ή χρηματικών απαιτήσεων στα χέρια του υποχρέου ή τρίτου.
Η κατά το παρόν άρθρο κοινοποιούμενη ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή.
Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.
Άρθρο 8. Λήψις μέτρων διά μη ληξιπρόθεσμα χρέη
Κατ` εξαίρεσιν προκειμένου περί οφειλετών υπόπτων φυγής ή και γενικώς εάν εκ της μη αμέσου λήψεως αναγκαστικών μέτρων πιθανολογήται κίνδυνος ζημίας του Δημοσίου, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου δικαιούται να προέλθη εις την λήψιν αναγκαστικών μέτρων και πριν ή το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμον δέον όμως προς τούτο να έχη την σύμφωνον γνώμην του Ειρηνοδίκου ή της Αστυνομικής Αρχής της έδρας του Ταμείου όπου δεν εδρεύει Ειρηνοδικείον. Περί τούτου συντάσσεται πρακτικόν.
Υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις και κατά τον αυτόν τρόπον δύναται να εγγραφή υποθήκη διά παν χρέος προς το Δημόσιον.
Υφισταμένου πρακτικού κατά τ` ανωτέρω, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου δικαιούται να αρνηθή την χορήγησιν αποδεικτικού ενημερότητος των προς το Δημόσιον χρεών, δι` είσπραξιν χρημάτων ή αναχώρησιν εις το εξωτερικόν.
Όσα ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια δεν ισχύουν για το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης, το οποίο και δεν μπορεί να εφαρμοστεί όταν πρόκειται για μη ληξιπρόθεσμα χρέη.
Άρθρο 9. Απαρίθμηση αναγκαστικών μέτρων
Τα αναγκαστικά μέτρα που εφαρμόζονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι τα εξής:
1) Κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε κινητών και απαιτήσεών του, εν γένει στα χέρια τρίτου.
2) Κατάσχεση ακινήτων.
Η χρήση των αναγκαστικών αυτών μέτρων εναπόκειται στην κρίση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που είναι βεβαιωμένο το έσοδο, ο οποίος μπορεί να τα λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του. Τα αναγκαστικά μέτρα του άρθρου αυτού, καθώς και τα μέτρα του προηγούμενου άρθρου, μπορεί να λαμβάνονται είτε αθροιστικά είτε καθένα ξεχωριστά για έναν ή περισσότερους οφειλέτες και από το διοικητικό όργανο που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να κατανέμονται οι αρμοδιότητες κατά την χρήση των αναγκαστικών μέτρων και την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων της εκτελέσεως μεταξύ των προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. ή των Τελωνείων που είναι βεβαιωμένο το έσοδο και του διοικητικού οργάνου που ορίζεται με την υπουργική απόφαση και να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί, προκειμένου να εντοπιστούν περιουσιακά στοιχεία των υπόχρεων ή συνυπόχρεων προσώπων και να διασφαλιστεί η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, να ανατίθεται η έρευνα σε ελεγκτικές εταιρείες ή δικηγόρους ή δικηγορικά γραφεία ή κοινοπραξίες αυτών. Με όμοια απόφαση καθορίζεται η ειδική διαδικασία ανάθεσης η οποία εφαρμόζεται κατ’ αποκλειστικότητα στις αναθέσεις αυτές, ο τρόπος της αμοιβής του αναδόχου, που μπορεί να συνδέεται κα με το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας ή της είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.
Πράξη εκτελέσεως, που επισπεύδεται για περισσότερα από ένα χρέη, δεν κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της, εφόσον έστω και ένα από τα χρέη αυτά οφείλεται νομίμως. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που κρίθηκε ότι το χρέος ή τα χρέη οφείλονται νομίμως, αλλά για ποσό μικρότερο από εκείνο για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση.
Αμελείται η κατάσχεση ακινήτων καθώς και η κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη, εφόσον το συνολικό ύψος του χρέους υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών, σε βάρος οφειλετών, για συνολικές οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται μετά από αίτησή τους.
Άρθρο 10. Ενέργεια κατασχέσεως κινητών εις χείρας του οφειλέτου
1. Η κατάσχεσις κινητών εις χείρας του οφειλέτου ενεργείται τη εγγράφω παραγγελία του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, περιεχούσης τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν της οφειλής, υπό δικαστικού επιμελητού, ή υπαλλήλου του Δημοσίου Ταμείου, επί παρουσία ενός ενηλίκου μάρτυρος. Εν αρνήσει του προσκληθέντος μάρτυρος, ο εντεταλμένος διά την κατάσχεσιν ενεργεί μόνος, διώκεται δε ο αρνούμενος κατά το άρθρον 169 του Ποινικού Κώδικος.
Προκειμένου περί εσόδων η είσπραξις των οποίων ανατέθη εις τον Ταμιακόν υπάλληλον δύναται ούτος, εκτός έδρας του Δημοσίου Ταμείου, να ενεργήση κατάσχεσιν κινητών και οίκοθεν, εκτός εάν περί του εναντίου υπάρχη ρητή έγγραφος εντολή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
2. Περί της κατασχέσεως συντάσσεται παρουσία των συμπραττόντων και του τυχόν παρόντος οφειλέτου έκθεσις περιγράφουσα συνοπτικώς τα κατασχεθέντα, αναφέρουσα την, κατ` εκτίμησιν του ενεργούντος την κατάσχεσιν, αξίαν αυτών και περιέχουσα:
α) Τον τόπον και τον χρόνον της κατασχέσεως.
β) Τον αριθμόν και την χρονολογίαν της παραγγελίας κατασχέσεως ως και το ονοματεπώνυμον του παραγγέλοντος Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
γ) Το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός, εκάστου των συμπραττόντων προσώπων.
δ) Το συνολικόν ποσόν του χρέους του οφειλέτου ως τούτο αναγράφεται εν τη παραγγελία κατασχέσεως.
3. Μετά το πέρας της κατασχέσεως ο ενεργών την κατάσχεσιν, αναγιγνώσκει την έκθεσιν εις τα συμπράττοντα πρόσωπα και τον τυχόν παρόντα οφειλέτην.
4. Εάν η εκτίμησις της αξίας των κατασχομένων κινητών απαιτή ειδικάς γνώσεις, δύναται ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου να διορίση πραγματογνώμονα όστις χρησιμεύει και ως μάρτυς.
5. Η έκθεσις κατασχέσεως υπογράφεται υπό του ενεργήσαντος την κατάσχεσιν, του μάρτυρος και του τυχόν παρόντος και θέλοντος να υπογράψη οφειλέτου, παραδίδεται δε ή αποστέλλεται εντός δύο ημερών από της διενεργείας της κατασχέσεως εις τον επισπεύδοντα Διευθυντήν του Ταμείου.
6. Αντίγραφον της εκθέσεως παραδίδεται άμα τη κατασχέσει υπό του κατασχόντος, επί πειθαρχική ποινή και αποζημιώσει υπέρ του Δημοσίου, προς τον τυχόν παρόντα οφειλέτην ή επιδίδεται προς αυτόν εντός τεσσάρων ημερών από της ημέρας της κατασχέσεως, εφ` όσον ούτος ήτο απών. Η προθεσμία επιδόσεως παρεκτείνεται επί οκτώ ημέρας διά τους κατοικούντας εκτός της περιφερείας του Πρωτοδικείου του τόπου της κατασχέσεως.
Εάν ο καθ` ου η κατάσχεσις είναι παρών και αρνήται να παραλάβη το αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως, συντάσσεται και υπογράφεται περί τούτου πράξις υπό του κατασχόντος παρά πόδας της εκθέσεως κατασχέσεως.
7. Αντίγραφον της εκθέσεως επιδίδεται ωσαύτως εντός οκτώ ημερών από της κατασχέσεως εις το Ειρηνοδίκην του τόπου της κατασχέσεως. Ο Ειρηνοδίκης υποχρεούται να καταχωρίση περίληψιν της εκθέσεως εις ειδικόν βιβλίον μετ` αλφαβητικού των καθ` ων η κατάσχεσις ευρετηρίου.
Άρθρο 11. Εξουσίαι ενεργούντος κατάσχεσιν κινητών εις χείρας του οφειλέτου
1. Ο ενεργών την κατάσχεσιν έχει την εξουσίαν, εφ` όσον ο σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτεί τούτο, να εισέρχεται εις την οικίαν ή εις πάντα έτερον χώρον ευρισκόμενον εν τη κατοχή του καθ` ου η εκτέλεσις, να ανοίγη τας θύρας και να προβαίνη εις ερεύνας, ως και να ανοίγη κεκλεισμένα έπιπλα, σκεύη, ή δοχεία.
2. Ο ενεργών την κατάσχεσιν δύναται να ζητή την συνδρομήν της αρμοδίας διά την τήρησιν της τάξεως Αρχής η οποία υποχρεούται να παρέχη την συνδρομήν ταύτην.
3. Κατά την διάρκειαν της νυκτός, τας Κυριακάς και τας νόμω εξαιρετέας ημέρας δεν δύναται να επιβληθή κατάσχεσις κινητών εις χείρας του οφειλέτου πλην αν το μέτρον λαμβάνεται κατ` εφαρμογήν του άρθρου 8 του παρόντος οπότε παρίσταται ως μάρτυς αντί του ενηλίκου προσώπου, Δήμαρχος ή Πρόεδρος Κοινότητος ή Δημοτικός ή Κοινοτικός Σύμβουλος ή δημόσιος υπάλληλος ή αστυνομικόν όργανον.
Σε βάρος επιχειρήσεων που λειτουργούν και κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα και έχουν συνολική βεβαιωμένη ληξιπρόθεσμη οφειλή, αποκλειστικά προς το Δημόσιο, άνω του ποσού των 50.000 ευρώ, επιτρέπεται,κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, η κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη εντός της επιχείρησης κατά τις ώρες λειτουργίας αυτής και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Στη κατάσχεση κατά τις νυχτερινές ώρες παρίσταται ως μάρτυρας δημόσιος υπάλληλος ή αστυνομικό όργανο.
Άρθρο 12. Πλείονες κατασχέσεις
Οιαδήποτε προγενεστέρα κατάσχεσις του Δημοσίου ή τρίτων δεν εμποδίζει την κατά το άρθρον 10 του παρόντος κατάσχεσιν, ουδέ η παρά του Δημοσίου επιβληθείσα κατάσχεσις εμποδίζει την παρ` άλλων τοιαύτην. Η αναγγελία οιουδήποτε δεν τεκμηριοί παραίτησιν εκ της κατασχέσεως.
Κατά τας περιπτώσεις ταύτας εις απόληψιν δικαιωμάτων και εξόδων εκτελέσεως δικαιούται, φυλαττομένων των περιπτώσεων του άρθρου 22 του παρόντος Ν.Δ., μόνον εκείνος επισπεύσει του οποίου επερατώθη η κατακύρωσις και το Δημόσιον. Επισπεύδοντος του Δημοσίου τρίτος αναγγελθείς δανειστής δεν δύναται να συνεχίση τον πλειστηριασμόν.
Άρθρο 13. Συνέπεια κατασχέσεως κινητών
1. Ο οφειλέτης από της ημέρας της κατασχέσεως εάν ήτο παρών, ή εάν ήτο απών από της επιδόσεως αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως, στερείται του δικαιώματος απαλλοτριώσεως ή οπωσδήποτε διαθέσεως των κατασχεθέντων πραγμάτων πάσα δε τοιαύτη πράξις γενομένη άνευ εγγράφου συγκαταθέσεως του Διευθυντού του Ταμείου είναι άκυρος αυτοδικαίως.
2. Εάν τα κατασχεθέντα πράγματα είναι ησφαλισμένα, η κατάσχεσις ισχύει και επί της αποζημιώσεως της οφειλομένης εκ της ασφαλίσεως, της καταβολής της αποζημιώσεως εις τον καθ` ου η εκτέλεσις υπό του ασφαλιστού ούσης ακύρου μετά την έγγραφον προς αυτόν ειδοποίησιν υπό του κατασχόντος περί της γενομένης κατασχέσεως.
Άρθρο 14. Κατάσχεσις νομισμάτων και χρεωγράφων
1. Εάν τα κατασχεθέντα κινητά συνίστανται εις ημεδαπόν νόμισμα ενεργείται μετά την αφαίρεσιν των εξόδων εκτελέσεως άμεσος κατάθεσις αυτών, υπό του κατασχόντος, εις το Δημόσιον Ταμείον, επί τη εκδόσει αποδεικτικού εισπράξεως εις περίπτωσιν του οφειλέτου, γραμματίου δε παρακαταθήκης υπέρ αυτού διά το τυχόν πλεονάζον ποσόν, εφ` όσον ο οφειλέτης δεν είναι παρών ή δεν δέχεται όπως αποδοθή αυτώ τούτω αμέσως.
2. Αλλοδαπόν νόμισμα τρέπεται μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος υπό του Διευθυντού του Ταμείου εν τη περιφερεία του οποίου επεβλήθη η κατάσχεσις εις ημεδαπόν, εισαγομένον εν συνεχεία εις το Δημόσιον Ταμείον κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω εκτιθέμενα.
3. Κατασχεθέντα χρεώγραφα παραδίδονται υπό του κατασχόντος εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων επί τη εκδόσει γραμματίου παρακαταθήκης υπέρ του Δημοσίου, εξοφλουμένου εντολή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, παρ` ω είναι βεβαιωμένα τα χρέη, όστις εν συνεχεία εκποιεί ταύτα κατά τα δι` αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, εκδιδομένης κατά περίπτωσιν, οριζόμενα.
4. Τίτλοι εις διαταγήν κατάσχονται κατά τας διατάξεις του άρθρου 954 παραγρ. 1 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 15. Μεσεγγύησις κατασχεθέντων κινητών - Φύλαξις
1. Πάντα τα κατασχεθέντα κινητά, εξαιρέσει των εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένων παραδίδονται υπό του κατασχόντος εις μεσεγγυούχον ή φύλακα προς φύλαξιν.
2. Μεσεγγυούχος ορίζεται κατά την κρίσιν του ενεργούντος την κατάσχεσιν διά της εκθέσεως κατασχέσεως ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος της Κοινότητος του τόπου της κατασχέσεως ή ο αρμόδιος διά τον πλειστηριασμόν Συμβολαιογράφος ή και ο οφειλέτης.
3. Εις ην περίπτωσιν προκριθή ο ορισμός μεσεγγυούχου και ούτος αρνηθή αδικαιολογήτως την παραλαβήν, διορίζεται υπό του κατασχόντος φύλαξ υπ` ευθύνην του αρνηθέντος, εις ον και παραδίδονται τα κατασχεθέντα.
4. Περί της αρνήσεως ως και του συνεπεία ταύτης διορισμού φύλακος, συντάσσεται υπό του κατασχόντος, προσυπογραφόμενον και υπό του τυχόν μάρτυρος, πρωτόκολλον, υποβαλλόμενον μετά της εκθέσεως κατασχέσεως εις τον επισπεύδοντα Διευθυντήν του Ταμείου.
5. Ο Διευθυντής του Ταμείου δύναται, κατά την κρίσιν του, να αντικαθιστά τον μεσεγγυούχον ή τον φύλακα.
6. Κατασχεθέντα κινητά, ων η μεταφορά λόγω του όγκου ή της ιδιότητος αυτών είναι δυσχερής ή δεν δύναται να ενεργηθή άνευ βλάβης αυτών, επιτρέπεται να αφεθούν επί τόπου, σφραγιζομένων των αποθηκών ή δοχείων και διοριζομένου ως μεσεγγυούχου του οφειλέτου, εν ανάγκη δε και ως φύλακος τρίτου, υπό του κατασχόντος, τη εντολή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
7. Εν η περιπτώσει συνεπεία προηγουμένης κατασχέσεως έχουν ήδη παραδοθή τα κατεσχημένα εις μεσεγγυούχον, δεν αφαιρούνται τα κατασχεθέντα αλλά κοινοποιείται εις τούτο η κατάσχεσις από δε της κοινοποιήσεως είναι υπεύθυνος εις φύλαξιν δι` εκατέραν των κατασχέσεων μέχρι πέρατος της εκτελέσεως εκάστης τούτων.
8. Ο φύλαξ είναι υπεύθυνος ως θεματοφύλαξ διά πάσαν αμέλειαν περί την φύλαξιν, υποχρεούμενος διά την εν καιρώ προς τον επί του πλειστηριασμού παράδοσιν των κατασχεθέντων και αν ταύτα παρήγαγον καρπούς, δίδει λόγον περί αυτών.
9. Πάσα αμφισβήτησις περί του ορισμού του μεσεγγυούχου, του φύλακος ή αφορώσα την μεσεγγύησιν ή την φύλαξιν, ως και πάσα αίτησις τρίτου περί αντικαταστάσεως αυτών, εισάγεται κατά την διαδικασίαν του άρθρου 17 του παρόντος Ν. Διατάγματος ενώπιον του Ειρηνοδικείου της περιφερείας του τόπου της κατασχέσεως.
10. Εάν ο μεσεγγυούχος απεβλήθη ή απώλεσεν την κατοχήν του πράγματος εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξις της παρ. 6 του άρθρου 956 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 16. Ασυγκόμιστοι καρποί
Οι ασυγκόμιστοι καρποί θεωρούνται διά την κατάσχεσιν, επιβαλλομένην οποτεδήποτε, ως κινητά, παραλαμβανόμενοι ή αφαιρούμενοι μετά την ωρίμανσιν.
Άρθρο 17. Ακατάσχετα
1. Της κατασχέσεως εξαιρούνται:
α) Πράγματα της προσωπικής χρήσεως του οφειλέτου και της οικογενείας αυτού και ιδίως ενδύματα, κλινοστρωμναί, έπιπλα, εφ` όσον τα πράγματα ταύτα είναι απαραίτητα διά τας στοιχειώδεις ανάγκας της διαβιώσεως αυτών,
β) Τρόφιμα και καύσιμος ύλη απαραίτητα εις τον οφειλέτην και την οικογένειαν αυτού διά τρεις μήνας,
γ) Τα παράσημα και τα αναμνηστικά αντικείμενα, τα χειρόγραφα, αι επιστολαί, τα οικογενειακά έγγραφα και τα επαγγελματικά βιβλία,
δ) Τα προοριζόμενα διά την επιστημονικήν ή καλλιτεχνικήν και γενικώτερον πνευματικήν μόρφωσιν και ανάπτυξιν του οφειλέτου ή της οικογενείας αυτού βιβλία, μουσικά όργανα, εργαλεία τέχνης.
2. Επί πλέον των εν παραγρ. 1 περιουσιακών στοιχείων εξαιρούνται της κατασχέσεως επί προσώπων τα οποία πορίζονται τα προς το ζην διά καταβολής προσωπικής εργασίας, τα απαραίτητα διά την εργασίαν αυτών εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία ή άλλα πράγματα, πλην τούτων δε:
α) Επί προσώπων ποριζομένων τα προς το ζην εκ γεωργικής εργασίας και δύο αροτριώντα ζώα, εν υποζύγιον, μία δαμάλις, εξ πρόβατα, εξ αίγες, η μέχρι της προσεχούς συγκομιδής απαιτουμένη σπορά και η τροφή των ανωτέρω ζώων επί τρείς μήνας,
β) Επί προσώπων ποριζομένων τα προς το ζην εκ της κτηνοτροφίας και δώδεκα μεγάλα ζώα ή είκοσι τέσσαρα μικρά ζώα και η τροφή τούτων επί τρείς μήνας,
γ) Επί προσώπων ποριζομένων τα προς το ζην εκ της πτηνοτροφίας και εκατόν πτηνά και η τροφή αυτών επί τρείς μήνας.
3. Δεν περιλαμβάνονται εις τα ακατάσχετα αι ταχυδρομικαί επιταγαί και τα πάσης φύσεως και χρήσεως αυτοκίνητα οχήματα εξαιρέσει των υπό των αναπήρων πολέμου και διά την μετακίνησιν αυτών χρησιμοποιουμένων οχημάτων.
4. Εν περιπτώσει διαφωνίας μεταξύ του οφειλέτου και του κατασχόντος ως προς το κατασχετόν ή μη των εν ταις παραγράφοις 1 και 2 αντικειμένων, ταύτα κατάσχονται μεν αλλά παραδίδονται εις τον οφειλέτην, φέροντα πάσας τας ευθύνας του μεσεγγυούχου, η δε διαφορά λύεται υπό του Ειρηνοδικείου εις ο δύναται να απευθυνθή δι` αιτήσεως ο οφειλέτης εντός πέντε ημερών, επί ποινή απαραδέκτου, από της παραδόσεως ή επιδόσεως αυτώ του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως.
Επί της αιτήσεως, εκδικαζομένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 682 επ. του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας κλητευομένου πάντοτε του Διευθυντού του επισπεύδοντος Ταμείου, εκδίδεται απαραιτήτως απόφασις, εντός τριών ημερών, ήτις είναι αμετάκλητος.
Άρθρο 18. Περιορισμοί κατά την κατάσχεσιν
Επί πλειόνων κινητών πραγμάτων, ομοειδών ή μη, ων η αξία υπερβαίνει το διπλάσιον του συνόλου της οφειλής μετά των εξόδων και δικαιωμάτων εκτελέσεως, η κατάσχεσις επιβάλλεται, εφ` όσον είναι δυνατόν, επί πραγμάτων ων η κατά την εκτίμησιν αξία καλύπτει το διπλάσιον της οφειλής μετά των εξόδων και δικαιωμάτων εκτελέσεως.
Άρθρο 19. Πρόγραμμα πλειστηριασμού
1. Ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου ή ο κατά το άρθρον 10 εδάφ. β`. Ταμιακός υπάλληλος, μετά παρέλευσιν τουλάχιστον δέκα πέντε ημερών από της κατασχέσεως, δύναται να εκδόσει πρόγραμμα πλειστηριασμού περιέχον:
α) Το ονοματεπώνυμον και την κατοικίαν του οφειλέτου,
β) Το ποσόν της οφειλής δι` ο εγένετο η κατάσχεσις, εις ο δύναται να προσθέση και τα μετά την κατάσχεσιν βεβαιωθέντα χρέη,
γ) Το είδος των κατασχεθέντων και την κατ` εκτίμησιν αξίαν των,
δ) Την ημέραν και ώραν του πλειστηριασμού,
ε) Τον υπάλληλον επί του πλειστηριασμού, στ) τον τόπον του πλειστηριασμού και
ζ) Το ποσόν της πρώτης προσφοράς.
Οι ανωτέρω δύναται όπως αναθετούν την σύνταξιν του προγράμματος εις δικαστικόν επιμελητήν.
2. Ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου δύναται, συντάσσων νέον πρόγραμμα, να μεταβάλη τον τόπον του πλειστηριασμού και το ποσόν της πρώτης προσφοράς, φυλαττομένων όμως των διατάξεων του άρθρου 20 του παρόντος.
3. Εις περίπτωσιν μεταφοράς των χρεών του οφειλέτου εις έτερον Δημόσιον Ταμείον η διαδικασία της εκτελέσεως συνεχίζεται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου εις ο μετεφέρθησαν τα χρέη.
4. Αι περί ανατροπής της κατασχέσεως διατάξεις του άρθρου 1019 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας δεν έχουν εφαρμογήν επί κατασχέσεων επιβαλλομένων κατά την διαδικασίαν του παρόντος Ν. Διατάγματος.
Άρθρο 20. Δημοσιότης προγράμματος πλειστηριασμού
1. Τρείς τουλάχιστον ημέρας προ της ενεργείας του πλειστηριασμού δέον να τοιχοκολληθή το πρόγραμμα εις τον τόπον του πλειστηριασμού και να κοινοποιηθή προς τον οφειλέτην.
Περίληψις του προγράμματος δύναται, κατά την κρίσιν του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, να δημοσιευθή εντός της ως άνω προθεσμίας δι` εφημερίδος εκδιδομένης εν τη Δημοτική ή Κοινοτική περιφερεία του τόπου πλειστηριασμού ή εν τη πρωτευούση του Νομού.
2. Στοιχεία του προγράμματος πλειστηριασμού κοινοποιούνται εις την Διοίκησιν της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος και του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφ` όσον ο πλειστηριασμός ενεργείται εις περιοχήν της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, εις τα τοπικά δε υποκαταστήματα αυτών εις την περιφέρειαν των οποίων εδρεύει το επισπεύδον Δημόσιον Ταμείον εφ` όσον ο πλειστηριασμός ενεργείται εκτός της περιφερείας της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης.
Άρθρο 21. Ενέργεια του πλειστηριασμού
1. Ο πλειστηριασμός ενεργείται εν τω Δήμω ή τη Κοινότητι εις την περιφερείαν των οποίων εγένετο η κατάσχεσις ή εν τη έδρα του ορισθέντος μεσεγγυούχου.
Εάν η μεταφορά των κατεσχημένων εις τον τόπον του πλειστηριασμού είναι δυσχερής ή δύναται να προκύψη ζημία ή βλάβη κατά την κρίσιν του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου ο πλειστηριασμός ενεργείται όπου τα κατεσχημένα ευρίσκονται.
2. Ως ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται ημέρα Κυριακή και ώρα 10 - 12 π.μ. Εάν τα κατασχεθέντα πράγματα υπόκεινται εις φθοράν, κατά την κρίσιν του επισπεύδοντος Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου ή του κατά το άρθρον 10 εδάφ. β`. Ταμιακού Υπαλλήλου, ταύτα πλειστηριάζονται αμέσως ή εντός βραχείας προθεσμίας αναλόγως του κινδύνου. Του πλειστηριασμού τούτου, δέον οπωσδήποτε να προηγήται πράξις δημοσιότητος, είτε δι` αμέσου προ τούτου κηρύξεως, είτε διά τοιχοκολλήσεως προγράμματος εν τω τόπω του πλειστηριασμού την προτεραίαν τουλάχιστον του πλειστηριασμού.
3. Υπάλληλος επί του πλειστηριασμού ορίζεται Συμβολαιογράφος ή Ειρηνοδίκης ή Γραμματεύς του Ειρηνοδικείου εις την περιφέρειαν των οποίων υπάγεται ο ορισθείς τόπος πλειστηριασμού προς ον αποστέλλονται τα σχετικά έγγραφα του πλειστηριασμού 24 ώρας προ τούτου, εκτός εάν συντρέχη η περίπτωσις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ότε δεν απαιτείται η τήρησις της προθεσμίας ταύτης.
Εάν η αξία των κατεσχημένων, κατά την εν τη εκθέσει κατασχέσεως εκτίμησιν, δεν υπερβαίνη τα τρεις χιλιάδες (3.000) Ευρώ, τον πλειστηριασμόν δύναται να ενεργήση και οιοσδήποτε εκ των υπαλλήλων του Ταμείου, παρουσία όμως δημοσίου υπαλλήλου ή Δημοτικού ή Κοινοτικού συμβούλου ή υπαλλήλου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή αστυνομικού οργάνου.
Άρθρο 22. Διαίρεσις πλειστηριαζομένων - Εκθεσις πλειστηριασμού
1. Εάν τα πλειστηριαζόμενα πράγματα είναι επιδεκτικά διαιρέσεως, εκποιείται τόσον μέρος αυτών, όσον αρκεί, κατά την κρίσιν του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, διά την πληρωμήν των εξόδων και δικαιωμάτων εκτελέσεως και των χρεών προς το Δημόσιον και τους τυχόν αναγγελθέντας δανειστάς.
Εάν όμως είναι ανεπίδεκτα διαιρέσεως, το μετά την αφαίρεσιν των ως άνω χρεών, εξόδων και δικαιωμάτων, τυχόν πλεόνασμα, αποδίδεται τω οφειλέτη εν αρνήσει δε παραλαβής του πλεονάσματος εκδίδεται γραμμάτιον παρακαταθήκης υπέρ αυτού.
2. Περί του πλειστηριασμού συντάσσεται έκθεσις εφ` απλού χάρτου υπογραφομένη υπό, του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, του τελευταίου πλειοδότου, του τυχόν παρευρισκομένου και θέλοντος να υπογράψη οφειλέτου και δύο μαρτύρων εκ των παρισταμένων.
3. Εις την περίπτωσιν του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 21 ως πρώτος μάρτυς υπογράφει ο παραστάς κατά του πλειστηριασμού δημόσιος ή δημοτικός λειτουργός.
Άρθρο 23. Περιπτώσεις οριστικής κατακυρώσεως
1. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δύναται να κατακυρώση οριστικώς τον πλειστηριασμόν εις τον τελευταίον πλειοδότην:
1.α) εφ’ όσον η επιτευχθείσα τελευταία προσφορά δεν υπερβαίνει τα τρεις χιλιάδες (3.000) Ευρώ, είναι δε ταυτοχρόνως ανωτέρα του ημίσεος της κατά την έκθεσιν κατασχέσεως εκτιμηθείσης αξίας των πλειστηριαζομένων κινητών,
β) προκειμένου περί πλειστηριασμού των έν άρθρω 21 παράγρ. 2 εδάφ.β'. του παρόντος κινητών.
2. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο τελευταίος πλειοδότης υποχρεούται άμα τη κατακυρώσει να καταβάλη το τίμημα εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και να παραλάβη τα πράγματα, γινομένης περί τούτου μνείας εν τη εκθέσει, άλλως ενεργείται παραχρήμα και διά της αυτής εκθέσεως αναπλειστηριασμός εις βάρος του, διαρκών επί μίαν ώραν, εφαρμοζομένων αναλόγως, ως προς την ευθύνην του, των περί αναπλειστηριασμού διατάξεων του παρόντος Ν. Διατάγματος.
Άρθρο 24. Προσωρινή κατακύρωσις και έγκρισις
1. Μη συντρεχούσης περιπτώσεως οριστικής κατακυρώσεως κατά τα εν άρθρω 23 οριζόμενα ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κατακυροί προσωρινώς τα πράγματα, υπαρχούσης πλειοδοσίας, εις τον υπερθεματιστήν, μη υπαρχούσης δε τοιαύτης, εις το επισπεύδον Δημόσιον, άνευ αιτήσεως του παρισταμένου εκπροσώπου του Δημοσίου και εις την τιμήν της πρώτης προσφοράς.
Αντίγραφον της εκθέσεως του πλειστηριασμού υποβάλλεται εις τον επισπεύδοντα Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου εντός τριών ημερών από της διενεργείας του πλειστηριασμού.
2. Ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου εντός τριών ημερών από της παραλαβής του αντιγράφου της εκθέσεως δύναται να εγκρίνη ή μη την κατακύρωσιν οπότε και επιστρέφεται το τυχόν κατατεθέν πλειστηρίασμα.
Εν τη περιπτώσει της μη εγκρίσεως ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου δύναται να διατάξη επανάληψιν του πλειστηριασμού εις χρόνον οριζομένον κατά την κρίσιν του.
3. Ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να διατάξη την εφ` άπαξ επανάληψιν του πλειστηριασμού, εάν εντός της ανωτέρω προθεσμίας των τριών ημερών ζητηθή τούτο εγγράφως υπό του οφειλέτου, εν περιπτώσει καθ` ην η επιτευχθείσα προσφορά είναι κατωτέρα του ημίσεος της, κατά την έκθεσιν κατασχέσεως, εκτιμηθείσης αξίας των εκποιουμένων κινητών, και εφ` όσον προκαταβληθούν παρ` αυτού τα έξοδα του νέου πλειστηριασμού, προϋπολογιζόμενα υπό του Διευθυντού του Ταμείου.
4. Εις απάσας τας περιπτώσεις επαναλήψεως του πλειστηριασμού εκδίδεται νέον πρόγραμμα προ τριών τουλάχιστον ημερών ως εν άρθροις 19 και 20 του παρόντος, φυλαττομένης της περιπτώσεως της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του παρόντος Ν. Διατάγματος.
5. Παρερχομένης απράκτου της, εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου, τασσομένης προθεσμίας διά την έγκρισιν, ο πλειστηριασμός θεωρείται μη εγκριθείς.
Άρθρο 25. Επανάληψις πλειστηριασμού
1. Ο νέος πλειστηριασμός ενεργείται ένθα και ο πρώτος, δύναται όμως τη αιτήσει του οφειλέτου, προκαταβάλλοντος τας σχετικάς προς μεταφοράν των κατεσχημένων πραγμάτων δαπάνας, ή κατά την κρίσιν του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου έστω και άκοντος του οφειλέτου, να ενεργηθή και εν άλλω τόπω, οριζομένου νέου επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου.
2. Ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου ενεργεί μετά το πέρας του νέου πλειστηριασμού κατά τα εν άρθρω 24 παράγραφος 2 οριζόμενα.
Άρθρο 26. Ενέργεια εν περιπτώσει αναστολής ή ματαιώσεως πλειστηριασμού
Μη ενεργηθέντος του πλειστηριασμού κατά την ορισθείσαν διά του προγράμματος ημέραν συνεπεία αναστολής ή ματαιώσως εκδίδεται νέον πρόγραμμα άνευ περιορισμού ως προς τον χρόνον εκδόσεως και τον χρόνον διενεργείας του πλειστηριασμού.
Αι κοινοποιήσεις επαναλαμβάνονται άνευ χρονικού τινός περιορισμού.
Άρθρο 27. Αναπλειστηριασμός
1. Εάν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλη το πλειστηρίασμα εντός τριών ημερών από της οριστικής κατακυρώσεως, ενεργείται αναπλειστηριασμός, εις βάρος αυτού και κατ` αυτού διά πάσας τας ζημίας εκ διαφοράς πλειστηριάσματος δικαιωμάτων και εξόδων εκτελέσεως και φυλάξεως και εκ πάσης άλλης αιτίας, διώκεται δε ούτος κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος, ως οφειλέτης του Δημοσίου. Ο αναπλειστηριασμός ενεργείται κατά τα άρθρα 19 - 26 του παρόντος Ν. Διατάγματος.
2. Διά την δίωξιν του υπερθεματιστού απαιτείται βεβαίωσις υπό του Δημοσίου Ταμείου, του ποσού δι` ο διώκεται, ερειδομένη επί εγγράφου του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, περιέχοντος το ποσόν του μη κατατεθέντος πλειστηριάσματος ή την προκύψασαν εκ του αναπλειστηριασμού διαφοράν.
Άρθρο 28. Αναγγελίαι
1. Αναγγελίαι του επισπεύδοντος Δημοσίου δι` έτερα προς αυτό χρέη του οφειλέτου δύναται να δίνουν εγγράφως εντός πέντε ημερών από της ημέρας διενεργείας του πλειστηριασμού, δι` αποστολής πίνακος χρεών, συντασσομένου υπό της Δημοσίας Αρχής παρ` η τα χρέη, εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον.
2. Αι αναγγελίαι των τρίτων, πλην των αναγομένων εις απαιτήσεις, ενεχυρούχους δεν λαμβάνονται υπ’όψιν κατά την διανομήν αν το πλειστηρίασμα είναι έλαττον των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ και δεν επαρκή δια την ικανοποίησιν του συνόλου των απαιτήσεων του Δημοσίου, εν αις και αι κατά την προηγουμένην παράγραφον αναγγελθείσαι τοιαύται του Δημοσίου.
Άρθρο 29. Ενέργειαι μετά την οριστικήν κατακύρωσιν
1. Μετά την οριστικήν κατακύρωσιν ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος ενεργεί ως κατωτέρω :
α) Εάν το επιτευχθέν πλειστηριασμό, δεν υπερβαίνει τα τρεις χιλιάδες (3.000) Ευρώ και δεν υπάρχουν αναγγελίαι ενεχυρούχων δανειστών εξοφλεί εκ του πλειστηριάσματος τα δικαιώματα και έξοδα εκτελέσεως και το έκτου υπολοίπου καλυπτόμενον μέρος των χρεών προς το Δημόσιον. Υπαρχόντων ενεχυρούχων δανειστών συντάσσεται πίναξ, κατά τα εν άρθρω 974 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενα.
Εις περίπτωσιν, καθ` ην εκ της κατανομής καταλείπεται υπόλοιπον, συντάσσεται και διά τούτο πίναξ κατατάξεως των αναγγελθέντων μη ενεχυρούχων δανειστών, τοιούτων δε μη υπαρχόντων το υπόλοιπον αποδίδεται εις τον καθ` ου ο πλειστηριασμός.
β) Εάν το επιτευχθέν πλειστηριασμό υπερβαίνει τα τρεις χιλιάδες (3.000) Ευρώ και δεν ανηγγέλθησαν δανεισταί, εξοφλεί εκ τούτου τα δικαιώματα και έξοδα εκτελέσεως και τα χρέη προς το Δημόσιον, τυχόν δε υπόλοιπο τούτου αποδίδεται εις τον καθ’ ου ο πλειστηριασμός.
Εις περίπτωσιν καθ` ην ανηγγέλθησαν δανεισταί, συντάσσει πίνακα κατατάξεως κατά τα εν άρθρω 974 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενα.
2. Εάν ο ενεργήσας τον πλειστηριασμόν δεν είναι συμβολαιογράφος αποστέλλει τον πίνακα κατατάξεως μετά πάντων των σχετικών προς τον αρμόδιον συμβολαιογράφον, από δε της υπό τούτου παραλαβής του πίνακος άρχονται αι προθεσμίαι ανακοπής διά μεν το Δημόσιον κατά τα εν άρθρω 58 παρ. 4 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα, διά δε τους τρίτους κατά τας διατάξεις του άρθρου 979 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενα.
3. Η απόδοση στο Δημόσιο του ποσού για το οποίο έχει καταταγεί σε πλειστηριασμό γίνεται με απλή εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και δεν απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης.
Άρθρο 30. Κατάσχεσις εις χείρας τρίτων
1. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε:
α) Το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου,
β) Το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις,
γ) Πίνακα χρεών του οφειλέτου και
δ) Χρονολογίαν και υπογραφή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ` αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον, τα δε παρ` αυτώ ευρισκόμενα κινητά πράγματα παραδώση εις τον εν τω κατασχετηρίω οριζόμενον συμβολαιογράφον ή φύλακα, εφαρμοζομένων περαιτέρω των εν άρθροις 14 - 19 και επόμενα του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα.
Εάν τα πράγματα ταύτα συνίστανται εις ξένα νομίσματα ή χρεώγραφα παραδίδονται εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, επί εκδόσει γραμματίου παρακαταθήκης υπέρ του Δημοσίου εξοφλουμένου εντολή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου όστις εν συνεχεία τρέπει τα ξένα νομίσματα εις εγχώριον νόμισμα ή εκποιεί τα χρεώγραφα κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις.
Εν περιπτώσει μη συμμορφώσεως ο εις χείρας ούτινος η κατάσχεσις προς τούτο και διά προσωπικής κρατήσεως ανεξαρτήτως εάν είχε τοιούτον κατ` αυτού δικαίωμα ο πιστωτής του οφειλέτης του Δημοσίου.
3. Από της ημέρας κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον δεν δύναται ούτος να αποδώση προς τον οφειλέτην του Δημοσίου τα κατασεθέντα χρήματα ή πράγματα ουδέ δύναται να συμψηφίση προς ανταπαιτήσεις του μεταγενεστέρας της κατασχέσεως, της κατασχέσεως επιφερούσης τα αποτελέσματα αυτοδικαίως χωρούσης αναγκαστικά εκχωρήσεως.
4. Η κατάσχεση μπορεί να περιοριστεί σε μικρότερο ποσό ή ποσοστό, μετά από αιτιολογημένη απόφαση εκείνου που την επέβαλε.
5. Εάν η αξία των κατασχεθέντων κινητών πραγμάτων δεν υπερβαίνη το ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ, πάσα άλλη μεταγενέστερα κατάσχεσις, πλην των υπό του Δημοσίου και διάτα προς αυτό οφειλόμενα ποσά επιβαλλομένων, είναι αυτοδικαίως άκυρος.
6. Η κατάσχεσις απαιτήσεων εκ τίτλων εις διαταγήν ενεργείται κατά τας διατάξεις των άρθρων 983 παρ. 3 και 954 παρ. 1 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 30Α. Κατασχέσεις στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων
Ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, το κατασχετήριο έγγραφο κοινοποιείται στο κεντρικό κατάστημα ή σε οποιοδήποτε υποκατάστημα αυτών και μπορεί να περιέχει πολλούς οφειλέτες του Δημοσίου. Στο κατασχετήριο αυτό έγγραφο επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη πίνακας στον οποίο αναφέρεται το είδος και το ποσό κάθε οφειλής, ως και ο αριθμός και η χρονολογία βεβαίωσής της. Η δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται κοινή για όλους τους οφειλέτες του κατασχετηρίου εγγράφου και συνοδεύεται απαραίτητα από παραστατικό κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού του κάθε οφειλέτη για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ημερών πριν την ημερομηνία επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου και μιας ημέρας μετά από αυτήν, άλλως θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ δήλωση.
Η απόδοση των ποσών στην υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση γίνεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος. Οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (ΦΕΚ 224 Α΄) δεν εφαρμόζονται. Για την ανωτέρω διαδικασία δεν καταβάλλονται έξοδα.
Δεν επιβάλλεται, με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου, κατάσχεση για απαιτήσεις που υπολείπονται του συνολικού ποσού ύψους πενήντα (50) ευρώ, και, εφόσον επιβληθεί, δεν υποβάλλεται η δήλωση του άρθρου 32, τυχόν δε υφιστάμενο ποσό δεν αποδίδεται. Σε περίπτωση κατά την οποία επιβλήθηκε κατάσχεση για συνολικό ποσό το οποίο υπερβαίνει αυτό του προηγούμενου εδαφίου και το προς απόδοση ποσό υπολείπεται των πενήντα (50) ευρώ, αυτό δεν αποδίδεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο παρόν άρθρο αλλά σε χρόνο κατά τον οποίο θα υπερβεί το παραπάνω όριο.
Άρθρο 30Β.
1. Προκειμένου ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, οι κοινοποιήσεις τόσο του κατασχετηρίου όσο και της δήλωσης του άρθρου 32 με το πιο πάνω παραστατικό, ενεργούνται μέσω μοναδικών διαμετακομιστικών κόμβων ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ασφαλή και ορίζονται από κοινού από το Ελληνικό Δημόσιο και όλα τα εγκατεστημένα στη χώρα πιστωτικά ιδρύματα, όπως εκπροσωπούνται για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών ή την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών κατά περίπτωση. Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής του από το πιστωτικό ίδρυμα, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από αυτό. Η επίδοση της δήλωσης του άρθρου 32 θεωρείται ότι συντελέσθηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής της, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι ως άνω βεβαιώσεις είτε θα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.3979/2011 είτε θα είναι κρυπτογραφημένες και θα φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή του εξυπηρετητή τους. H διέλευση των δεδομένων δια των ως άνω διαμετακομιστικών κόμβων εξαιρείται τόσο από την υποχρέωση γνωστοποίησης, ενημέρωσης και λήψης συγκατάθεσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 6, 11 και 5 του ν. 2472/1997, ως εκάστοτε ισχύουν όσο και από την εφαρμογή των διατάξεων περί τραπεζικού απορρήτου, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι ανωτέρω, κατά περίπτωση, μοναδικοί διαμετακομιστικοί κόμβοι και η διαδικασία της γνωστοποίησής τους από τα μέρη, το υποχρεωτικό περιεχόμενο των κοινοποιούμενων κατασχετηρίων και υποβαλλόμενων δηλώσεων, ως και οι όροι ταυτοποίησής τους, τα χρονικά περιθώρια αποστολής και παραλαβής τους, οι όροι και προϋποθέσεις ασφαλείας και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης παραγράφου.
2. Τα κατασχεθέντα ποσά αποδίδονται είτε στο λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος είτε στην υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με διαδικασία που ορίζεται στην απόφαση της προηγούμενης παραγράφου.
3. Στις κατασχέσεις και λοιπές ενέργειες που γίνονται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, το Δημόσιο δεν υποχρεούται στην καταβολή εξόδων και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17−7/13.8.1923 (Α΄ 224).
4. Η διαδικασία των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου τίθεται σε πλήρη λειτουργία εξήντα (60) ημέρες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε καθίσταται υποχρεωτική για τους φορείς του Δημοσίου, οι οποίοι μπορεί να εφαρμόζουν τη διαδικασία του άρθρου 30Α του ν.δ. 356/1974 μόνο σε περιπτώσεις που για λόγους ανωτέρας βίας αποκλείεται η ηλεκτρονική επικοινωνία της παραγράφου 1 του παρόντος.
Άρθρο 31. Ακατάσχετα εις χείρας τρίτων
1. Εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων:
α) Τα εν άρθρω 17 του παρόντος Ν. Διατάγματος κινητά πράγματα,
β) Τα υπό ειδικών νόμων διατηρηθέντων εν ισχύϊ διά του άρθρου 52 του Εισαγ. Νόμου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας προβλεπόμενα ακατάσχετα,
γ) Η εταιρική μερίς επί προσωπικών εταιριών,
δ) Αι απαιτήσεις διατροφής εκ του νόμου ή εκ διατάξεως τελευταίας βουλήσεως,
ε) Τα 3/4 των απαιτήσεων εκ μισθών, συντάξεων και πάσης φύσεως ασφαλιστικών βοηθημάτων καταβαλλομένων περιοδικώς, επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί 1/4 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων των απαιτήσεων τούτων,
στ) Τα 4/5 των ημερομισθίων, επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί του 1/5 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων τούτων και
ζ) Το 1/2 των εφ` άπαξ καταβαλλομένων, υπό οιουδήποτε ασφαλιστικού φορέως, βοηθημάτων επί τη εξόδω εκ της Υπηρεσίας ή του επαγγέλματος, επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί του 1/2 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων τούτων.
Δεν χωρεί κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του 1/4 αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί, μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών, σε βάρος των οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, περιορίζονται ή αίρονται μετά από αίτησή τους.
2. Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται ο τρόπος υποβολής και πιστοποίησης του χρόνου της παραλαβής και τα στοιχεία της υποβαλλόμενης δήλωσης, ο τρόπος ενημέρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τη Φορολογική Διοίκηση για την υποβαλλόμενη δήλωση και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Κάθε άλλη διάταξη, που ρυθμίζει αντίθετα προς τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Άρθρο 32. Δήλωσις τρίτου
1. Εάν ο τρίτος ουδέν οφείλει ή δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα εις το κατασχετήριον έγγραφον του Δημοσίου Ταμείου χρήματα ως και άλλα πράγματα ή δεν υποχρεούται εις την άμεσον απόδοσιν αυτών, ένεκα των υφισταμένων μεταξύ αυτού και του οφειλέτου συμφωνιών ή εξ άλλου νομίμου λόγου, ο τρίτος οφείλει να δηλώση τούτο εντός οκτώ ημερών από της επιδόσεως του κατασχετηρίου. Ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων η δήλωση του προηγούμενου εδαφίου γίνεται εντός οκτώ εργασίμων ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου. Η προθεσμία δεν παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως.
Η δήλωσις γίνεται εγγράφως δι` αναφοράς επιδιδομένης διά του δικαστικού κλητήρος εις τον εκδόντα το κατασχετήριον έγγραφον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου ή προφορικώς ενώπιον του Ειρηνοδίκου της κατοικίας του ή διαμονής του, όστις συντάσσει έκθεσιν εφ` απλού χάρτου ην αποστέλλει εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου εντός 24 ωρών.
2. Η γενομένη επί τη κατασχέση του Δημοσίου δήλωσις εκ μέρους μισθωτών ή υπομισθωτών, περί προκαταβολικής εξοφλήσεως ή εκχωρήσεως μισθωμάτων, ισχύει διά το Δημόσιον μόνον εφ` όσον ούτοι είχον προβή εις δήλωσιν προς την Εφορίαν προ της επιβολής της κατασχέσεως και προσκομίζουν σχετικήν, περί τούτου, βεβαίωσιν.
Άρθρο 33. Συνέπειες μη υποβολής δήλωσης
Εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρόθεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαίτησης, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αυτός αποδείξει ότι δεν οφείλει στον καθ’ου ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του, κατά περίπτωση.
Άρθρο 34. Ανακοπή κατά δηλώσεως τρίτου
Ανακοπήν κατά της δηλώσεως ασκεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της δηλώσεως ή από της περιελεύσεως αυτώ της εκθέσεως της ενώπιον του Ειρηνοδίκου γενομένης δηλώσεως.
Η ανακοπή εισάγεται και εκδικάζεται κατά τα εν άρθρω 986 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενα.
Άρθρο 35. Ενέργεια κατασχέσεως
1. Δύναται να γίνη κατάσχεσις ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα εις τον οφειλέτην ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτου επί ακινήτου. Αι διατάξεις περί κατασχέσεως ακινήτου εφαρμόζονται και επί κατασχέσεως δικαιωμάτων εφ` ων ισχύουν οι περί ακινήτου κανόνες, ως και επί κατασχέσεως πλοίων και αεροσκαφών.
2. Η κατάσχεσις ακινήτου επεκτείνεται και επί των συστατικών αυτού, επί δε των παραρτημάτων μόνον εάν περιληφθούν εις αυτήν. Εάν τα παραρτήματα δεν περιεληφθούν εις την κατάσχεσιν του ακινήτου, δύναται να κατασχεθούν κατά την διαδικασίαν της κατασχέσεως κινητών πραγμάτων.
Άρθρο 36. Επιβολή κατασχέσεως
1. Η κατάσχεσις ακινήτων ενεργείται τη εγγράφω παραγγελία του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου υπό δικαστικού κλητήρος, ή υπαλλήλου του Δημοσίου Ταμείου, επί παρουσία ενός ενηλίκου μάρτυρος. Εν αρνήσει του προσκληθέντος μάρτυρος, ο εντεταλμένος διά την κατάσχεσιν ενεργεί μόνος, διώκεται δε ο αρνούμενος κατά το άρθρον 169 του Ποινικού Κώδικος.
2. Ο ενεργών την κατάσχεσιν, μεταβαίνων εις τον τόπον εν ω κείται το ακίνητον, συντάσσει έκθεσιν περιέχουσαν τον χρόνον της κατασχέσεως, τον αριθμόν και την χρονολογίαν της παραγγελίας της κατασχέσεως, το ονοματεπώνυμον του παραγγέλοντος Διευθυντού του Ταμείου, του οφειλέτου, το πατρώνυμον τούτου, το επάγγελμα και την κατοικίαν του, το ονοματεπώνυμον του συμπράττοντος μάρτυρος, και το συνολικόν ποσόν του χρέους ως τούτο αναγράφεται εν τη παραγγελία κατασχέσεως.
Εν τη εκθέσει ορίζεται η θέσις και η περιφέρεια του Δήμου ή της Κοινότητος ένθα κείται το ακίνητον, το είδος του ακινήτου, προκειμένου δε περί οικοδομής ο αριθμός των οροφών αυτής, τα όρια η κατά προσέγγισιν έκτασις αυτού, συνοπτικώς τα συστατικά και τα κατασχόμενα παραρτήματα, και η συνολική αξία των κατασχομένων κατ` εκτίμησιν του κατασχόντος.
3. Εάν η εκτίμησις της αξίας των κατασχομένων απαιτή ειδικάς γνώσεις, δύναται ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου να διορίση πραγματογνώμονα όστις χρησιμεύει και ως μάρτυς.
4. Η έκθεσις υπογράφεται υπό του κατασχόντος, του μετ` αυτού συμπράξαντος και του οφειλέτου ή του τρίτου κυρίου εάν είναι παρόντες, γινομένης μνείας περί της αδυναμίας ή αρνήσεως αυτών να υπογράψουν.
Η παρουσία του οφειλέτου έστω και κατά την έναρξιν της κατασχέσεως επέχει θέσιν κοινοποιήσεως αυτώ ταύτης ως προς τας συνεπείας του άρθρου 38 παράγρ. 1 του παρόντος Ν. Διατάγματος.
5. Τα εν άρθρω 12 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα ισχύουν και εν προκειμένω.
Άρθρο 37. Υποβολή και κοινοποίησις εκθέσεως κατασχέσεως
Ο ενεργήσας την κατάσχεσιν εντός τριών ημερών από του πέρατος της κατασχέσεως οφείλει επί πειθαρχική ποινή και αποζημιώσει υπέρ του Δημοσίου να υποβάλη την έκθεσιν εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου, επισπεύδοντα ή κατ` εντολήν τούτου ενεργούντα, εντός δε ταύτης προθεσμίας οφείλει να επιδώση εις τον οφειλέτην αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως και αν έτι ούτος παρέστη κατά την ενέργειαν της κατασχέσεως. Η προθεσμία επιδόσεως παρεκτείνεται επί οκτώ ημέρας διά τους κατοικούντας εκτός της περιφερείας του Πρωτοδικείου του τόπου της κατασχέσεως.
Άρθρο 38. Συνέπειαι κατασχέσεως
1. Από της ημέρας της κατά τα άρθρα 36 και 37 του παρόντος Ν. Δ/τος επιδόσεως εις τον οφειλέτην αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως στερείται ούτος ούτος του δικαιώματος της ελευθέρας διαθέσεως του κατασχεθέντος πράγματος, πάσα δε από της ημέρας ταύτης επιχειρηθείσα απαλλοτρίωσις ή ενεργηθείσα μεταγραφή ή εγγραφή δι` οιονδήποτε επιβάρυνσιν είναι αυτοδικαίως άκυρος, έναντι του Δημοσίου.
2. Μετά την κατά το άρθρον 39 του παρόντος Ν. Διατάγματος εγγραφήν της κατασχέσεως του Δημοσίου εις το οικείον βιβλίον, η εγγραφή δι` οιονδήποτε επιβάρυνσιν είναι αυτοδικαίως άκυρος μόνον υπέρ του Δημοσίου και ουχί υπέρ των τρίτων.
3. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του παρόντος Ν. Διατάγματος ισχύουν και επί κατασχέσεως ακινήτου.
Άρθρο 39. Πρώτη προσφορά
1. Ο επισπεύδων Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου και ο Ελεγκτής Εσόδων διά κοινής πράξεως αυτών κάτωθι της εκθέσεως κατασχέσεως αναγράφουν πάντα τα βεβαιωμένα εις το Δημόσιον Ταμείον χρέη του οφειλέτου, περιλαμβανόμενα ή μη εις την παραγγελίαν κατασχέσεως, και ορίζουν την πρώτην προσφοράν.
Ωσαύτως αποφαίνονται εάν ως μεσεγγυούχος δέον να διορισθή έτερον πρόσωπον του εν άρθρω 40 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένου ότε και διορίζουν τούτο.
2. Το ως πρώτη προσφορά οριζόμενον ποσόν δεν δύναται να είναι μικρότερον του οφειλομένου χρέους ηυξημένου κατά τα προϋπολογιζόμενα δικαιώματα και έξοδα εκτελέσεως, και τον φόρον μεταβιβάσεως ακινήτων, πάντως δε ουχί μικρότερον του ημίσεος της εν τη εκθέσει κατασχέσεως εκτιμηθείσης αξίας του ακινήτου, ουδέ ανώτερον των 4/5 αυτής.
3. Εάν η κατά την εν εκθέσει εκτίμησιν αξία του ακινήτου είναι μικροτέρα του προς το Δημόσιον χρέους του οφειλέτου, ως πρώτη προσφορά ορίζεται ποσόν ίσον προς τα 4/5 της ως άνω αξίας του ακινήτου.
4. Η έκθεσις της κατασχέσεως συμπληρουμένη διά της κατά τα ανωτέρω πράξεως πρώτης προσφοράς επιδίδεται εν αντιγράφω αμελλητί εντολή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου εις τον αρμόδιον Υποθηκοφύλακα, παρ` ου και εγγράφεται πάραυτα εις το υπ` αυτού τηρούμενον βιβλίον κατασχέσεων.
Προκειμένου περί πλοίων νηολογημένων εν Ελλάδι η επίδοσις γίνεται προς τον τηρούντα το νηολόγιον εις ο είναι εγγεγραμμένον το πλοίον, προκειμένου δε περί αεροσκαφών εγγεγραμμένων εις μητρώον τηρούμενον εν Ελλάδι, η επίδοσις γίνεται προς τον τηρούντα το μητρώον τούτο.
5. Το ποσόν της πρώτης προσφοράς συντρεχόντων προς τούτο λόγων κατά την κρίσιν του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου δύναται να τροποποιηθή εις το εκδοθησόμενον πρόγραμμα πλειστηριασμού.
Κατά τον ούτω καθορισμόν της πρώτης προσφοράς λαμβάνονται υπ` όψιν άπαντα τα προς το Δημόσιον χρέη, ληξιπρόθεσμα και μη, τα βεβαιωμένα εις το Δημόσιον Ταμείον μέχρι της χρονολογίας εκδόσεως του προγράμματος πλειστηριασμού.
6. Για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχή, όπου ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, η τιμή πρώτης προσφοράς των παραγράφων 2 και 5 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής, όπως ισχύει κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης ή κατά το χρόνο έκδοσης του προγράμματος πλειστηριασμού αντίστοιχα.
Άρθρο 40. Μεσεγγυούχος
Μεσεγγυούχος του ακινήτου είναι ο κατά την κατάσχεσιν κάτοχος αυτού εκτός αν διορισθή έτερος κατά τα εν άρθρω 39 παράγραφος 1 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα.
Τα εν παραγράφοις 5 και 9 του άρθρου 15 του παρόντος Ν. Διατάγματος ισχύουν και εν προκειμένω.
Άρθρο 41. Πρόγραμμα πλειστηριασμού
1. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση, εκδίδει πρόγραμμα πλειστηριασμού, που περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του παρόντος, καθώς και την περιγραφή και την εκτίμηση του κατασχεθέντος κατά την κατασχετήρια έκθεση, και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέντε (5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προγράμματος. Εάν ο πλειστηριασμός δεν διενεργηθεί την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. εκδίδει νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός έτους από την ημέρα του μη διενεργηθέντος πλειστηριασμού ή επί αναστολής αυτού, από την ημέρα που έπαυσε η αναστολή και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού κατά τα ανωτέρω.
Οι ανωτέρω προθεσμίες δεν τηρούνται, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, που αναφέρεται σε αιτιολογημένη έκθεση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, δεν επιφέρει ακυρότητα αυτού.
2. Το πρόγραμμα κοινοποιείται:
α) Προς τον οφειλέτην,
β) Προς τον τρίτον κύριον, εάν εκ των βιβλίων μεταγραφών προκύπτη τοιούτος μέχρις της, κατά το άρθρον 36 παράγραφος 4 εδάφιον β` και άρθρον 37 του παρόντος Ν. Διατάγματος, κοινοποιήσεως,
γ) Προς τους εγγεγραμμένους ενυποθήκους δανειστάς μέχρι της προτεραίας της, κατά το άρθρον 36 παράγραφος 4 εδάφιον β` και άρθρον 37 του παρόντος Ν. Διατάγματος, κοινοποιήσεως.
3. Τα εν άρθρω 20 παράγραφος 2 του παρόντος οριζόμενα ισχύουν αναλόγως και εν προκειμένω.
4. Το πρόγραμμα τοιχοκολλάται εις το δημοσιώτερον μέρος του τόπου του πλειστηριασμού.
5. Περίληψις του προγράμματος δημοσιεύεται εν εφημερίδι εκδιδομένη εν τη Κοινοτική ή Δημοτική περιφερεία, ένθα κείται το ακίνητον, ελλειπούσης δε τοιαύτης εφημερίδος, εν εκδιδομένη εις την πρωτεύουσαν της Επαρχίας ή του Νομού. Εις περίπτωσιν καθ` ην δεν εκδίδεται εφημερίς κατά τα ανωτέρω δεν απαιτείται δημοσίευσις.
6. Αι ανωτέρω κοινοποιήσεις, τοιχοκολλήσεις και δημοσιεύσεις, ενεργούνται είκοσι τουλάχιστον ημέρας προ του πλειστηριασμού.
7. Η δημοσίευση των περιλήψεων των προγραμμάτων πλειστηριασμού μπορεί να διενεργείται και σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα του Διαδικτύου, τηρουμένης της προθεσμίας της προηγουμένης παραγράφου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.
Τα οριζόμενα στην ανωτέρω παράγραφο ισχύουν αναλόγως και για τη δημοσιότητα προγράμματος πλειστηριασμού κινητών
8. Αι περί ανατροπής της κατασχέσεως διατάξεις του άρθρου 1019 της Πολιτικής Δικονομίας δεν έχουν εφαρμογήν επί κατασχέσεων επιβαλλομένων κατά την διαδικασίαν του παρόντος Ν. Διατάγματος.
Άρθρο 42. Τόπος πλειστηριασμού
1. Το κατασχεθέν ακίνητον πλειστηριάζεται δημοσίως ενώπιον του επί του πλειστηριασμού ορισθέντος συμβολαιογράφου της Ειρηνοδικειακής περιφερείας όπου κείται το ακίνητον.
2. Ο πλειστηριασμός γίνεται εις την πρωτεύουσαν του Δήμου, εάν το πλειστηριαζόμενον ακίνητον κείται εις την περιφέρειαν του Δήμου, εις την έδραν δε της Κοινότητος, εάν τούτο κείται εις την περιφέρειαν Κοινότητος, ημέραν πάντοτε Κυριακήν από 10ης πρωϊνής μέχρι της 12ης μεσημβρινής ώρας.
3. Εάν το ακίνητον ή τα ακίνητα κείνται εις περιφέρειαν πλειόνων του ενός Δήμων ή Κοινοτήτων, ο πλειστηριασμός γίνεται κατ` επιλογήν του Διευθυντού του Ταμείου εις οιονδήποτε των Δήμων ή Κοινοτήτων τούτων.
4. Ο πλειστηριασμός δύναται να ορισθή και εν τη έδρα του αρμοδίου, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου.
Άρθρο 43. Πλειστηριασμός
1. Εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον αποστέλλονται ή κατατίθενται τουλάχιστον 24 ώρας προ του πλειστηριασμού:
α) Το πρωτότυπον της κατασχετηρίου εκθέσεως,
β) Το πρωτότυπον του προγράμματος πλειστηριασμού μεθ` ενός αντιγράφου,
γ) Αι εκθέσεις επιδόσεως της τε κατασχετηρίου εκθέσεως και του προγράμματος,
δ) Αντίτυπον του φύλλου της εφημερίδος εν η τυχόν εδημοσιεύθη το πρόγραμμα και
ε) Πιστοποιητικόν βαρών του οικείου υποθηκοφυλακίου.
2. Η κατάθεσις βεβαιούται διά μονομερούς επί του αντιγράφου του προγράμματος σημειώσεως του υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού όπερ επιστρέφεται εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου.
3. Ως προς τον τρόπον ενέργειας του πλειστηριασμού τηρούνται αι διατάξεις των άρθρων 1001 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, εφ` όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος.
4. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος υποχρεούται εντός 15 ημερών από της διενεργείας του πλειστηριασμού να αποστείλη αντίγραφον της εκθέσεως του πλειστηριασμού εις τον επισπεύδοντα Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου.
Άρθρο 44. Κατακύρωσις εις το Δημόσιον
Εάν δεν εμφανιστούν πλειοδόται, το πλειστηριαζόμενον ακίνητον κατακυρούται μεν εις το Δημόσιον, άνευ αιτήσεως του παρισταμένου εκπροσώπου του Δημοσίου, επί τη τιμή της πρώτης προσφοράς, αλλ` ο Υπουργός των Οικονομικών δι` αποφάσεως του δύναται να εγκρίνη ή μη την κατακύρωσιν.
Η απόφασις του Υπουργού των Οικονομικών εκδίδεται εντός 30 ημερών από της παρόδου της εν άρθρω 47 του παρόντος προθεσμίας.
Παρεχομένης απράκτου της εν τω παρόντι άρθρω προθεσμίας, η κατακύρωσις θεωρείται ως μη εγκριθείσα.
Άρθρο 45. Κατάθεσις πλειστηριάσματος
1. Εντός 10 ημερών από της λήξεως της εν άρθρω 47 του παρόντος Ν. Διατάγματος προθεσμίας και άνευ νεωτέρας προς αυτόν ειδοποιήσεως, ο υπερθεματιστής εάν εν τω πλειστηριασμώ δεν ανηγγέλθησαν εμπροθέσμως έτεροι πιστωταί, υποχρεούται να καταθέση το πλειστηρίασμα εις το Δημόσιον Ταμείον, άλλως καταθέτει τούτο εντός της προθεσμίας, εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον, συντασσομένου εν τη περιπτώσει ταύτη πίνακος κατά τας διατάξεις του άρθρ. 974 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κατάθεσις του πλειστηριάσματος δεν εμποδίζει εκ της επιβολής κατασχέσεως ή ασκήσεως ανακοπής ή εξ οιουδήποτε άλλου λόγου.
3. Παρακράτησις του τιμήματος εξ ουδενός λόγου επιτρέπεται.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του παρόντος ισχύουν και στην προκειμένη περίπτωση.
Άρθρο 46. Δίωξις υπερθεματιστών - Αναπλειστηριασμός
1. Εάν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλη εντός των προθεσμιών του άρθρου 45 του παρόντος Ν. Διατάγματος το πλειστηρίασμα, διώκεται προς καταβολήν του ποσού του πλειστηριάσματος, επιβαρυνομένου με προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής από της λήξεως της ανωτέρω προθεσμίας ή ενεργείται αναπλειστηριασμός δαπάναις και κινδύνω αυτού, κατά τας εν τω παρόντι Ν. Διατάγματι διατυπώσεις. Η ενέργεια του ενός δεν αποκλείει το έτερον. Εάν εκ του αναπλειστηριασμού επιτευχθή πλειστηρίασμα επί έλαττον, ο καθ` ου ο αναπλειστηριασμός διώκεται προς καταβολήν ποσού χρέους ίσου προς την προκύψασαν διαφοράν, ως οφειλέτης του Δημοσίου, κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος.
2. Διά την, κατ` αμφοτέρας τας περιπτώσεις, δίωξιν του υπερθεματιστού απαιτείται βεβαίωσις υπό του Δημοσίου Ταμείου, του ποσού δι` ο διώκεται, ερειδομένη επί εγγράφου του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, περιέχοντος το ποσόν του μη κατατεθέντος πλειστηριάσματος ή την προκύψασαν εκ του αναπλειστηριασμού διαφοράν.
3. Τυχόν εισπραχθείσαι εις βάρος του υπερθεματιστού προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής ως λογίζονται πλειστηρίασμα.
4. Ο διωκόμενος υπερθεματιστής καταβάλλει παν ποσόν δι` ο διώκεται εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον βάσει σημειώματος του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου παρ` ω είναι βεβαιωμένον το χρέος.
5. Κατά πάσαν καταβολήν ενεργείται διά πράξεως του Διευθυντού του Ταμείου ισόποσος διαγραφή του κατά την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου βεβαιωθέντος ποσού.
6. Διά τας δαπάνας τυχόν αναπλειστηριασμού έκαστος των πλειοδοτών δέον να καταθέση παρά τω υπαλλήλω του πλειστηριασμού τα έξοδα του πλειστηριασμού, οριζόμενα διά προχείρου υπολογισμού υπό του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Ταύτα αποδίδονται αμέσως μετά την κατακύρωσιν πλην των κατατεθέντων υπό του υπερθεματιστού.
7. Το άρθρον 26 του παρόντος Ν. Διατάγματος ισχύει και εν προκειμένω.
Άρθρο 47. Αίρεσις περί την κατακύρωσιν
1. Η κατακύρωσις των πλειστηριασθέντων ακινήτων τελεί υπό την εξουσιαστικήν αίρεσιν ότι ο οφειλέτης δεν ήθελε καταβάλλει εντός τριάκοντα (30) ημερών από του πλειστηριασμού τα εν τω προγράμματι και εν ταις αναγγελίαις του Δημοσίου ληξιπρόθεσμα μέχρι της ημέρας της καταβολής χρέη προς το Δημόσιον, μετά των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής και εξόδων και δικαιωμάτων εκτελέσεως και δεν ήθελεν άμα επιτύχει την παραίτησιν των αναγγελθέντων τρίτων δανειστών εκ των αναγγελιών αυτών ή την συναίνεσίν των.
Γενομένων των ανωτέρω η κατακύρωσις λογίζεται ως μη γενομένη αλλ` ίνα επέλθη το αποτέλεσμα τούτο δέον να κατατεθή υπό του οφειλέτου το αποδεικτικόν εισπράξεως των προς το Δημόσιον ως άνω χρεών του και να δηλωθή η παραίτησις εκ των αναγγελιών των λοιπών δανειστών του εντός της άνω προθεσμίας διά πράξεων, συντασσομένων ενώπιον του ενεργήσαντος τον πλειστηριασμόν υπαλλήλου ή διά καταθέσεως εις αυτόν ομοίων δηλώσεων συνταχθεισών ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκου.
2. Η υποχρέωσις του τελευταίου πλειοδότου προς κατάθεσιν του πλειστηριάσματος άρχεται από της παρελέυσεως απράκτου της ανωτέρω προθεσμίας.
Άρθρο 48. Κατάσχεσις πλοίου
1. Εις την έκθεσιν κατασχέσεως πλοίου πρέπει να αναφέρωνται και τα όνομα και ιθαγένεια του πλοιοκτήτου, το όνομα του πλοίου, η πράξις της νηολογήσεως ως και το διεθνές σήμα αυτού. Η περιγραφή του κατασχεθέντος πλοίου πρέπει να περιλαμβάνει τις διαστάσεις και την χωρητικότητα, το είδος της κινητηρίου δυνάμεως και την δύναμην της μηχανής, ως και τα κατασχεθέντα παραρτήματα. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται ακριβώς, εις τρόπον ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητος.
2. Αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως επιδίδεται και προς τον λιμενάρχην του λιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις του πλοίου εντός δύο (2) ημερών από της ημέρας καθ` ην εγένετο η κατάσχεσις. Η κατάσχεσις κωλύει τον απόπλουν του πλοίου, ο δε λιμενάρχης άμα τη προς αυτόν επιδόσει του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως οφείλει να εμποδίση τον απόπλουν του πλοίου.
Άρθρο 49. Πρόγραμμα πλειστηριασμού πλοίου
1. Ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος πλοίου γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφερείας του λιμένος όπου ευρίσκεται το πλοίον ελλιμενισμένον κατά την κατάσχεσιν.
2. Το πρόγραμμα του πλειστηριασμού πλοίου επιδίδεται και προς τον πλοίαρχον, τον λιμενάρχην του λιμένος όπου κατεσχέθη το πλοίον και προς το Ναυτικόν Απομαχικόν Ταμείον, και κατατίθεται εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον 24 ώρας προ του πλειστηριασμού.
3. Τοιχοκόλλησις του προγράμματος του πλειστηριασμού γίνεται εις το λιμεναρχείον του λιμένος της κατασχέσεως και εις καταφανές μέρος του πλοίου.
Άρθρο 50. Κατάσχεσις αλλοδαπού πλοίου
Εάν το κατσχεθέν εις ημεδαπόν λιμένα πλοίον είναι αλλοδαπόν, ο λιμενάρχης του λιμένος ένθα εγένετο η κατάσχεσις υποχρεούται να αποστείλη αμελλητί αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως και του προγράμματος πλειστηριασμού εις τον τηρούντα το νηολόγιον όπου είναι νηολογημένον το πλοίον. Το αυτό ισχύι και προκειμένου περί ημεδαπών πλοίων εγγεγραμμένων εις νηολόγια τηρούμενα υπό ελληνικών προξενικών αρχών.
Άρθρο 51. Κατάσχεσις αεροσκάφους
1. Εις την έκθεσιν κατασχέσεως αεροσκάφους πρέπει να αναφέρωνται και το όνομα και η ιθαγένεια του ιδιοκτήτου του αεροσκάφους, τα διακριτικά στοιχεία του αεροσκάφους, η πράξις της εγγραφής εις τα μητρώα και το διεθνές σήμα αυτού. Η περιγραφή του κατασχεθέντος αεροσκάφους πρέπει να περιλαμβάνη τας διαστάσεις και την χωρητικότητα, το είδος και την δύναμιν των κινητήρων αυτού, ως και τα κατασχεθέντα παραρτήματα. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται ακριβώς εις τρόπον ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητος.
2. Αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως επιδίδεται και προς τον διοικητήν του αεροσκάφους όπου εγένετο η κατάσχεσις του αεροσκάφους εντός δύο ημερών από της ημέρας καθ` ην εγένετο η κατάσχεσις. Η κατάσχεσις κωλύει την απογείωσιν του αεροσκάφους, ο δε διοικητής του αερολιμένος άμα τη προς αυτόν επιδόσει του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως οφείλει να εμποδίση την απογείωσιν του αεροσκάφους.
Άρθρο 52. Πρόγραμμα πλειστηριασμού αεροσκάφους
1. Ο πλειστηριασμός αεροσκάφους γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφερείας του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις.
2. Το πρόγραμμα του πλειστηριασμού επιδίδεται και προς τον κυβερνήτην του αεροσκάφους και τον διοικητήν του αερολιμένος, και κατατίθεται εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον 24 ώρας προ του πλειστηριασμού.
3. Τοιχοκόλλησις του προγράμματος του πλειστηριασμού, γίνεται εις εμφανές μέρος του γραφείου της διοικήσεως του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις.
Άρθρο 53. Κατάσχεσις αλλοδαπού αεροσκάφους
Εάν το κατασχεθέν εις ημεδαπόν αερολιμένα αεροσκάφος είναι αλλοδαπόν, ο διοικητής του αερολιμένος όπου εγένετο η κατάσχεσις υποχρεούται να αποστείλη αμελλητί αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως και του προγράμματος πλειστηριασμού εις τον τηρούντα το μητρώον όπου είναι εγγεγραμένον το αεροσκάφος.
Άρθρο 54. Ανακοίνωσις πλειστηριασμών επισπευδομένων υπό τρίτων
Πας τρίτος επισπεύδων πλειστηριασμόν, υποχρεούται, επί ποινή ακυρότητος αυτού, να κοινοποιήση εις τους Διευθυντάς των Δημοσίων Ταμείων της περιφερείας της κατοικίας και ασκήσεως του επαγγέλματος του οφειλέτου, διά δικαστικού επιμελητού, αντίγραφον του προγράμματος πλειστηριασμού δέκα ημέρας προ της ενεργείας του πλειστηριασμού, προκειμένου περί κινητών, είκοσι δε ημέρας προκειμένου περί ακινήτων.
Επίσης επί τη αυτή ως άνω ποινή υποχρεούται να κοινοποιήση αντίγραφον του προγράμματος πλειστηριασμού εις τον Διευθυντή του Τελωνείου του τόπου της εκτελέσεως, εις τας Διευθύνσεις δε Τελωνείων όπου υφίστανται τοιαύτα.
Αντίγραφο της περιλήψεως κατασχετήριας εκθέσεως ή του προγράμματος πλειστηριασμού δεν κοινοποιείται στον Υπουργό Οικονομικών.
Άρθρο 55. Αναγγελίαι Δημοσίου
1. Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ` ου ο πλειστηριασμός, δι` αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι` έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας.
Εκ της αναβολής ή ματαιώσεως του πλειστηριασμού δεν επηρεάζεται η ισχύς της αναγγελίας.
Βεβαιωθέντων νέων χρεών εις το Δημόσιον Ταμείον απαιτείται διά ταύτα νέα αναγγελία.
Αι αναγγελίαι του Δημοσίου ίνα έχουν ισχύν αυτοτελούς κατασχέσεως δέον εν τη περιπτώσει ταύτη να κοινοποιηθούν και εις τον Υποθηκοφύλακα.
Η προθεσμία προς αναγγελίαν του Δημοσίου είναι (πενθήμερος) από της ημέρας διενεργείας του πλειστηριασμού.
2. Τα αυτά ισχύουν και εν περιπτώσει αναγγελίας ετέρου Δημοσίου Ταμείου εις πλειστηριασμόν επισπευδομένου υπό του Δημοσίου.
3. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος υποχρεούται όπως, βάσει των αποστελλομένων στοιχείων και άνευ ετέρας συμπράξεως του αναγγελομένου Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, προβή εις την κατά τον νόμον κατάταξιν του Δημοσίου.
Άρθρο 56. Υπερθεματισμός Δημοσίου
Εν περιπτώσει καθ` ην υπό του επισπεύδοντος τρίτου έχει ορισθή ως πρώτη προσφορά ποσόν μικρότερον της αξίας του πλειστηριαζόμενου ακινήτου, επιτρέπεται εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου, ως εκπρόσωπον του Δημοσίου, όπως υπερθεματίση διά λογαριασμόν του Δημοσίου μέχρι των 4/5 της, κατ` εκτίμησιν του Δημοσίου αξίας του ακινήτου, κατόπιν εγκριτικής διαταγής του Υπουργού των Οικονομικών, εκδιδομένης επί τη προτάσει του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
Άρθρο 57. Αναγγελίαι τρίτων
Αι αναγγελίαι των τρίτων επισπεύδοντος του Δημοσίου διέπονται υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 58. Ανακοπή κατά του πίνακος κατατάξεως
1. Ασκουμένης ανακοπής κατά του πίνακος κατατάξεως αρμόδιον Δικαστήριον προς εκδίκασιν ταύτης εις πάσαν περίπτωσιν είναι το Μονομελές Πρωτοδικείον του τόπου της εκτελέσεως.
2. Εάν δεν ασκηθή ανακοπή κατά του πίνακος κατατάξεως, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προβαίνει αμέσως εις την διανομήν του πλειστηριάσματος.
3. Εάν ησκηθή ανακοπή παρά τινος των δανειστών, ο επί του πλειστηριασμού υπαλληλος δεν δύναται να προβή εις καταβολήν προς τους δανειστάς των οποίων η κατάταξις προσβάλλεται διά της ανακοπής.
Κατ’ εξαίρεση, αν δικαιούχος των αμφισβητούμενων απαιτήσεων είναι το Δημόσιο, καταβάλλεται αμέσως το σύνολο της καταταγείσης απαίτησής του, η οποία επιστρέφεται ατόκως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μέσα σε δύο μήνες από την επίδοση στη Δ.Ο.Υ. της τελεσίδικης απόφασης που απέβαλε από τον πίνακα την εισπραχθείσα απαίτηση του Δημοσίου. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στους πίνακες κατάταξης δανειστών, που συντάχθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της. Ο χρόνος μεταξύ της είσπραξης και της επαναβεβαίωσης της απoβληθείσης απαίτησης του Δημοσίου δεν προσμετράται στην προθεσμία παραγραφής της. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται, αναλόγως, και στις πτωχευτικές διανομές, καθώς και σε κάθε άλλη διαδικασία κατάταξης δανειστών, ανεξάρτητα από τις διατάξεις που τη διέπουν.
4. Η προθεσμία διά την άσκησιν ανακοπής υπό του Δημοσίου είναι τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως της εγγράφου πρσκλήσεως του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου προς τους δανειστάς ίνα λάβωσι γνώσιν του πίνακος κατατάξεως.
Άρθρο 59. Έφεσις
Έφεσις κατά της οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου επιτρέπεται εάν το πλειστηρίασμα υπερβαίνη το ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ.
Άρθρο 60. Αναίρεσις
Αναίρεσις επιτρέπεται πάντοτε κατά της τελεσιδίκου αποφάσεως του Εφετείου.
Άρθρο 61. Κατάταξις Δημοσίου
1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
Κατ’ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ’ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ.
Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών.
Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά.
2. ............................................................
3. Αι μη ληξιπρόθεσμοι απαιτήσεις δι` ας κατετάγη το Δημόσιον, θεωρούνται ληξιπρόθεσμοι ως προς την διανομήν του πλειστηριάσματος και μόνον.
4. Αμεσοι φόροι νοούνται οι υπό του προϋπολογισμού του Κράτους χαρακτηριζόμενοι ως τοιούτοι.
5. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται στη σειρά της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης τους.
Άρθρο 62. Πτώχευσις
1. Η ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου δήλωση παύσης πληρωμών του εμπόρου περιέχει και τον αριθμό του φορολογικού μητρώου. Εάν πρόκειται περί νομικού προσώπου, πέραν των στοιχείων του άρθρου 526 του Εμπορικού Νόμου και του αριθμού του φορολογικού μητρώου, δηλώνονται και οι αριθμοί φορολογικού μητρώου επί ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας των ομόρρυθμων μελών, επί ανώνυμης εταιρείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και των τυχόν συμπραττόντων συμβούλων, επί εταιρείας περιορισμένης ευθύνης του διαχειριστή της και επί παντός άλλου νομικού προσώπου των νόμιμων εκπροσώπων του.
Η αίτηση για κήρυξη φυσικού ή νομικού προσώπου σε κατάσταση πτώχευσης, η οποία αποβάλλεται από πιστωτή του στο αρμόδιο δικαστήριο, περιέχει και τον αριθμό φορολογικού μητρώου εκείνου του οποίου ζητείται η κήρυξη σε κατάσταση πτώχευσης. Μόλις εκδοθεί απόφαση κηρύττουσα πτώχευση, ο γραμματέας του αρμόδιου δικαστηρίου υποχρεούται να αποστείλει αντίγραφο αυτής στην αρμόδια Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, γνωστοποιώντας και τους κατά τα ανωτέρω αριθμούς φορολογικού μητρώου καθώς και στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
O Διευθυντής του αρμοδίου Δημοσίου Ταμείου λαμβάνων γνώσιν της πτωχεύσεως αναγγέλεται εις το Σύνδικον της πτωχεύσεως και εις τον Γραμματέα του αρμοδίου Δικαστηρίου, εις ους και αποστέλλει πίνακα των βεβαιωμένων εις βάρος του πτωχού οφειλέτου απαιτήσεων του Δημοσίου.
Ο σύνδικος μη αμφισβητών τας απαιτήσεις ταύτας αποδέχεται αυτάς εις τα χρέη της πτωχεύσεως ίνα εξοφληθούν κατά την ανήκουσαν αυταίς προνομιακήν τάξιν. Αμφισβητών όμως ταύτας ή το προνόμιον αυτών, οφείλει να ασκήση ανακοπήν, εκδικαζομένην κατά τα άρθρα 933 και επόμενα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
2. Επί εκποιήσεως περιουσίας του πτωχεύσαντος διά πλειστηριασμού (αναγκαστικού ή εκούσιου ) ο επισπεύδων τον πλειστηριασμόν δανειστής ή σύνδικος υποχρεούται, επί ποινή ακυρότητος αυτού, να κοινοποιήση διά δικαστικού επιμελητού αντίγραφον του προγράμματος πλειστηριασμού κατά τα εν άρθρω 54 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα. Αντίγραφον του προγράμματος κοινοποιείται ωσαύτως και εις τους τυχόν αναγγελθέντας Διευθυντάς Δημοσίων Ταμείων και Τελωνείων.
Ομοίως κοινοποιείται στην αρμόδια Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών αντίγραφο του προγράμματος πλειστηριασμού, στο οποίο επισυνάπτεται υποχρεωτικά πρόσφατη έκθεση εκτίμησης των εκποιουμένων, η οποία συντάσσεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Επί απευθείας εκποιήσεως ο σύνδικος υποχρεούται να γνωστοποιήσει την ημερομηνία εκποιήσεως, το είδος και την αξία των προς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων στην αρμόδια Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και στους προϊσταμένους των αναγγελθεισών Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και Τελωνείων, είκοσι (20) ημέρες τουλάχιστον, πριν από την ημερομηνία έναρξης της εκποίησης
3. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος υποχρεούται όπως προ πάσης κατατάξεως δανειστών ή εκδόσεως εν απογράφω της περί κατακυρώσεως εκθέσεως εξακριβώνη και εκ πιστοποιήσεως του συνδίκου τας δηλωθείσας αυτώ απαιτήσεις του Δημοσίου.
4. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του Δημοσίου δύναται τούτο να προβαίνει σε αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του πτωχεύσαντος, της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπέρ αυτού γενικού ή ειδικού προνομίου επί της περιουσίας του οφειλέτη.
5. Η προθεσμία ανακοπής πτωχευτικού συμβιβασμού για το Δημόσιο είναι δέκα πέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της έκθεσης συνέλευσης των πιστωτών με δικαστικό επιμελητή στην αρμόδια Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
6. Ο εκκαθαριστής κάθε μορφής επιχείρησης και ο εκκαθαριστής κληρονομιάς υποχρεούται εντός μηνός από την ανάληψη των καθηκόντων του να κοινοποιεί πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεων του Δημοσίου προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και στον Διοικητή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Άρθρο 62α. Ρύθμιση χρεών πτωχών οφειλετών του Δημοσίου
1. Τα πτωχευτικά χρέη των πτωχών οφειλετών του Δημοσίου που είναι βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα Τελωνεία μπορεί να ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν.2386/1996 (ΦΕΚ 43 A΄), στην οποία προστίθενται, ως μέλος ένας Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δύο εισηγητές, εφόσον το συνολικό βασικό χρέος δεν υπερβαίνει το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Αν το συνολικό βασικό χρέος υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, το αίτημα εξετάζεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
2. Ως βασικό χρέος θεωρείται το σύνολο των βεβαιωμένων χρεών, έστω και αν αυτά δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, όπως το ύψος τους έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ρύθμισης, μετά και από τυχόν πληρωμή ή νόμιμη διαγραφή, χωρίς τις κατά το άρθρο 6 του παρόντος, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
3. Η ρύθμιση μπορεί να αφορά είτε στην απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από την καταβολή μέρους ή όλων των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων με εφάπαξ καταβολή του υπολοίπου, είτε στην καταβολή του βασικού χρέους και των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις, είτε σε συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων. Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβεί τις ενενήντα (90). Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για τη ρύθμιση, οι δόσεις δεν επιβαρύνονται με επιπλέον προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός εάν καθυστερήσει η καταβολή τους. Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα μέσα σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία αποδοχής της ρύθμισης από τον οφειλέτη και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα καθενός από τους επόμενους μήνες.
4. Η ρύθμιση τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης πληρωμής τριών (3) συνεχών μηνιαίων δόσεων. Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης του οφειλέτη προς τους όρους της ρύθμισης, το ποσό των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, των φορολογικών προσαυξήσεων και προστίμων που απαλλάχθηκε με τη ρύθμιση ο οφειλέτης, διαγράφεται από τα οικεία βιβλία της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου, κατά περίπτωση, εκτός εάν υπάρχουν συνυπόχρεα για την καταβολή του πρόσωπα, οπότε αναζητούνται από αυτά. Σε περίπτωση πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, η ρύθμιση ανατρέπεται αυτοδίκαια, χωρίς δήλωση του Δημοσίου, με συνέπεια να καθίσταται αμέσως απαιτητό το υπόλοιπο χρέος με το σύνολο των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής με τις οποίες επιβαρύνεται από τη βεβαίωσή του μέχρι την εξόφλησή του.
5. Η αποδοχή της ρύθμισης από τον πτωχό οφειλέτη γίνεται με ρητή, ανεπιφύλακτη και χωρίς όρους δήλωσή του που καταχωρίζεται στο σώμα της απόφασης για τη ρύθμιση και υπογράφεται από αυτόν παρουσία του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου μέσα σε ένα (1) μήνα από την πρόσκλησή του. Η αποδοχή της ρύθμισης αποτελεί αναγνώριση της ύπαρξης και του ύψους του παλαιού χρέους (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής).
6. Από την ημέρα υποβολής της αίτησης ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή των χρεών για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμιση, η δε παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από το χρόνο ανατροπής της ρύθμισης ή της έκδοσης απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης ή της έγγραφης άρνησης αποδοχής της ρύθμισης ή της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας για την αποδοχή αυτής, κατά περίπτωση.
7. Για τη ρύθμιση απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) Να έχει κηρυχθεί και να βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης ο οφειλέτης ή ο αιτών που ευθύνεται για την πληρωμή χρεών άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου, έστω και αν το τελευταίο δεν έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης,
β) Τα χρέη να είναι προς το Δημόσιο ή και προς τρίτους μόνον εφόσον έχουν συμβεβαιωθεί με τα χρέη προς το Δημόσιο,
γ) Τα χρέη να είναι πτωχευτικά,
δ) Ο αιτών να μην έχει καταδικασθεί, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πτώχευσης, για το αδίκημα της δόλιας χρεωκοπίας, ούτε να έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη ή να εκκρεμεί ποινική δίκη για το αδίκημα αυτό.
8. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί για την αποδοχή ή μη της αίτησης ρύθμισης του πτωχού οφειλέτη μετά από συνεκτίμηση στοιχείων, που αφορούν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και από τα οποία αποδεικνύεται η οικονομική αδυναμία άμεσης ή και εφάπαξ πληρωμής του συνόλου ή μέρους των χρεών του και στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται το επισφαλές ή μη της είσπραξης των απαιτήσεων του Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται ιδίως:
α) Η ύπαρξη κινητής ή ακίνητης περιουσίας του πτωχού, η αξία και τα τυχόν βάρη αυτής,
β) Η εν γένει οικονομική και επαγγελματική κατάσταση, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του πτωχού και των μελών της οικογένειάς του,
γ) Οι προς τρίτους υποχρεώσεις του (υποχρέωση διατροφής, χρέη προς ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες),
δ) Το ύψος και το είδος των χρεών (βασικού και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής),
ε) Το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία της πτώχευσης, η ύπαρξη ή μη πτωχευτικής περιουσίας και η αξία αυτής, η αναγγελία ή μη άλλων πιστωτών, τα προνόμια και το ύψος των απαιτήσεων αυτών.
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω.
Άρθρο 63. Έκδοσις εντάλματος προσωπικής κρατήσεως
1. Η προσωπική κράτησις ενεργείται δι` εντάλματος υπό του Διευθυντού το Δημοσίου Ταμείου παρ` ω έχει βεβαιωθή το χρέος.
Πριν να εκδοθεί το ένταλμα, καλείται υποχρεωτικώς από το Διευθύντη του Δημοσίου Ταμείου εγγράφως ο οφειλέτης για να προβάλει, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της κλήσης, τις τυχόν αντιρρήσεις του κατά του εντάλματος που πρόκειται να εκδοθεί. Το έγγραφο της κλήσης πρέπει να περιλαμβάνει το ακριβές ποσό του χρέους, την αιτία της οφειλής καθώς και τα στοιχεία της αντίστοιχης ταμιακής βεβαίωσης.
2. Δι` έκαστον οφειλέτην υποκείμενον εις προσωπικήν κράτησιν εκδίδεται ίδιον ένταλμα περιέχον το ονοματεπώνυμον αυτού, το όνομα πατρός, το επάγγελμα, την διεύθυνσην του επαγγέλματος ή της κατοικίας, την αιτίαν του χρέους, το ποσόν αυτού, το οικονομικόν έτος εις ο ανάγεται το χρέος, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και τον χρόνον καθ` ον το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμον. Το ένταλμα φέρει την υπογραφήν του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου και την σφραγίδα του Δημοσίου Ταμείου.
3. Εκδοσις εντάλματος δεν απαιτείται προκειμένου περί οφειλετών εκ δικαστικών εξόδων και τελών, χρηματικών ποινών και προστίμων, αλλ` ούτοι μετά την απαγγελίαν της καταδικαστικής αποφάσεως, επιμέλεια του Εισαγγελέως ή Δημοσίου Κατηγόρου ή μετά την έκτισιν της ποινής των, επιμέλεια του οικείου Διευθυντού φυλακών, μεταφέρονται εις τας διά χρέη φυλακάς, εάν δεν καταβάλλουν το οφειλόμενον ποσόν.
Άρθρο 64. Όργανα εκτελέσεως ενταλμάτων προσωπικής κρατήσεως
1. Η εκτέλεσις των ενταλμάτων προσωπικής κρατήσεως των οφειλετών ανατίθεται υπό του εκδίδοντος ταύτα Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου εις την Χωροφυλακήν ή την Αστυνομίαν Πόλεων, προς ας αποστέλλονται. Αι αρχαί αύται υποχρεούνται εις την άμεσον εκτέλεσιν των ενταλμάτων και πάντως εντός προθεσμίας 3 ημερών από της παραλαβής των. Εν περιπτώσει δε δικαιολογημένης μη εκτελέσεως επιστρέφονται ταύτα εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου συν τη αναγραφή επ` αυτών των λόγων δι` ους δεν εξετελέσθησαν.
2. Η εκτέλεσις ενταλμάτων προσωπικής κρατήσεως εκδιδομένων υπό των Τελωνείων δύναται να ανατίθεται και εις όργανα της Τελωνοφυλακής.
3. Παρ` εκάστω Δημοσίω Ταμείω διατίθεται τη εγγράφω προτάσει του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου προς την αστυνομικήν Αρχήν της περιφερείας του, διά την εκτέλεσιν των ενταλμάτων προσωπικής κρατήσεως εν τη έδρα αυτού ο αναγκαίος αριθμός χωροφυλάκων ή αστυφυλάκων. Τα όργανα ταύτα αντικαθίστανται τη προτάσει του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
4. Πάσα αντίθετος διάταξις, γενική ή ειδική, αφορώσα την εκτέλεσιν των ενταλμάτων προσωπικής κρατήσεως, καταργείται.
Άρθρο 65. Εκτέλεσις ενταλμάτων προσωπικής κρατήσεως
1. Οφειλέτης, συλλαμβανόμενος βάσει εντάλματος προσωπικής κρατήσεως, προάγεται ενώπιον του εκδόντος το ένταλμα Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου ή ενώπιον του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείουτου τόπου εν τω οποίω συνελήφθη.
2. Οφειλέτης, συλλαμβανόμενος εντός των περιφερειών της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης ή Θεσσαλονίκης βάσει εντάλματος εκδοθέντος υπό τινος των Διευθυντών των Δημοσίων Ταμείων των περιφερειών τούτων, προάγεται ενώπιον του εκδόντος το ένταλμα Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
3. Ο συλληφθείς απολύεται παραχρήμα υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου:
α) Εάν αποδείξη εξωφλημένην την οφειλήν δι` ην συνελήφθη,
β) Εάν προβή εις την άμεσον εξόφλησην ταύτης,
γ) Εάν πρόκειται περί άλλου προσώπου και ουχί του οφειλέτου και
δ) Εάν υπάγηται εις τινα ων εν τω άρθρω 67 του παρόντος Ν. Διατάγματος εξαιρέσεων.
4. Οφειλέτης, συλλαμβανόμενος εκτός της έδρας του Δημοσίου Ταμείου και εν περιφέρεια ένθα ευρίσκεται ταμιακός υπάλληλος, αρμόδιος διά την είσπραξιν εσόδων του Δημοσίου Ταμείου, προάγεται ενώπιον τούτου. Ο συλληφθείς απολύεται εάν συντρέχη μία των περιπτώσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, άλλως οδηγείται υπό του αστυνομικού οργάνου ενώπιον του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
5. Προβαλλομένης υπό του συλληφθέντος αδυναμίας αμέσου εξοφλήσεως του όλου χρέους, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου. δικαιούται, εκτιμών τους ισχυρισμούς του οφειλέτου, να αναστείλη επί διάστημα, ουχί μείζον των δύο μηνών την εκτέλεσιν του εντάλματος σημειών την αναστολήν επί του εντάλματος, υπό την προϋπόθεσιν πάντοτε ότι ο συλληφθείς ήθελε καταβάλει ποσόν ουχί κατώτερον του 1/3 του όλου χρέους αυτού, ανεξαρτήτως του ύψους τούτου.
6. Ο συλληφθείς οφειλέτης απολύεται ωσαύτως εάν ανεστάλη αρμοδίως η είσπραξις του χρέους ή συμμορφωθή προς εκδοθείσαν αρμόδιως απόφασιν παροχής διευκολύνσεως καταβολής του χρέους.
Άρθρο 66. Έξοδα μεταγωγής - Διατροφής
1. Οι προσωποκρατούμενοι οφειλέται του Δημοσίου δύνανται τη αιτήσει των να μετέχουν της παρεχομένης εις τους κρατουμένους εν ταις φυλακαίς τροφοδοσίας υφ` ας προϋποθέσεις μετέχουν και ούτοι αυτής.
2. Οι προσωποκρατούμενοι οφειλέται του Δημοσίου, οι χαρακτηριζόμενοι ως εύποροι κατά τας διατάξεις του άρθρου 113 του Ν.Δ. 28/30 Σεπτεμβρίου 1935, υποχρεούνται εις καταβολήν των εξόδων διατροφής, εφ` όσον έτυχον τοιαύτης. Το ποσόν ταύτης βεβαιούται μερίμνη του Διευθυντού των φυλακών εις το Δημόσιον Ταμείον μετά την αποφυλάκισίν των και εισπράττεται ως δημόσιον έσοδον.
3. Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως, Νομικά Πρόσωπα και τρίτοι, ων τα έσοδα εισπράττονται κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος, υποχρεούται εις καταβολήν των εξόδων μεταγωγής, ως και κατά μήνα των εξόδων διατροφής των προσωποκρατουμένων οφειλετών των. Το ποσόν των εξόδων τούτων εφ` όσον δεν καταβληθή βεβαιόύται αρμοδίως μετά την αποφυλάκισιν και εισπράττεται ως έσοδον του καταβάλλοντος τούτο προσώπου.
Άρθρο 67. Εξαιρέσεις προσωπικής κρατήσεως
Κατά των κάτωθι οφειλετών του Δημοσίου δεν ενεργείται προσωπική κράτησις ή αρξαμένης διατάσσεται η απόλυσις :
1. Των μονίμων εμμίσθων δημοσίων υπαλλήλων, εκτός εάν το χρέος προέρχηται εξ ελλείμματος δημοσίας διαχειρίσεως.
2. Των Βουλευτών διαρκούσης της περιόδου ως και 4 εβδομάδας μετ` αυτήν.
3. Των κληρικών παντός βαθμού πάσης γνωστής θρησκείας.
4. Των εμμίσθων Γενικών Προξένων, Προξένων και Υποπροξένων ξένων Κρατών, εφ` όσον ούτοι είναι αλλοδαποί.
5. Των ανηλίκων, εκτός:
α) Των δι` ειδικών νόμων εξαιρουμένων,
β) Των εμπόρων διά φόρους προερχόμενους εκ της επιχειρήσεως των και
γ) Εάν το χρέος των προέρχεται εκ προστίμου ή χρηματικής ποινής επί λαθρεμπορία ή παραβάσει των Τελωνειακών νόμων ή των περί μονωπωλίων χαρτοσήμου, καπνού και προστασίας εθνικού νομίσματος νόμων, έχουν δε συμπληρώσει το 18ον έτος της ηλικίας των.
6. Των στρατευομένων, κατά την διάρκειαν της στρατεύσεώς των, δέκα ημέρας προ ταύτης και τρείς μήνες μετ` αυτήν.
7. Των συμπληρωσάντων το 65ον έτος της ηλικίας των.
Κατ` εξαίρεσιν προσωποκρατούνται οι υπερβάντες το 65ον έτος της ηλικίας των οφειλέται,
α) Εξ ελλειμάτων δημοσίας διαχειρίσεως,
β) Εξ επιδικασθείσης τω Δημοσίω αποζημιώσεως εκ ποινικού αδικήματος,
γ) Εκ προστίμου ή χρηματικής ποινής επί λαθρεμπορία ή παραβάσει των Τελωνειακών νόμων, των περί μονοπωλίων, των περί χαρτοσήμου, των περί καπνού και των περί προστασίας εθνικού νομίσματος νόμων,
δ) Εκ χρηματικής ποινής και δικαστικών εξόδων επιβληθέντων αυτοίς διά παραβάσεις αγορανομικών διατάξεων και
ε) Οι οφειλέται των ειδικών περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του παρόντος Ν.Διατάγματος.
8. Των εξ απογραφής κληρονόμων διά τα χρέη της κληρονομίας.
9. Των εν πτωχεύσει τελούντων. Δι` ειδικής όμως διαταγής του Υπουργού των Οικονομικών δύναται τη προτάσει του διώκοντος Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου και συμφώνω γνώμη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους να ενεργηθή προσωπική κράτησις αυτών.
Κατά την αυτήν ως άνω διαδικασίαν διώκονται μετά την παύσιν των εργασιών της πτωχεύσεως ελλείψει ενεργητικού οι κηρυχθέντες συγγνωστοί πτωχεύσαντες οφειλέται.
10. Των αποκατασταθέντων, επί εξάμηνον από της αποκαταστάσεώς των.
11. Των δοτών επιτρόπων διά χρέη των υπό την επιμέλειάν των τελούντων ανηλίκων και δικαστικώς ή νομίμως απηγορευομένω.
12. Των δικαστικώς απηγορευομένων.
Άρθρο 68. Περιορισμοί προσωπικής κρατήσεως
1. Δεν ενεργείται προσωπική κράτησις κατά τας επετείους της 25ης Μαρτίου, της 21 Απριλίου και της 28 Οκτωβρίου, κατά το από 23 Δεκεμβρίου μέχρι και 2 Ιανουαρίου χρονικόν διάστημα, κατά την διάρκειαν της ψηφοφορίας επί Βουλευτικών, Δημοτικών και Κοινοτικών εκλογών, οκτώ ημέρας προ της ενάρξεως αυτών και πέντε ημέρας μετά την λήξιν, κατά την διάρκειαν των εβδομάδων των Παθών και του Πάσχα, οι δε κατά την έναρξιν της εβδομάδας των Παθών κρατουμένοι διά χρέη προς το Δημόσιον, απολύονται υπό του Διευθυντού των φυλακών άνευ άλλης διατυπώσεως.
Ο Διευθυντής των φυλακών αποστέλλει εις το Δημόσιον Ταμείον πίνακα των κατ` εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης προσωρινώς απολυθέντων κατά την έναρξιν της εβδομάδος των Παθών, επί τη βάσει δε του πίνακος τούτου, άμα τη λήξει της εβδομάδος του Πάσχα, διατάσσεται η εκ νέου προσωπική κράτησις αυτών, μη απαιτουμένης της προσαγωγής των εις το Δημόσιον Ταμείον.
2. Αι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογήν ως προς τους οφειλέτας εξ ελλειμάτων δημοσίας διαχειρίσεως ή επιδικασθείσης τω Δημόσιω αποζημιώσεως εκ ποινικού αδικήματος, εκ καταδίκης εις πρόστιμον ή χρηματικήν ποινήν επί λαθρεμπορία ή παραβάσει των Τελωνειακών νόμων, ή των περί μονοπωλίων, χαρτοσήμου, καπνού, προστασίας εθνικού νομίσματος νόμων ως και προς τους οφειλέτας, τους χαρακτηριζόμενους ως υπόπτους φυγής κατά την διαδικασίαν του άρθρου 8 του παρόντος Ν. Διατάγματος.
3. Ομοίως δεν ενεργείται προσωπική κράτησις εις τας κάτωθι περιπτώσεις:
α) Εις ιδιωτικήν οικίαν από της 7ης εσπερινής έως 7ης πρωϊνής ώρας, κατά δε τας υπολοίπους ώρας άνευ της παρουσίας αξιωματικού ή υπαξιωματικού της Αστυνομίας Πόλεων ή της Χωροφυλακής,
β) Εις καθιερωθέντα τόπον ιερουργίας υπό γνωστής θρησκείας και κατά την διάρκειαν αυτής και
γ) Εις τον τόπον συνεδριάσεως δικαστηρίου και κατά την διάρκειαν αυτής.
Άρθρο 69. Ειδικαί περιπτώσεις προσωπικής κρατήσεως
1. Προσωπική κράτησις χωρεί:
α) Κατά των διευθυνόντων, εντεταλμένων και συμπραττόντων συμβούλων, διοικητών, γενικών διευθυντών των Ανωνύμων Εταιριών και κατά παντός ετέρου προσώπου εντεταλμένου, είτε αμέσως εκ του νόμου, είτε εξ ιδιωτικής βουλήσεως, διά την διοίκησιν ή την διαχείρησιν, είτε καθ` οιονδήποτε τρόπον αναμιχθέντος ενεργώς εις ταύτας, διωκομένων σωρευτικώς ή μη κατά την κρίσιν του διώκοντος Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
Ελλείψει απάντων των ανωτέρω το μέτρον λαμβάνεται κατά του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου. Ωσαύτως ο πρόεδρος διώκεται εάν ασκή πράγματι καθήκοντα ενός των ανωτέρω.
β) Κατά των διαχειριστών των Εταιριών Περιωρισμένης Ευθύνης και εν ελλείψει τοιούτων κατά παντός εταίρου.
γ) Κατά των προέδρων και γενικών γραμματέων των συνεταιρισμών, και των σωματείων, σωρευτικώς ή μη.
δ) Κατά των εν Ελλάδι πρακτόρων, αντιπροσώπων και εν γένει εκπροσώπων νομίμως συνεστημένων.
2. Η λήψις του εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου χωρεί διά παν χρέος προς το Δημόσιον των εν αυτή νομικών προσώπων.
3. Το μέτρον τούτο λαμβάνεται κατά των εν εδαφίοις α`.-δ`. της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου προσώπων διά την είσπραξιν των χρεών άτινα ήσαν βεβαιωμένα εις το Δημόσιον Ταμείον κατά τον χρόνον της αναλήψεως των καθηκόντων των ή εβεβαιώθησαν κατά την διάρκειαν της θητείας των έστω και εάν τα πρόσωπα ταύτα απέβαλον την ιδιότητά των, καθ` οιονδήποτε τρόπον. Τα πρόσωπα ταύτα προσωποκρατούνται και μετά την λύσιν των νομικών προσώπων διά χρέη βεβαιωθέντα μετά την λήξιν της θητείας των και γεννηθέντα κατά τον χρόνον ταύτης.
4. Προσωπική κράτησις χωρεί κατά του διαχειριστού ή τυχόν διορισθέντος επόπτου της υπό αναγκαστικήν διαχείρησιν τελούσης επιχειρήσεως μετά εξάμηνον από της αναλήψεως των καθηκόντων των εις περίπτωσιν καθυστερήσεως πληρωμής των πάσης φύσεως οφειλών της υπό αναγκαστικήν διαχείρησιν επιχειρήσεως προς το Δημόσιον, των δημιουργουμένων από της αναλήψεως της διαχειρίσεως ή της εποπτείας.
Άρθρο 70. Διάρκεια προσωπικής κρατήσεως
Ο κρατηθείς απολύεται:
1. Μετ` έγγραφον εντολήν:
α) Του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου εις ον κατέβαλε το δι` ο εκρατήθη χρέος, μετά των προσαυξήσεων, τόκων και τυχόν δικαιωμάτων και εξόδων εκτελέσεως,
β) Του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου εις ο έχει βεβαιωθή το χορήγησιν υπό το χρέος ή εις ον προσήχθη ο οφειλέτης τινος τούτνω ή των κατά νόμον αρμοδίων οργάνων, διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής ή και αναστολής της εισπράξεως του χρέους κατά τας αρμοδιότητας αυτών,
γ) Των εν τη περιπτώσει β`. Διευθυντών Δημοσίων Ταμείων εφ` όσον ο οφειλέτης καταβάλλει το 1/3 τουλάχιστον του χρέους δι` ο εκρατήθη, αναστελλομένης άμα της προσωπικής κρατήσεως διά χρονικόν διάστημα ουχί μείζον του διμήνου και εφ` όσον δεν εξεδόθη απόφασις του κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 3 του παρόντος Ν. Διατάγματος αρμοδίου οργάνου.
2. Αυτοδικαίως εάν η κράτησις διήρκησεν προκειμένου περί βασικής οφειλής, δι` ην εκρατήθη, δραχμών δέκα χιλιάδων (10.000) δέκα πέντε (15) ημέρας, είκοσι χιλιάδων (20.000) ένα (1) μήνα, πεντήκοντα χιλιάδων (50.000) τρεις (3) μήνα, εκατόν χιλιάδων (100.000) εξ (6) μήνας, προκειμένου δε περί οφειλής ανωτέρου ποσού εν (1) έτος.
Διά τον προσδιορισμόν του ανωτέρου ορίου διαρκείας της προσωπικής κρατήσεως λαμβάνονται υπ` όψιν αθροιστικώς τα χρέη δι` άτινα έχουν εκδοθή εντάλματα προσωπικής κρατήσεως και έχουν αποσταλή εις την φυλακήν εις ην ο οφειλέτης, ανεξαρτήτως των Αρχών αίτινες εξέδωσαν ταύτα.
Άρθρο 71. Επαύξησις διαρκείας προσωπικής κρατήσεως
1. Προκειμένου περί οφειλετών:
α) Εξ ελλειμμάτων δημοσίας διαχειρίσεως,
β) Εξ επιδικασθείσης τω Δημοσίω αποζημιώσεως εκ ποινικού αδικήματος,
γ) Εκ προστίμου ή χρηματικής ποινής επί λαθρεμπορία ή παραβάσει των Τελωνειακών νόμων, των περί μονοπωλίων, τω περί χαρτοσήμου, των περί καπνού και των περί προστασίας εθνικού νομίσματος νόμων και
δ) Εκ χρηματικής ποινής και δικαστικών εξόδων επιβληθέντων αυτοίς διά παραβάσεις αγορανομικών διατάξεων, το ανώτατον όριον της προσωπικής κρατήσεως κατά τας διακρίσεις του προηγουμένου άρθρου διπλασιάζεται.
2. Η δυνάμει εντάλματος του Δημοσίου Ταμείου διαταχθείσα προσωπική κράτησις του οφειλέτου αναστέλλεται διαρκούσης της τυχόν προφυλακίσεως αυτού βάσει δικαστικού εντάλματος ή της φυλακίσεώς του συνεπεία καταδικαστικής αποφάσεως.
Άρθρο 72. Επανάληψις διώξεως προσωποκρατηθέντων
Οι κατά τας διατάξεις των άρθρων 70 και 71 του παρόντος Ν. Διατάγματος απολυθέντες συνεπεία συμπληρώσεως εν τη φυλακή του ανωτάτου ορίου προσωπικής κρατήσεως, δεν δύναται να προσωποκρατηθούν εκ νέου διά την πληρωμήν του αυτού χρέους προ της παρόδου έτους από της εκ των φυλακών απολύσεως αυτών.
Άρθρο 73. Ανακοπαί υπό του οφειλέτου
1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται:
α) Κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως,
β) Κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και
γ) Κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ` ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ` ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφ` όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου.
2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους:
α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν.
β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως.
γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου,της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως.
δ) Εάν το χρέος παρεγράφη.
ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεως.
στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και
ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων.
Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη.
3. Η ασκηθείσα ανακοπή εν ουδεμία περιπτώσει αναστέλλει την εκτέλεσιν. Ασκηθείσης όμως ανακοπής κατά της διοικητικής εκτελέσεως ο οφειλέτης δύναται δι` αιτήσεως του απευθυνομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και εκδικαζομένης κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων να αιτήσηται την αναστολήν της εκτελέσεως. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναστολής από το Δικαστήριο είναι η πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής. Με προφορική αίτηση του πληρεξουσίου του ανακόπτοντος δύναται να χορηγηθεί και σημείωμα προσωρινής αναστολής μέχρι την έκδοση απόφασης για την αίτηση αναστολής.
Άρθρο 74. Ανακοπή τρίτου
1. Ανακοπήν κατά της διοικητικής εκτελέσεως δικαιούται ν` ασκήση πας τρίτος εφ` όσον προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητος αυτού επί του αντικειμένου της εκτελέσεως.
Η ανακοπή δέον να απευθύνεται κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεσιν Δημοσίου και κατά του οφειλέτου, εγγγράφεται δε εντός 30 ημερών από της καταθέσεως αυτής εις τα βιβλία διεκδικήσεων εάν αφορά ακίνητον.
Αρμόδια προς εκδίκαση της ως άνω ανακοπής είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια. Η κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμοδιότης αυτών, αναλόγως της αξίας των κατασχεθέντων κατά τον γενόμενο προσδιορισμό από τον ανακόπτοντα, προσδιορίζονται κατά τις γενικές διατάξεις του Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας.
2. Περαιωθείσης της εκτελέσεως ο τρίτος δύναται να ασκήση ανακοπήν κατά του υπερθεματιστού εντός αποσβεστικής προθεσμίας επί μεν κινητών ενός έτους απο της παραδόσεως αυτών εις τον υπερθεματιστήν, επί δε ακινήτων πέντε ετών από της μεταγραφής της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως.
3. Εάν ο τρίτος ήσκησεν ανακοπήν δύναται να αιτήσηται την αναστολήν της εκτελέσεως επί μεν κινητών μέχρι της παραδόσεως αυτών εις τον υπερθεματιστήν, επί δε ακινήτων μέχρι της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως.
Άρθρο 75. Παράλειψις και ακυρότητες πράξεων εκτελέσεως
1. Παράλειψις ή ακυρότης των πράξεων εκτελέσεως δύναται να προταθή υπό του οφειλέτου αν αύτη αποδεικνύεται εξ αυτών τούτων των πράξεων και αν κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου επήλθεν εις αυτόν βλάβη, μη δυναμένη να επανορθωθή άλλως ή κηρυσσομένης της ακυρότητος.
Ο οφειλέτης δύναται προσέτι να ανακόψη τον πλειστηριασμόν αν δεν εκοινοποιήθη εις αυτόν εγκύρως το πρόγραμμα πλειστηριασμού. Ο λόγος ούτος ανακοπής δύναται να προταθή και υπό των ενυποθήκων δανειστών.
2. Μετά παρέλευσιν 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν επιτρέπεται εις τον οφειλέτην ανακοπή ακυρώσεως των μέχρι του πλειστηριασμού πράξεων της εκτελέσεως. Ωσαύτως μετά παρέλευσιν 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν επιτρέπεται ανακοπή ακυρώσεως του πλειστηριασμού εις τον οφειλέτην και τους ενυποθήκους δανειστάς εάν εκοινοποιήθη εις αυτούς εγκύρως το προγραμμα πλειστηριασμού ή οπωσδήποτε έλαβον γνώσιν αυτού μέχρι και της ημέρας διενεργείας του, κατ` ουδεμίαν δε περίπτωσιν μετά παρέλευσιν 3 μηνών από ταύτης.
3. Ακυρουμένης της εκτελέσεως διά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως συνεπεία παραλείψεως προθεσμίας ή δικονομικού τύπου, ο εις ου την υπαιτιότητα οφείλεται η ακυρότης αύτη δύναται να υποχρεωθή διά της αυτής αποφάσεως και εις την πληρωμήν των εξόδων εις α υπεβλήθη τόσον το Δημόσιον, όσον και ο καθ` ου η εκτέλεσις οφειλέτης αυτού.
Άρθρο 75Α.
Παραλείψεις, ακυρότητες ή πλημμέλειες κατά τη διαδικασία απόκτησης οποιουδήποτε νόμιμου τίτλου σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος, καθώς και κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης, δύνανται να προταθούν από τον οφειλέτη ως λόγος ακύρωσης, μόνο εάν αυτός επικαλείται και αποδεικνύει ότι εξαιτίας τους υπέστη βλάβη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί παρά μόνο με την ακύρωση.
Άρθρο 76. Έξοδα και δικαιώματα εκτέλεσης
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα δικαιώματα και έξοδα της διοικητικής εκτέλεσης, τα δικαιώματα για την εκτέλεση αποφάσεων προσωπικής κράτησης οφειλετών του Δημοσίου, καθώς και τα δικαιώματα για την επίδοση ατομικών ειδοποιήσεων στους οφειλέτες του Δημοσίου ή τρίτων που τα έσοδα τους εισπράττονται μέσω των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών.
Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζεται το ύψος των δικαιωμάτων και εξόδων εκτέλεσης, τα δικαιούχα πρόσωπα, ο τρόπος είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Τα παραπάνω δικαιώματα θεωρούνται ως έξοδα εκτέλεσης.
Άρθρο 77. Εκκαθάρισις και προσδιορισμός εξόδων εκτελέσεως
1. Τα κατά την διοικητικήν εκτέλεσιν έξοδα εκτελέσεως και δικαιώματα εκκαθαρίζονται και προσδιορίζονται υπό του Ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως επί τη βάσει πίνακος συντασσομένου υπό του δικαιούχου και υποβαλλομένου δι` αιτήσεως του εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου, όστις δι` εγγράφου του, διαλαμβάνοντος και τας τυχόν παρατηρήσεις του επί της νομιμότητος και της ακριβείας των ποσών, διαβιβάζει τούτο εις το Ειρηνοδικείον.
Το έγγραφον του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, μετ` αποσπάσματος του πίνακος, κοινοποιείται προς τον οφειλέτην.
Η υπό του Ειρηνοδικείου εκκαθάρισις, ενεργουμένη άνευ κλήσεως του οφειλέτου και προσδιορισμού δικασίμου, δέον να περαιωθή εντός μηνός από της περιελεύσεως αυτώ του εγγράφου του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, ουχί πάντως ενωρίτερον των 10 ημερών ταύτης.
2. Κατά της εκδοθείσης υπό του Ειρηνοδικείου αποφάσεως εκκαθαρίσεως, ήτις γνωστοποιείται εγγράφως υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου εις τον οφειλέτην και τον δικαιούχον, επιτρέπεται έφεσις, μη κοινοποιουμένη εις τον Εισαγγελέα, υπό του οφειλέτου, του δικαιούχου και του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου εντός 15 ημερών από της γνωστοποιήσεως, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εις την περιφέρειαν του οποίου υπάγεται το Ειρηνοδικείον, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν της εκουσίας δικαιοδοσίας.
3. Εάν η εκτέλεσις περατωθή δι` οριστικής κατακυρώσεως, πρόκειται δε να συνταχθή πίναξ κατατάξεως, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου αποστέλλει επί αποδείξει προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον πίνακα δαπανών εκτελέσεως, εντός της κατά τα άρθρα 28 και 55 του παρόντος Ν. Διατάγματος προθεσμίας προς αναγγελίαν του Δημοσίου, ίνα καταταγή δι` αυτάς βεβαιουμένης της εγκαίρου παραλαβής διά σημειώματος του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου επί του ληφθέντος πίνακος.
4. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προσαρτά τω φακέλλω εκτελέσεως πίνακα των δικαιωμάτων και δαπανών του, άνευ τηρήσεως της κατά τας προηγουμένας παραγράφους διαδικασίας, εφ` όσον μέλλει να συνταχθή πίναξ κατατάξεως.
Άρθρο 78. Καταβολή εξόδων εκτελέσεως
1. Άπαντα τα κατά το άρθρον 76 του παρόντος Ν. Διατάγματος δικαιώματα και έξοδα εκτελέσεως και τα έξοδα μεταφοράς των κατασχεθέντων, πλην των δικαιωμάτων του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, δι` α μέλλει να συνταχθή πίναξ κατατάξεως, εκκαθαριζόμενα και προσδιοριζόμενα κατά την διαδικασίαν του άρθρου 77 του παρόντος Ν. Διατάγματος, προκαταβάλλονται τοις δικαιούχοις υπό του επισπεύδοντος την εκτέλεσιν Δημοσίου Ταμείου, ιδία αυτού αρμοδιότητι, βάσει αποδείξεων τούτων, ανεξαρτήτως αν μέλλη να συνταχθή πίναξ κατατάξεως.
2. Κατά την ιδίαν διαδικασίαν προκαταβάλλονται υπό του ως άνω Δημοσίου Ταμείου εις το τέλος εκάστου τριμήνου τα έξοδα διατηρήσεως και φυλάξεως των κατασχεθέντων ως και τα τυχόν προς τον σκοπόν τούτον καταβαλλόμενα μισθώματα.
3. Τα εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις 1 και 2 προκαταβαλλόμενα υπό του Δημοσίου δικαιώματα και έξοδα εν γένει βεβαιούνται ως δημόσιον έσοδον εις τα καταβαλόντα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται εις βάρος των οικείων οφειλετών του Δημοσίου.
4. Εν περιπτώσει διαγραφής του συνόλου του προ το Δημόσιον χρέους δι` ο επεβλήθη η κατάσχεσις, διαγράφονται οίκοθεν διά πράξεως του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου και τα βεβαιωθέντα έξοδα και δικαιώματα εν γένει.
Άρθρο 79. Καταβολή εξόδων εκτελέσεως εν περιπτώσει αναστολής
Κατ` ουδεμίαν περίπτωσιν επιτρέπεται αναστολή πλειστηριασμού των κατασχεθέντων ή των ληφθέντων αναγκαστικών μέτρων άνευ προηγουμένης καταβολής των γενομένων εξόδων και των δικαιωμάτων εν γένει της εκτελέσεως.
Τα αυτά ισχύουν και εν περιπτώσει εκουσίας απαλλοτριώσεως ή διαθέσεως κατά τα εν άρθρω 13 του παρόντος Ν. Διατάγματος.
Αμφισβητουμένου του ποσού των εξόδων και των δικαιωμάτων εν γένει, ταύτα παρακατατίθεται παρά τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων, διά συστάσεως γραμματίου παρακαταθήκης, κατά πρόχειρον υπολογισμόν γινόμενον υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου μέχρι της εκκαθαρίσεως τούτων κατά το άρθρον 77 του παρόντος Ν. Διατάγματος. Το γραμμάτιον παρακαταθήκης εξοφλείται τη εντολή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου.
Άρθρο 80. Ευθύναι περί την βεβαίωσιν
1. Οικονομικοί Εφοροι ή άλλοι εντεταλμένοι την βεβαίωσιν των δημοσίων εσόδων υπάλληλοι, οίτινες δεν ήθελον αποστείλει εις το οικείον Δημόσιον Ταμείον τα προς βεβαίωσιν των εσόδων αναγκαία στοιχεία, εντός μηνός από της λήξεως της κατά τους κειμένους νόμους οριζομένης προθεσμίας προς βεβαίωσιν των δημοσίων εσόδων, ή από της λήξεως της κατά τον νόμον σχετικής διαδικασίας, ελέγχονται πειθαρχικώς κατά τας διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικος. Εν δολία υποτροπή δύναται να επιβληθή και η ποινή της οριστικής παύσεως.
2. Εις πειθαρχικόν έλεγχον ωσαύτως υπόκεινται, κατά τας περί αυτών ισχυούσας διατάξεις, οι υπάλληλοι Γραμματείας Δικαστηρίων, οίτινες εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός δεν ήθελον αποστείλει εις το αρμόδιον Δημόσιον Ταμείον τους τίτλους εισπράξεως των επιβληθέντων βάσει οριστικών αποφάσεων, εκδοθεισών κατά τον προηγούμενον μήνα, δικαστικών εξόδων, τελών, προστίμων και χρηματικών ποινών.
Η διάταξις του τελευταίου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου ισχύει και εν προκειμένω.
3. Εις τον αυτόν πειθαρχικόν έλεγχον υπόκεινται οι Διευθυνταί, οι Ελεγκταί και οι επί της βεβαιώσεως των εσόδων Ταμιακαί υπάλληλοι, οίτινες δεν ήθελον εκδόσει εντός μηνός από της παραλαβής των τίτλων εισπράξεως τα αποδεικτικά παραλαβής εισπρακτέων εσόδων.
Άρθρο 81. Ευθύναι αστυνομικών οργάνων
Διοικηταί Υπηρεσιών, Τμημάτων ή Σταθμών Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων και πάντες οι εντεταλμένοι την εκτέλεσιν τνω ενταλμάτων προσωπικής κρατήσεως, οίτινες εντός της προθεσμίας του άρθρου 64 του παρόντος Ν. Διατάγματος από της παραλαβής των αποσταλέντων αυτής ενταλμάτων δεν ήθελον επιμεληθή της εκτελέσεως ταύτης ή δεν ήθελον εκτελέσει ταύτα αδικαιολογήτως, ελέγχονται πειθαρχικώς κατά τας υπό των οικείων οργανισμών των Σωμάτων τούτων ισχυούσας πειθαρχικάς διατάξεις.
Άρθρο 82. Διάκριση ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυποχρέων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ. και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων, ο έλεγχος της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας, εφόσον πρόκειται για πτωχό ή ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης.
β. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43) δίωξης ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης και η συνδρομή των περιπτώσεων β΄ και γ΄.
Προκειμένου για οφειλές που αφορούν κοινότητες ομογενειακών οργανώσεων που έχουν στην κυριότητά τους ελληνικά σχολεία στην αλλοδαπή απαιτείται η συνδρομή της περίπτωσης γ΄.
2. Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται:
α) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας για την αναγκαστική είσπραξη φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας και
με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών κατά περίπτωση, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή μέχρι ενάμισυ εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ,
β) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του ενάμισυ εκατομμυρίου (1.500.000) ευρώ.
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ζητήσει τη σύμφωνη γνώμη Κλιμακίου ή Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συγκροτείται
με απόφαση της Ολομέλειάς του, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή κάτω του ενάμισυ εκατομμυρίου (1.500.000) ευρώ.
3. Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση: α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της, β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό, γ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 2523/1997.
Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμού και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
4. Με τη διαδικασία της παραγράφου 2 οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
5. Με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
μπορεί να εκχωρεί τις αρμοδιότητές του και να ορίζει άλλα όργανα για την υποβολή της σύμφωνης γνώμης της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2, να ρυθμίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση και την παρακολούθηση αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και του επαναχαρακτηρισμού τους ως εισπράξιμων και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών της καταχώρισης.
Άρθρο 82Α. Διαγραφή των οφειλών προς το Δημόσιο
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, σύμφωνα με το άρθρο 82 δύνανται να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν και πριν από την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες στις περιπτώσεις α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 82 ενέργειες για το χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
β. Έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον με τα κράτη μέλη της Ε.Ε.,
γ. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,
δ. Έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43), εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
2. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 82 μπορούν να διαγραφούν, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 1, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:
α. Οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά,
β. Οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος.
3. Η διαγραφή των απαιτήσεων και η καταχώρισή τους σε ειδικά βιβλία διαγραφών γίνεται:
α) Με απόφαση του αρμόδιου Κλιμακίου, Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών, κατά περίπτωση, και μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1,
β) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών κατά περίπτωση για τις περιπτώσεις της παραγράφου 2. γ) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Δ/νσης Τελωνειακών Διαδικασιών κατά περίπτωση μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 82.
4. Μέχρι 31.12.2013 προκειμένου να εκκαθαριστεί το χαρτοφυλάκιο ληξιπρόθεσμων οφειλών παρέχεται η δυνατότητα διαγραφής βασικών οφειλών που έχουν γεννηθεί προ του 1993 και είναι μικρότερες του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ ανά φορολογούμενο, υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται άλλες βασικές οφειλές του ίδιου προσώπου. Η διαγραφή των παραπάνω οφειλών γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
5. Με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ρυθμίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία διαγραφών, να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείρισή τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία διαγραφών.»
Άρθρο 83. Ενέργειες και αποτελέσματα συμψηφισμού
1. Βέβαιη και εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, η οποία αποδεικνύεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο, συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.
2. Ο συμψηφισμός προτείνεται με δήλωση του οφειλέτη που υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ., η οποία είναι αρμόδια για την είσπραξη του χρέους. Ο συμψηφισμός μπορεί να ενεργείται και αυτεπάγγελτα, με πράξη του προϊσταμένου της ίδιας υπηρεσίας, εφόσον από τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύεται η απαίτηση του οφειλέτη. Απαίτηση του Δημοσίου παραγεγραμμένη αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για μια τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής.
Η δήλωση του οφειλέτη για συμψηφισμό της απαίτησης κατά του Δημοσίου ή το έγγραφο του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. για αυτεπάγγελτο συμψηφισμό κοινοποιείται στην εκκαθαρίζουσα την απαίτηση υπηρεσία, η οποία υποχρεούται σε άμεση απόδοση του συμψηφισθέντος ποσού.
3. Με τις πιο πάνω προϋποθέσεις επιτρέπεται ο συμψηφισμός απαιτήσεων κατά του Δημοσίου με χρέη προς το Δημόσιο που καταβάλλονται με ταυτόχρονη υποβολή δήλωσης φόρου ή άλλου εσόδου. Η δήλωση συμψηφισμού, που υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις συνέπειες της εκπρόθεσμης υποβολής της.
4. Με το συμψηφισμό οι αμοιβαίες απαιτήσεις αποσβένονται από την ημερομηνία που συνυπήρξαν και κατά το μέρος που καλύπτονται, με την επιφύλαξη των άρθρων 89 και 94 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α').
5. Αναστολή είτε του νόμιμου τίτλου βεβαίωσης ή είσπραξης είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, από το νόμο ή βάσει απόφασης δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου, δεν εμποδίζει τη διενέργεια του συμψηφισμού.
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η ειδικότερη διαδικασία, με την τήρηση των οποίων εξαιρούνται από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του Δημοσίου με βεβαιωμένα αλλά μη ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Δημόσιο.
7. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
Άρθρο 84. Κοινοποιήσεις
1. Αι κατά το παρόν Ν. Διάταγμα κοινοποιήσεις ενεργούνται άνευ ειδικής εγγράφου παραγγελίας του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου υπό δικαστικού επιμελητού ή ταμιακού υπαλλήλου ή υπαλλήλου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου κατά τας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
2. Αι, προς τους αγνώστους διαμονής και τους εν τω εξωτερικώ διαμένοντας γνωστής διαμονής, κοινοποιήσεις γίνονται εις τον κατά το άρθρον 142 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας τυχόν διορισθέντα αντίκλητον, κατά πάσαν δε περίπτωσιν δύναται να γίνονται εις τον σύζυγον, ένα των γονέων ή των αδελφών ή άλλων εξ αίματος συγγενών του προς ον η επίδοσις μέχρι 4ου βαθμού εκ πλαγίου, εχόντων ηλικίαν ουχί κατωτέραν των 17 ετών, αρνουμένων δε τούτων να παραλάβουν το κοινοποιουμένον έγγραφον ή τούτων μη ευρισκομένω γίνεται θυροκόλλησις. Εάν ουδείς των ανωτέρω συγγενών υπάρχη η κοινοποίησις γίνεται προς τον Δήμαρχον ή τον Πρόεδρον Κοινότητος ή τον Ιερέα της Ενορίας της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του προς ον η κοινοποίησις οίτινες οφείλουν να τοιχοκολλήσουν το κοινοποιηθέν έγγραφον εις το δημοσιώτερον μέρος και να πέμψουν βεβαίωσιν περί της τοιχοκολλήσεως εις την παραγγείλασαν την κοινοποίησιν Αρχήν. Πάντως η κοινοποίησις θεωρείται συντετελεσμένη από της παραλαβής του κοινοποιημένου εγγράφου υπό των προσώπων τούτων.
3. Οι κοινοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 30Α δύναται να ενεργούνται με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον:
α) Τα προς επίδοση έγγραφα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3979/2011,
β) Το προς ο-η επίδοση πρόσωπο έχει γνωστοποιήσει συγκεκριμένο μέσο ως προτιμώμενο, ανεξάρτητα αν έχει συγκατατεθεί ρητά στη χρήση του. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα παράδοσης του εγγράφου στο ηλεκτρονικό μέσο που δηλώθηκε ως προτιμώμενο. Απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την ως άνω έννοια ισχύει ως έκθεση επίδοσης. Τα προηγούμενα εδάφια ισχύουν αναλόγως και για την υποβολή της δήλωσης του άρθρου 32. με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 85. Εκπροσώπησις του Δημοσίου
1. Επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ` ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών.
Στην περίπτωση αίτησης αναστολής πλειστηριασμού ή διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης ή αλλαγής του τόπου πλειστηριασμού, η κοινοποίηση αυτής στους πιο πάνω, γίνεται το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο με ποινή το απαράδεκτο.
2. Κατά τας δίκας ταύτας επιτρέπεται αυτοπροσώπως παράστασις και ενέργεια του οφειλέτου.
3. Επί δικών του παρόντος ουδεμία τρέχει κατά την διάρκειαν των δικαστικών διακοπών προθεσμία πάσα δε προθεσμία αρξαμένη προ των διακοπών, ως και η εξέτασις των μαρτύρων, αναστέλλονται κατά την διάρκειαν των διακοπών, εκτός αν επισπεύδη το Δημόσιον.
Άρθρο 86. Εγγυηταί
1. Οσα το παρόν Ν. Διάταγμα διαλαμβάνει περί των οφειλετών εφαρμόζονται και κατά των εγγυητών, στερουμένων του ευεργετήματος της διζήσεως.
2. Δι` όσα κατέβαλον οι εγγυηταί υπέρ των οφειλετών, έχουν το δικαίωμα, επί τη υποβολή αιτήσεως εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου, να ζητήσουν την παρά του Δημοσίου Ταμείου και υπέρ αυτών βεβαίωσιν, γινομένην διά πράξεως του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, των καταβληθέντων ποσών και την επιδίωξιν της εισπράξεως κατά των οφειλετών συμφώνως τω παρόντι Ν. Διατάγματι. Το ούτω βεβαιούμενον ποσόν εις ουδεμίαν συνέπειαν εκπροθέσμου καταβολής υπόκειται, υπάγεται δε ως προς τον χρόνον παραγραφής εις τας διατάξεις περί παραγραφής των χρεών προς το Δημόσιον. Το εισπραχθησόμενον ποσόν αποδίδεται, άνευ ουδεμίας κρατήσεως υπέρ του Δημοσίου ή των τρίτων, εις τον καταβαλλόντα εγγυητήν. Τα τυχόν έξοδα εκτελέσεως προκαταβάλλονται υπό του εγγυητού.
3. Δίκαι δημιουργημέναι περί την εκτέλεσιν διεξάγονται μεταξύ πρωτοφειλέτου και εγγυητού άνευ συμμετοχής και ευθύνης του Δημοσίου.
Άρθρο 87. Ευθύνη υπομισθωτών
Οι υπομισθωταί μετά των μισθωτών δημοσίων εν γένει προσόδων ή κτημάτων ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του Δημοσίου διά το προς αυτό οφειλόμενον μίσθωμα, εισπραττόμενον κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος.
Εν περιπτώσει υπομισθώσεως μέρους μόνον της υπό του Δημοσίου εκμισθωθείσης προσόδου ή κτήματος, η ευθύνη του υπομισθωτού περιορίζεται εις το ποσόν της υπομισθώσεως.
Άρθρο 88. Δικαιώματα μισθωτών - Υπομισθωτών
Οι μισθωταί των Δημοσίων προσόδων και κτημάτων ως προς τους υπομισθωτάς και τους φορολογούμενους και οι υπομισθωταί ως προς τους φορολογούμενους καταβαλόντες τας ληξιπροθέσμους εκ της μισθώσεως ή υπομισθώσεως οφειλάς των προς το Δημόσιον, έχουν το δικαίωμα, επί τη υποβολή αιτήσεως εις τον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου, συνοδευομένης διά τίτλου εκτελεστού, έχοντος τα προσόντα των άρθρων 915 και 916 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, να ζητήσουν την παρά του Ταμείου και υπέρ αυτών βεβαίωσιν και είσπραξιν των οφειλομένων αυτοίς υπό των υπομισθωτών ή φορολογουμένων χρεών εκ της αιτίας ταύτης.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, εάν γεννηθούν διενέξεις, όλαι αι ένεκα της εκτελέσεως ταύτης δημιουργούμεναι δίκαι περί την εκτέλεσιν διεξάγονται μεταξύ των μισθωτών, υπομισθωτών ή φορολογουμένων άνευ συμμετοχής ή ευθύνης του Δημοσίου.
Τα έξοδα εκτελέσεως βαρύνουν τον υπέρ ου η βεβαίωσις μισθωτήν ή υπομισθωτήν.
Άρθρο 89. Εφαρμογή διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας
Αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται εφ` όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος τηρουμένης πάντοτε της διατάξεως του άρθρου 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος διά πάσαν παράβασιν.
Άρθρο 90. Ατέλεια δικογράφων
1. Πάντα εν γένει τα έγγραφα τα εις την διοικητικήν εκτέλεσιν αφορώντα συντάσσονται εφ` απλού χάρτου.
2. Οπου κατά τας διατάξεις του παρόντος οι δικαστικοί επιμεληταί συντάσσουν εκθέσεις ή έτερα έγγραφα, φυλάσσουν ούτοι το πρωτότυπον αυτών και παραδίδουν κεκυρωμένων αντίγραφον κατά τας διατάξεις του Ν. Διατάγματος 1210/1972.
Άρθρο 91. Έσοδα τρίτων
1. Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Χρέη υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων που εισπράττονται από τις Δ.Ο.Υ. για λογαριασμό τους, εφόσον από τις ίδιες διατάξεις των δικαιούχων προβλέπεται επιβάρυνση τους με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρόστιμα, τόκους υπερημερίας, Φ.Π.Α. και γενικώς πάσης φύσεως επιβαρύνσεις, αρχόμενες πριν από τη βεβαίωση τους στις Δ.Ο.Υ.. αυτές θα αναγράφονται στον οικείο χρηματικό κατάλογο. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, από την ημερομηνία που το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο στη Φορολογική Διοίκηση επιβάλλονται επ' αυτού τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος. Εφόσον νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και τρίτοι αποστέλλουν για είσπραξη έσοδα τους στις Δ.Ο.Υ., οφείλουν να έχουν πρόβλεψη για τη δαπάνη των εξόδων για τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, τα οποία θα λαμβάνονται από τις Δ.Ο.Υ. χωρίς προηγούμενη έγκριση.
2. Τα όργανα του Δημοσίου που κατά τις κείμενες διατάξεις έχουν αρμοδιότητα για παροχή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών ή αναστολή εκτέλεσης που επισπεύδεται κατά οφειλετών του Δημοσίου, έχουν την αυτή αρμοδιότητα και προκειμένου περί εσόδων κσι οφειλετών του άρθρου αυτού.
3. Επί των συμβεβαιουμένων μετά των δημοσίων εσόδων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται εις πάσαν περίπτωσιν αι διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος και αι περί παραγραφής των δημοσίων εσόδων διατάξεις.
Άρθρο 92. Αναπροσαρμογή ποσών και ποσοστών
Τα εν τω παρόντι Ν. Διατάγματι αναφερόμενα ποσά και ποσοστά να αναπροσαρμόζωνται διά Π. Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών.
Άρθρο 93. Διαχρονικόν Δίκαιον
1. Αι διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος εφαρμόζονται επί εκτελέσεων, αίτινες άρχονται από της ισχύος αυτού. Επί εκκρεμών εκτελέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των εκκρεμών αναπλειστηριασμών μέχρι της τελεσιδικίας του πίνακος κατατάξεως, ως και επί εκκρεμών περί την εκτέλεσιν δικών, εφαρμόζονται αι προ της ισχύος του παρόντος Ν. Διατάγματος διατάξεις του Π. Δ. της 24/27 Αυγούστου 1931.
2. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 - 5 του άρθρου 86 του καταργουμένου Π.Δ.της 24/27 Αυγούστου 1931, περί Κώδικος του νόμου περί εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, ως συνεπληρώθησαν και ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως, διατηρούνται εν ισχύϊ διά τας μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του άρθρου 104 του Ν.Δ. 321/69 γεγεννημένας αξιώσεως του Δημοσίου.
Άρθρο 94.
Μέχρι θέσεως εν ισχύϊ των υπό του παρόντος Ν. Διατάγματος προβλεπομένων Π. Διαταγμάτων, τα περί ων ταύτα θέματα ρυθμίζονται υπό των μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος των κειμένων διατάξεων, εφ` όσον αύται δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις αυτού.
Άρθρο 95.
1. Η ισχύς του παρόντος Ν. Διατάγματος άρχεται από 1ης Ιουλίου 1974.
2. Από της ισχύος του παρόντος Ν. Διατάγματος καταργείται το Π.Δ. της 24/27 Αυγούστου 1931, περί κώδικος του νόμου περί εισπράξεως των δημοσίων εσόδων, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως ως και πάσα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος ή ρυθμίζουσα θέματα διεπόμενα υπό τούτων.
Εν Αθήναις τη 26 Μαρτίου 1974
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΦΑΙΔΩΝ ΓΚΙΖΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ
Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΜΕΛΗ
ΚΩΝΣΤ.ΡΑΛΛΗΣ, ΗΛ.ΜΠΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΠΥΡ.ΤΕΤΕΝΕΣ, ΕΥΣΤ.ΛΑΤΣΟΥΔΗΣ, ΒΑΣ.ΤΣΟΥΜΠΑΣ, ΣΤΥΛ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, ΓΕΩΡΓ.ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ, ΔΗΜ.ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ΤΖΩΡ.ΤΖΩΡΤΖΑΚΗΣ, ΚΩΝΣΤ. ΚΥΠΡΑΙΟΣ, ΠΑΝ.ΠΑΠΑΡΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΕΞ. ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ, ΚΩΝΣΤ. ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς
Εν Αθήναις τη 27 Μαρτίου 1974
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
με τους ειδικούς.
Απεριόριστα Ερωτήματα
Εξατομικευμένες Συμβουλές Από 100€
και Ολοκληρωμένες
Υπηρεσίες Φορολογικής
και Οικονομικής Διαχείρισης Εγγραφή
φορολογικά σας
θεματα Online.
Γραπτές Ερωτήσεις
Τεκμηριωμένες Απαντήσεις 50€ + ΦΠΑ