Εσθονία
Νόµος 3682/2008
«Κύρωση της Σύµβασης µεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος και κεφαλαίου»,
(ΦΕΚ Α΄ 145/16.07.2008)
Ο ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος, η Σύµβαση µεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος και κεφαλαίου, που υπογράφηκε στην Αθήνα, στις 4 Απριλίου 2006, το κείµενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ
Μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της Κυβέρνησης της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος και του κεφαλαίου
Η Κυβέρνηση της ∆ηµοκρατίας της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και η Κυβέρνηση της Εσθονίας, επιθυµώντας να συνάψουν Σύµβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος και του κεφαλαίου συµφώνησαν τα ακόλουθα:
Αρθρο 1. Πρόσωπα επί των οποίων εφαρµόζεται η Σύµβαση
Η παρούσα Σύµβαση εφαρµόζεται στα πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών.
Αρθρο 2. Φόροι που καλύπτονται
1. Η παρούσα Σύµβαση εφαρµόζεται στους φόρους εισοδήµατος και κεφαλαίου που επιβάλλονται για λογαριασµό καθενός από τα Συµβαλλόµενα Κράτη ή των τοπικών αρχών, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.
2. Φόροι εισοδήµατος και κεφαλαίου θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδηµα, στο συνολικό κεφάλαιο ή σε στοιχεία του εισοδήµατος ή του κεφαλαίου, συµπεριλαµβανοµένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, καθώς και των φόρων που επιβάλλονται στην υπεραξία που προκύπτει από την ανατίµηση του κεφαλαίου.
3. Οι υφιστάµενοι φόροι στους οποίους εφαρµόζεται η παρούσα Σύµβαση ειδικότερα είναι:
α) στην περίπτωση της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας
(i) ο φόρος εισοδήµατος και κεφαλαίου φυσικών προσώπων
(ii) ο φόρος εισοδήµατος και κεφαλαίου νοµικών προσώπων (αποκαλούµενοι στο εξής ως «Ελληνικός φόρος»)
β) Στην περίπτωση της Εσθονίας
ο φόρος εισοδήµατος (αποκαλούµενος στο εξής ως «Εσθονικός φόρος»).
4. Η Σύµβαση εφαρµόζεται επίσης σε οποιουδήποτε ταυτόσηµους ή ουσιωδώς παρόµοιους φόρους που επιβάλλονται µετά την ηµεροµηνία υπογραφής της παρούσας Σύµβασης επιπρόσθετα ή στη θέση των υφιστάµενων φόρων. Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών, θα γνωστοποιούν η µία στην άλλη οποιαδήποτε ουσιώδη µεταβολή έχει επέλθει στην αντίστοιχη φορολογική νοµοθεσία τους.
Αρθρο 3. Γενικοί ορισµοί
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύµβασης εκτός αν ορίζεται διαφορετικά το κείµενο:
α) οι όροι «ένα Συµβαλλόµενο Κράτος» και «το άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος» υποδηλώνουν την Ελληνική ∆ηµοκρατία ή την Εσθονία όπως ορίζει το κείµενο.
β) ο όρος «Ελληνική ∆ηµοκρατία» περιλαµβάνει το έδαφος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και το τµήµα του βυθού και του υπεδάφους του κάτω από τη Μεσόγειο Θάλασσα επί των οποίων η Ελληνική ∆ηµοκρατία έχει κυριαρχικά δικαιώµατα, σύµφωνα µε το ∆ιεθνές ∆ίκαιο, προς το σκοπό εξερεύνησης, εξόρυξης ή εκµετάλλευσης των φυσικών πόρων αυτών των περιοχών.
γ) ο όρος «Εσθονία» σηµαίνει την ∆ηµοκρατία της Εσθονίας και όταν χρησιµοποιείται µε την γεωγραφική έννοια, σηµαίνει το έδαφος της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας και οποιαδήποτε άλλη περιοχή συνεχόµενη στα χωρικά ύδατα της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας, στην οποία σύµφωνα µε τους νόµους της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας και σύµφωνα µε το ∆ιεθνές ∆ίκαιο, η Εσθονία ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώµατα αναφορικά µε το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφος και τους φυσικούς πόρους τους.
δ) ο όρος «πρόσωπο» περιλαµβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, µια εταιρία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων,
ε) ο όρος «εταιρεία» σηµαίνει οποιαδήποτε εταιρική µορφή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα ή οποιοδήποτε νοµικό πρόσωπο, το οποίο έχει την ίδια φορολογική µεταχείριση µε µια εταιρία.
ζ) οι όροι «επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους» και «επιχείρηση του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους» υποδηλώνουν, αντίστοιχα µια επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους και µια επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους,
η) ο όρος «διεθνείς µεταφορές» υποδηλώνει οποιαδήποτε µεταφορά µε πλοίο ή αεροσκάφος εκτός αν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δροµολόγια ή πλόες αποκλειστικά µεταξύ τοποθεσιών µέσα σε ένα Συµβαλλόµενου Κράτους,
θ) ο όρος «αρµόδια αρχή» υποδηλώνει:
(i) στην Ελληνική ∆ηµοκρατία, τον Υπουργό Οικονοµικών ή τον εξουσιοδοτηµένο αντιπρόσωπό του,
(ii) στην Εσθονία, τον Υπουργό Οικονοµικών ή των εξουσιοδοτηµένο αντιπρόσωπό του,
ι) ο όρος «υπήκοος» υποδηλώνει:
(i) κάθε φυσικό πρόσωπο που κατέχει την εθνικότητα ενός Συµβαλλόµενου Κράτους,
(ii) κάθε νοµικό πρόσωπο, προσωπική εταιρία, η ένωση που αντλεί την ιδιότητά του ως τέτοιο από τους ισχύοντες νόµους σε ένα από τα Συµβαλλόµενα Κράτη.
2. Όσον αφορά την εφαρµογή της Σύµβασης από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος, ανά πάσα στιγµή, οποιοσδήποτε όρος που δεν ορίζεται σε αυτήν θα έχει, εκτός εάν το κείµενο ορίζει διαφορετικά την έννοια την οποία έχει κατά τη στιγµή της εφαρµογής σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, όσον αφορά τους φόρους στους οποίους εφαρµόζεται η Σύµβαση, οποιασδήποτε έννοια, δίδεται σύµφωνα µε τους εφαρµοζόµενους φορολογικούς νόµους αυτού του Κράτους, υπερισχύει εκείνης της έννοιας που δίδεται σε αυτόν τον όρο σύµφωνα µε άλλους νόµους του Κράτους αυτού.
Αρθρο 4. Κάτοικος
1. Για τους σκοπούς της Σύµβασης ο όρος «κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους» σηµαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, σύµφωνα µε τους νόµους του Κράτους αυτού, υπόκειται σε φόρο λόγο της κατοικίας του, του τόπου διαµονής του, της έδρας άσκησης των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων του, του τόπου σύστασης της εταιρίας ή οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου παρόµοιας φύσης και περιλαµβάνει επίσης αυτό το Κράτος ή οποιαδήποτε τοπική αρχή αυτού. Αυτός ο όρος όµως δεν περιλαµβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται σε αυτό το Κράτος αναφορικά µε το εισόδηµα που προέρχεται από πηγές του Κράτους αυτού ή περιουσία που βρίσκεται σε αυτό το Κράτος.
2. Αν σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών, τότε η ιδιότητά του θα προσδιοριστεί ως εξής:
α) θα θεωρηθεί ότι είναι κάτοικος του Κράτους στο οποίο έχει µόνιµη οικογενειακή εστία. Αν έχει µόνιµη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θα θεωρηθεί ότι είναι κάτοικος µόνο του Κράτους µε το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονοµικούς δεσµούς (κέντρο ζωτικών συµφερόντων),
β) αν το Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συµφερόντων δεν µπορεί να προσδιορισθεί, ή αν δεν έχει µόνιµη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος µόνο του Κράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαµονή του,
γ) αν έχει συνήθη διαµονή και στα δύο Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος µόνο του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.
δ) αν είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από τα δύο οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών θα διευθετούν το ζήτηµα µε αµοιβαία συµφωνία.
3. Αν, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο εκτός από φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών, οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών, θα διευθετούν το ζήτηµα µε αµοιβαία συµφωνία λαµβάνοντας υπόψη τον τόπο της έδρας άσκησης των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων του και τον τόπο σύστασης της εταιρίας.
Αρθρο 5. Μόνιµη εγκατάσταση
1. Για τους σκοπούς αυτής της Σύµβασης, ο όρος «µόνιµη εγκατάσταση» υποδηλώνει έναν καθορισµένο τόπο επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, µέσω του οποίου οι εργασίες µιας επιχείρησης διεξάγονται εν όλου ή εν µέρει.
2. Ο όρος «µόνιµη εγκατάσταση» περιλαµβάνει ειδικότερα:
α) έδρα διοίκησης,
β) υποκατάστηµα,
γ) γραφείο,
δ) εργοστάσιο,
ε) εργαστήριο και
ζ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίων, λατοµείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών προσώπων.
3. Ένα εργοτάξιο ή ένα έργο κατασκευής, συναρµολόγησης ή εγκατάστασης ή δραστηριότητες επίβλεψης ή συµβουλευτικού χαρακτήρα, συνδεόµενες µε αυτά, στοιχειοθετούν µόνιµη εγκατάσταση µόνο εάν το εργοτάξιο αυτό ή το έργο ή η δραστηριότητα έχουν διάρκεια µεγαλύτερη των εννέα µηνών.
4. Ανεξάρτητα από τις προηγούµενες διατάξεις αυτού του Άρθρου ο όρος «µόνιµη Εγκατάσταση» θεωρείται ότι δεν περιλαµβάνει:
α) τη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά µε σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εµπορευµάτων που ανήκουν στην επιχείρηση.
β) την διατήρηση αποθέµατος αγαθών ή εµπορευµάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά µε σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση.
γ) την διατήρηση αποθέµατος αγαθών ή εµπορευµάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά µε σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση.
δ) την διατήρηση καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, αποκλειστικά µε σκοπό την αγορά αγαθών ή εµπορευµάτων ή για την συλλογή πληροφοριών για την επιχείρηση.
ε) την διατήρηση καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά µε σκοπό την άσκηση για την επιχείρηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας βοηθητικού ή προπαρασκευαστικού χαρακτήρα,
ζ) την διατήρηση καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, αποκλειστικά µε σκοπό την άσκηση συνδυασµένων δραστηριοτήτων από τις αναφερόµενες στις υποπαραγράφους α) έως ε), εφόσον η συνολική δραστηριότητα του εν λόγω καθορισµένου τόπου που προκύπτει από αυτόν τον συνδυασµό είναι βοηθητικού ή προπαρασκευαστικού χαρακτήρα.
5. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, όταν ένα πρόσωπο εκτός από ανεξάρτητο πράκτορα, για τον οποίο έχει εφαρµογή η παράγραφος 6 ενεργεί για λογαριασµό µιας επιχείρησης και έχει εξουσιοδότηση, βάσει της οποίας ενεργεί συστηµατικά σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος για να συνάπτει συµβάσεις στο όνοµα της εν λόγω επιχείρησης, αυτή η επιχείρηση θεωρείται ότι έχει µόνιµη εγκατάσταση σε αυτό το Κράτος όσον αφορά οποιεσδήποτε δραστηριότητες αναλαµβάνει το πρόσωπο αυτό για την επιχείρηση, εκτός αν οι δραστηριότητες αυτού του προσώπου περιορίζονται σε εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 4, οι οποίες ακόµα και αν ασκούνται µέσω καθορισµένου τόπου επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν αυτόν τον καθορισµένο τόπο µόνιµη εγκατάσταση, σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.
6. Μια επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει µόνιµη εγκατάσταση σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος απλά και µόνο επειδή διεξάγει εργασίες σε αυτό το Κράτος µέσω µεσίτη, γενικού αντιπροσώπου µε προµήθεια ή άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν µέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους. Ωστόσο, όταν οι δραστηριότητες ενός τέτοιου πράκτορα ασκούνται πλήρως ή σχεδόν πλήρως για λογαριασµό αυτής της επιχείρησης και όταν οι όροι συνεργασίας ανάµεσα στον πράκτορα και την επιχείρηση διαφέρουν από εκείνους που συνάπτονται µεταξύ ανεξάρτητων προσώπων, αυτού του είδους πράκτορας δεν θεωρείται πράκτορας ανεξάρτητου χαρακτήρα, µε την έννοια της παραγράφου αυτής.
7. Το γεγονός ότι µια εταιρία που είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρία που είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, ή διεξάγει εργασίες σε αυτό το άλλο Κράτος (είτε µέσο µόνιµης εγκατάστασης είτε µε άλλο τρόπο), δεν µπορεί να καθιστά την κάθε µία από τις εταιρείες µόνιµη εγκατάσταση της άλλης.
Αρθρο 6. Εισόδηµα από ακίνητη περιουσία
1. Εισόδηµα που αποκτάται από κάτοικο Συµβαλλόµενου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συµπεριλαµβανοµένου του εισοδήµατος από γεωργία και δασοκοµία) που βρίσκεται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, µπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ο όρος «ακίνητη περιουσία» θα έχει την έννοια που ορίζεται από την νοµοθεσία του Συµβαλλόµενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω περιουσία. Ο όρος σε κάθε περίπτωση περιλαµβάνει περιουσία παρεχόµενη της ακίνητης περιουσίας, τα ζώα και τον εξοπλισµό που χρησιµοποιούνται στην γεωργία και τη δασοκοµία, δικαιώµατα στα οποία εφαρµόζονται οι διατάξεις του γενικού δικαίου για την έγγεια ιδιοκτησία, επικαρπία ακίνητης περιουσίας, δικαιώµατα τα οποία παρέχουν πληρωµές µεταβλητές ή καθορισµένες ως αντάλλαγµα για την εκµετάλλευση ή για το δικαίωµα εκµετάλλευσης µεταλλευτικών κοιτασµάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία, πλοιάρια και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρµόζονται σε εισόδηµα που προέρχεται από την άµεση χρήση, εκµίσθωση ή οποιασδήποτε άλλης µορφής χρήση ακίνητης περιουσίας.
4. Όταν η κατοχή µετοχών ή άλλων εταιρικών δικαιωµάτων σε µια εταιρία παρέχει το δικαίωµα στον κάτοχο τέτοιων µετοχών ή των εταιρικών δικαιωµάτων επικαρπίας ακινήτου περιουσίας που ανήκει στην εταιρία, το εισόδηµα από την άµεση χρήση, εκµίσθωσης ή χρήση οποιασδήποτε µορφής αυτού του δικαιώµατος, µπορεί να φορολογηθεί στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η ακίνητη περιουσία.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 4 εφαρµόζονται επίσης και για εισοδήµατα από ακίνητη περιουσία µιας επιχείρησης και στο εισόδηµα από ακίνητη περιουσία που χρησιµοποιείται για την άσκηση µη εξαρτηµένων προσωπικών υπηρεσιών.
Αρθρο 7. Κέρδη επιχειρήσεων
1. Τα κέρδη επιχείρησης ενός Συµβαλλόµενου Κράτους φορολογούνται µόνο σε αυτό το Κράτος, εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό. Αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες όπως προαναφέρθηκε, τότε τα κέρδη της επιχείρησης µπορούν να φορολογούνται στο άλλο Κράτος, αλλά µόνο ως προς το τµήµα αυτών που αποδίδονται:
α) σε αυτή τη µόνιµη εγκατάσταση
β) σε πωλήσεις στο άλλο Κράτος αγαθών ή εµπορευµάτων του ιδίου ή παρόµοιου είδους όπως αυτά που πωλούνται µέσω αυτής της µόνιµης εγκατάστασης.
2. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, εάν µια επιχείρηση του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, τότε σε καθένα από τα Συµβαλλόµενα Κράτη αποδίδονται στην µόνιµη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη τα οποία υπολογίζεται ότι θα πραγµατοποιούσε, αν αυτή ήταν µια διαφορετική και ανεξάρτητη επιχείρηση που ασχολείται µε την ίδια ή παρόµοια δραστηριότητα κάτω από τις ίδιες ή παρόµοιες συνθήκες και που συναλλάσσεται εντελώς ανεξάρτητα από την επιχείρηση της οποίας αποτελεί µόνιµη εγκατάσταση.
3. Κατά τον προσδιορισµό των κερδών µιας µόνιµης εγκατάστασης, αναγνωρίζονται προς έκπτωση δαπάνες που πραγµατοποιούνται για τους σκοπούς της µόνιµης εγκατάστασης, περιλαµβανοµένων των πραγµατοποιούµενων για τους σκοπούς της µόνιµης εγκατάστασης διαχειριστικών και γενικών διοικητικών εξόδων, είτε στο Κράτος που βρίσκεται η µόνιµη εγκατάσταση, είτε αλλού.
Ωστόσο, καµία έκπτωση δεν θα επιτρέπεται όσον αφορά τα ποσά, εάν υπάρχουν, τα καταβαλλόµενα (εκτός από τις αποζηµιώσεις των πραγµατικών δαπανών) από τη µόνιµη εγκατάσταση προς το κεντρικό κατάστηµα της επιχείρησης ή σε άλλα γραφεία της, υπό τη µορφή δικαιωµάτων, αµοιβών ή άλλων παρόµοιων πληρωµών, σε αντάλλαγµα για τη χρήση ευρεσιτεχνίας ή άλλων δικαιωµάτων ή υπό µορφή προµήθειας, για την παροχή ειδικών υπηρεσιών ή για διαχείριση ή εκτός των περιπτώσεων των τραπεζικών επιχειρήσεων, υπό την µορφή τόκων που προκύπτουν από δανεισµό χρηµάτων στην µόνιµη εγκατάσταση από την επιχείρηση.
4. Εφόσον συνηθίζεται σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος τα κέρδη που αποδίδονται στη µόνιµη εγκατάσταση να καθορίζονται, µε βάση τον καταµερισµό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τµήµατά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εµποδίζουν αυτό το Συµβαλλόµενο Κράτος να προσδιορίζει τα φορολογητέα κέρδη µε αυτόν τον καταµερισµό, όπως συνηθίζεται.
Εντούτοις, η χρησιµοποιούµενη αυτή µέθοδος καταµερισµού, πρέπει να είναι τέτοια ώστε το αποτέλεσµα να είναι σύµφωνο µε τις αρχές που περιέχονται σε αυτό το Άρθρο.
5. Κανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει σε µόνιµη εγκατάσταση λόγω απλής αγοράς αγαθών και εµπορευµάτων από την µόνιµη εγκατάσταση για λογαριασµό της επιχείρησης.
6. Για τους σκοπούς των προηγούµενων παραγράφων τα κέρδη, που αποδίδονται στη µόνιµη εγκατάσταση, προσδιορίζονται µε την ίδια µέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιµοι και επαρκείς λόγοι για το αντίθετο.
7. Σε περίπτωση που στα κέρδη περιλαµβάνονται στοιχεία εισοδήµατος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε άλλα Άρθρα αυτής της Σύµβασης, τότε οι διατάξεις αυτών των Άρθρων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Άρθρου.
Αρθρο 8. Ναυτιλιακές και αεροπορικές µεταφορές
1. Κέρδη προερχόµενα από την εκµετάλλευση πλοίων σε διεθνείς µεταφορές φορολογούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 20 της Συµφωνίας για τις Ναυτιλιακές Μεταφορές, µεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, και της Κυβέρνησης της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας, που υπεγράφη στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 1997.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, εισόδηµα που αποκτάται από επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους από την εκµετάλλευση πλοίου σε διεθνείς µεταφορές φορολογείται µόνο σε αυτό το Συµβαλλόµενο Κράτος.
3. Κέρδη µιας επιχείρησης ενός Συµβαλλόµενου Κράτους από την εκµετάλλευση αεροσκάφους σε διεθνείς µεταφορές φορολογούνται µόνο σε αυτό το Κράτος.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 έχουν επίσης εφαρµογή στα κέρδη που πραγµατοποιούνται από συµµετοχή σε «POOL», σε κοινοπρακτικής µορφής εκµετάλλευση ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.
Αρθρο 9. Συνδεόµενες επιχειρήσεις
1. Αν:
α) επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους συµµετέχει άµεσα ή έµµεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο µιας επιχείρησης του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους ή
β) τα ίδια πρόσωπα συµµετέχουν άµεσα ή έµµεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο µιας επιχείρησης του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους και µιας επιχείρησης του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους.
Kαι σε καθεµιά από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται µεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εµπορικές ή οικονοµικές σχέσεις τους όροι οι οποίοι διαφέρουν από εκείνους που θα επικρατούσαν µεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία θα είχαν πραγµατοποιηθεί από µια από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων, δεν έχουν πραγµατοποιηθεί, µπορούν να συµπεριλαµβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.
2. Αν ένα Συµβαλλόµενο Κράτος περιλαµβάνει στα κέρδη µιας επιχείρησης αυτού του Κράτους -και φορολογεί ανάλογα- κέρδη για τα οποία µια επιχείρηση του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους έχει φορολογηθεί σε αυτό το άλλο Κράτος και τα περιληφθέντα κατ’ αυτόν τον τρόπο κέρδη είναι κέρδη τα οποία θα είχαν πραγµατοποιηθεί από την επιχείρηση του πρώτου µνηµονεθέντος Κράτους, αν οι όροι που έχουν τεθεί µεταξύ των δύο επιχειρήσεων είναι οι ίδιοι µε εκείνους που θα ετίθεντο µεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε αυτό το άλλο Κράτος προσαρµόζει ανάλογα το ποσό του φόρου που έχει επιβληθεί µέσα σε αυτό το Κράτος, επί εκείνων των κερδών. Κατά τον καθορισµό µιας τέτοιας προσαρµογής πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λοιπές διατάξεις αυτής της Σύµβασης και οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών συµβουλεύοντας η µία την άλλη αν κριθεί απαραίτητο.
Αρθρο 10. Μερίσµατα
1. Μερίσµατα που καταβάλλονται από εταιρία που είναι κάτοικος ενός εκ των Συµβαλλοµένων Κρατών σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορούν να φορολογηθούν σε αυτό το άλλο Κράτος.
2. Εντούτοις τέτοια µερίσµατα, µπορούν επίσης να φορολογούνται στο Συµβαλλόµενο Κράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα µερίσµατα είναι κάτοικος και σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, αλλά αν ο δικαιούχος των µερισµάτων, είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους ο φόρος που επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα υπερβαίνει:
α) το 5% του ακαθάριστου ποσού των µερισµάτων, αν ο δικαιούχος είναι εταιρία (εκτός από προσωπική εταιρία) η οποία κατέχει άµεσα τουλάχιστον το 25% του κεφαλαίου της εταιρίας που καταβάλλει τα µερίσµατα.
β) το 15% του ακαθάριστου ποσού των µερισµάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.
Η παράγραφος αυτή δεν επηρεάζει τη φορολογία της εταιρίας αναφορικά µε τα κέρδη εκ των οποίων καταβάλλονται τα µερίσµατα.
3. Ο όρος «µερίσµατα» όπως χρησιµοποιείται σε αυτό το Άρθρο, υποδηλώνει εισόδηµα από µετοχές ή άλλα δικαιώµατα, που δεν αποτελούν απαιτήσεις χρεών, συµµετοχή σε κέρδη, καθώς και εισόδηµα από άλλα εταιρικά δικαιώµατα τα οποία υπόκεινται στην ίδια φορολογική µεταχείριση όπως το εισόδηµα από µετοχές σύµφωνα µε τους νόµους του Κράτους του οποίου είναι κάτοικος η εταιρία που διενεργεί τη διανοµή.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν θα έχουν εφαρµογή αν ο δικαιούχος των µερισµάτων, όντας κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα µερίσµατα είναι κάτοικος, µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, ή παρέχει ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες σε αυτό το άλλο Κράτος µέσω µιας καθορισµένης βάσης που βρίσκεται σε αυτό και η συµµετοχή (holding) σε σχέση µε την οποία καταβάλλονται τα µερίσµατα συνδέεται ουσιαστικά µε αυτή την µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση. Σε αυτή την περίπτωση έχουν εφαρµογή οι διατάξεις των Άρθρων 7 ή 14 ανάλογα µε την περίπτωση.
5. Αν µια εταιρία που είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους πραγµατοποιεί κέρδη ή αποκτά εισόδηµα στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, αυτό το άλλο Κράτος δεν µπορεί να επιβάλλει φόρο στα µερίσµατα που καταβάλλονται από την εταιρία εκτός αν τα µερίσµατα καταβάλλονται σε κάτοικο αυτού του άλλου Κράτους, ή η συµµετοχή (holding) σε σχέση µε την οποία καταβάλλονται τα µερίσµατα συνδέεται συστατικά µε µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση που βρίσκεται σε αυτό το άλλο Κράτος, ούτε µπορεί να υπαγάγει τα µη διανεµόµενα κέρδη σε φόρο επί µη διανεµόµενων κερδών, ακόµη και αν τα καταβαλλόµενα µερίσµατα ή τα µη διανεµόµενα κέρδη αποτελούνται εν όλο ή εν µέρει από κέρδη ή εισοδήµατα που προκύπτουν σε αυτό το άλλο Κράτος.
Αρθρο 11. Τόκοι
1. Τόκος που προκύπτει σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος και καταβάλλεται σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορεί να φορολογηθεί σε αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ο τόκος αυτός, όµως, µπορεί επίσης να φορολογηθεί στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο προκύπτει και σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, αλλά αν δικαιούχος του τόκου είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται δεν µπορεί να υπερβαίνει το 10% του ακαθάρτου ποσού του τόκου.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, τόκοι που προκύπτουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος θα εξαιρούνται από το φόρο σε αυτό το Κράτος, αν ο δικαιούχος των τόκων είναι το άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, συµπεριλαµβανοµένων των τοπικών αρχών και της κεντρικής τράπεζας αυτού του Κράτους.
4. Ο όρος «τόκος όπως χρησιµοποιείται σε αυτό το Άρθρο, σηµαίνει εισόδηµα από απαιτήσεις, από χρέη κάθε είδους, είτε εξασφαλίζονται µε υποθήκη είτε όχι, είτε παρέχουν είτε όχι δικαίωµα συµµετοχής στα κέρδη του οφειλέτη και ειδικότερα εισόδηµα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδηµα από οµολογίες µε ή χωρίς ασφάλεια, συµπεριλαµβανοµένων των δώρων (......) και βραβείων, που συνοδεύουν τέτοιου είδους χρεόγραφα και οµολογίες, καθώς επίσης και οποιοδήποτε εισόδηµα που θεωρείται ως τόκος σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του Συµβαλλόµενου Κράτους στο οποίο προκύπτει το εν λόγω εισόδηµα. Ο όρος εν τούτοις, δεν περιλαµβάνει οποιοδήποτε εισόδηµα το οποίο αντιµετωπίζεται ως µέρισµα σύµφωνα µε τις διατάξεις του Άρθρου 10. Πρόστιµα για καθυστερηµένη πληρωµή δεν θεωρούνται ως τόκοι σύµφωνα µε την έννοια αυτού του Άρθρου.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν έχουν εφαρµογή αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, µέσω µόνιµης εγκατάστασης σε αυτό, ή παρέχει σε αυτό το άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισµένη βάση που βρίσκεται σε αυτό και η απαίτηση του χρέους σε σχέση µε την οποία καταβάλλεται ο τόκος συνδέεται ουσιαστικά µε αυτή τη µόνιµη εγκατάσταση ή αυτή την περίπτωση, έχουν εφαρµογή οι διατάξεις των Άρθρων 7 ή 14 ανάλογα µε την περίπτωση.
6. Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος, όταν ο καταβάλλων είναι κάτοικος αυτού του Κράτους. Αν όµως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, έχει σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη σε σχέση µε την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλεται ο τόκος και αυτός βαρύνει αυτή τη µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση, τότε αυτός ο τόκος θεωρείται ότι προκύπτει στο Κράτος που βρίσκεται η µόνιµη εγκατάσταση ή η καθορισµένη βάση.
7. Σε περίπτωση που λόγω ειδικής σχέσης µεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου ή µεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαµβανοµένης υπόψη της απαίτησης από το χρέος για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συµφωνηθεί µεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου ελλείψει µιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του Άρθρου έχουν εφαρµογή µόνο στο τελευταίο αναφερθέν ποσό. Σε αυτή την περίπτωση, το υπερβάλλον µέρος των πληρωµών φορολογείται σύµφωνα µε τους νόµους του καθενός Συµβαλλόµενου Κράτους, λαµβανοµένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύµβασης.
Αρθρο 12. ∆ικαιώµατα
1. ∆ικαιώµατα που προκύπτουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ωστόσο αυτά τα δικαιώµατα µπορούν, επίσης να φορολογηθούν στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύµφωνα µε τους νόµους αυτού του Κράτους, αλλά αν ο δικαιούχος των δικαιωµάτων είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, τότε ο φόρος που επιβάλλεται δεν µπορεί να υπερβαίνει:
α) το 5% του ακαθάριστου ποσού των δικαιωµάτων που καταβάλλονται για την χρήση βιοµηχανικού, εµπορικού ή επιστηµονικού εξοπλισµού.
β) το 10% του ακαθάριστου ποσού των δικαιωµάτων σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις.
3. Ο όρος «δικαιώµατα» όπως χρησιµοποιείται σε αυτό το Άρθρο, σηµαίνει πληρωµές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγµα για τη χρήση, ή το δικαίωµα χρήσης, οποιουδήποτε δικαιώµατος αναπαραγωγής (copyright) φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστηµονικής εργασίας, περιλαµβανοµένων των κινηµατογραφικών ταινιών και ταινιών ή µαγνητοταινιών και οποιαδήποτε µέσα αναπαραγωγής εικόνας ή ήχου για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκποµπές, οποιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εµπορικού σήµατος, σχεδίου ή προτύπου µηχανολογικού σχεδίου, µυστικού τύπου ή διαδικασία παραγωγής ή για τη χρήση ή το δικαίωµα χρήσης βιοµηχανικού, εµπορικού ή επιστηµονικού εξοπλισµού ή για πληροφορίες που αφορούν σε βιοµηχανική, εµπορική ή επιστηµονική εµπειρία, ή για µετάδοση µε δορυφόρο, καλωδιακών ή οπτικών ινών ή παρόµοια τεχνολογία.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν έχουν εφαρµογή αν ο δικαιούχος των δικαιωµάτων, που είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώµατα µέσω µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, ή παρέχει σε αυτό το άλλο Κράτος ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισµένη βάση που βρίσκεται σε αυτό και το δικαίωµα ή η περιουσία σε σχέση µε την οποία καταβάλλονται τα δικαιώµατα συνδέεται ουσιαστικά µε αυτή την µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση. Σε αυτή την περίπτωση θα έχουν εφαρµογή οι διατάξεις των Άρθρων 7 και 14 ανάλογα µε την περίπτωση.
5. ∆ικαιώµατα θεωρούνται ότι προκύπτουν σ’ ένα Συµβαλλόµενο Κράτος αν ο καταβάλλων είναι κάτοικος αυτού του Κράτους. Αν, όµως το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώµατα, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, έχει σ’ ένα Συµβαλλόµενο Κράτος µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση σε σχέση µε την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωµάτων και τα δικαιώµατα αυτά βαρύνουν τη µόνιµη εγκατάσταση ή την καθορισµένη βάση, τότε τα εν λόγω δικαιώµατα θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η µόνιµη εγκατάσταση ή η καθορισµένη βάση.
6. Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης µεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου ή µεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωµάτων, σχετικά µε τη χρήση, το δικαίωµα ή την πληροφορία για τα οποία καταβάλλονται τα δικαιώµατα, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συµφωνηθεί µεταξύ του καταβάλλοντα και του δικαιούχου, ελλείψει µίας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου έχουν εφαρµογή µόνο στο τελευταίο αναφερθέν ποσόν. Σ’ αυτή τη περίπτωση, το υπερβάλλον µέρος της καταβολής φορολογείται σύµφωνα µε τους νόµους του καθενός Συµβαλλόµενου Κράτους λαµβανοµένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύµβασης.
Αρθρο 13. Ωφέλεια από κεφάλαιο
1. Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους από την µεταβίβαση κυριότητας ακίνητης περιουσίας που αναφέρεται στο Άρθρο 6 και βρίσκεται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, µπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ωφέλεια από την µεταβίβαση κυριότητας κινητής περιουσίας που αποτελεί τµήµα της επιχειρηµατικής περιουσίας µιας µόνιµης εγκατάστασης που έχει µια επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε σταθερή βάση την οποία διαθέτει κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος για το σκοπό της παροχής ανεξάρτητων προσωπικών υπηρεσιών, συµπεριλαµβανοµένης της ωφέλειας από την µεταβίβαση της κυριότητας αυτής της µόνιµης εγκατάστασης (µόνης ή µε ολόκληρη την επιχείρηση) ή αυτής της σταθερής βάσης, µπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.
3. Ωφέλεια από την µεταβίβαση της κυριότητας πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς µεταφορές ή κινητής περιουσίας που συνδέεται µε την εκµετάλλευση τέτοιων πλοίων ή αεροσκαφών φορολογείται µόνο στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκµετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Άρθρου 8.
4. Ωφέλεια από την µεταβίβαση κυριότητας οποιασδήποτε περιουσίας εκτός από εκείνη που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, φορολογείται µόνο στο Συµβαλλόµενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος ο µεταβιβάζων της περιουσία.
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 δεν επηρεάζουν το δικαίωµα ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, να επιβάλλει, σύµφωνα, µε τη δική του φορολογική νοµοθεσία, φόρο επί της ωφέλειας από κεφάλαιο, που αποκτάται από την µεταβίβαση της κυριότητας µετοχών εταιρίας αυτού του Κράτους.
Αρθρο 14. Ανεξάρτητες προσωπικές υπηρεσίες
1. Εισόδηµα που αποκτάται από ένα φυσικό πρόσωπο κάτοικο του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έναντι επαγγελµατικών υπηρεσιών ή άλλων δραστηριοτήτων ανεξάρτητου χαρακτήρα φορολογούνται µόνο σ’ αυτό το Κράτος, εκτός εάν διατηρεί κατά συνήθη τρόπο καθορισµένη βάση στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µε σκοπό την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Εάν διατηρεί µια τέτοια καθορισµένη βάση, το εισόδηµα µπορεί να φορολογηθεί στο άλλο Κράτος αλλά µόνο κατά το ποσό που αποδίδεται σ’ αυτήν την καθορισµένη βάση. Για τον σκοπό αυτό, όταν φυσικό πρόσωπο, που είναι κάτοικος ενός Συµβαλλόµενου Κράτους διαµένει στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος για χρονική περίοδο ή περιόδους που υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ηµέρες, για κάθε περίοδο 12 µηνών, η οποία αρχίζει ή τελειώνει στο συγκεκριµένο οικονοµικό έτος, θα θεωρείται ότι έχει κατά συνήθη τρόπο καθορισµένη βάση σε αυτό το άλλο Κράτος και το εισόδηµα που αποκτάται από τις δραστηριότητες που αναφέρονται προηγουµένως οι οποίες λαµβάνουν χώρα σ’ αυτό το άλλο Κράτος, θα αποδίδονται σε αυτήν την καθορισµένη βάση.
2. Ο όρος «επαγγελµατικές υπηρεσίες» συµπεριλαµβάνει, ειδικά, ανεξάρτητες επιστηµονικές φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες καθώς επίσης και τις ανεξάρτητες δραστηριότητες ιατρών, δικηγόρων, µηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.
Αρθρο 15. Εξαρτηµένες προσωπικές υπηρεσίες
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των Άρθρων 16, 18 και 19 µισθοί, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές που αποκτά κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έναντι εξαρτηµένης απασχόλησης φορολογούνται µόνο σ’ αυτό το Κράτος εκτός αν η απασχόληση ασκείται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος. Αν η απασχόληση ασκείται έτσι, η αµοιβή που αποκτάται από αυτήν µπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
2. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, αµοιβή που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έναντι εξαρτηµένης απασχόλησης που ασκείται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος φορολογείται µόνο στο πρώτο µνηµονευόµενο Κράτος εάν:
α) ο δικαιούχος της αµοιβής βρίσκεται στο άλλο Κράτος για περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά της 183 µέρες σε µια περίοδο δώδεκα µηνών η οποία αρχίζει ή τελειώνει στο συγκεκριµένο οικονοµικό έτος, και
β) η αµοιβή καταβάλλεται από, ή για λογαριασµό, εργοδότη που δεν είναι κάτοικος του άλλου Κράτους, και
γ) η αµοιβή δεν βαρύνει µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση που έχει ο εργοδότης στο άλλο Κράτος.
3. Ανεξάρτητα από τις προηγούµενες διατάξεις αυτού του Άρθρου, αµοιβή που αποκτάται έναντι εξαρτηµένης απασχόλησης που ασκείται σε πλοίο ή αεροσκάφος σε διεθνείς µεταφορές, µπορεί να φορολογείται στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο φορολογούνται τα κέρδη από την εκµετάλλευση του πλοίου ή του αεροσκάφους σύµφωνα µε τις διατάξεις του Άρθρου 8.
Αρθρο 16. Αµοιβές διευθυντών
Αµοιβές διευθυντών και άλλες παρόµοιες πληρωµές που αποκτώνται από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους από την ιδιότητα του ως µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, ή άλλου παρόµοιου οργάνου µιας εταιρείας που είναι κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους µπορεί να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.
Αρθρο 17. Καλλιτέχνες και αθλητές
1. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 14 και 15, εισόδηµα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηµατογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή µουσικός ή ως αθλητής, από την άσκηση αυτών των προσωπικών δραστηριοτήτων του στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, µπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.
2. Αν εισόδηµα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων από πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή από αθλητή, από την ιδιότητα του αυτή, δεν περιέρχεται στο ίδιο το πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή αλλά σε άλλο πρόσωπο, αυτό το εισόδηµα µπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Άρθρων 7, 14 και 15, να φορολογείται στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.
Αρθρο 18. Συντάξεις
Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του Άρθρου 19, συντάξεις και άλλες παρόµοιες αµοιβές που καταβάλλονται σε κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έναντι προηγούµενης εξαρτηµένης απασχόλησης φορολογούνται µόνο σε αυτό το Κράτος.
Αρθρο 19. Κυβερνητικές υπηρεσίες
1.
α) Μισθοί, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος ή µια τοπική αρχή αυτού σ’ ένα φυσικό πρόσωπο έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή την τοπική αρχή, φορολογούνται µόνο σ’ αυτό το Κράτος.
β) Εντούτοις, αυτοί οι µισθοί, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές φορολογούνται µόνο στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος αν οι υπηρεσίες παρέχονται µέσα στο Κράτος αυτό και το φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι κάτοικος αυτού του Κράτους:
(i) είναι υπήκοος αυτού του Κράτους ή
(ii) δεν έγινε κάτοικος αυτού του Κράτους αποκλειστικά και µόνο για το σκοπό παροχής των υπηρεσιών.
2.
α) Οποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος ή από τοπική αρχή αυτού ή από ταµεία που συστάθηκαν από αυτά, σ’ ένα φυσικό πρόσωπο έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή προς την τοπική αρχή, φορολογείται µόνο σ’ αυτό το Κράτος.
β) Ωστόσο η σύνταξη αυτή, φορολογείται µόνο στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος αν το φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος και κάτοικος του Κράτους αυτού.
3. Οι διατάξεις των Άρθρων 15, 16, 17 και 18 εφαρµόζονται σε µισθούς, ηµεροµίσθια και άλλες παρόµοιες αµοιβές και σε συντάξεις, έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν σε σχέση µε επιχειρηµατική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα Συµβαλλόµενο Κράτος ή µια τοπική αρχή αυτού.
Αρθρο 20. Σπουδαστές
Χρηµατικά ποσά, τα οποία σπουδαστής ή µαθητευόµενος ο οποίος είναι ή ήταν αµέσως πριν την µετάβασή του στο ένα Συµβαλλόµενο Κράτος κάτοικος του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο µνηµονευόµενο Κράτος αποκλειστικά και µόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του, λαµβάνει για το σκοπό της συντήρησής, εκπαίδευσης ή εξάσκησής του δεν φορολογείται σε αυτό το Κράτος, µε την προϋπόθεση ότι τα καταβαλλόµενα αυτά ποσά προκύπτουν από πηγές που βρίσκονται εκτός αυτού του Κράτους.
Αρθρο 21. Άλλα εισοδήµατα
1. Εισοδήµατα κατοίκου ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, τα οποία δεν αναφέρονται στα προηγούµενα Άρθρα αυτής της Σύµβασης, φορολογούνται µόνο σε αυτό το Κράτος.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1, δεν θα έχουν εφαρµογή σε εισόδηµα, εκτός από εισόδηµα από ακίνητη περιουσία όπως αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 6, εάν ο δικαιούχος τέτοιου εισοδήµατος είναι κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, διεξάγει επιχειρηµατική δραστηριότητα στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µέσω µιας µόνιµης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’ αυτό ή ασκεί στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος ανεξάρτητες υπηρεσίες από µια καθορισµένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό, και το δικαίωµα ή περιουσία σε σχέση µε τα οποία πληρώνεται το εισόδηµα είναι ουσιαστικά συνδεδεµένα µε µια τέτοια µόνιµη εγκατάσταση ή καθορισµένη βάση. Σε µια τέτοια περίπτωση οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14, ανάλογα µε την περίπτωση, έχουν εφαρµογή.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εισοδήµατα κατοίκου ενός Συµβαλλόµενου Κράτους των οποίων η φορολογική µεταχείριση δεν ρυθµίζεται µε τα προηγούµενα Άρθρα αυτής της Σύµβασης, και προκύπτουν άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µπορούν επίσης να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Κράτος.
Αρθρο 22. Κεφάλαιο
1. Κεφάλαιο αντιπροσωπευόµενο από ακίνητη περιουσία όπως αναφέρεται στο Άρθρο 6, η οποία ανήκει σε κάτοικο ενός Συµβαλλόµενου Κράτους και βρίσκεται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, µπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.
2. Κεφάλαιο αντιπροσωπευόµενο από κινητή περιουσία που αποτελεί τµήµα της επαγγελµατικής περιουσίας µιας µόνιµης εγκατάστασης την οποία µια επιχείρηση του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους έχει στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος ή από κινητή περιουσία η οποία συνδέεται µε καθορισµένη βάση την οποία διαθέτει κάτοικος του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος για τον σκοπό άσκησης ανεξαρτήτων προσωπικών υπηρεσιών, µπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Κράτος.
3. Κεφάλαιο αντιπροσωπευόµενο από πλοία ή αεροσκάφη σε διεθνείς µεταφορές ή από κινητή περιουσία που συνδέεται µε την εκµετάλλευση τέτοιων πλοίων ή αεροσκαφών, φορολογούνται µόνο στο Συµβαλλόµενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκµετάλλευση των ανωτέρω αναφερθέντων πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του Άρθρου 8.
4. Όλα τα άλλα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους φορολογούνται µόνο σ’ αυτό το Κράτος.
Αρθρο 23. Εξάλειψη της διπλής φορολογίας
1. Στην περίπτωση κατοίκου της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας ή διπλή φορολογία θα αποφεύγεται ως ακολούθως:
α) Όταν ο κάτοικος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας αποκτά εισόδηµα ή κατέχει κεφάλαιο το οποίο, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρούσας Σύµβασης, µπορεί να φορολογηθεί στην Εσθονία ή Ελληνική ∆ηµοκρατία θα αναγνωρίζει:
(i) ως έκπτωση από το φόρο εισοδήµατος αυτού του κατοίκου, ποσό ίσο προς το φόρο εισοδήµατος που καταβλήθηκε στη Εσθονία,
(ii) ως έκπτωση από το φόρο κεφαλαίου του κατοίκου αυτού, ποσό ίσο προς το φόρο κεφαλαίου που καταβλήθηκε στη Εσθονία.
Μια τέτοια έκπτωση, όµως, και στις δύο περιπτώσεις δεν υπερβαίνει, εκείνο το τµήµα του φόρου εισοδήµατος ή του φόρου κεφαλαίου, όπως υπολογίστηκε πριν να δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί, ανάλογα µε την περίπτωση, στο εισόδηµα ή στο κεφάλαιο το οποίο µπορεί να φορολογηθεί στην Εσθονία.
β) Όταν καταβάλλονται µερίσµατα από µία εταιρεία η οποία είναι κάτοικος της Εσθονίας σε κάτοικο της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, κατά την πίστωση φόρου θα λαµβάνεται υπόψη [πλέον του φόρου που πιστώνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις της υποπαραγράφου (α) αυτής της παραγράφου] ο φόρος που έχει καταβληθεί από την εταιρεία σε σχέση µε τα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα εν λόγω µερίσµατα.
γ) Όταν, σύµφωνα µε την νοµοθεσία της Εσθονίας µια απαλλαγή ή µια µείωση φόρων καλυπτόµενων από αυτή την παρούσα Σύµβαση χορηγείται, για τον σκοπό της ενθάρρυνσης της οικονοµικής ανάπτυξης της Εσθονίας, ο φόρος ο οποίος θα είχε καταβληθεί αν δεν υπήρχε αυτή η απαλλαγή, η αυτή η µείωση θεωρείται ότι έχει καταβληθεί για τους σκοπούς των υποπαραγράφων α) και β) αυτής της παραγράφου.
2. Στην περίπτωση κατοίκου της Εσθονίας, η διπλή φορολογία θα αποφεύγεται ως ακολούθως:
α) Αν κάτοικος της Εσθονίας αποκτά εισόδηµα ή κατέχει κεφάλαιο το οποίο σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτής της Σύµβασης, µπορεί να φορολογείται στην Ελληνική ∆ηµοκρατία εκτός αν µια ευνοϊκότερη µεταχείριση προβλέπεται από την εσωτερική της νοµοθεσία, η Εσθονία αναγνωρίζει:
i) ως έκπτωση από το φόρο εισοδήµατος αυτού του κατοίκου, ποσό ίσο προς το φόρο εισοδήµατος που καταβλήθηκε στην Ελληνική ∆ηµοκρατία,
ii) ως έκπτωση από φόρο κεφαλαίου αυτού του κατοίκου, ποσό ίσο προς το φόρο κεφαλαίου που καταβλήθηκε στην Ελληνική ∆ηµοκρατία.
Μία τέτοια έκπτωση, όµως, και στις δύο περιπτώσεις δεν υπερβαίνει, εκείνο το τµήµα του φόρου εισοδήµατος ή του φόρου κεφαλαίου, στην Εσθονία όπως υπολογίσθηκε πριν να δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί, ανάλογα µε την περίπτωση στο εισόδηµα ή στο κεφάλαιο το οποίο µπορεί να φορολογείται στην Ελληνική ∆ηµοκρατία.
β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου α), όταν µία εταιρεία η οποία είναι κάτοικος της Εσθονίας εισπράττει µέρισµα από εταιρεία που είναι κάτοικος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας της οποίας κατέχει τουλάχιστον το 10% των µετοχών της, έχοντας πλήρη δικαιώµατα ψήφου, ο φόρος που καταβάλλεται στην Ελληνική ∆ηµοκρατία θα περιλαµβάνει όχι µόνο το φόρο που καταβάλλεται για το µέρισµα, αλλά επίσης και το ανάλογο ποσοστό του φόρου που καταβάλλεται για τα προσδιορισµένα κέρδη της εταιρείας από τα οποία καταβάλλονται τα µερίσµατα.
Αρθρο 24. Μη διακριτική µεταχείριση
1. Οι υπήκοοι του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους δεν θα υπόκεινται στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική µε αυτή υποχρέωση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται ή µπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου Κράτους κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ειδικότερα σε σχέση µε την κατοικία. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 1, η διάταξη αυτή εφαρµόζεται επίσης σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών.
2. Πρόσωπα άνευ υπηκοότητας που είναι κάτοικοι του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους δεν θα υπόκεινται σε κανένα από τα Συµβαλλόµενα Κράτη, σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική µε αυτή υποχρέωση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές διαδικασίες στις οποίες υπόκεινται ή µπορεί να υπαχθεί ο υπήκοος του εν λόγω Κράτους κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ειδικότερα σε σχέση µε την κατοικία.
3. Η φορολογία που επιβάλλεται σε µόνιµη εγκατάσταση, την οποία µια επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος, δεν επιβάλλεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό σ’ αυτό το άλλο Κράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις αυτού του άλλου Κράτους που διεξάγουν τις ίδιες δραστηριότητες. Η διάταξη αυτή δεν ερµηνεύεται ότι υποχρεώνει ένα Συµβαλλόµενο Κράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές κα µειώσεις για φορολογικούς σκοπούς, λόγω προσωπικής κατάστασης ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.
4. Με την επιφύλαξη της εφαρµογής των διατάξεων της παραγράφου 1 του Άρθρου 9, της παραγράφου 7 του Άρθρου 11, ή της παραγράφου 6 του Άρθρου 12, τόκοι, δικαιώµατα και άλλες πληρωµές που καταβάλλονται από µία επιχείρηση ενός Συµβαλλόµενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, για το σκοπό του προσδιορισµού των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, αναγνωρίζονται προς έκπτωση µε τους ίδιους όρους σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου - µνηµονευόµενου Κράτους. Οµοίως, οποιαδήποτε χρέη µιας επιχείρησης του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους προς κάτοικο του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, για το σκοπό του προσδιορισµού του φορολογητέου κεφαλαίου αυτής της επιχείρησης αναγνωρίζονται προς έκπτωση µε τους ίδιους όρους σαν να είχαν συµφωνηθεί µε κάτοικο του πρώτου - µνηµονευόµενου Κράτους.
5. Επιχειρήσεις του ενός Συµβαλλόµενου Κράτους, των οποίων το κεφάλαιο εν όλω ή εν µέρει ανήκει ή ελέγχεται, άµεσα ή έµµεσα, από ένα ή περισσότερους κατοίκους του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, δεν υπόκεινται στο πρώτο µνηµονευόµενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική µε αυτή υποχρέωση η οποία έχει σχέση µε αυτή η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές υποχρεώσεις οι οποίες έχουν σχέση µε αυτές στις οποίες υπόκεινται ή µπορούν να υπαχθούν άλλες παρόµοιες επιχειρήσεις του πρώτου - µνηµονευόµενου Κράτους.
6. Οι διατάξεις αυτού του Άρθρου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 2, έχουν εφαρµογή σε φόρους κάθε είδους και µορφής.
Αρθρο 25. ∆ιαδικασία αµοιβαίου διακανονισµού
1. Αν ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες του ενός ή και των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών έχουν ή θα έχουν γι’ αυτό ως αποτέλεσµα την επιβολή φορολογίας, η οποία δεν είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις αυτής της Σύµβασης, µπορεί, ανεξάρτητα από τα µέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσωτερική νοµοθεσία αυτών των Κρατών, να φέρει την υπόθεσή του ενώπιον της αρµόδιας αρχής του Συµβαλλόµενου Κράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν η υπόθεση που καλύπτεται από την παράγραφο 1 του Άρθρου 24, σε αυτό το Συµβαλλόµενο Κράτος του οποίου είναι υπήκοος. Η υπόθεση αυτή πρέπει να προσαχθεί µέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης η οποία έχει ως αποτέλεσµα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις της Σύµβασης.
2. Η αρµόδια αρχή προσπαθεί, αν η ένσταση θεωρηθεί απ’ αυτήν ως βάσιµη και η ίδια δεν µπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύει τη διαφορά µε αµοιβαία συµφωνία µε την αρµόδια αρχή του άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους, µε σκοπό την αποφυγή φορολογίας που δεν είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις της Σύµβασης. Οποιαδήποτε συµφωνία επιτευχθεί εφαρµόζεται ανεξάρτητα από τις προθεσµίες που ορίζονται στην εσωτερική νοµοθεσία των Συµβαλλοµένων Κρατών.
3. Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών προσπαθούν να επιλύουν µε αµοιβαία συµφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αµφιβολίες ανακύπτουν ως προς την ερµηνεία ή την εφαρµογή της Σύµβασης. Μπορούν επίσης να συµβουλεύονται η µία την άλλη για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Σύµβαση.
4. Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών µπορούν να επικοινωνούν µεταξύ τους απευθείας ή µέσω µίας µικτής επιτροπής, αποτελούµενης από τις ίδιες ή τους αντιπροσώπους τους, µε σκοπό την επίτευξη µιας συµφωνίας κατά την έννοια των προηγούµενων παραγράφων.
Αρθρο 26. Ανταλλαγή πληροφοριών
1. Οι αρµόδιες αρχές των Συµβαλλοµένων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρµογή των διατάξεων αυτής της Σύµβασης ή των εσωτερικών νοµοθεσιών των Συµβαλλοµένων Κρατών σε σχέση µε τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύµβαση στο µέτρο που η φορολογία σύµφωνα µε αυτές δεν είναι αντίθετη µε τη Σύµβαση. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από το Άρθρο 1. Όλες οι πληροφορίες που λαµβάνει ένα Συµβαλλόµενο Κράτος θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύµφωνα µε την εσωτερική νοµοθεσία του Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται µόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συµπεριλαµβανοµένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται µε τη βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά µε τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύµβαση. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές θα χρησιµοποιούν τις πληροφορίες µόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.
2. Σε καµία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερµηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος την υποχρέωση:
α) να λαµβάνει διοικητικά µέτρα αντίθετα µε την νοµοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους,
β) να παρέχουν πληροφορίες που δεν µπορούν ν΄ αποκτηθούν σύµφωνα µε τη νοµοθεσία ή κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική αυτού ή άλλου Συµβαλλόµενου Κράτους,
γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηµατικό, βιοµηχανικό, εµπορικό ή επαγγελµατικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία, ή πληροφορία, ή αποκάλυψη της οποίας θα ήταν αντίθετη µε κανόνα δηµόσιας τάξης (........).
Αρθρο 27. Μέλη διπλωµατικών και προξενικών αποστολών
Τίποτα σ’ αυτή τη Σύµβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόµια των µελών των διπλωµατικών ή των προξενικών αποστολών τα οποία προβλέπονται από τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή από τις διατάξεις ειδικών συµφωνιών.
Αρθρο 28. Θέση σε ισχύ
1. Οι Κυβερνήσεις των Συµβαλλοµένων Κρατών θα γνωστοποιήσουν η µία στην άλλη την ολοκλήρωση των συνταγµατικών διαδικασιών που απαιτούνται για την θέση σε ισχύ της παρούσας Σύµβασης.
2. Η Σύµβαση τίθενται σε ισχύ την ηµεροµηνία της τελευταίας από τις γνωστοποιήσεις πού αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι διατάξεις της έχουν εφαρµογή και στα δύο Συµβαλλόµενα Κράτη.
α) αναφορικά µε τους φόρους που παρακρατούνται στην πηγή, σε εισόδηµα που προκύπτει την πρώτη, η µετά την πρώτη ηµέρα του Ιανουαρίου, του ηµερολογιακού έτους που ακολουθεί το έτος κατά το οποίο η Σύµβαση τέθηκε σε ισχύ,
β) αναφορικά µε άλλους φόρους στο εισόδηµα ή στο κεφάλαιο που προκύπτουν κάθε οικονοµικό έτος που αρχίζει την πρώτη ή µετά την πρώτη ηµέρα του Ιανουαρίου του ηµερολογιακού έτους που ακολουθεί το έτος κατά το οποίο η Σύµβαση τέθηκε σε ισχύ.
Αρθρο 29. Λήξη
Η παρούσα Σύµβαση θα παραµείνει σε ισχύ µέχρι να καταγγελθεί από ένα από τα Συµβαλλόµενα Κράτη. Το ένα ή το άλλο Συµβαλλόµενο Κράτος µπορεί να καταγγείλει την Σύµβαση, µέσω της διπλωµατικής οδού, επιδίδοντας γραπτή ανακοίνωση για τη λήξη τουλάχιστον έξι (6) µήνες πριν από το τέλος οποιουδήποτε ηµερολογιακού έτους. Σε αυτή την περίπτωση, η Σύµβαση θα παύει να ισχύει και στα δύο Συµβαλλόµενα Κράτη:
α) αναφορικά µε τους φόρους που παρακρατούνται στην πηγή, σε εισόδηµα που προκύπτει την πρώτη ή µετά την πρώτη ηµέρα του Ιανουαρίου του ηµερολογιακού έτους που ακολουθεί του έτους του οποίου δόθηκε η ανακοίνωση,
β) αναφορικά µε τους άλλους φόρους εισοδήµατος και φόρους κεφαλαίου, για φόρους οι οποίοι βαρύνουν οποιοδήποτε φορολογικό έτος το οποίο αρχίζει την πρώτη ή µετά την πρώτη ηµέρα του Ιανουαρίου του ηµερολογιακού έτους εντός του οποίου δόθηκε η ανακοίνωση.
ΣΕ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι πληρεξούσιοι των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών, δεόντως εξουσιοδοτηµένοι γι’ αυτό, υπέγραψαν την παρούσα Σύµβαση.
Έγινε σε δύο πρωτότυπα στην Αθήνα την 4η Απριλίου του 2006 στην Ελληνική στην Εσθονική, και Αγγλική γλώσσα, όλα τα κείµενα είναι εξίσου αυθεντικά. Σε περίπτωση διαφοράς µεταξύ οποιουδήποτε από τα κείµενα το Αγγλικό κείµενο υπερισχύει.
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
Κατά τη στιγµή της υπογραφής της Σύµβασης, για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά µε τους φόρους εισοδήµατος και κεφαλαίου µεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της Κυβέρνησης της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας, οι πληρεξούσιοι συµφώνησαν ότι οι ακόλουθες διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο µέρος της Σύµβασης:
Σχετικά µε το Άρθρο 8 παράγραφος 1:
Είναι αποδεκτό ότι οι διατάξεις του Άρθρου 20 της Συµφωνίας για τις Ναυτιλιακές Μεταφορές µεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και της Κυβέρνησης της ∆ηµοκρατίας της Εσθονίας, που υπεγράφη στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 1997 είναι οι ακόλουθες:
Άρθρο 20
1. Τα κέρδη που προέρχονται από την εκµετάλλευση ή την πώληση πλοίων που δραστηριοποιούνται στις διεθνείς θαλάσσιες µεταφορές θα φορολογούνται µόνο στο Συµβαλλόµενο Μέρος στο οποίο τα πλοία είναι νηολογηµένα ή έχουν εφοδιαστεί µε προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρµόζονται επίσης στα κέρδη που προέρχονται από την συµµετοχή σε «pool», σε µικτή επιχείρηση ή σε διεθνές ναυτιλιακό πρακτορείο.
3. Το εισόδηµα που προέρχεται από την δραστηριοποίηση πλοίων συµπεριλαµβάνει εισόδηµα από την χρήση, την συντήρηση ή ενοικίαση εµπορευµατοκιβωτίων (συµπεριλαµβανοµένων των ρυµουλκών και του σχετικού εξοπλισµού για την µεταφορά των εµπορευµατοκιβωτίων) σε σχέση µε τη µεταφορά αγαθών ή εµπορευµάτων στο διεθνές θαλάσσιο εµπόριο».
ΣΕ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι πληρεξούσιοι των δύο Συµβαλλοµένων Κρατών, δεόντως εξουσιοδοτηµένοι γι’ αυτό, υπέγραψαν την παρούσα Σύµβαση.
Έγινε σε δύο πρωτότυπα στην Αθήνα την 4η Απριλίου του 2006 στην Ελληνική, στην Εσθονική, και Αγγλική γλώσσα, όλα τα κείµενα είναι εξίσου αυθεντικά. Σε περίπτωση διαφοράς µεταξύ οποιουδήποτε από τα κείµενα το Αγγλικό κείµενο υπερισχύει.
Άρθρο ∆εύτερο
Η ισχύς του παρόντος νόµου αρχίζει από τη δηµοσίευση του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύµβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 28 αυτής.