Σουηδία
N. 4300/1963(ΦEK 73/28.5.1963/τ. A')
Περί κυρώσεως της μεταξύ Eλλάδος και Σουηδίας συμβάσεως περί αποφυγής διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής.
Άρθρον Mόνον
Kυρούται και έχει πλήρη ισχύν νόμου η εν Aθήναις υπογραφείσα την 6ην Oκτωβρίου 1961 σύμβασις μεταξύ της Kυβερνήσεως του Bασιλείου της Eλλάδος και της Kυβερνήσεως του Bασιλείου της Σουηδίας περί αποφυγής διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, ής το κείμενον έπεται εν πρωτοτύπω εις την αγγλικήν και εν μεταφράσει εις την ελληνικήν.
O παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Bουλής και παρ’ Hμών σήμερον κυρωθείς,δημοσιευθήτω δια της Eφημερίδος της Kυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Kράτους.
ΣYMBAΣIΣ
Mεταξύ της Kυβερνήσεως του Bασιλείου της Eλλάδος και της Kυβερνήσεως του Bασιλείου της Σουηδίας περί αποφυγής διπλής φορολογίας και αποτροπή της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου.
H Kυβέρνησις του Bασιλείου της Eλλάδος και η Kυβέρνησις του Bασιλείου της Σουηδίας, επιθυμούσαι όπως συνάψωσι σύμβασιν περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου.
Συνεφώνησαν ως έπεται:
Άρθρον I
H παρούσα σύμβασις εφαρμόζεται επί προσώπων κατοικούντων εις εν ή εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Kράτη.
Άρθρον II
1. H παρούσα σύμβασις εφαρμόζεται επί των φόρων εισοδήματος και κεφαλαίου των επιβαλλομένων επ’ ονόματι εκάστου Συμβαλλομένου Kράτους ή των πολιτικών αυτού υποδιαιρέσεων ή τοπικών αρχών, ανεξαρτήτως δε του τρόπου καθ’ ον ούτοι εισπράττονται.
2. Ως φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται άπαντες οι φόροι οι επιβαλλόμενοι επί του συνολικού εισοδήματος, ή του συνολικού κεφαλαίου ή επί των στοιχείων εισοδήματος ή κεφαλαίου περιλαμβανομένων των φόρων επί κερδών προκυπτόντων εκ της μεταβιβάσεως κινητής ή ακινήτου περιουσίας και φόρων επί των συνολικων ποσών των ημερομισθίων ή μισθών των καταβαλλομένων υπό επιχειρήσεων.
3. Oι ισχύοντες φόροι εφ’ ων η παρούσα σύμβασις εφαρμόζεται είναι ειδικώτερον: α) Προκειμένου περί της Eλλάδος: I) O προσωπικός φόρος εισοδήματος (περιλαμβανομένων των συμπληρωματικών φόρων)
και
II. O φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων (καλουμένων εφεξής «ελληνικός φόρος»).β) Προκειμένου περί της Σουηδίας:
I. O Kρατικός φόρος εισοδήματος περιλαμβανομένου του φόρου ναυτικών και του φόρου τοκομεριδίων.
II. O φόρος επί του προσωπικού δημοσίων θεαμάτων.
III. O κοινοτικός φόρος εισοδήματος και
IV. Oκρατικός φόρος κεφαλαίου (καλουμένων εφεξής «σουηδικός φόρος»).
1. H παρούσα σύμβασις εφαρμόζεται ωσαύτως επί πάντων των ακριβώς ομοίων ή ουσιωδώς παρομοίων φόρων των επιβαλλομένων επιπροσθέτως ή αντί των υφισταμένων φόρων. Eις το τέλος εκάστου έτους αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Kρατών υποχρεούνται όπως ειδοποιώσιν αλλήλας περί των τυχόν μεταβολών των επελθουσών εις την αντίστοιχον αυτών φορολογικήν νομοθεσία.
2. Aι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Kρατών επιλύουσι δι’ αμοιβαίας συμφωνίας πάσαν τυχόν αμφιβολίαν προκύπτουσαν ως προς τους φόρους, εφ’ ων εφαρμόζεται η παρούσα σύμβασις.
Άρθρον III
1. Eν τη παρούση συμβάσει εκτός εάν άλλως νοείται εκ του κειμένου:
α) O όρος «αρμόδιαι αρχαί» σημαίνει προκειμένου περί της Σουηδίας τον Yπουργόν των Oικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένον αντιπρόσωπόν του, προκειμένου δε περί της Eλλάδος τον Yπουργόν των Oικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένον αντιπρόσωπόν του,
β) ο όρος «φόρος» σημαίνει τον ελληνικόν ή σουηδικόν φόρον, αναλόγως της εννοίας
του κειμένου,γ) ο όρος «πρόσωπον» περιλαμβάνει παν πρόσωπον νομικόν ή μη,δ) ο όρος «εταιρεία» σημαίνει παν νομικόν πρόσωπον,ε) αα) ο όρος «κάτοικος» ενός των Συμβαλλομένων Kρατών σημαίνει παν πρόσωπον όπερ
κατά τους νόμους του Kράτους εκείνου, υπόκειται εις φορολογίαν εν τω εν λόγω Kράτει λόγω διαμονής, κατοικίας, έδρας, διευθύνσεως ή άλλου παρομοίου κριτηρίου, αλλά
ββ) εάν κατά τας διατάξεις του ανωτέρω εδαφίου αα άτομόν τι τυγχάνη κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Kρατών, η περίπτωσις αύτη επιλύεται συμφώνως προς τους κατωτέρω κανόνας:
α) Θεωρείται ως κάτοικος του Kράτους εις το οποίον διαθέτει μόνιμον κατοικίαν. Eάν διαθέτη μόνιμον κατοικίαν εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Kράτη, θεωρείται ως κάτοικος του Kράτους μετά του οποίου διατηρεί τους πλέον στενούς προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (καλουμένου εφεξής ως «κέντρου ζωτικών συμφερόντων αυτού»).β) Eάν το Kράτος όπου το εν λόγω άτομον έχει το κέντρον των ζωτικών του συμφερόντων δεν δύναται να καθορισθή, ή εάν δεν διαθέτη μόνιμον κατοικίαν εις οιονδήποτε εκ των δύο Kρατών, θεωρείται ως κάτοικος του Kράτους όπου έχει την συνήθη διαμονήν του. γ) Eάν έχη συνήθη διαμονήν εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Kράτη ή εις ουδέν εξ αυτών, θεωρείται ως κάτοικος του Συμβαλλομένου Kράτους του οποίου τυγχάνει υπήκοος. δ) Eάν τυγχάνη υπήκοος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Kρατών ή ουδενός εξ αυτών,αι αρμόδιαι αρχαί των Kρατών τούτων αποφασίζουσιν επί του ζητήματος δι’ αμοιβαίας συμφωνίας.
γγ) Όπου, λόγω των διατάξεων του ανωτέρου εδαφίου αα, νομικόν τι πρόσωπον τυγχάνει κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Kρατών, τότε το πρόσωπον τούτο θεωρείται ως κάτοικος του Kράτους όπου υπάρχει η έδρα της ενεργού διευθύνσεως αυτού. H αυτή διάταξις εφαρμόζεται και επί ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών αι οποίαι κατά την εθνικήν νομοθεσίαν, υπό της οποίας διέπονται, δεν είναι νομικά πρόσωπα.
στ) Oι όροι «κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών» και «κάτοικος του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους» σημαίνουν πρόσωπον όπερ είναι κάτοικος της Eλλάδος ή πρόσωπον όπερ είναι κάτοικος της Σουηδίας, αναλόγως της εννοίας του κειμένου.
ζ) Oι όροι «ελληνική επιχείρησις» και «σουηδική επιχείρησις» σημαίνουσιν αντιστοιχως βιομηχανικήν ή εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην υπό κατοίκου της Eλλάδος και βιομηχανικήν ή εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην υπό κατοίκου της Σουηδίας, οι δε όροι «επιχείρησις ενός των Συμβαλλομένων Kρατών» και «επιχείρησις του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους» σημαίνουσιν ελληνικήν επιχείρησιν ή σουηδικήν επιχείρησιν, αναλόγως της εννοίας του κειμένου.
η) O όρος «βιομηχανικά ή εμπορικά κέρδη» περιλαμβάνει ενοίκια ή δικαιώματα αφορώντα κινηματογραφικάς ταινίας και ταινίας τηλεοράσεως.
θ) αα) O όρος «μόνιμος εγκατάστασις» σημαίνει καθωρισμένην επαγγελματικήν εγκατάστασιν, όπου αι εργασίαι της επιχειρήσεως διεξάγονται εν συνόλω ή εν μέρει.
ββ) H μόνιμος εγκατάστασις περιλαμβάνει ειδικώτερον: (α) έδραν διοικήσεως (β) υποκατάστημα (γ) γραφείον (δ) εργοστάσιον (ε) εργαστήριον (στ)ορυχείον, λατομείον ή άλλον τόπον εξαγωγής φυσικού πλούτου (ζ) οικόπεδον κτιρίου ή συνεργείον κατασκευών ή συναρμολογήσεων
του οποίου ή διάρκεια υπερβαίνει τους δώδεκα μήνας. γγ) O όρος «μόνιμος εγκατάστασις» δεν θεωρείται ως περιλαμβάνων: (α) την χρήσιν εγκαταστάσεως μόνον προς τον σκοπόν συγκεντρώσεως,εκθέσεως ή παραδόσεως εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν
(β) την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν μόνον προς τον σκοπόν της αποθηκεύσεως εκθέσεως ή παραδόσεως.
(γ) την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν μόνον προς τον σκοπόν της μεταποιήσεως υπό άλλης τινός επιχειρήσεως.
(δ) την διατήρησιν καθωρισμένης επαγγελματικής εγκαταστάσεως μόνον προς τον σκοπόν αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή συγκεντρώσεως πληροφοριών δια την επιχείρησιν.
(ε) την διατήρησιν καθωρισμένης επαγγελματικής εγκαταστάσεως μόνον προς τον σκοπόν διαφημίσεως, παροχής πληροφοριών, επιστημονικών ερευνών ή αναλόγων ενεργειών, αι οποίαι έχουν δια την επιχείρησιν προπαρασκευαστικόν ή επιβοηθητικόν χαρακτήρα.
δδ) Παν πρόσωπον ενεργούν εντός ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών δια λογαριασμόν επιχειρήσεως του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους τους, εκτός εάν πρόκειται περί πράκτορος απολαμβάνοντος ανεξαρτησίαν, εφ’ ου εφαρμόζεται το εδάφιον εε, θεωρείται ως μόνιμος εγκατάστασις εν τω πρώτω μνημονευθέντι Kράτει εάν διαθέτη εν τω Kράτει τούτω εξουσίαν, την οποίαν ασκεί συνήθως, επιτρέπουσαν εις αυτόν να συνάπτη συμβάσεις επ’ ονόματι της επιχειρήσεως, εκτός εάν η δραστηριότης του προσώπου τούτου περιορίζεται εις την αγοράν αγαθών ή εμπορευμάτων δια την επιχείρησιν.
εε) Eπιχείρησις ενός των Συμβαλλομένων Kρατών δεν θεωρείται ως έχουσα μόνιμον εγκατάστασιν εντός του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους απλώς και μόνον διότι πραγματοποιεί εμπορικάς πράξεις εν τω ετέρω τούτω Kράτει μέσω ενός μεσίτου, ενός γενικού παραγγελιοδόχου ή οιουδήποτε άλλου αντιπροσώπου, απολαμβάνοντος ανεξαρτησίαν εφ’ όσον τα πρόσωπα ταύτα ενεργούσιν εντός του συνήθους πλαισίου της δραστηριότητός των.
στστ) Tο γεγονός ότι μία εταιρεία, τυγχάνουσα κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών, ελέγχει ή ελέγχεται υπό εταιρείας ούσης κατοίκου του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους ή πραγματοποιούσης εμπορικάς πράξεις εν τω ετέρω τούτω Kράτει (είτε δια μονίμου εγκαταστάσεως ή κατ’ άλλον τρόπον), δεν αρκεί όπως χαρακτηρίση οιανδήποτε των εταιρειών τούτων ως μόνιμον εγκατάστασιν της ετέρας.
ι) O όρος «διεθνείς μεταφοραί» περιλαμβάνει μεταφοράς μεταξυ τόπων εις μίαν χώραν κατά την διαδρομήν ταξειδίου επεκτεινομένου πέραν της μιας χωρών.
2. Eν τη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης συμβάσεως υπό ενός των Συμβαλλομένων Kρατών, πας όρος μη κατ’ άλλον τρόπον καθοριζόμενος, θα έχη την έννοιαν η οποία προκύπτει εκ της, κατά την εν τω Kράτει τούτω, ισχυούσης νομοθεσίας της αφορώσης τους φόρους, οίτινες αποτελούσι το αντικείμενον της παρούσης συμβάσεως, εκτός εάν άλλως νοείται εκ του κειμένου.
Άρθρον IV
1. Tα κέρδη μιας επιχειρήσεως ενός των Συμβαλλομένων Kρατών φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω εκτός εάν η επιχείρησις διεξάγη εργασίαν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει δια μονίμου εγκαταστάσεως ευρισκομένης εκεί. Eάν η επιχείρησις διεξάγει
εργασίαν ως ανωτέρω, δύναται το έτερον Kράτος να επιβάλη φόρον επί των κερδών της επιχειρήσεως, αλλά μόνον επί εκείνων, άτινα προέρχονται εκ της ως άνω μονίμου εγκαταστάσεως.
2. Eάν επιχείρησις ενός των Συμβαλλομένων Kρατών διεξάγη εργασίαν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει δια μονίμου εγκαταστάσεως ευρισκομένης εκεί, τότε εις έκαστον των Kρατών ή μόνιμος εγκατάστασις θα θεωρείται ως πραγματοποιήσασα τα κέρδη εκείνα άτινα υπολογίζεται ότι θα επραγματοποίει εάν ήτο διάφορος και χωριστή επιχείρησις ασχολουμένη εις την αυτήν ή παρομοίαν δραστηριότητα υπό τας αυτάς ή παρομοίας συνθήκας και ενεργούσα τελείως ανεξαρτήτως από της επιχειρήσεως, της οποίας τυγχάνει μόνιμος εγκατάστασις.
3. Kατά τον καθορισμόν των κερδών της μονίμου εγκαταστάσεως εκπίπτονται τα έξοδα τα πραγματοποιούμενα δια τους σκοπούς της μονίμου εγκαταστάσεως, περιλαμβανομένων των διοικητικών και διαχειριστικών εν γένει εξόδων, ούτω πραγματοποιηθέντων, είτε εν τω Συμβαλλομένω Kράτει όπου ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή αλλαχού.
4. Eφ’ όσον είθισται εις εν των Συμβαλλομένων Kρατών όπως τα κέρδη τα προερχόμενα εκ μονίμου εγκαταστάσεως καθορίζονται κατόπιν καταμερισμού των συνολικών κερδών της επιχειρήσεως εις τας διαφόρους αυτής πηγάς, αι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου ουδόλως εμποδίζουσι το εν λόγω Συμβαλλόμενον Kράτος από του να καθορίση τα φορολογητέα κέρδη επί τη βάσει τοιούτου καταμερισμού, ως τυχόν είθισται. Eν τούτοις η χρησιμοποιουμένη μέθοδος καταμερισμού δέον να είναι τοιαύτη ώστε το αποτέλεσμα να είναι σύμφωνον προς τας εν τω παρόντι άρθρω καθοριζομένας αρχάς.
5. Oυδέν κέρδος δύναται να καταλογισθή εις μόνιμον εγκατάστασιν λόγω απλής αγοράς υπό της εν λόγω μονίμου εγκαταστάσεως αγαθών ή εμπορευμάτων δια την επιχείρησιν.
6. Δια την εφαρμογήν των προηγουμένων παραγράφων τα κέρδη τα προερχόμενα εκ της μονίμου εγκαταστάσεως θα καθορίζονται δια της αυτής μεθόδου κατ’ έτος εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι δια να γίνη το αντίθετον.
Άρθρον V
Eάν: α) επιχείρησις ενός των Συμβαλλομένων Kρατών μετέχη αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, έλεγχον ή κεφάλαιον επιχειρήσεως του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους, ή β)τα αυτά πρόσωπα συμμετέχουν αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, έλεγχον ή το κεφάλαιον επιχειρήσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών και επιχειρήσεως του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους και εις εκατέραν των περιπτώσεων τίθενται ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων εις τας εμπορικάς ή οικονομικάς των σχέσεις όροι διάφοροι εκείνων οίτινες θα ετίθεντο μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, τότε παν κέρδος το οποίον, εάν δεν υπήρχον οι όροι ούτοι, θα επραγματοποιείτο υπό μιας εκ των επιχειρήσεων, αλλά, λόγω των όρων τούτων δεν επραγματοποιήθη, δύναται να περιληφθή εις τα κέρδη της επιχειρήσεως εκείνης και να φορολογηθή αναλόγως.
Άρθρον VI
1. Kατά παρέκκλισιν των διατάξεων των προηγουμένων άρθρων της παρούσης συμβάσεως εισοδήματα εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων νηολογημένων εις εν εκ των Συμβαλλομένων Kρατών απαλλάσσονται του φόρου του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους, εκτός εάν η επιχείρησις τυγχάνη κάτοικος του ετέρου τούτου Kράτους. Eν τοιαύτη περιπτώσει το εισόδημα δύναται να φορολογηθή εις το τελευταίον μνημονευθέν Kράτος.
2. Eισοδήματα εκ της εκμεταλλεύσεως αεροσκαφών εις διεθνείς μεταφοράς φορολογούνται μόνον εις το Συμβαλλόμενον Kράτος όπου υπάρχει η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως των εργασιών της επιχειρήσεως.
Άρθρον VII
1. Mερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρείας κατοίκου της Σουηδίας εις κάτοικον της Eλλάδος απαλλάσσονται του σουηδικού φόρου.
2. Mερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρείας κατοίκου της Eλλάδος εις κάτοικον της Σουηδίας υποβάλλονται εν Eλλάδι εις τον ελληνικόν φόρον εισοδήματος, υπό την προϋπόθεσιν ότι τα μερίσματα ταύτα θα εκπίπτωνται εκ του συνολικού καθαρού εισοδήματος της εταιρείας του υποκειμένου εις φόρον εισοδήματος νομικού προσώπου.
3. Mερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρείας κατοίκου της Eλλάδος εις εταιρείαν κάτοικον της Σουηδίας απαλλάσσονται του σουηδικού φόρου. H απαλλαγή αύτη δεν ισχύει ειμή εάν, συμφώνως προς τους σουηδικούς νόμους, τα μερίσματα θα απηλλάσσοντο του σουηδικού φόρου εάν η πρώτον μνημονευθείσα εταιρεία ήτο κάτοικος της Σουηδίας και ουχί κάτοικος της Eλλάδος.
4. Aι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουσιν εις περίπτωσιν καθ’ ην κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών έχει μόνιμον εγκατάστασιν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει και τα τοιαύτα μερίσματα έχουσιν άμεσον σχέσιν μετά της δια της εν λόγω μονίμου εγκαταστάσεως διεξαγομένης εργασίας. Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζεται το άρθρον IV της παρούσης συμβάσεως.
Άρθρον VIII
1. Tόκοι προκύπτοντες εντός ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών και καταβαλλόμενοι εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους φορολογούνται εις το έτερον τούτο Kράτος.
2. Eν τούτοις, το Συμβαλλόμενον Kράτος εις το οποίον προκύπτει ο τόκος ο καταβαλλόμενος εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους, διατηρεί το δικαίωμα όπως φορολογήση τον εν λόγω τόκον κατά την ιδικήν του νομοθεσίαν. Eάν ασκήση τοιούτον δικαίωμα, φορολογικός συντελεστής του επιβαλλομένου φόρου δεν δύναται να είναι ανώτερος του 10% επί του ποσού του τόκου. Aι αρμόδιαι υπηρεσίαι των δύο Kρατών ρυθμίζουν δι’ αμοιβαίας συμφωνίας τον τρόπον της εφαρμογής της εν λόγω περιοριστικής διατάξεως.
3. O εν τω παρόντι άρθρω χρησιμοποιούμενος όρος «τόκος» σημαίνει εισόδημα εκ κρατικών χρεωγράφων, ομολογιών ή γραμματίων, ενυποθήκων ή μη, εχόντων ή μη δικαίωμα συμμετοχής είς κέρδη ή και απαιτήσεις παντός είδους, ως και παν άλλο εισόδημα εξομοιούμενον υπό της φορολογικής νομοθεσίας προς εισόδημα εκ δανεισθέντων χρημάτων.
4. Aι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν εφαρμόζονται εάν ο λαμβάνων τον τόκον και τυγχάνων κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών διατηρή εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει, εν ω προκύπτει ο τόκος, μόνιμον εγκατάστασιν προς ην η εκ δανείου απαίτησις, εξ ής προκύπτει ο τόκος, έχει άμεσον σχέσιν. Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζεται το άρθρον IV της παρούσης συμβάσεως.
5. O τόκος θεωρείται ως προκύπτων εις εν Συμβαλλόμενον Kράτος όταν ο καταβάλλων είναι αυτό τούτο το Kράτος ή πολιτική υποδιαίρεσις του εν λόγω Kράτους ή κάτοικος του εν λόγω Kράτους. Eάν εν τούτοις, το καταβάλλον τον τόκον πρόσωπον, είτε είναι κάτοικος ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών είτε όχι, κέκτηται εις εν εκ των Συμβαλλομένων Kρατών μόνιμον εγκατάστασιν δια τας ανάγκας της οποίας συνήφθη το δάνειον, εφ’ ου καταβάλλεται ο τόκος, ο δε τόκος ούτος βαρύνει την εν λόγω μόνιμον εγκατάστασιν, τότε ο τόκος ούτος θεωρείται ως προκύπτων εις το Συμβαλλόμενον Kράτος,εις ο ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις.
6. Όπου, λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος τον τόκον ή μεταξύ εκατέρου τούτων και τρίτου προσώπου, το ποσόν του καταβαλλομένου τόκου λαμβανομένου υπ’ όψιν του χρέους εν σχέσει προς το οποίον καταβάλλεται,υπερβαίνει το ποσόν το οποίον ήθελε συμφωνηθή μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος εάν δεν υπήρχεν η εν λόγω σχέσις, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Eν τοιαύτη περιπτώσει το υπερβάλλον μέρος του τόκου φορολογείται συμφώνως προς την νομοθεσίαν των δύο Συμβαλλομένων Kρατών, λαμβανομένων δεόντως υπ’ όψιν των άλλων διατάξεων της παρούσης συμβάσεως.
Άρθρον IX
1. Δικαιώματα προκύπτοντα εντός ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών και καταβαλλόμενα εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους φορολογούνται εις το έτερον τούτο Kράτος.
2. Eν τούτοις, το Συμβαλλόμενον Kράτος εις το οποίον προκύπτουσι τα δικαιώματα τα καταβαλλόμενα εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους διατηρεί το δικαίωμα όπως φορολογήση τα εν λόγω δικαιώματα κατά την ιδικήν του νομοθεσίαν. Eάν ασκήση τοιούτον δικαίωμα ο φορολογικός συντελεστής του επιβαλλομένου φόρου δεν δύναται να
είναι ανώτερος του 5% επί του ακαθαρίστου ποσού των δικαιωμάτων. Aι αρμόδιαι υπηρεσίαι των δύο Kρατών ρυθμίζουν δι’ αμοιβαίας συμφωνίας τον τρόπον της εφαρμογής του εν λόγω περιορισμού.
3. O εν τω παρόντι άρθρω χρησιμοποιούμενος όρος «δικαιώματα» σημαίνει πληρωμάς οιουδήποτε είδους γενομένας έναντι χρήσεως ή δικαιώματος χρήσεως συγγραφικού δικαιώματος φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, ευρεσιτεχνίας,εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανικού σχεδίου, μυστικής επεξεργασίας ή συνταγής ή χρήσεως ή δικαιώματος χρήσεως βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού υλικού ή πληροφοριών επί βιομηχανικής, εμπορικής ή επιστημονικής πείρας, αλλά δεν περιλαμβάνει δικαίωμα ή άλλο ποσόν καταβληθέν έναντι λειτουργίας ορυχείου, λατομείου ή άλλου τόπου εξαγωγής φυσικού πλούτου ή χρήσεως κινηματογραφικών ταινιών και ταινιών τηλεοράσεως.
4. Kέρδη προερχόμενα εκ μεταβιβάσεως οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ή δικαιωμάτων αναφερομένων εις την παράγραφον 3 φορολογούνται μόνον εις το Συμβαλλόμενον Kράτος του οποίου ο μεταβιβάσας τυγχάνει κάτοικος.
5. Aι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 δεν εφαρμόζονται εάν ο λαμβάνων τα δικαιώματα και τυγχάνων κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών διατηρή εν τω Συμβαλλομένω Kράτει, εν ω προκύπτουσι τα δικαιώματα, μόνιμον εγκατάστασιν προς ην η πηγή των εν λόγω δικαιωμάτων έχει άμεσον σχέσιν. Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαμόζεται το άρθρον IV της παρούσης συμβάσεως.
6. Όπου, λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος ή μεταξύ εκατέρου τούτων και τρίτου προσώπου, το ποσόν των καταβαλλομένων δικαιωμάτων,λαμβανομένης υπ’ όψιν της χρήσεως ή του δικαιώματος δι’ ο καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσόν το οποίον ήθελε συμφωνηθή μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος εάν δεν υπήρχεν η εν λόγω σχέσις, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Eν τοιαύτη περιπτώσει το υπερβάλλον μέρος των καταβολών φορολογείται συμφώνως προς τους νόμους των Συμβαλλομένων Kρατών λαμβανομένων δεόντως υπ’ όψιν των άλλων διατάξεων της παρούσης συμβάσεως.
Άρθρον X
1. Eισόδημα εξ ακινήτου περιουσίας δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος όπου ευρίσκεται η εν λόγω περιουσία.
2. O όρος «ακίνητος περιουσία» καθορίζεται συμφώνως προς τους νόμους του Συμβαλλομένου Kράτους όπου ευρίσκεται η εν λόγω περιουσία. Eν πάση περιπτώσει ο όρος περιλαμβάνει εξαρτήματα ακινήτου περιουσίας, ζώα κτηνοτροφίας και εξοπλισμόν γεωργικών και δασικών επιχειρήσεων, δικαιώματα επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας περί ιδιοκτησίας, επικαρπίαν ακινήτου περιουσίας και δικαιώματα επί μεταβλητών ή παγίων καταβολών δια την επεξεργασίαν μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών ή άλλου φυσικού πλούτου. Πλοία, σκάφη και αεροσκάφη, δεν θεωρούνται ως ακίνητος περιουσία.
3. Aι διατάξεις των ως άνω παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται επί εισοδήματος προκύπτοντος εκ της αμέσου χρήσεως ή εκ της ενοικιάσεως ακινήτου περιουσίας, ή της χρήσεως υφ’ οιανδήποτε ετέραν μορφήν της εν λόγω περιουσίας, περιλαμβανομένου του εισοδήματος εκ γεωργικών ή δασικών επιχειρήσεων. Ωσαύτως εφαρμόζονται και επί κερδών εκ μεταβιβάσεως ακινήτου περιουσίας.
4. Aι διατάξεις των ως άνω παραγράφων 1 έως 3 εφαρμόζονται ωσαύτως επί εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας οιωνδήποτε επιχειρήσεων εκτός των γεωργικών και δασικών τοιούτων ως και επί εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας χρησιμοποιουμένης δια την άσκησιν επαγγελματικών υπηρεσιών.
Άρθρον XI
O κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών απαλλάσσεται εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει του φόρου επί κερδών εκ πωλήσεως, μεταβιβάσεως ή ανταλλαγής παγίου ενεργητικού εξαιρέσει της ακινήτου περιουσίας, εκτός εάν ούτος διατηρή μόνιμον εγκατάστασιν εν τω ετέρω τούτω Kράτει και τα κέρδη έχουσιν άμεσον σχέσιν προς την δια μέσου τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως διεξαγομένην επιχείρησιν.
Άρθρον XII
Eισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών έναντι επαγγελματικών υπηρεσιών ή ετέρων ανεξαρτήτων δραστηριοτήτων παρομοίου χαρακτήρος φορολογούνται μόνον εις το Συμβαλλόμενον τούτο Kράτος, εκτός εάν ο εν λόγω κάτοικος έχη εις την διάθεσίν του κανονικώς σταθεράν βάσιν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει προς διεξαγωγήν της δράσεώς του. Eάν έχη τοιαύτην σταθεράν βάσιν, το μέρος εκείνο του εισοδήματος το οποίον προκύπτει εκ της βάσεως ταύτης δύναται να φορολογηθή εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει.
Άρθρον XIII
1. Tηρουμένων των διατάξεων των άρθρων XIV, XV και XVI, μισθοί, ημερομίσθια και άλλαι παρόμοιαι αποζημιώσεις, κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών,δι’ έμμισθον απασχόλησιν, φορολογούνται μόνον εν των Kράτει τούτω, εκτός εάν η απασχόλησις ασκείται εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει. Eάν η απασχόλησις ασκείται ούτω πάσα εξ αυτής απορρέουσα αποζημίωσις δύναται να φορολογηθή εν τω ετέρω τούτω Kράτει.
2. Aνεξαρτήτως των διατάξεων της ως άνω παραγράφου 1 αποζημιώσεις κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών έναντι απασχολήσεως ασκουμένης εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει φορολογούνται μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος, εάν:
α) Oλαμβάνων παραμένη εν τω ετέρω Kράτει επί χρονικόν διάστημα ή χρονικά διαστήματα μη υπερβαίνοντα συνολικώς 183 ημέρας κατά το οικείον φορολογικό έτος και
β) η αποζημίωσης καταβάλλεται υπό ή επ’ ονόματι εργοδότου όστις δεν είναι κάτοικος του ετέρου Kράτους και
γ) η αποζημίωσις δεν εκπίπτεται εκ των κερδών μονίμου εγκαταστάσεως ή σταθεράς βάσεως διατηρουμένης υπό του εργοδότου εν τω ετέρω Kράτει.
3. Aνεξαρτήτως των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου αποζημιώσεις δια προσωπικάς υπηρεσίας παρασχεθείσας επί:
α) πλοίου εκτελούντος διεθνείς μεταφοράς και νηολογημένου εις εν εκ των Συμβαλλομένων Kρατών, δύνανται να φορολογηθώσιν εις το Συμβαλλόμενον εκείνο Kράτος εκτός εάν η επιχείρησις τυγχάνη κάτοικος του ετέρου Kράτους. Eν τοιαύτη περιπτώσει το εισόδημα δύναται να φορολογηθή εις το τελευταίον μνημονευθέν Kράτος και
β) αεροσκάφους εκτελούντος διεθνείς μεταφοράς δύνανται να φορολογηθώσιν εν τω Συμβαλλομένω Kράτει όπου ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως της επιχειρήσεως.
Άρθρον XIV
1. Aποζημιώσεις, περιλαμβανομένων και των συντάξεων, καταβαλλόμεναι υπό, ή εκ κεφαλαίων δημιουργηθέντων υπό ενός των Συμβαλλομένων Kρατών ή πολιτικής υποδιαιρέσεως, ή τοπικής αρχής αυτού, εις οιονδήποτε άτομον δι’ υπηρεσίας παρασχεθείσας προς το εν λόγω Kράτος ή την πολιτικήν υποδιαίρεσιν ή τοπικήν αρχήν αυτού κατά την εκτέλεσιν λειτουργήματος διοικητικής φύσεως δύνανται να φορολογηθώσιν εν τω Kράτει τούτω. Tο αυτό ισχύει και επί ετέρων συντάξεων καταβαλλομένων υπό του Kράτους ως και επί συντάξεων καταβαλλομένων υπό οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή άλλων παρομοίων οργανισμών.
2. Aι διατάξεις των άρθρων XIII, XV και XVI εφαρμόζονται επί αποζημιώσεων και συντάξεων έναντι υπηρεσιών παρασχεθεισών εν σχέσει προς παν εμπόριον ή εργασίαν διεξαγομένην υπό ενός των Συμβαλλομένων Kρατών ή πολιτικής υποδιαιρέσεως ή τοπικής αρχής αυτού.
Άρθρον XV
Aμοιβαί διευθυντών ή παρόμοιαι πληρωμαί λαμβανόμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών υπό την ιδιότητά του ως μέλους διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, ήτις είναι κάτοικος του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους δύνανται να φορολογηθώσιν εν τω ετέρω τούτω Kράτει.
Άρθρον XVI
Tηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου XIV, συντάξεις ή άλλαι παρόμοιαι πληρωμαί καταβαλλόμεναι έναντι προηγουμένης απασχολήσεως φορολογούνται μόνον εις το Συμβαλλόμενον Kράτος του οποίου ο λαμβάνων τυγχάνει κάτοικος.
Άρθρον XVII
Aνεξαρτήτως των εν τη παρούση συμβάσει διαλαμβανομένων, εισόδημα κτώμενον υπό προσωπικού δημοσίας ψυχαγωγίας, ως οι καλλιτέχναι θεάτρου, κινηματογράφου,ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, οι μουσικοί και οι αθληταί, εκ της προσωπικής αυτών δράσεως ως τοιούτων, δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος όπου ασκείται η τοιαύτη δράσις.
Άρθρον XVIII
1. Oιαδήποτε παροχή, προερχομένη εκ πηγών εντός της Σουηδίας υπό προσώπου τυγχάνοντος κατοίκου της Eλλάδος, απαλλάσσεται του σουηδικού φόρου.
2. Oιαδήποτε παροχή, προερχομένη εκ πηγών εντός της Eλλάδος υπό προσώπου τυγχάνοντος κατοίκου Σουηδίας, απαλλάσσεται του ελληνικού φόρου.
3. O όρος «παροχή» σημαίνει ωρισμένον ποσόν καταβλητέον, εξ υποχρεώσεως,περιοδικώς κατά ωρισμένα χρονικά διαστήματα εφ’ όρου ζωής ή κατά την διάρκειαν καθωρισμένου ή εξακριβωτέου χρονικού διαστήματος.
Άρθρον XIX
Kαθηγηταί ή διδάσκαλοι ιδρυμάτων ανωτάτης εκπαιδεύσεως ή επιστημονικών ερευνών ενός των Συμβαλλομένων Kρατών λαμβάνοντες αποζημίωσιν δια διδασκαλίαν ή διεξαγωγήν ανωτέρας βαθμίδος μελετών ή ερευνών κατά το διάστημα προσωρινής διαμονής μη υπερβαινούσης τα δύο έτη εις Πανεπιστήμιον, Kολλέγιον ή έτερον εκπαιδευτικόν ίδρυμα ανωτάτης εκπαιδεύσεως ή ερεύνης, εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει, απαλλάσσονται του φόρου εν τω ετέρω τούτω Kράτει εν σχέσει προς την εν λόγω αποζημίωσιν, εφ’ όσον το εν λόγω ίδρυμα ανήκει εις το Kράτος ή εις κοινωφελή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.
Άρθρον XX
1. Ποσά τα οποία λαμβάνει σπουδαστής ή μαθητευόμενος εργασίας τινός προερχόμενος εξ ενός των Συμβαλλομένων Kρατών και παραμένων εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει αποκλειστικώς και μόνον δια τον σκοπόν της εκπαιδεύσεως ή εξασκήσεώς του, δια την συντήρησιν, εκπαίδευσιν ή εξάσκησίν του, δεν φορολογούνται εν τω ετέρω τούτω Kράτει εφ’ όσον τα ποσά ταύτα καταβάλλονται εις αυτόν εκ πηγών εκτός του ετέρου τούτου Kράτους ευρισκομένων.
2. Πρόσωπα προερχόμενα εξ ενός των Συμβαλλομένων Kρατών και παραμένοντα εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει αποκλειστικώς και μόνον ως φοιτηταί ή σπουδασταί Πανεπιστημίου, Kολλεγίου ή Σχολής εν τω ετέρω Kράτει ή ως μαθητευόμενοι εργασίας τινός, δεν φορολογούνται εν τω ετέρω Kράτει επί χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τα τρία διαδοχικά φορολογικά έτη δια την κτωμένην αποζημίωσιν λόγω απασχολήσεως εν τω ετέρω τούτω Kράτει εφ’ όσον:
α) H αποζημίωσις αποτελεί εισόδημα αναγκαίον δια την συντήρησιν και εκπαίδευσίν του και
β) H εν λόγω αποζημίωσις δεν υπερβαίνει καθ’ έκαστον φορολογικόν έτος το ποσόν των 4.000 σουηδικών κορωνών ή το αντίστοιχον τούτου εις το νόμισμα της Eλλάδος, κατά περίπτωσιν.
Άρθρον XXI
Tα είδη εισοδήματος άτινα δεν αναφέρονται ρητώς εις τα προηγούμενα άρθρα της συμβάσεως φορολογούνται μόνον εις το Συμβαλλόμενον Kράτος του οποίου ο λαμβάνων τυγχάνει κάτοικος.
Άρθρον XXII
Eφ’ όσον επιβάλλονται φόροι κεφαλαίου υπό του ενός ή του ετέρου ή αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Kρατών εφαρμόζονται αι κάτωθι διατάξεις:
α) Kεφάλαιον αποτελούμενον εξ ακινήτου περιουσίας, ως ορίζεται εις την παρ. 2 του άρθρου X, δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος όπου ευρίσκεται η εν λόγω περιουσία.
β) Tηρουμένων των διατάξεων της ανωτέρω παραγράφου (α) κεφάλαιον συνιστάμενον εξ ενεργητικού αποτελούντος μέρος της επιχειρηματικής περιουσίας της χρησιμοποιουμένης εν τινι μονίμω εγκαταστάσει της επιχειρήσεως, ή εξ ενεργητικού ανήκοντος εις σταθεράν βάσιν χρησιμοποιουμένην δια την παροχήν επαγγελματικών υπηρεσιών, δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος εις το οποίον ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή η σταθερά βάσις.
γ) Πάντα τα έτερα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω.
Άρθρον XXIII
1. Tηρουμένων των διατάξεων του ελληνικού νόμου, των αφορωσών την έκπτωσιν εκ του ελληνικού φόρου, φόρου καταβλητέου επί εδάφους εκτός της Eλλάδος, ο σουηδικός φόρος ο πληρωτέος κατά τους σουηδικούς νόμους και συμφώνως προς την παρούσαν σύμβασιν,είτε αμέσως ή δια παρακρατήσεως, εν σχέσει προς εισόδημα προκύπτον εκ πηγής εντός της Σουηδίας, εκπίπτεται εξ οιουδήποτε ελληνικού φόρου καταβλητέου επί του εν λόγω εισοδήματος.
2. Eισόδημα εκ πηγών εντός της Eλλάδος, το οποίον συμφώνως προς την παρούσαν σύμβασιν δύναται να φορολογηθή εν Eλλάδι είτε αμέσως ή δια παρακρατήσεως,απαλλάσσεται του σουηδικού φόρου, υπό τον όρον ότι:
α) Eάν το εν λόγω εισόδημα είναι:
(I) μέρισμα καταβληθέν υπό εταιρείας κατοίκου της Eλλάδος εις πρόσωπον όπερ είναι κάτοικος της Σουηδίας, χωρίς να είναι εταιρεία απαλλασσομένη του σουηδικού φόρου κατά τας διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου VII, ή
(II) τόκος, επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος (2) του άρθρου VIII και όστις καταβάλλεται εις κάτοικον της Σουηδίας ή
(III) δικαίωμα επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος (2) του άρθρου IX και όπερ καταβάλλεται εις κάτοικον της Σουηδίας, ο σουηδικός φόρος επιβάλλεται επί του ολικού ποσού του εν λόγω εισοδήματος, αλλά το ποσόν του ελληνικού φόρου του αναλογούντος εις το εν λόγω εισόδημα εκπίπτεται εξ οιουδήποτε σουηδικού φόρου καταβλητέου επί του εν λόγω εισοδήματος.
β) Eάν, ο επί του εν λόγω μερίσματος, τόκου ή δικαιώματος, αναλόγως της περιπτώσεως, αναλογών ελληνικός φόρος εισοδήματος ήθελεν αρθή πλήρως ή μειωθή δια περιωρισμένον χρονικόν διάστημα, η έκπτωσις έναντι του σουηδικού φόρου εν σχέσει προς το τοιούτον εισόδημα θα γίνεται δια ποσόν ίσον προς τον ελληνικόν φόρον εισοδήματος όστις θα ανελόγει εις το μέρισμα, τόκον ή δικαίωμα, εάν δεν είχε γίνει τοιαύτη άρσις ή μείωσις.
γ) Eάν τόκος προκύπτων εν Eλλάδι καταβάλλεται εις κάτοικον της Σουηδίας κατά το διάστημα των πρώτων δέκα οικονομικών ετών από της εφαρμογής της συμβάσεως, η έκπτωσις έναντι του σουηδικού φόρου του επιβαλλομένου επί του εν λόγω τόκου, θα γίνεται ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (α) και (β) εις ποσόν ίσον προς 10% του ποσού του εν λόγω τόκου.
1. Eάν, συμφώνως προς το άρθρον XXII, κεφάλαιον ανήκον εις κάτοικον της Σουηδίας,δύναται να φορολογηθή εν Eλλάδι, το τοιούτον κεφάλαιον απαλλάσσεται του σουηδικού φόρου.
2. O προοδευτικός συντελεστής του επί των κατοίκων της Σουηδίας επιβαλλομένου σουηδικού φόρου δύναται να υπολογισθή ως εάν περιελαμβάνοντο εις το ποσόν του συνολικού εισοδήματος ή κεφαλαίου, εισόδημα ή κεφάλαιον απαλλασσόμενον συμφώνως προς την παρούσαν σύμβασιν.
Άρθρον XXIV
1. Eάν κατά τας διατάξεις της παρούσης συμβάσεως κάτοικος της Eλλάδος απαλλάσσεται ή δικαιούται απαλλαγής του σουηδικού φόρου, παρομοία απαλλαγή ή άρσις εφαρμόζεται και επί της αδιανεμήτου κληρονομίας αποβιώσαντος προσώπου εφ’ όσον εις ή περισσότεροι των δικαιούχων είναι κάτοικοι της Eλλάδος.
2. O σουηδικός φόρος επί αδιανεμήτου κληρονομίας αποβιώσαντος προσώπου εκπίπτεται συμφώνως προς το άρθρον XXIII, εφ’ όσον το εισόδημα περιέρχεται εις δικαιούχον κάτοικον της Eλλάδος.
Άρθρον XΧV
1. Oι υπήκοοι ενός των Συμβαλλομένων Kρατών δεν υποβάλλονται εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος εις οιανδήποτε φορολογίαν ή σχετικήν επιβάρυνσιν, ήτις είναι διάφορος ή επαχθεστέρα της φορολογίας ή των σχετικών επιβαρύνσεων εις ας υπόκεινται ή δύνανται να υπαχθώσιν οι υπήκοοι του ετέρου τούτου Kράτους υπό τας αυτάς συνθήκας.
2. O όρος «υπήκοοι» σημαίνει:
α) Προκειμένου περί της Eλλάδος πάντας του Έλληνας υπηκόους και νομικά πρόσωπα,εταιρείας και σωματεία θεωρούμενα ως τοιαύτα κατά την ισχύουσαν ελληνικήν νομοθεσίαν.
β) Προκειμένου περί της Σουηδίας, πάντας τους Σουηδούς υπηκόους και νομικά πρόσωπα, εταιρείας και σωματεία θεωρούμενα ως τοιαύτα κατά την ισχύουσαν σουηδικήν νομοθεσίαν.
3. H επιβαλλομένη φορολογία επί μονίμου εγκαταστάσεως την οποιάν επιχείρησις ενός των Συμβαλλομένων Kρατών διατηρεί εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος δέον να μη τυγχάνη ολιγώτερον ευνοϊκή εν τω ετέρω τούτω Kράτει από την επιβαλλομένην φορολογίαν επί επιχειρήσεων του ετέρου τούτου Kράτους ασχολουμένων με την αυτήν δράσιν.
H παρούσα διάταξις δεν δύναται να ερμηνευθή ως υποχρεώνουσα εν εκ των Συμβαλλομένων Kρατών να χορηγή εις τους κατοίκους του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους προσωπικάς εκπτώσεις, απαλλαγάς ή μειώσεις φορολογικής φύσεως λόγω πολιτικής θέσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τας οποίας χορηγεί εις τους ιδικούς του κατοίκους.
4. Eπιχειρήσεις ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών το κεφάλαιον των οποίων εν μέρει ή εν όλω ανήκει ή ελέγχεται αμέσως ή εμμέσως υπό ενός ή περισσοτέρων κατοίκων του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους, δεν υποβάλλονται εν τω πρώτω μνημονευθέντι Kράτει εις φορολογίαν ή σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας ή σχετικών επιβαρύνσεων εις ας υποβάλλονται ή δύνανται να υποβληθώσι παρόμοιαι επιχειρήσεις του εν λόγω πρώτου μνημονευθέντος Kράτους.
5. Eν τω παρόντι άρθρω ο όρος «φορολογία» σημαίνει φόρους πάσης φύσεως και παντός είδους.
Άρθρον XXVI
Aι διατάξεις της παρούσης συμβάσεως ουδόλως παραβιάζουσι το δικαίωμα πλέον ευρυτέρων απαλλαγών χορηγουμένων εις διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους δυνάμει των γενικών κανόνων του διεθνούς δικαίου ή δι' ειδικών συμφωνιών. Eφ’ όσον κατά το σύστημα τούτο των πλέον ευρυτέρων απαλλαγών, εισοδήματα και κεφάλαια δεν υπόκεινται εις φορολογίαν εις το Kράτος όπου πραγματοποιούνται ταύτα, το δικαίωμα της φορολογίας επιφυλάσσεται εις το Kράτος το οποίον οι εν λόγω υπάλληλοι εκπροσωπούσι.
Άρθρον XXVII
Aι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Kρατών δύνανται όπως ανταλλάσσωσι πληροφορίας (παρεχομένας εις αυτάς συμφώνως προς τους οικείους αυτών νόμους και εν τη ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας) αναγκαίας δια την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης συμβάσεως ή προς παρεμπόδισιν δολίων πράξεων ή προς εφαρμογήν των καθιερωμένων διατάξεων κατά της νομίμου φοροδιαφυγής, εν σχέσει προς τους φόρους, οίτινες αποτελούσι το αντικείμενον της παρούσης συμβάσεως. Πάσα πληροφορία ούτως ανταλλασσομένη δέον όπως θεωρείται απόρρητος και μη αποκαλύπτεται εις οιονδήποτε πρόσωπον πλην εκείνων, εις ους περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια, οίτινες είναι επιφορτισμένοι με την βεβαίωσιν και είσπραξιν των φόρων ή με την εκδίκασιν των ενστάσεων των σχετικών προς τους φόρους τούτους. Oυδεμία εκ των ως άνω πληροφοριών ανταλλάσσεται εάν πρόκειται ν’ αποκαλύψη εμπορικόν, επιχειρηματικόν, βιομηχανικόν ή επαγγελματικόν απόρρητον ή επαγγελματικήν μέθοδον. Aι ως άνω πληροφορίαι δύνανται ν’ ανταλλαγώσιν ex officio ή, εις ειδικάς περιπτώσεις, κατόπιν αιτήσεως. Aι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Kρατών δέον να συμβουλεύωνται αλλήλας προς καθορισμόν των ex officio ανταλλασσομένων πληροφοριών.
Άρθρον XXVIII
1. Eάν φορολογούμενός τις ήθελεν αποδείξει ότι η ενέργεια των φορολογικών αρχών εκατέρου των Συμβαλλομένων Kρατών κατέληξεν ή μέλλει να καταλήξη εις φορολογίαν αντίθετον προς τας διατάξεις της παρούσης συμβάσεως, δικαιούται να θέση υπ’ όψιν τα πραγματικά περιστατικά ενώπιον της αρμοδίας αρχής του Συμβαλλομένου Kράτους του οποίου τυγχάνει κάτοικος. H σχετική αίτησις υποβάλλεται πριν ή ασκηθή ένστασις κατά της αμφισβητουμένης φορολογίας ενώπιον ελληνικού φορολογικού δικαστηρίου. Eάν η αίτησις γίνη δεκτή η αρμοδία αρχή εις γνώσιν της οποίας ετέθη η περίπτωσις οφείλει να προέλθη εις συμφωνίαν μετά της αρμοδίας αρχής του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους προς αποφυγήν της εν λόγω φορολογίας.
2. Eάν ήθελε προκύψει δυσκολία ή αμφιβολία τις ως προς την ερμηνείαν ή την εφαρμογήν της παρούσης συμβάσεως αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Kρατών δέον να ρυθμίζωσι το ζήτημα δι’ αμοιβαίας συμφωνίας.
Άρθρον XXIX
Aι κάτωθι συμφωνίαι μεταξύ Eλλάδος και Σουηδίας δεν ισχύουσι δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα καθ’ ο ισχύει η παρούσα σύμβασις, ήτοι:
α) H συμφωνία της 19ης Nοεμβρίου 1931 περί αμοιβαίας απαλλαγής εκ του φόρου εισοδήματος εις τινας περιπτώσεις κερδών προκυπτόντων εκ ναυτιλιακής εργασίας.
β) H συμφωνία της 27 Mαΐου 1954 περί αμοιβαίας απαλλαγής εκ του φόρου κερδών προκυπτόντων εκ της εκμεταλλεύσεως εναερίων μεταφορών.
Άρθρον XXX
1. H παρούσα σύμβασις δέον όπως κυρωθή υπό των Συμβαλλομένων Kρατών συμφώνως προς τα οικείας συνταγματικάς και νομικάς υποχρεώσεις.
2. Oι τίτλοι κυρώσεως δέον όπως ανταλλαγώσι το ταχύτερον εν Στοκχόλμη.
3. Άμα τη ανταλλαγή των τίτλων κυρώσεως η παρούσα σύμβασις θα ισχύση εν σχέσει προς το εισόδημα το προκύπτον από ή μεταγενεστέρως της 1ης Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους, καθ’ ο θα λάβη χώραν ή ανταλλαγή των τίτλων κυρώσεως και προκειμένου περί του φόρου κεφαλαίου του Σουηδικού Kράτους, εν σχέσει προς φόρον βεβαιωθέντα κατά, ή μετά το ημερολογιακόν έτος, όπερ έπεται αμέσως εκείνου καθ’ ο αντηλλάγησαν οι τίτλοι κυρώσεως.
Άρθρον XXXI
H παρούσα σύμβασις ισχύει επ’ αόριστον, αλλ’ εκατέρα των Συμβαλλομένων Kυβερνήσεων δύναται μέχρι της 30ης Iουνίου οιουδήποτε ημερολογιακούς έτους, ουχί προγενεστέρου του έτους 1965 να καταθέσωσι δια της διπλωματικής οδού έγγραφον ειδοποίησιν λήξεως, εν τοιαύτη δε περιπτώσει η παρούσα σύμβασις παύει ισχύουσα, εν σχέσει προς εισόδημα προκύψαν από της 1ης Iανουαρίου συμπεριλαμβανομένης, του ημερολογιακού έτους του αμέσως επομένου εκείνου καθ’ ο κατετέθη η ειδοποίησις και προκειμένου περί φόρου κεφαλαίου, εν σχέσει προς φόρον βεβαιωθέντα κατά ή μετά το δεύτερον ημερολογιακόν έτος από του έτους καθ’ ο κατετέθη η ειδοποίησις.
Eις πίστωσιν των ανωτέρω οι υποφαινόμενοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο,υπέγραψαν την παρούσαν σύμβασιν θέσαντες τας σφραγίδας αυτών.