ΣτΕ 1896/2016 Η επιβολή φόρου εισοδήματος στην προσαύξηση περιουσίας που πηγάζει από την πώληση μετοχών ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, προϋποθέτει κερδοφόρα πώληση Αριθμός 1896/2016
ΣτΕ 1896/2016 Η επιβολή φόρου εισοδήματος στην προσαύξηση περιουσίας που πηγάζει από την πώληση μετοχών ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, προϋποθέτει κερδοφόρα πώληση Αριθμός 1896/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Μαΐου 2016, με την εξής σύνθεση:
Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Κ, Λαζαράκη, I. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 12 Δεκεμβρίου 2013 αίτηση:
της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "....................................", που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ......... αρ. .), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Ιωάννη Δρυλλεράκη (A.M. 2279) και 2) Χρίστο Πολίτη (A.M. 2740), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 4106/ 2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. Η 4867496/27.11.2013 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών).
2. Με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4106/ 2013 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά του μέρους του ........... φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2010 του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών με το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος της φόρος 250.000 ευρώ και πρόσθετος φόρος 55.000 ευρώ.
3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213/17.12.2010 - έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 70 αυτού, από 1.1.2011) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]».
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο παραγράφων (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ. κ.ά.).
Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 4163/2012 επταμ. κ.ά.). Εξ άλλου, για την εκτίμηση του ειδικού και συγκεκριμένου του προβαλλόμενου ισχυρισμού, όσον αφορά το τιθέμενο με τον οικείο λόγο αναίρεσης νομικό ζήτημα που έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνεται υπόψη και η περιεχόμενη στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης (κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41 του ν. 4055/2012, με το οποίο προστέθηκε εδάφιο στο άρθρο 19 παρ. 2 του π.δ. 18/1989) συνοπτική έκθεση των νομικών ζητημάτων που τίθενται με τους λόγους αναίρεσης (πρβλ. ΣτΕ 452/2016 επταμ.).
4. Επειδή, το άρθρο 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (στο εξής, ΚΦΕ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α' 151), επιγράφεται «Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος από επιχειρήσεις ή επαγγέλματα».
Η παράγραφος 1 περ. α' του άρθρου αυτού ορίζει ότι φορολογείται αυτοτελώς (με συντελεστή 20%), λογιζόμενο ως εισόδημα, κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προκύπτει από τη μεταβίβαση επιχείρησης ή εταιρικών μεριδίων.
Με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 2753/1999 (Α 249) προστέθηκε παράγραφος 2 στο ίδιο άρθρο 13 του ΚΦΕ με την οποία, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 ν. 2778/1999 (Α 295), ορίζονται τα εξής; «Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών ή παραστατικών τίτλων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, που μεταβιβάζονται από ιδιώτες ή από φυσικά η νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά.
Για την καταβολή του φόρου αυτού και την υποβολή της σχετικής δήλωσης έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου [...].»
Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 2753/1999 αναφέρονται τα εξής σε σχέση με την ανωτέρω ρύθμιση: «[...] με τις παραγράφους 3, 5 και 11 [του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου] προτείνεται ο συντελεστής φορολογίας 20% σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών να εφαρμόζεται μόνο όταν η μεταβίβαση γίνεται από πρόσωπα που τηρούν λογιστικά βιβλία του Κ.Β.Σ., γιατί μόνο με την τήρηση των βιβλίων αυτών είναι δυνατόν να υπολογισθεί η προκύπτουσα υπεραξία. [...]
Με την παράγραφο 4 [του άρθρου 3] προτείνεται, όταν η μεταβίβαση γίνεται από πρόσωπα που δεν τηρούν λογιστικά βιβλία, επειδή στις περιπτώσεις αυτές δεν προκύπτει ευχερώς η υπεραξία, να φορολογείται με μειωμένο συντελεστή 5% η πραγματική αξία πώλησης (και όχι η υπεραξία) των μεταβιβαζόμενων μετοχών.
Έτσι, στις περιπτώσεις που φυσικό πρόσωπο μεταβιβάζει μετοχές μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 5% επί του τιμήματος πώλησης που αναγράφεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό ή στο συμβολαιογραφικό έγγραφο που καταρτίζεται για τη μεταβίβαση αυτήν.
Όταν όμως η πραγματική αξία των μεταβιβαζόμενων μετοχών είναι μεγαλύτερη της αξίας που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, λαμβάνεται για τον υπολογισμό του φόρου 5% η πραγματική αξία πώλησης των μετοχών αυτών.» [τελικά η ως άνω προταθείσα διάκριση, με βάση την ιδιότητα του υπόχρεου/πωλητή ως τηρούντος ή όχι λογιστικά βιβλία, δεν υιοθετήθηκε στο άρθρο 3 του ν. 2753/1999],
Περαιτέρω, με το το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3522/2006 (Α' 276) ορίστηκε ότι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ΚΦΕ αντικαθίσταται ως εξής: «Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, οι οποίες μεταβιβάζονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά.
Για τον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας των μετοχών για την επιβολή του φόρου πέντε τοις εκατό (5%) λαμβάνεται υπόψη και η κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών που μεταβιβάζονται, η οποία εξευρίσκεται ως ακολούθως: [...].»
Εξάλλου, με την παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 3522/2006 προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ΚΦΕ το ακόλουθο εδάφιο: «Όταν δικαιούχοι των εισοδημάτων της παραγράφου αυτής είναι πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 101, με την καταβολή του πιο πάνω φόρου δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων, αλλά τα κέρδη από τις συναλλαγές αυτές φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις».
Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3522/2006 αναφέρονται τα ακόλουθα, σχετικά με την τελευταία αυτή διάταξη: «Με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται ότι τα εισοδήματα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κώδικα αυτού (Α.Ε., Ε.Π.Ε. κ.λπ.) από την πώληση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών [...] παύουν να χαρακτηρίζονται ως αυτοτελώς φορολογούμενα με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, συμψηφιζομένου του φόρου 5% που έχει ήδη καταβληθεί.
Η ρύθμιση αυτή γίνεται για λόγους απλοποίησης του φορολογικού συστήματος [...] καθώς και για λόγους ενιαίας φορολογικής μεταχείρισης των κερδών από τις πιο πάνω συναλλαγές με τα λοιπά εισοδήματα που αποκτούν τα προαναφερθέντα νομικά πρόσωπα (υπεραξία από την πώληση μεριδίων, μερίδων, τόκοι καταθέσεων, REPO, κ.λπ.) τα οποία από το έτος 2002 και μετά φορολογούνται και αυτά με τις γενικές διατάξεις.»
Τέλος, στην περίπτ. α' της παρ. 4 του άρθρου 109 του ΚΦΕ, όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 3522/2006, ορίζεται ότι: «Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημα και του συμπληρωματικού φόρου εκπίπτουν: α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 13 παράγραφοι 1 και 2, 55, 111 και 114 του παρόντος, στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο [...]».
5. Επειδή, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 13 παρ. 2 εδαφ. α' του ΚΦΕ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (χρήση του 2009), ερμηνευόμενης υπό το φως, αφενός, των αναφερόμενων στα προεκτεθέντα χωρία των αιτιολογικών εκθέσεων των νόμων 2553/1999 και 3522/2006 και, αφετέρου, των διατάξεων των άρθρων 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος η προσαύξηση της περιουσίας που πηγάζει από την πώληση μετοχών ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ήτοι το κέρδος που προσπορίζεται ο πωλών τις μετοχές από τη μεταβίβαση αυτή, ενόψει της υπεραξίας τους (πρβλ. ΣτΕ 3160/2007).
Συνεπώς, η επιβολή φόρου εισοδήματος, κατά την εν λόγω διάταξη, προϋποθέτει κερδοφόρα πώληση, είναι δε διάφορο το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού και φορολόγησης της σχετικής περιουσιακής προσαύξησης. Τούτων έπεται ότι, αν η πώληση τέτοιων μετοχών είναι ζημιογόνα για τον πωλητή, δεν γεννάται φορολογική οφειλή, βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 2 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, ο δε καταβληθείς φόρος πρέπει είτε να επιστραφεί στον πωλητή είτε να συμψηφιστεί με το φόρο εισοδήματος που αυτός τυχόν οφείλει για την ίδια χρήση.
Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Ε. Νίκα, και της Παρέδρου Κ. Λαζαράκη, σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 4 του ΚΦΕ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ν. 3522/2006, τα πρόσωπα του άρθρου 101 παράγ. 1 του Κώδικα, των οποίων το εισόδημα από την πώληση μετοχών ημεδαπών Α.Ε. μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο φορολογείται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 παραγραφος 2 in fine του ως άνω Κώδικα, «με τις γενικές διατάξεις», εκπίπτουν από τον οφειλόμενο υπ' αυτών κατά την οικεία χρήση φόρο εισοδήματος το ποσό του φόρου (5% επί της "πραγματικής" αξίας των μετοχών) που κατέβαλαν κατά την πώληση.
Τούτο δε ανεξαρτήτως εάν από την συγκεκριμένη πώληση προέκυψε κέρδος ή ζημία, δοθέντος ότι η διάταξη του άρθρου 109 παράγραφος 4 του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε, δεν κάνει σχετική διάκριση αποκλείοντας την έκπτωση του προκαταβληθέντος κατ' άρθρο 13 παράγραφος 2 του ιδίου Κώδικα φόρου επί ζημιογόνου πωλήσεως, όπερ, άλλωστε, θα μετέβαλε και τη φύση του επιβαλλομένου κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 2 του ΚΦΕ φόρου εισοδήματος σε φόρο μεταβιβάσεως, ήτοι σε φόρο επί των συναλλαγών.
6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 28.3.2011 έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος των εφοριακών υπαλλήλων του ΔΕΚ Αθηνών ................ και .................., προκύπτουν τα εξής: Κατά τη διάρκεια τακτικού ελέγχου, που διενεργήθηκε στις 14.12.2010, έπειτα από την ............ εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου του ιδίου ΔΕΚ, στην ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία, που τηρεί βιβλία Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ. με μηχανογραφικό σύστημα, για τη χρήση 2009, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι αυτή, με την υποβολή της 10450/21.5.2010 δήλωσής της φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2010 (χρήση από 1.1.2009 - 31.12.2009), συμψήφισε διάφορους φόρους που είχαν παρακρατηθεί ή προκαταβληθεί, συνολικού ύψους 2.180.662,79 ευρώ. Στο εν λόγω ποσό περιλαμβάνεται και ποσό 250.000 ευρώ, που αφορά φόρο που καταβλήθηκε, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 παρ. 2 του ΚΦΕ, για πώληση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ....... την 11/4.6.2009 δήλωση απόδοσης φόρου μεταβίβασης μετοχών, που κατείχε η ίδια της εταιρίας «.............................................................» και με βάση τη δήλωση αυτή κατέβαλε τον προαναφερόμενο φόρο. Η λογιστική αξία των παραπάνω μετοχών που εμφανίζονται στα βιβλία της ήταν συνολικού ποσού 8.600.059,00 ευρώ, το δε τίμημα της πιο πάνω πώλησης ανήλθε σε 5.000.000,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να προκύψει ζημία ύψους 3.600.059,00 ευρώ, η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό αποθεματικό που προβλέπεται στο άρθρο 38 του ν. 2238/1994. Η φορολογική αρχή, αφού έλαβε υπόψη ότι από την πώληση των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών μετοχών της προαναφερόμενης ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας προέκυψε ζημία, δεν αναγνώρισε προς συμψηφισμό το φόρο, ποσού 250.000 ευρώ, που η προσφεύγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία κατέβαλε για την μεταβίβαση αυτή και με το επίδικο (.................) φύλλο ελέγχου, ενόψει του ότι για το παραπάνω ποσό δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός, της επέβαλε φόρο ύψους 250.000 ευρώ και πρόσθετο φόρο ποσού 55.000 ευρώ.
Στη συνέχεια, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τους λόγους προσφυγής ως αβάσιμους, αφού έκρινε (α) ότι η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του ΚΦΕ εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του εάν η συναλλαγή επέφερε κέρδος ή ζημία, τούτο δε δεν αντίκειται στα άρθρα 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος και (β) ότι «[...] κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 13 παρ. 2 και 109 παρ. 4 περ. α του Κ.Φορ.Εισοδ/τος, (όπως ισχύουν μετά το άρθρο 10 του ν. 3522/2006), όταν προκύψει ζημία από την πώληση μετοχών ημεδαπής Α.Ε. μη εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όπως στην προκείμενη περίπτωση, φορολογείται αυτοτελώς με 5% η πραγματική αξία των μετοχών αυτών, με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του υπόχρεου δηλαδή, εν προκειμένω, της προσφεύγουσας και επομένως, δεν παρέχεται σ' αυτήν δυνατότητα έκπτωσης του φόρου που κατέβαλε για την πιο πάνω πώληση.».
7. Επειδή, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η παραπάνω ερμηνευτική κρίση του Δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, ενόψει της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των νομικών ζητημάτων που τίθενται με το αναιρετήριο.
Τα νομικά αυτά ζητήματα αναφέρονται στην κατ' άρθρ. 19 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 συνοπτική έκθεση, που παρατίθεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης αμέσως μετά τη διατύπωση του παραπάνω ισχυρισμού. Στην εν λόγω έκθεση μνημονεύεται ότι με την αίτηση τίθεται το ζήτημα εάν, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του ΚΦΕ, όταν η πώληση μετοχών είναι ζημιογόνα, ο προκαταβληθείς φόρος 5% εκπίπτει από το συνολικό φόρο εισοδήματος της πωλήτριας εταιρείας. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός προς θεμελίωση του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου είναι αρκούντως ειδικός και συγκεκριμένος, πρέπει δε να απορριφθούν όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει το Δημόσιο. Επιπλέον, ο ανωτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας είναι και βάσιμος. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 3, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτώς. Εξάλλου, είναι και βάσιμος, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν στη σκέψη 5. Επομένως, για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διακρατεί την υπόθεση, που είναι εκκαθαρισμένη κατά το πραγματικό της, δικάζει την προσφυγή, τη δέχεται για τον ίδιο λόγο και ακυρώνει το .......... φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2010, του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτό επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας φόρος εισοδήματος 250.000 ευρώ, λόγω πώλησης μετοχών της εταιρείας «..........................................» (συνεπεία της μη αναγνώρισης προς συμψηφισμό με τον οφειλόμενο από την προσφεύγουσα φόρο εισοδήματος για τη χρήση του 2009 του ποσού των 250.000 ευρώ που αυτή είχε καταβάλει για την ως άνω πώληση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 13 παρ. 2 του ΚΦΕ), καθώς και συναφής πρόσθετος φόρος 55.000 ευρώ.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 4106/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου που καταβλήθηκε για την αίτηση αναίρεσης.
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Κρατεί την υπόθεση, δικάζει την προσφυγή και δέχεται αυτήν. Ακυρώνει το ......... φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2010 του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτό επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας φόρος εισοδήματος 250.000 ευρώ, καθώς και πρόσθετος φόρος 55.000 ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου που καταβλήθηκε για την προσφυγή.
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου δίκης μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου και στις 21 Ιουνίου 2016
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Η Γραμματέας
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου 2016.
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος