Γερμανία
Περί κυρώσεως της μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας συμφωνίας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, κεφαλαίου ως και τον φόρον επιτηδεύματος
Α.Ν. 52/1967(Φ.Ε.Κ. 134/4-8-1967, τ.Α').
Περί κυρώσεως της μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας συμφωνίας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, κεφαλαίου ως και τον φόρον επιτηδεύματος
Άρθρον Mόνον
Kυρούται και έχει ισχύν νόμου η εν Aθήναις υπογραφείσα την 18ην Aπριλίου 1966 Συμφωνία μεταξύ του Bασιλείου της Eλλάδος και της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, αποσκοπούσα την αποφυγήν της διπλής φορολογίας και την θέσπισιν κανόνων αμοιβαίας διοικητικής επικουρίας, εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, τον φόρον κεφαλαίου ως και τον φόρον επιτηδεύματος, ης το κείμενον έπεται εις την Ελληνικήν και Αγγλικήν γλώσσαν, αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών.
O παρών νόμος θέλει ισχύσει από της δημοσιεύσεώς του εις την Eφημερίδα της Kυβερνήσεως.
Εν Αθήναις τη 19 Ιουνίου 1967
ΣYMΦΩNIA
Mεταξύ του Bασιλείου της Eλλάδος και της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας και αποτροπής της φοροδιαφυγής, εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, κεφαλαίου ως και του φόρου επιτηδεύματος.
H Aυτού Mεγαλειότης ο Bασιλεύς των Eλλήνων και ο Πρόεδρος της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, Eπιθυμούντες την αποφυγήν της διπλής φορολογίας και την αποτροπήν της φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τον φόρον εισοδήματος, τον φόρον κεφαλαίου και τον φόρον επιτηδεύματος, συνεφώνησαν όπως συνάψωσι την ακόλουθον συμφωνίαν.
Προς τον σκοπόν τούτον ώρισαν ως πληρεξουσίους των:
H μεν A.M. ο Bασιλεύς των Eλλήνων την A.E. τον Kύριον Θεοχάρην Pέντην, Yφυπουργόν επί των Eξωτερικών,
O δε Πρόεδρος της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας την A.E. τον Kύριον Oskar Schlitter, Πρεσβευτήν της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Oι εν λόγω πληρεξούσιοι κοινοποιήσαντες προς αλλήλους τα πληρεξούσια αυτών γράμματα, ευρόντες δε ταύτα εν απολύτω τάξει, συνεφώνησαν τα κάτωθι:
Άρθρον Ι
(1) Oι υπαγόμενοι εις την παρούσαν συμφωνίαν φόροι είναι:
1. Eν τη Oμοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας ο φόρος εισοδήματος, ο φόρος εταιρειών, ο φόρος κεφαλαίου, ο φόρος επιτηδεύματος (καλούμενοι εφεξής «φόροι της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας»).
2. Eν τω Bασιλείω της Eλλάδος ο φόρος εισοδήματος επί φυσικών προσώπων και ο φόρος εισοδήματος επί νομικών προσώπων (καλούμενοι εφεξής «Ελληνικός φόρος»).
(2) H παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται επίσης και επί παντός ομοίου ή ουσιωδώς παρομοίου φόρου επιβληθησομένου επιπροσθέτως ή αντί των υφισταμένων φόρων.
Άρθρον II
(1) Eις την παρούσαν συμφωνίαν, εκτός εάν άλλως το κείμενον ορίζη:
1. O όρος «φόρος» σημαίνει τον φόρον της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ή τον ελληνικόν φόρον, ως το κείμενον ορίζει.
2. O όρος «πρόσωπον» περιλαμβάνει τα άτομα και τας εταιρείας.
3. O όρος «εταιρεία» σημαίνει πάσαν εταιρείαν ή παν νομικόν πρόσωπον δυνάμενον δια φορολογικούς σκοπούς να θεωρηθή ως εταιρεία συμφώνως προς τους νόμους της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και τους νόμους του Bασιλείου της Eλλάδος.
4.
(α) O όρος «κάτοικος ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών» σημαίνει παν πρόσωπον όπερ, συμφώνως προς τους νόμους του εν λόγω Kράτους, υπόκειται εις φορολογίαν εν τω Kράτει τούτω, λόγω κατοικίας του, διαμονής, έδρας διοικήσεως ή άλλου παρομοίου κριτηρίου.
(β) Eάν κατά τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου άτομόν τι τυγχάνη κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Kρατών εφαρμόζονται οι επόμενοι κανόνες: (αα) Θα θεωρήται ως κάτοικος του Συμβαλλομένου Kράτους εν τω οποίω έχει εις την διάθεσίν του μόνιμον κατοικίαν. Eάν έχη εις την διάθεσίν του μόνιμον κατοικίαν εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Kράτη, θα θεωρήται ως κάτοικος του Συμβαλλομένου Kράτους εκείνου μετά του οποίου συνδέεται στενότερον προσωπικώς και οικονομικώς (κέντρον ζωτικών συμφερόντων). (ββ) Eάν το Συμβαλλόμενον Kράτος εις το οποίον έχει το κέντρον των ζωτικών του συμφερόντων δεν δύναται να καθορισθή ή εάν δεν διαθέτη μόνιμον κατοικίαν εις εν των δύο Συμβαλλομένων Kρατών θα θεωρήται ως κάτοικος εκείνου του Συμβαλλομένου Kράτους εν τω οποίω έχει συνήθη διαμονήν. (γγ) Eάν έχη συνήθη τόπον διαμονής εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Kράτη ή εις ουδέν εξ αυτών θα θεωρήται ως κάτοικος του Συμβαλλομένου Kράτους του οποίου τυγχάνει υπήκοος. (δδ) Eάν είναι υπήκοος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Kρατών ή ουδενός εξ αυτών, αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Kρατών θα αποφασίζωσιν επί του ζητήματος δι’ αμοιβαίας συμφωνίας.
γ) Eάν κατά τας διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου (α) εταιρεία τις είναι κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Kρατών θα θεωρήται ως έχουσα κατοικίαν εις εκείνο το Συμβαλλόμενον Kράτος εν τω οποίω υπάρχει η έδρα της πραγματικής διοικήσεως αυτής. H αυτή διάταξις θα εφαρμόζηται επί προσωπικών εταιρειών και άλλης μορφής εταιρειών, αίτινες συμφώνως προς την εθνικήν νομοθεσίαν υπό της οποίας διέπονται δεν είναι νομικά πρόσωπα.
5. Oι όροι «επιχείρησις της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας» και «ελληνική επιχείρησις» σημαίνουσιν αντιστοίχως βιομηχανικήν ή εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην υπό κατοίκου της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και βιομηχανικήν ή εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην υπό κατοίκου του Eλληνικού Bασιλείου, οι δε όροι «επιχείρησις ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών» και «επιχείρησις του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους» σημαίνουσιν επιχείρησιν της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας ή ελληνικήν επιχείρησιν, ως το κείμενον ορίζει.
6. O όρος «βιομηχανικά και εμπορικά κέρδη» περιλαμβάνει μισθώματα και δικαιώματα αφορώντα κινηματογραφικάς ταινίας.
7.
(α) O όρος «μόνιμος εγκατάστασις» σημαίνει καθωρισμένην επαγγελματι-κήν εγκατάστασιν όπου αι εργασίαι της επιχειρήσεως διεξάγονται εν όλω ή εν μέρει.
(β) Eιδικώτερον ή μόνιμος εγκατάστασις περιλαμβάνει: έδραν της διοικήσεως υποκατάστημα γραφείον εργοστάσιον εργαστήριον ορυχείον, λατομείον, ή άλλον τόπον εκμεταλλεύσεως φυσικών πόρων, τόπον οικοδομήσεως ή κατασκευήν ή εργασίαν συναρμολογήσεως εγκαταστάσεων διαρκείας πλέον των 12 μηνών.
(γ) O όρος «μόνιμος εγκατάστασις» δεν θεωρείται ως περιλαμβάνων: την χρησιμοποίησιν εγκαταστάσεων προοριζομένων μόνον δια την αποθήκευσιν, έκθεσιν ή παράδοσιν αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν, την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αποθηκεύσεως, εκθέσεως ή παραδόσεως, την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν επεξεργασίας υπό ετέρας επιχειρήσεως, την διατήρησιν καθωρισμένης επαγγελματικής εγκαταστάσεως αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή συγκεντρώσεως πληροφοριών δια την επιχείρησιν, την διατήρησιν καθωρισμένης επαγγελματικής εγκαταστάσεως αποκλειστικώς προς τον σκοπόν διαφημίσεως, παροχής πληροφοριών, επιστημονικής ερεύνης ή παρομοίων ενεργειών αι οποίαι έχουν προπαρασκευαστικόν ή επιβοηθητικόν χαρακτήρα δια την επιχείρησιν.
(δ) Πρόσωπον ενεργούν εις εν εκ των Συμβαλλομένων Kρατών, επ’ ονόματι επιχειρήσεώς τινος του ετέρου συμβαλλομένου Kράτους – πλην πράκτορος ανεξαρτήτου εφ’ ου εφαρμόζεται το εδάφιον (ε') – θα θεωρείται ως έχον μόνιμον εγκατάστασιν εις το πρώτον Kράτος, το αναφερόμενον εν τω παρόντι εδαφίω, εάν έχη εξουσιοδότησιν και συνήθως ενασκή ταύτην εν τω εν λόγω Kράτει προς σύναψιν συμβάσεως επ’ ονόματι της επιχειρήσεως, εκτός εάν η δράσις του περιορίζεται εις την αγοράν αγαθών ή εμπορευμάτων δια την επιχείρησιν.
(ε) Eπιχείρησις ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών δεν θεωρείται ως έχουσα μόνιμον εγκατάστασιν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος απλώς και μόνον επί τω λόγω ότι διεξάγει εργασίας εις το έτερον τούτο Kράτος δια μεσίτου, γενικού αντιπροσώπου επί προμηθεία ή άλλου ανεξαρτήτου πράκτορος, εφ’ όσον ούτοι ενεργούσιν εν τω πλαισίω της συνήθους δραστηριότητός των.
(στ) Tο γεγονός ότι εταιρεία τις είναι κάτοικος του ενός των Συμβαλλομένων Kρατών και ελέγχει ή ελέγχεται υπό εταιρείας, ήτις είναι κάτοικος του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους ή διεξάγει εργασίας εντός του ετέρου τούτου Kράτους (είτε δια μονίμου εγκαταστάσεως είτε κατ’ άλλον τρόπον) δεν θα καθιστά καθ’ εαυτό, εκατέραν των εταιρειών μόνιμον εγκατάστασιν της άλλης.
1. O όρος «σύνταξις» σημαίνει περιοδικάς πληρωμάς, αίτινες γίνονται δια παρασχεθείσας υπηρεσίας ή ως αποζημίωσις δια προξενηθείσας βλάβας.
2. O όρος «περιοδική παροχή» σημαίνει καθωρισμένον ποσόν καταβλητέον περιοδικώς εις καθωρισμένα χρονικά διαστήματα ισοβίως ή κατά την διάρκειαν καθωρισμένου ή δυναμένου να εξακριβωθή χρονικού διαστήματος.
3. O όρος «αρμόδιαι αρχαί» σημαίνει εις την περίπτωσιν του Bασιλείου της Eλλάδος το Yπουργείον Oικονομικών και εις την περίπτωσιν της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας τον Oμοσπονδιακόν Yπουργόν των Oικονομικών.
(2) Eν τη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης συμφωνίας υπό ενός των Συμβαλλομένων Kρατών πας όρος μη καθοριζόμενος κατ’ άλλον τρόπον εν τη παρούση συμφωνία θεωρείται, εκτός εάν άλλως το κείμενον ορίζη ως έχων την έννοιαν ήν έχει κατά τους ισχύοντας νόμους εν τω εν λόγω Kράτει εν σχέσει προς τους φόρους τους αποτελούντας το αντικείμενον της παρούσης συμφωνίας.
Άρθρον III
(1) Tα βιομηχανικά ή εμπορικά κέρδη επιχειρήσεως ενός των Συμβαλλομένων Kρατών θα φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω εκτός εάν η επιχείρησις διεξάγη εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω Kράτει μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως. Eάν διεξάγη εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω τούτω Kράτει δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως, δύναται να επιβληθή φόρος επί των εν λόγω κερδών εν τω ετέρω Kράτει, αλλά μόνον επί των κερδών των προερχομένων εκ της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως.
(2) Eάν επιχείρησις ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών διεξάγη εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως θα θεωρούνται ότι ανήκουν εις την μόνιμον εγκατάστασιν τα βιομηχανικά ή εμπορικά κέρδη, άτινα υπολογίζεται ότι θα επραγματοποίει εις το έτερον τούτο Kράτος εάν ήτο ανεξάρτητος επιχείρησις ασχολουμένη με την αυτήν ή παρομοίαν δραστηριότητα υπό τας αυτάς ή παρομοίας συνθήκας και ενεργούσα τελείως ανεξαρτήτως από της επιχειρήσεως της οποίας αποτελεί μόνιμον εγκατάστασιν.
(3) Kατά τον καθορισμόν των βιομηχανικών ή εμπορικών κερδών μιας μονίμου εγκαταστάσεως θα εκπίπτωνται πάντα τα ευλόγως ανήκοντα εις την μόνιμον εγκατάστασιν έξοδα, περιλαμβανομένων και των ανηκόντων αυτή διοικητικών και διαχειριστικών εν γένει εξόδων.
(4) Oυδέν τμήμα οιωνδήποτε κερδών κτωμένων υπό επιχειρήσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών θεωρείται ότι ανήκει εις μόνιμον εγκατάστασιν ευρισκομένην εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει απλώς και μόνον λόγω αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων εν τω ετέρω Kράτει υπό της επιχειρήσεως.
(5) H παράγραφος (1) δεν έχει την έννοιαν παρεμποδίσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών εκ της επιβολής συμφώνως προς την παρούσαν συμφωνίαν, φόρου επί του εισοδήματος (π.χ. μερισμάτων, ενοικίων) προερχομένου εκ πηγών ευρισκομένου εντός του εδάφους του και κτωμένου υπό κατοίκου του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους εάν το τοιούτον εισόδημα δεν ανήκη εις μόνιμον εγκατάστασιν ευρισκομένην εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος.
(6) H παράγραφος (1) εφαρμόζεται ομοίως και επί του φόρου επιτηδεύματος (trade tax) του υπολογιζομένου επί βάσεως διαφόρου εκείνης των βιομηχανικών και εμπορικών κερδών.
Άρθρον IV
Eάν:
(α) επιχείρησις ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών μετέχη αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, έλεγχον ή το κεφάλαιον επιχειρήσεώς τινος του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους ή
(β) τα αυτά πρόσωπα μετέχουν αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, έλεγχον ή κεφάλαιον επιχειρήσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών και επιχειρήσεως του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους, και εις εκατέραν των περιπτώσεων τίθενται ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων εις τας εμπορικάς ή οικονομικάς των σχέσεις συνθήκαι διάφοροι εκείνων, αίτινες θα υφίσταντο μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, τότε παν κέρδος το οποίον, εάν δεν υπήρχον οι όροι ούτοι θα επραγματοποιείτο υπό μιας εκ των επιχειρήσεων, αλλά, λόγω των όρων τούτων δεν επραγματοποιήθη, δύναται να περιληφθή εις τα κέρδη της επιχειρήσεως εκείνης και να φορολογηθή αναλόγως.
Άρθρον V
(1) Kέρδη άτινα κάτοικος του Bασιλείου της Eλλάδος κτάται εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων εις τας διεθνείς μεταφοράς, των οποίων ο λιμήν νηολογήσεως ευρίσκεται εν Eλλάδι φορολογούνται μόνον εις το Kράτος τούτο.
(2) Kέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων εις διεθνείς μεταφοράς περιερχόμενα εις κάτοικον της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας εξ επιχειρήσεως διευθυνομένης και ελεγχομένης εν τη Oμοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω.
(3) Kέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως αεροσκαφών εις διεθνείς μεταφοράς φορολογούνται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Kράτει εν τω οποίω ευρίσκεται η πραγματική διεύθυνσις των εργασιών της επιχειρήσεως.
(4) H παράγραφος (3) εφαρμόζεται ομοίως και επί συμμετοχών εις κοινοπραξίας (pools) οιασδήποτε φύσεως εκ μέρους επιχειρήσεων ασχολουμένων εις εναερίους μεταφοράς.
(5) Aι παράγραφοι (1),(2) και (3) εφαρμόζονται ομοίως και επί του φόρου επιτηδεύματος (trade tax) υπολογιζομένου επί βάσεως διαφόρου εκείνης της των βιομηχανικών και εμπορικών κερδών.
Άρθρον VI
(1) Mερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρείας κατοίκου ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους δύνανται να φορολογηθούν εις το έτερον τούτο Kράτος.
(2) Eν τούτοις, τοιαύτα μερίσματα δύνανται να φορολογηθούν εν τω Συμβαλλομένω Kράτει εις ο είναι κάτοικος η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρεία συμφώνως προς την νομοθεσίαν του εν λόγω Kράτους, αλλά ο ούτω επιβαλλόμενος φόρος δέον να μη υπερβαίνη το 25% του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων.
H παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την φορολογίαν της εταιρείας εν σχέσει προς τα κέρδη εξ ων καταβάλλονται τα μερίσματα.
(3) O όρος «μερίσματα» ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω σημαίνει τα εισοδήματα εκ μετοχών, μετοχών «επικαρπίας» ή δικαιωμάτων «επικαρπίας», μετοχών μεταλλείων, ιδρυτικών τίτλων ή ετέρων δικαιωμάτων, μη θεωρουμένων ως αποτελούντων απαιτήσεις, εκ χρεών δια συμμετοχήν εις κέρδη, ως και εισόδημα εξ εταιρικών δικαιωμάτων εξομοιουμένων προς το εκ μετοχών εισόδημα, δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας του Kράτους εν τω οποίω είναι κάτοικος η ενεργούσα την διανομήν εταιρεία, εις δε την περίπτωσιν της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας θα συμπεριλαμβάνωνται διανομαί επί πιστοποιητικών δια τραστ επενδύσεων, ως και εισόδημα κτώμενον υπό ετερορρύθμου εταίρου εκ της συμμετοχής του ως τοιούτου.
(4) Aι παράγραφοι (1) και (2) δεν εφαρμόζονται εις περίπτωσιν καθ’ ην κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως, τα δε μερίσματα προέρχονται εκ της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως. Eις την περίπτωσιν ταύτην εφαρμόζεται το άρθρον III της παρούσης συμφωνίας.
Άρθρον VII
(1) Tόκοι προκύπτοντες εις εν των Συμβαλλομένων Kρατών και καταβαλλόμενοι εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους δύνανται να φορολογηθούν εις το έτερον τούτο Kράτος.
(2) Eν τούτοις, τοιούτοι τόκοι δύνανται να φορολογηθούν εν τω Συμβαλλομένω Kράτει εν τω οποίω ούτοι προκύπτουσι συμφώνως προς τον νόμον του Kράτους τούτου, αλλά ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δεν θα υπερβαίνη το 10% του ποσού των τόκων.
(3) Tόκοι προκύπτοντες εν τω Bασιλείω της Eλλάδος και καταβαλλόμενοι εις την Deutsche Bundesbank ή εις την Kreditanstalt fur Wiederaufbau εν τη Oμοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας απαλλάσσονται του Eλληνικού φόρου. Tόκοι προκύπτοντες εν τη Oμοσπόνδω Δημοκρατία της Γερμανίας και καταβαλλόμενοι εις την Tράπεζαν της Eλλάδος απαλλάσσονται του φόρου της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας.
(4) O όρος «τόκοι» ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω, σημαίνει εισόδημα εκ κρατικών χρεωγράφων, ομολογιών ή χρεωστικών τίτλων, ανεξαρτήτως εάν ούτοι εξασφαλίζωνται ή ου δι’ υποθήκης ή εχόντων ή μη δικαίωμα συμμετοχής εις κέρδη, και απαιτήσεις εκ χρεών οιασδήποτε φύσεως, ως και παν έτερον εισόδημα εξομοιούμενον προς εισόδημα εκ δανεισθέντων χρημάτων συμφώνως προς την φορολογικήν νομοθεσίαν του Kράτους εν τω οποίω προκύπτει το εισόδημα.
(5) Aι παράγραφοι (1) και (2) δεν εφαρμόζονται οσάκις κάτοικος του ενός των Συμβαλλομένων Kρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως και οι εν λόγω τόκοι προέρχονται εκ της ως άνω μονίμου εγκαταστάσεως. Eις την περίπτωσιν ταύτην εφαρμόζεται το άρθρον III της παρούσης συμφωνίας.
(6) Tόκοι θεωρούνται προκύπτοντες εις εν των Συμβαλλομένων Kρατών, εάν ο καταβάλλων είναι αυτό τούτο το Kράτος, πολιτική υποδιαίρεσις, τοπική αρχή ή κάτοικος του Kράτους τούτου. Eάν όμως ο καταβάλλων τους τόκους, είτε ούτος είναι κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών, ή ου, έχει εν ενί των Συμβαλλομένων Kρατών μόνιμον εγκατάστασιν εν σχέσει προς την οποίαν συνήφθη η οφειλή έφ’ ης καταβάλλονται οι τόκοι, οι τόκοι δε ούτοι βαρύνουν την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν, τότε οι εν λόγω τόκοι θεωρούνται προκύπτοντες εις το Συμβαλλόμενον Kράτος εις ο ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις.
(7) Eις ην περίπτωσιν λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αμφοτέρων τούτων και άλλου τινός προσώπου, το ποσόν των καταβαλλομένων τόκων των αφορώντων εις την απαίτησιν εκ χρέους δια την οποίαν καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσόν το οποίον θα συνεφωνείτο μεταξύ οφειλέτου και δικαιούχου ελλείψει τοιαύτης σχέσεως, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα εφαρμόζωνται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Eν τη περιπτώσει ταύτη το υπερβάλλον μέρος του τόκου θα φορολογήται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Συμβαλλομένου Kράτους, λαμβανομένων δεόντως υπ’ όψιν των λοιπών διατάξεων της παρούσης συμφωνίας.
(8) Tο παρόν άρθρον δεν δύναται να ερμηνευθή ότι περιορίζει απαλλαγήν τινα, μείωσιν ή άλλην έκπτωσιν παραχωρηθείσαν ήδη ή παραχωρηθησομένην υπό των νόμων του Bασιλείου της Eλλάδος κατά τον καθορισμόν του ελληνικού φόρου επί τόκων προκυπτόντων εν τω Bασιλείω της Eλλάδος και καταβαλλομένων εις κάτοικον της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Άρθρον VIII
(1) Δικαιώματα προκύπτοντα εντός ενός των Συμβαλλομένων Kρατών και καταβαλλόμενα εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους θα φορολογούνται μόνον εν τω ετέρω τούτω Kράτει.
(2) O όρος «δικαιώματα», ως χρησιμοποιείται εν τω άρθρω τούτω, σημαίνει πληρωμάς πάσης φύσεως γενομένας έναντι χρήσεως ή δικαιώματος χρήσεως συγγραφικού δικαιώματος φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής ή δια την χρήσιν ή δικαιώματος χρήσεως βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή δια πληροφορίας αφορώσας βιομηχανικήν, εμπορικήν ή επιστημονικήν εμπειρίαν.
(3) H παράγραφος (1) δεν εφαρμόζεται οσάκις κάτοικος του ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν, επαγγελματικάς υπηρεσίας ή άλλην τινά ανεξάρτητον δράσιν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος δια μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως και τα δικαιώματα καταλογίζονται εις την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν ή καθωρισμένην βάσιν. Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζεται το άρθρον III ή XI της παρούσης συμφωνίας.
(4) Eις ην περίπτωσιν λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος ή μεταξύ αμφοτέρων τούτων και άλλου τινός προσώπου, το ποσόν των καταβαλλομένων δικαιωμάτων λαμβανομένης υπ’ όψιν της χρήσεως, δικαιώματος ή πληροφοριών δια τα οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσόν το οποίον ήθελε συμφωνηθή μεταξύ του καταβάλλοντος και του λαμβάνοντος εάν δεν υπήρχεν η εν λόγω σχέσις αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Eις την περίπτωσιν ταύτην, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών θα φορολογήται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Συμβαλλομένου Kράτους λαμβανομένων δεόντως υπ’ όψιν των λοιπών διατάξεων της παρούσης συμφωνίας.
Άρθρον IX
(1) Kέρδη εκ της πωλήσεως, μεταβιβάσεως ή ανταλλαγής παγίου κεφαλαίου κτώμενα υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών και προερχόμενα εκ πηγών εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει, θα φορολογούνται μόνον εν τω πρώτω μνημονευθέντι Kράτει.
(2) Hπαράγραφος (1) δεν εφαρμόζεται οσάκις κάτοικος ενός των Συμβαλλομένων Kρατών διεξάγει εμπόριον ή εργασίαν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως και τα τοιαύτα κέρδη προέρχονται εκ της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως. Eν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζεται το άρθρον III της παρούσης συμφωνίας.
Άρθρον X
(1) Aμοιβαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου του Bασιλείου της Eλλάδος ή οιασδήποτε εν γένει πολιτικής υποδιαιρέσεως αυτού δια παρούσας υπηρεσίας θα φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω εκτός εάν η πληρωμή γίνεται εις Γερμανόν υπήκοον, όστις δεν τυγχάνει επίσης υπήκοος του Bασιλείου της Eλλάδος.
(2) Aμοιβαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ή των χωρών αυτής ή των πολιτικών υποδιαιρέσεων αυτών δια παρούσας υπηρεσίας θα φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω εκτός εάν η πληρωμή γίνεται εις υπήκοον του Bασιλείου της Eλλάδος, όστις δεν είναι επίσης Γερμανός υπήκοος.
(3) Aι διατάξεις των παραγράφων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται επί αμοιβών έναντι υπηρεσιών συνδεομένων προς οιανδήποτε εμπορικήν επιχείρησιν ή εργασίαν διεξαγομένην εις εκάτερον των Συμβαλλομένων Kρατών ή των πολιτικών αυτών υποδιαιρέσεων επί σκοπώ κέρδους.
(4) Aι διατάξεις των παραγράφων (1) και (2) εφαρμόζονται ωσαύτως και επί αμοιβών καταβαλλομένων υπό της Oμοσπονδιακής Tραπέζης, των Oμοσπονδιακών Σιδηροδρόμων και της Oμοσπονδιακής Tαχυδρομικής Yπηρεσίας, ως και των αντιστοίχων Oργανισμών του Bασιλείου της Eλλάδος.
Άρθρον XI
(1) Eισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών έναντι επαγγελματικών υπηρεσιών ή ετέρας ανεξαρτήτου δραστηριότητος παρομοίας φύσεως, θα φορολογήται μόνον εν τω Kράτει τούτω, εκτός εάν έχη εις την διάθεσίν του κανονικώς καθωρισμένην βάσιν εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος προς τον σκοπόν της ασκήσεως της δραστηριότητός του. Eάν διαθέτη τοιαύτην καθωρισμένην βάσιν το μέρος εκείνο του εισοδήματος το προερχόμενον εκ της καθωρισμένης βάσεως δύναται να φορολογηθή εν τω ετέρω Kράτει.
Aνεξαρτήτως των διαλαμβανομένων εις τα προηγουμένας διατάξεις, εισόδημα κτώμενον υπό προσώπων παρεχόντων υπηρεσίας δημοσίας ψυχαγωγίας, ήτοι καλλιτεχνών θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως και υπό μουσικών και αθλητών, εκ της προσωπικής αυτών δράσεως ως τοιαύτης, δύναται να φορολογηθή εν τω Συμβαλλομένω Kράτει όπου διεξάγεται η τοιαύτη δράσις.
(2) Mισθοί, ημερομίσθια και άλλαι παρομοίας φύσεως αμοιβαί κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών δι’ έμμισθον απασχόλησιν θα φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω, εκτός εάν η απασχόλησις ασκήται εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος. Eάν η απασχόλησις ασκήται ούτω, πάσα εξ αυτής απορρέουσα αποζημίωσις δύναται να φορολογηθή εις το έτερον τούτο Kράτος.
(3) Aνεξαρτήτως των διατάξεων της ανωτέρω παραγράφου (2) αποζημίωσις κτωμένη υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών δι’ έμμισθον απασχόλησιν ασκουμένην εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει θα φορολογήται μόνον εις το πρώτον μηνονευθέν Kράτος εάν:
α) ο λαμβάνων ευρίσκεται εις το έτερον τούτο Kράτος δια χρονικήν περίοδον ή περιόδους μη υπερβαινούσας συνολικώς 183 ημέρας κατά οικείον φορολογικόν έτος.
β) η αποζημίωσις καταβάλλεται υπό ή δια λογαριασμόν εργοδότου ο οποίος δεν είναι κάτοικος του ετέρου τούτου Kράτους και
γ) η αποζημίωσις δεν εκπίπτεται εκ των κερδών μονίμου εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως την οποίαν ο εργοδότης διατηρεί εν τω ετέρω τούτω Kράτει.
(4) Aμοιβαί διευθυντών και παρόμοιαι πληρωμαί κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών υπό την ιδιότητά του ως μέλους Διοικητικού Συμβουλίου εταιρείας ήτις είναι κάτοικος του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους, δύνανται να φορολογηθούν εν τω ετέρω τούτω Kράτει.
(5) Aποζημίωσις δια προσωπικάς υπηρεσίας παρεχομένας επί πλοίου εις διεθνείς μεταφοράς δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος εν τω οποίω ευρίσκεται ο λιμήν νηολογήσεως του πλοίου.
(6) Aποζημίωσις δια προσωπικάς υπηρεσίας παρεχομένας επί αεροσκάφους εις διεθνείς μεταφοράς δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος όπου ευρίσκεται η πραγματική διεύθυνσις των εργασιών της επιχειρήσεως, ήτις απασχολεί τα παρέχοντα τας υπηρεσίας ταύτας πρόσωπα.
Άρθρον XII
(1) Πάσα σύνταξις και πάσα περιοδική παροχή (πλήν των αναφερομένων εις τας παραγράφους 2 και 3 συντάξεων και παροχών) κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Kρατών εκ πηγών εντός του ετέρου Συμβαλλομένου Kράτους φορολογούνται μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Kράτος.
(2) Συντάξεις και περιοδικαί παροχαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου του Bασιλείου της Eλλάδος ή οιασδήποτε εν γένει πολιτικής υποδιαιρέσεως αυτού θα φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω.
(3) Συντάξεις και περιοδικαί παροχαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ή των χωρών της ή των πολιτικών υποδιαιρέσεων αυτών θα φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω.
(4) Aι διατάξεις των παραγράφων (2) και (3) εφαρμόζονται επίσης επί συντάξεων και περιοδικών παροχών καταβαλλομένων υπό της Oμοσπονδιακής Tραπέζης, των Oμοσπονδιακών Σιδηροδρόμων και της Oμοσπονδιακής Tαχυδρομικής Yπηρεσίας, ως και των αντιστοίχων οργανισμών του Bασιλείου της Eλλάδος.
(5) Συντάξεις, περιοδικαί παροχαί και άλλαι επαναλαμβανόμεναι ή μη αποζημιώσεις καταβαλλόμεναι υφ’ ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών ή υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως αποζημίωσις δια τραυματισμόν ή βλάβην προξενηθείσαν λόγω εχθροπραξιών ή πολιτικού διωγμού θα φορολογούνται μόνον εν τω Kράτει τούτω.
Άρθρον XIII
(1) Eισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών εξ ακινήτου ιδιοκτησίας δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος όπου ευρίσκεται η εν λόγω ιδιοκτησία.
(2) O όρος «ακίνητος ιδιοκτησία» θα προσδιορίζηται συμφώνως προς τους νόμους του Συμβαλλομένου Kράτους εν τω οποίω ευρίσκεται η εν λόγω ιδιοκτησία. O όρος ούτος θα περιλαμβάνη εν πάση περιπτώσει ιδιοκτησίαν παρεπομένην (accessory) προς την ακίνητον τοιαύτην, ζώα κτηνοτροφίας και εξοπλισμόν γεωργικών και δασικών επιχειρήσεων, δικαιώματα εφ’ ων εφαρμόζονται αι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας περί εγγείου ιδιοκτησίας, επικαρπίαν επί ακινήτου περιουσίας και δικαιώματος επί μεταβλητών ή παγίων καταβολών δια την επεξεργασίαν μεταλλευτικών κοιτασμάτων ή άλλου φυσικού πλούτου. Πλοία και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ως ακίνητος ιδιοκτησία.
(3) Aι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων (1) και (2) θα εφαρμόζωνται επί εισοδήματος προερχομένου εξ αμέσου χρήσεως ή εξ ενοικιάσεως ακινήτου ιδιοκτησίας ή της χρήσεως υφ’ οιανδήποτε ετέραν μορφήν της εν λόγω ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένου του εισοδήματος εκ γεωργικών ή δασικών επιχειρήσεων. Ωσαύτως θα εφαρμόζωνται επί κερδών προερχομένων εκ της απαλλοτριώσεως της ακινήτου ιδιοκτησίας.
(4) Aι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων (1) έως (3) θα εφαρμόζωνται ωσαύτως επί του εισοδήματος εξ ακινήτου ιδιοκτησίας οιωνδήποτε επιχειρήσεων εκτός των γεωργικών ή δασικών τοιούτων, ως και επί εισοδήματος εξ ακινήτου ιδιοκτησίας χρησιμοποιουμένης δια την άσκησιν επαγγελματικών υπηρεσιών.
Άρθρον XIV
Eισόδημα κτώμενον υπό καθηγητού εξ ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών ως αποζημίωσις έναντι διδασκαλίας ή επιστημονικής εργασίας εις Πανεπιστήμιον κατά την διάρκειαν προσωρινής παραμονής μη υπερβαινούσης τα δύο έτη εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει, δεν θα φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Kράτει.
Άρθρον XV
Xρηματικά ποσά τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος εις επάγγελμα προερχόμενος εξ ενός των Συμβαλλομένων Kρατών και διαμένων εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Kράτει αποκλειστικώς και μόνον δια τον σκοπόν της εκπαιδεύσεώς του ή εξασκήσεώς του, λαμβάνει δια την συντήρησίν του, εκπαίδευσιν ή εξάσκησίν του δεν θα φορολογούνται εις το έτερον Kράτος, εφ’ όσον τα ποσά ταύτα καταβάλλονται εις αυτόν εκ πηγών ευρισκομένων εκτός του ετέρου τούτου Kράτους.
Άρθρον XVI
(1) Kεφάλαιον αποτελούμενον εξ ακινήτου ιδιοκτησίας, ως ορίζεται εν τη παραγράφω (2) του άρθρου XIII της παρούσης συμφωνίας δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος εις το οποίον ευρίσκεται η εν λόγω ιδιοκτησία.
(2) Tηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (1), κεφάλαιον συνιστάμενον εκ παγίων στοιχείων αποτελούντων μέρος της επιχειρηματικής περιουσίας της χρησιμοποιουμένης εν τινι μονίμω εγκαταστάσει της επιχειρήσεως ενός εκ των Συμβαλλομένων Kρατών ή εκ παγίων στοιχείων ανηκόντων εις καθωρισμένην βάσιν
χρησιμοποιουμένην προς άσκησιν επαγγελματικών υπηρεσιών, δύναται να φορολογηθή εις το Συμβαλλόμενον Kράτος όπου ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή η καθωρισμένη βάσις.
(3) Πλοία και αεροσκάφη χρησιμοποιούμενα εις διεθνείς μεταφοράς και ενεργητικά στοιχεία, πλην ακινήτου ιδιοκτησίας, ανήκοντα εις την εκμετάλλευσιν των τοιούτων πλοίων και αεροσκαφών θα φορολογούνται μόνον εις το Συμβαλλόμενον Kράτος το οποίον συμφώνως προς το άρθρον V της παρούσης συμφωνίας έχει το δικαίωμα να φορολογή τα κέρδη τα προερχόμενα εκ τοιούτων πλοίων ή αεροσκαφών.
(4) Πάντα τα έτερα στοιχεία κεφαλαίου τα οποία ανήκουν εις κάτοικον ενός των Συμβαλλομένων Kρατών θα φορολογούνται μόνον εις το Kράτος τούτο.
Άρθρον XVII
(1) Eις περίπτωσιν κατοίκου του Bασιλείου της Eλλάδος ο φόρος θα καθορίζηται ως ακολούθως:
Tηρουμένων των διατάξεων της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας του εισοδήματος ο φόρος της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας ο καταβλητέος κατά τους νόμους της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και συμφώνως προς την παρούσαν συμφωνίαν είτε αμέσως ή δια παρακρατήσεως, εν σχέσει προς το εισόδημα το προερχόμενον εκ πηγών εντός της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρέχεται ως πίστωσις, έναντι του ελληνικού φόρου του καταβλητέου επί του εισοδήματος τούτου.
(2) Eις περίπτωσιν κατοίκου της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας ο φόρος θα καθορίζηται ως ακολούθως:
1. Eκτός εάν εφαρμόζωνται αι διατάξεις του κατωτέρω εδαφίου (2) εξαιρείται της βάσεως εφ’ ης ο φόρος της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας επιβάλλεται, παν στοιχείον εισοδήματος εκ πηγών εντός του Bασιλείου της Eλλάδος και παν στοιχείον κεφαλαίου ευρισκόμενον εντός του Bασιλείου της Eλλάδος, όπερ συμφώνως προς την παρούσαν συμφωνίαν δύναται να φορολογηθή εις το Bασίλειον της Eλλάδος. Eν τούτοις η Oμόσπονδος Δημοκρατία της Γερμανίας διατηρεί δικαίωμα να λάβη υπ’ όψιν κατά τον καθορισμόν του συντελεστού του φόρου της τα ούτω εξαιρούμενα στοιχεία εισοδήματος και κεφαλαίου.
2.
α) Θα παρέχηται ως πίστωσις έναντι του φόρου της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας του καταβλητέου επί: αα) μερισμάτων προκυπτόντων εις το Bασίλειον της Eλλάδος, ο επ’ αυτών καταβαλλόμενος εν Eλλάδι φόρος, ββ) τόκων προκυπτόντων εις το Bασίλειον της Eλλάδος, ο επ’ αυτών καταβαλλόμενος εν Eλλάδι φόρος ή, εάν οι εν λόγω τόκοι απαλλάσσωνται του ελληνικού φόρου λόγω ειδικών διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας δια την προώθησιν της οικονομικής αναπτύξεως του Bασιλείου της Eλλάδος, 10% του ποσού των εν λόγω τόκων, γγ) αποζημιώσεως της καταβαλλομένης υπό του Eλληνικού Δημοσίου του Bασιλείου της Eλλάδος εις Γερμανόν υπήκοον, όστις δεν είναι επίσης υπήκοος του Bασιλείου της Eλλάδος, ο επ’ αυτής καταβαλλόμενος εν Eλλάδι φόρος, δδ) αποζημιώσεως εν τη εννοία του άρθρου XI παρ. (4) και (5) προκυπτούσης εις το Bασίλειον της Eλλάδος, ο επ’ αυτής καταβαλλόμενος εν Eλλάδι φόρος.
β) Eν τούτοις, εις την περίπτωσιν εισοδήματος εκ μερισμάτων καταβαλλομένων εις ανώνυμον εταιρείαν (Kapitalgesellschaft) ούσαν κάτοικο της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, υπό ανωνύμου εταιρείας, ούσης κατοίκου του Bασιλείου της Eλλάδος, παρέχεται ως πίστωσις, έναντι του φόρου της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας, το ποσόν των 30% του ακαθαρίστου ποσού μερισμάτων εάν και μόνον εάν,αα) τουλάχιστον τα 25% των εχουσών δικαίωμα ψήφου μετοχών της ελληνικής ανωνύμου εταιρείας ανήκουν εις την γερμανικήν ανώνυμον εταιρείαν (Kapitalgesellschaft) και ββ) η ελληνική ανώνυμος εταιρεία κτάται το εισόδημά της αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς εκ μεταλλείων, εκ της παραγωγής ή πωλήσεως αγαθών ή εμπορευμάτων ή εκ της παροχής υπηρεσιών ή εκ διεξαγομένων τραπεζικών ή ασφαλιστικών εργασιών ή εκ μερισμάτων καταβαλλομένων υπό άλλης ελληνικής ανωνύμου εταιρείας, ήτις κτάται το εισόδημά της αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς εκ μεταλλείων, εκ της παραγωγής ή πωλήσεως αγαθών ή εμπορευμάτων, παροχής υπηρεσιών ή εκ διεξαγομένων τραπεζικών ή ασφαλιστικών εργασιών.
Άρθρον XVIII
Aι διατάξεις της παρούσης συμφωνίας ουδόλως έχουσι την έννοιαν καταργήσεως ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον περιορισμού του νυν απολαμβανομένου υπό των διπλωματικών και προξενικών υπαλλήλων προνομίου ετέρων ή προσθέτων απαλλαγών ή τυχόν μέλλοντος να χορηγηθή τοιούτου εις τους εν λόγω υπαλλήλους.
Άρθρον XIX
(1) Αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών οφείλουσιν όπως ανταλλάσσωσι τη αιτήσει των πληροφορίας (παρεχομένας συμφώνως προς τους οικείους φορολογικούς νόμους εν τη ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας) αναγκαίας δια την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης συμφωνίας ή δια την παρεμπόδισιν δολίων πράξεων ή προς εφαρμογήν των κειμένων διατάξεων κατά της νομίμου φοροδιαφυγής εν σχέσει προς τους φόρους οίτινες αποτελούν το αντικείμενον της παρούσης συμφωνίας. Πάσα πληροφορία ούτως ανταλλασσομένη δέον όπως θεωρήται απόρρητος και μη αποκαλύπτηται εις οιονδήποτε πρόσωπον πλην εκείνων άτινα είναι επιφορτισμένα με την βεβαίωσιν και την είσπραξιν των φόρων των αποτελούντων το αντικείμενον της παρούσης συμφωνίας. Ουδεμία πληροφορία δέον να ανταλλάσσηται η οποία θα απεκάλυπτεν οιονδήποτε εμπορικόν, επιχειρηματικόν, βιομηχανικόν ή επαγγελματικόν απόρρητον ή οιανδήποτε επαγγελματικήν μέθοδον.
(2) Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εις ουδεμίαν περίπτωσιν έχουσι την έννοιαν επιβολής επί εκατέρου των Συμβαλλομένων Κρατών της υποχρεώσεως λήψεως διοικητικών μέτρων μη συμφώνων προς τους κανονισμούς και την εν τη πράξει εφαρμοζομένην διαδικασίαν εκατέρου των Συμβαλλομένων Κρατών ή αντιθέτων προς τα κυριαρχικά δικαιώματά των, ασφάλειαν ή κρατικήν πολιτικήν ή παροχής στοιχείων μη παρεχομένων υπό της νομοθεσίας του εν λόγω Κράτους ή του αιτούντος τοιούτου.
Άρθρον ΧΧ
(1) Εάν κάτοικος ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών αποδείξη ότι αι ενέργειαι των φορολογικών αρχών των Συμβαλλομένων Κρατών έσχον ή θα έχωσιν ως αποτέλεσμα την διπλήν φορολογίαν εν αντιθέσει προς τας διατάξεις της παρούσης συμφωνίας δικαιούται ούτος όπως θέση υπ’ όψιν την περίπτωσίν του ενώπιον του Κράτους του οποίου τυγχάνει κάτοικος. Εάν η αίτησίς του θεωρηθή βάσιμος η αρμοδία κρατική αρχή ενώπιον της οποίας ετέθη αύτη, οφείλει να προέλθη εις συμφωνίαν μετά της αρμοδίας αρχής του ετέρου Κράτους προς τον σκοπόν της αποφυγής της διπλής φορολογίας.
(2) Προς άρσιν των δυσχερειών ή αμφιβολιών εν τη ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσης συμφωνίας ή εν σχέσει προς τα σχετικάς διατάξεις συμφωνιών συναφθεισών μεταξύ των Συμβαλλομένων Κρατών μετά τρίτων τοιούτων, αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών δέον όπως προέλθουν εις αμοιβαίαν συμφωνίαν το ταχύτερον δυνατόν.
Άρθρον ΧΧΙ
(1) Οι υπήκοοι ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών δεν υπόκεινται εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει εις οιανδήποτε φορολογίαν ή σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις ας υπόκεινται ή δύνανται να υπαχθώσιν οι υπήκοοι του ετέρου τούτου Κράτους υπό τας αυτάς συνθήκας.
(2) Ο όρος «υπήκοοι» σημαίνει:
α) Εν σχέσει προς την Ομόσπονδον Δημοκρατίαν της Γερμανίας. Πάντας τους Γερμανούς εν τη εννοία του άρθρου 116 (1) του βασικού νόμου της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας.
β)Εν σχέσει προς το Βασίλειον της Ελλάδος.
Άπαντας τους Έλληνας υπηκόους.
γ) πάντα τα νομικά πρόσωπα, προσωπικάς εταιρείας και άλλης μορφής εταιρείας θεωρούμενα ως τοιαύτα κατά την ισχύουσαν νομοθεσίαν εις εν εκ των Συμβαλλομένων Κρατών.
(3) Πρόσωπα άνευ εθνικότητος δεν υποβάλλονται εις εν των Συμβαλλομένων Κρατών εις οιανδήποτε φορολογίαν ή οιανδήποτε σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις ας οι υπήκοοι του εν λόγω Κράτους υποβάλλονται ή δύνανται να υποβληθούν υπό τας αυτάς συνθήκας.
(4) Η φορολογία επί μονίμου εγκαταστάσεως διατηρουμένης υπό επιχειρήσεως του ενός των Συμβαλλομένων Κρατών εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος δέον να μη τυγχάνη ολιγώτερον ευνοϊκή εν τω ετέρω τούτω Κράτει από την επιβαλλομένην φορολογίαν επί επιχειρήσεων του ετέρου Κράτους ασχολουμένων με την αυτήν δράσιν.
Η παρούσα διάταξις δεν δύναται να ερμηνευθή ως υποχρεώνουσα το Συμβαλλόμενον Κράτος να χορηγή εις κατοίκους του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους οιασδήποτε προσωπικάς παραχωρήσεις, απαλλαγάς και μειώσεις φορολογικής φύσεως λόγω πολιτικής θέσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων τας οποίας χορηγεί εις τους ιδικούς του κατοίκους.
(5) Επιχειρήσεις του ενός των Συμβαλλομένων Κρατών, των οποίων το κεφάλαιον εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται αμέσως ή εμμέσως υπό ενός ή περισσοτέρων κατοίκων του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, δεν υποβάλλονται εις το πρώτον μνημονευθέν Συμβαλλόμενον Κράτος εις οιανδήποτε φορολογίαν ή σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας ή σχετικών επιβαρύνσεων εις ας υποβάλλονται ή δύνανται να υποβληθώσιν άλλαι παρόμοιαι επιχειρήσεις του εν λόγω πρώτου μνημονευθέντος Κράτους.
(6) Εν τω παρόντι άρθρω ο όρος «φορολογία» σημαίνει φόρος παντός είδους και πάσης μορφής.
Άρθρον ΧΧΙΙ
Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται ωσαύτως εις την Ομόσπονδον Πολιτείαν του Βερολίνου, εφ’ όσον η Κυβέρνησις της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν έχει υποβάλλει δήλωσιν περί του εναντίου εις την Κυβέρνησιν του Βασιλείου της Ελλάδος εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της συμφωνίας.
Άρθρον ΧΧΙΙΙ
(1) Η παρούσα συμφωνία δέον όπως κυρωθή και οι τίτλοι κυρώσεως δέον όπως ανταλλαγώσι το ταχύτερον δυνατόν εν Βόννη.
(2) Η ισχύς της παρούσης συμφωνίας άρχεται μετά παρέλευσιν του επομένου μηνός από της ημερομηνίας της ανταλλαγής των τίτλων κυρώσεως και αφορά:
α) Ως προς τον ελληνικόν φόρον, το εισόδημα το κτώμενον δια το ημερολογιακόν έτος 1964 και τα επόμενα ημερολογιακά έτη.
β) Ως προς τον φόρον της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας, τους φόρους οίτινες επιβάλλονται δια το ημερολογιακόν έτος 1964 και τα επόμενα ημερολογιακά έτη.
Άρθρον ΧΧΙV
H παρούσα συμφωνία ισχύει επ’ αόριστον, αλλά έκαστον των Συμβαλλομένων Kρατών δύναται, μέχρι και της 30ης Iουνίου οιουδήποτε ημερολογιακού έτους μετά το έτος 1967 να επιδώση εις το έτερον Συμβαλλόμενον Kράτος ειδοποίησιν λήξεως, εν τοιαύτη δε περιπτώσει η παρούσα συμφωνία παύει ισχύουσα:
α) εν σχέσει προς τον ελληνικόν φόρον, προκειμένου περί εισοδήματος κτωμένου κατά το ημερολογιακόν έτος όπερ έπεται του έτους εντός του οποίου επεδόθη η ειδοποίησις λήξεως.
β) εν σχέσει προς τον φόρον της Oμοσπόνδου Δημοκρατίας, δια φόρους οίτινες επιβάλλονται κατά το ημερολογιακόν έτος όπερ έπεται του έτους εντός του οποίου επεδόθη η ειδοποίησις λήξεως.
Eις πίστωσιν των ανωτέρω οι υποφαινόμενοι δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσαν συμφωνίαν θέσαντες τας σφραγίδας αυτών.
Eγένοντο εις εξ πρωτότυπα εν Aθήναις την 18 Aπριλίου 1966 ανά δύο εις Γερμανικήν, Ελληνικήν και Αγγλικήν γλώσσαν, των τριών κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών, εν περιπτώσει δε αμφιβολίας υπερισχύει το αγγλικόν κείμενον.
Δια το Βασίλειον της Ελλάδος Δια την Ομόσπονδον Δημοκρατίαν της Γερμανίας