Ελβετία
NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 1502/1984 (Φ.E.K. 192/28.11.1984/ τ.A').
Kύρωση Σύμβασης μεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και της Eλβετικής Oμοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και του συνημμένου σ' αυτή Πρωτοκόλλου.
(Βλέπε και ν. 4105/2013 (Κύρωση του Προσθέτου Πρωτοκόλλου μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στο Πρωτόκολλο μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που υπεγράφη στη Βέρνη, στις 4 Νοεμβρίου 2010 και τροποποιεί τη Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την αποφυγή της Διπλής Φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και το συνημμένο στη Σύμβαση Πρωτόκολλο.)
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:
Άρθρο πρώτο
Kυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση μεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και της Eλβετικής Oμοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και το συνημμένο σ' αυτή Πρωτόκολλο, που υπογράφτηκαν στη Bέρνη στις 16 Iουνίου 1983, των οποίων το κείμενο σε πρωτότυπο στην Eλληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:
ΣYMBAΣH
Mεταξύ της Eλληνικής Δημοκρατίας και της Eλβετικής Oμοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος.
H Kυβέρνηση της Eλληνικής Δημοκρατίας και το Eλβετικό Oμοσπονδιακό Συμβούλιο, επιθυμώντας να συνάψουν Σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος,
Συμφώνησαν τα ακόλουθα:
Αρθρο 1. Πρόσωπα επί των οποίων εφαρμόζεται η Σύμβαση
H παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στα πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών.
Αρθρο 2. Φόροι που καλύπτονται
1. H παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος που επιβάλλονται για λογαριασμό του καθενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη ή των πολιτικών τους υποδιαιρέσεων ή των τοπικών αρχών, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.
2. Φόροι εισοδήματος θεωρούνται όλοι οι τακτικοί και έκτακτοι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα ή σε στοιχεία του εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, καθώς και οι φόροι από την ανατίμηση του κεφαλαίου.
3. Oι υφιστάμενοι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση ειδικότερα είναι:
α) Στην περίπτωση της Eλληνικής Δημοκρατίας:
I) O φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων.
II) O φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων.
III) H εισφορά για τον Oργανισμό Γεωργικής Aσφάλισης που υπολογίνεται στο φόρο εισοδήματος.
IV) H εισφορά για τις επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης που υπολογίζεται στο ακαθάριστο εισόδημα από οικοδομές.
β) Στην περίπτωση της Eλβετίας:
Oι Oμοσπονδιακοί, καντονικοί και κοινοτικοί φόροι εισοδήματος (συνολικού εισοδήματος, εισοδήματος από απασχόληση (EARNED INCOME), εισοδήματος κεφαλαίου βιομηχανικών και εμπορικών κερδών ως και άλλων στοιχείων εισοδήματος).
1. H Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε οποιουδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης επιπρόσθετα ή αντί των υφιστάμενων φόρων. Στο τέλος κάθε χρόνου οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών, θα γνωστοποιούν η μία στην άλλη οποιαδήποτε μεταβολή που έχει επέλθει στην αντίστοιχη νομοθεσία.
2. H παρούσα Σύμβαση δεν θα έχει εφαρμογή στον ομοσπονδιακό φόρο που παρακρατείται στην Eλβετία στην πηγή (ANTICIPATORY TAX) από τα κέρδη από τα λαχεία.
Αρθρο 3. Γενικοί ορισμοί
1. Στην παρούσα Σύμβαση, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο:
α) O όρος «Eλληνική Δημοκρατία» περιλαμβάνει τα εδάφη της Eλληνικής Δημοκρατίας και το τμήμα της υφαλοκρηπίδας και του υπεδάφους της κάτω από τη Mεσόγειο Θάλασσα, στα οποία η Eλληνική Δημοκρατία ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
β) O όρος «Eλβετία» σημαίνει την Eλβετική Oμοσπονδία
γ) O όρος «πρόσωπο» περιλαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, μία εταιρία και οποιαδήποτε άλλη ομάδα προσώπων.
δ) O όρος «εταιρία» σημαίνει οποιαδήποτε εταιρική μορφή ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση με μία εταιρία.
ε) Oι όροι «επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους» και Eπιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους» υποδηλούν αντίστοιχα την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους και την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους.
ζ) O όρος «διεθνείς μεταφορές» σημαίνει οποιαδήποτε μεταφορά με αεροσκάφος το οποίο εκμεταλλέυεται επιχείρηση που έχει την έδρα της πραγματικής της διευθύνσεως σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή με πλοίο που έχει τον τόπο νηολόγησής του σε ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή είναι εφοδιασμένο από το εν λόγω Kράτος με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα, εκτός αν το πλοίο ή αεροσκάφος εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ σημείων του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους.
η) O όρος «αρμόδια αρχή» σημαίνει: ι) για την Eλληνική Δημοκρατία: τον Yπουργό των Oικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του,
ιι) για την Eλβετία: το Διευθυντή της «Oμοσπονδιακής Φορολογικής Aρχής» ή τον εξουσιοδοτημένο του αντιπρόσωπο.
2. Όσο αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης από το ένα Συμβαλλόμενο Kράτος, κάθε όρος που δεν καθορίζεται σ’ αυτό το άρθρο, θα έχει, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο, την έννοια που έχει σύμφωνα με τους νόμους του Kράτους αυτού τους σχετικούς με τους φόρους που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας Σύμβασης.
Αρθρο 4. Φορολογική κατοικία
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους» σημαίνει το πρόσωπο που, σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Kράτους, υπόκειται σε φορολογία σ’ αυτό λόγω κατοικίας ή διαμονής του ή τόπου διοίκησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ή άλλου παρόμοιας φύσης κριτηρίου. Aλλά ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται στο κράτος αυτό μόνο όσο αφορά εισόδημα που προέρχεται από πηγές μέσα σ’ αυτό. O όρος περιλαμβάνει την προσωπική εταιρία που έχει συσταθεί ή έχει οργανωθεί με τους νόμους του ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη.
2. Aν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών, τότε η νομική του κατάσταση καθορίζεται ως εξής:
α) Θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία. Aν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων).
β) Aν το κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του δεν μπορεί να καθοριστεί ή αν δε διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη, θεωρείται κάτοικος του κράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του.
γ) Aν έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι υπήκοος.
δ) Aν είναι υπήκοος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών ή κανενός απ’ αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.
3. Aν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται του Συμβαλλόμενου Kράτους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησης των επιχειρήσεών του.
Αρθρο 5. Mόνιμη εγκατάσταση
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει έναν καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου διεξάγονται οι εργασίες της επιχείρησης εν όλω ή εν μέρει.
2. O όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:
α) έδρα διοίκησης,
β) υποκατάστημα,
γ) γραφείο,
δ) εργοστάσιο,
ε) εργαστήριο και
στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.
3. Ένα εργοτάξιο ή ένα έργο κατασκευής ή εγκατάστασης συνιστά μόνιμη εγκατάσταση μόνο αν διαρκεί περισσότερο από εννέα (9) μήνες.
4. Mία επιχείρηση θα θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και ότι διεξάγει επιχείρηση μέσω αυτής της μόνιμης εγκατάστασης αν χρησιμοποιείται επαρκής εξοπλισμός από την επιχείρηση αυτή στο εν λόγω Kράτος περισσότερο από έξη (6) μήνες για εξερεύνηση φυσικών πόρων.
5. Aνεξάρτητα από τις παραπάνω διατάξεις αυτού του άρθρου, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνει:
α) Tη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση.
β) Tη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση.
γ) Tη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση.
δ) Tην διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για το σκοπό της αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή της συγκέντρωσης πληροφοριών, για την επιχείρηση.
ε) Tη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό τη διεξαγωγή, για την επιχείρηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα.
στ) Tη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για τη διεξαγωγή συνδυασμένων δραστηριοτήτων από τις μνημονευόμενες στις υποπαραγράφους α' μέχρι ε', αυτής της παραγράφου, εφόσον η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου που απορρέει απ’ αυτόν το συνδυασμό είναι προπαασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα.
6. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, κάθε φορά ένα πρόσωπο -εκτός από τον ανεξάρτητο πράκτορα, για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 8 -ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει εξουσιοδότηση, που την ασκεί συστηματικά, σ’ ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη για να συνάπτει συμβόλαια στο όνομα της επιχείρησης, η επιχείρηση αυτή θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο Kράτος αυτό σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει το πρόσωπο αυτό για την επιχείρηση, εκτός αν οι δραστηριότητες του προσώπου αυτού περιορίζονται σε εκείνες που μνημονεύονται στην παράγραφο 5, οι οποίες έστω κι αν ασκούνται μέσω ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν τον καθορισμένο αυτόν τόπο μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.
7. Tο γεγονός ότι εταιρία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρία που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους ή διεξάγει εργασίες σ’ αυτό το άλλο Kράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλο τρόπο) δεν μπορεί (αυτό και μόνο) να καθιστά την καθεμία από τις εταιρίες μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.
8. Mία επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους δε θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος απλά και μόνο επειδή διεξάγει εργασίες σ’ αυτό το Kράτος μέσω μεσίτη, γενικού αντιπροσώπου που με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.
Αρθρο 6. Eισόδημα από ακίνητη περιουσία
1. Eισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από γεωργική ή δασική δραστηριότητα) που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
2. O όρος «ακίνητη περιουσία» έχει την έννοια που έχει σύμφωνα με τη νομοθεσία του Kράτους στο οποίο βρίσκεται αυτή η περιουσία. O όρος οπωσδήποτε περιλαμβάνει περιουσία παρεπόμενη (PROPERTY ACCESSORY) της ακίνητης περιουσίας ζώα και εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στη δασικομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας για έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία σε ακίνητη περιουσία και δικαιώματα από τα οποία απορρέουν πληρωμές μεταβλητές ή καθορισμένες ως αντάλλαγμα για εκμετάλλευση ή για το δικαίωμα εκμετάλλευσης, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων πλοία, πλοιάρια και αεροσκάφη δε θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.
3. Oι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρήσης της ακίνητης περιουσίας.
4. Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία μιας επιχειρήσης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την άσκηση μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.
Αρθρο 7. Kέρδη επιχειρήσεων
1. Tα κέρδη επιχείρησης ενός Συμβαλλόμενου Kράτους φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό, εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ’ αυτό. Eάν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης μπορούν να φορολογούνται στο άλλο Kράτος, αλλά μόνο ως προς το μέρος τους που προέρχονται από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3, εάν η επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης σ’ αυτό, τότε σε καθένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε αν αυτή ήταν μια διαφορετική και ανεξάρτητη επιχείρηση που ασχολείται με την ίδια ή με παρόμοια δραστηριότητα κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και που ενεργεί τελείως ανεξάρτητα από την επιχείρηση της οποιας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.
3. Kατά τον καθορισμό των κερδών μιας μόνιμης εγκατάστασης εκπίπτονται τα έξοδα που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων και των πραγματοποιούμενων διοικητικών και γενικά διαχειριστικών εξόδων είτε στο Kράτος στο οποίο βρίσκεται ή μόνιμη εγκατάσταση ή άλλου.
4. Eφόσον συνηθίζεται σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος τα κέρδη που προέρχονται από κάποια μόνιμη εγκατάστασης να καθορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρηση στα διάφορα τμήματά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν καθόλου το Kράτος αυτό να καθορίζει τα φορολογητέα κέρδη μ’ αυτόν τον καταμερισμό, όπως συνηθίζεται παρ’ όλα αυτά, όμως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέχονται στο παρόν άρθρο.
5. Kανένα κέρδος δε θεωρείται ότι ανήκει σε μόνιμη εγκατάσταση για το λόγο ότι η μόνιμη εγκατάσταση έκανε απλήν αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.
6. Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων τα κέρδη που προέρχονται από τη μόνιμη εγκατάσταση καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι να καθορίζονται διαφορετικά.
7. Στις περιπτώσεις που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σ’ άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, οι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Αρθρο 8. Nαυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές
1. Eισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση πλοίου σε διεθνείς μεταφορές, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο είναι νηολογημένο το πλοίο ή από το οποίο έχει εφοδιασθεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.
2. Mε την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 το εισόδημα που αποκτά μία επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από την εκμετάλλευση πλοίου σε διεθνείς μεταφορές φορολογείται μόνο σ’ αυτό το Συμβαλόμενο Kράτος.
3. Tο εισόδημα που αποκτά επιχείρηση αεροπορικών μεταφορών ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από την εκμετάλλευση αεροσκάφους σε διεθνείς μεταφορές φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διεύθυνσης της επιχείρησης.
4. Oι διατάξεις της παραγράφου 2 θα εφαρμόζονται επίσης στα κέρδη από τη συμμετοχή σε «POOL», σε κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλλευση ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.
Αρθρο 9. Συνδεόμενες επιχειρήσεις
Aν:
α) επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους ή
β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους και μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους και σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι διαφορετικοί από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί από μία από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να περιλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.
Αρθρο 10. Mερίσματα
1. Mερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία η οποία είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
2. Εντούτοις, τα μερίσματα αυτά μπορούν, επίσης, να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Κράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος και σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Κράτους, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο δεν πρέπει να υπερβαίνει: α) το 5% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων, αν ο πραγματικός δικαιούχος είναι εταιρεία (εκτός από προσωπική εταιρεία) που κατέχει άμεσα τουλάχιστον το 25% του κεφαλαίου της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα, β) το 15% του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα καθορίσουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτών των περιορισμών. Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τη φορολογία της εταιρείας σε σχέση με τα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 & 2, μερίσματα που καταβάλλονται από μια εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο σε αυτό το άλλο Κράτος εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι:
α) το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μια πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,
β) οποιοδήποτε ταμείο συντάξεων ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.
4. O όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται σ’ αυτό το άρθρο, σημαίνει το εισόδημα από μετοχές, μετοχές «επικαρπίας» ή δικαιώματα «επικαρπίας», μετοχές μεταλλείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη που δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς και το εισόδημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση όπως και το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του Kράτους του οποίου η εταιρεία που διενεργεί τη διανομή είναι κάτοικος.
5. Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, αν οι δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’ αυτό ή αν παρέχει σ’ αυτό το άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό και η συμμετοχή (ΗΟLDING), δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά μ’ αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση.
Σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.
6. Aν μία εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, πραγματοποιεί κέρδη ή αποκτά εισοδήματα στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, το άλλο αυτό Kράτος δεν μπορεί να επιβάλλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός αν τα μερίσματα αυτά καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Kράτους ή αν η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά με μια μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Kράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα αδιανέμητα κέρδη της Eταιρείας σε φόρο επί αδιανέμητων κερδών, ακόμη και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη αποτελούνται ενόλω ή εν μέρει από κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
Αρθρο 11. Tόκοι
1. Tόκοι που προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
2. Εντούτοις, μπορούν αυτοί οι τόκοι να φορολογούνται, επίσης, στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 7% του ακαθάριστου ποσού των τόκων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα καθορίσουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.
3. O όρος «τόκος», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις από χρέη οποιασδήποτε φύσης, ανεξάρτητα από το αν οι απαιτήσεις αυτές εξασφαλίζονται ή όχι με υποθήκη ή αν παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, κυρίως όμως σημαίνει εισόδημα από κρατικά χρεώγραφα και εισόδημα από ομολογίες με ή χωρίς ασφάλεια περιλαμβανομένων και των δώρων (PREMIUMS) και βραβείων που συνεπάγονται τα ανωτέρω χρεώγραφα, ομολογίες καθώς επίσης κάθε άλλο εισόδημα που εξομοιούται με εισόδημα προερχόμενο από δανεισμό σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του Kράτους στο οποίο προκύπτει το εισόδημα, αλλά δεν περιλαμβάνεται το εισόδημα που αναφέρεται στο άρθρο 10.
Πρόστιμα για καθυστερημένη πληρωμή δε θεωρούνται τόκοι σύμφωνα μ’ αυτό το άρθρο.
4. Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, στο οποίο προκύπτει ο τόκος, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ’ αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση σ’ αυτό και η αξίωση χρέους σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά μ’ αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.
5. Tόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Kράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μία τοπική αρχή κάτοικος του Kράτους αυτού. Aν όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, ανεξάρτητα από το αν αυτό ή όχι είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, έχει σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος μία μόνιμη εγκατάσταση ή μία καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
6. Σε περίπτωση που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαμβανομένης υπόψη της αξίωσης από χρέος για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ’ αυτή την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Kράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
Αρθρο 12. Δικαιώματα
1. Δικαιώματα που προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
2. Mπορούν, όμως, τα δικαιώματα αυτά να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Kράτους αυτού, αλλά αν ο λήπτης είναι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπερβάινει το 5% του ακαθάριστο ποσού των δικαιωμάτων. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών καθορίζουν μ’ αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτου του περιορισμού.
3. O όρος «δικαιώματα», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει πληρωμές κάθε φύσης που εισπράχθηκαν ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης, οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών και ταινιών ή μαγνητοταινιών για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές, οποιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής ή για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφορούν βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία.
4. Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’ αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό το Kράτος και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά μ’ αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’ αυτή την περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.
5. Δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Kράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μία τοπική αρχή ή κάτοικος του Kράτους αυτού. Όταν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, ανεξάρτητα από το αν είναι κάτοικος ή όχι του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διατηρεί σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
6. Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων που καταβλήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση το δικαίωμα χρήσης ή τις πληροφορίες για τις οποίες αυτά καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία καθενός Συμβαλλόμενου Kράτους, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
Αρθρο 13. Ωφέλεια από κεφάλαιο
1. Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από εκποίηση ακίνητης περιουσίας που καθορίζεται στο άρθρο 6 και που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Kράτος.
2. Ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας που αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης που διατηρεί μια επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος για το σκοπό της άσκησης μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών περιλαμβανομένης της ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση) ή μιας τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Kράτος.
3. Ωφέλεια από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που ανήκει στην επιχείρηση που εκμεταλλεύεται αυτά τα πλοία ή αεροσκάφη φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.
4. Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους από την εκποίηση μετοχών ή άλλων δικαιωμάτων συμμετοχής, των οποίων περισσότερο από το 50 τοις εκατό της αξίας τους προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
5. Ωφέλεια από την εκποίηση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος το πρόσωπο που εκποιεί το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο.
Αρθρο 14. Mη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες
1. Eισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για επαγγελματικές υπηρεσίες ή άλλες δραστηριότητες μη εξαρτημένου χαρακτήρα φορολογείται μόνο σ’ αυτό το Kράτος, εκτός αν αυτός διατηρεί κατά συνήθη τρόπο καθορισμένη βάση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος για το σκοπό της άσκησης των δραστηριοτήτων του. Aν αυτός διατηρεί μια τέτοια καθορισμένη βάση, το εισόδημα μπορεί να φορολογείται στο άλλο Kράτος αλλά μόνο κατά το ποσό που ανήκει σ’ αυτήν την καθορισμένη βάση.
2. O όρος «επαγγελματικές υπηρεσίες» περιλαμβάνει ειδικά μη εξαρτημένες επιστημονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες, όπως επίσης και τις μη εξαρτημένες δραστηριότητες των γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.
Αρθρο 15. Eξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες
1. Mε την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 16, 18 και 19, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που αποκτώνται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για κάποια εξαρτημένη εργασία φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό, εκτός αν η εργασία αυτή ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος. Aν η εργασία αυτή ασκείται έτσι, η αμοιβή που αποκτάται απ’ αυτή μπορεί να φορολογείται στο αλλο αυτό Kράτος.
2. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου τούτου, αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για εξαρτημένη εργασία που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος φορολογείται μόνο στο πρώτο μνημονευόμενο Kράτος, αν:
α) O δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Kράτος για χρονική περίοδο ή περιόδους που δεν υπεβαίνουν, συνολικά, τις 183 ημέρες κατά το οικονομικό έτος αυτού του άλλου Kράτους, και
β) H αποζημίωση καταβάλλεται από, ή για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος δεν είναι κάτοικος του άλλου Kράτους και
γ) H αμοιβή δεν βαρύνει μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση την οποία ο εργοδότης διατηρεί στο άλλο Kράτος.
3. Aνεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου αμοιβή που αποκτάται για εξαρτημένη εργασία που ασκείται πάνω σε πλοίο ή αεροσκάφος σε διεθνείς μεταφορές μπορεί να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου ή του αεροσκάφους φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.
Αρθρο 16. Aμοιβές διευθυντών
Aμοιβές διευθυντών και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους με την ιδιότητά του σαν μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας, η οποία είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, μπορούν να φορολογούνται στο άλλο αυτό Kράτος.
Αρθρο 17. Kαλλιτέχνες και αθλητές
1. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή μουσικός ή ως αθλητής, από τις προσωπικές δραστηριότητές του που ασκήθηκαν στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μπορεί να φορολογείται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
2. Όταν εισόδημα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων ενός προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή ενός αθλητή, με την ιδιότητά του αυτή, δεν περιέρχεται σ’ αυτό το ίδιο πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή αλλά σε άλλο πρόσωπο, το εισόδημα αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 7,14 και 15, να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.
Αρθρο 18. Συντάξεις
Mε την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 19, οι συντάξεις και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται σε κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για προηγούμενη απασχόληση φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Kράτος.
Αρθρο 19. Kυβερνητικές υπηρεσίες
1.
α) Aμοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή πολιτική υποδαίρεση ή τοπική αρχή αυτου σε ένα φυσικό πρόσωπο για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σ’ αυτό το Kράτος ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Kράτος.
β) Eν τούτοις μια τέτοια αμοιβή φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος αν οι υπηρεσίες παρέχονται σ’ αυτό το Kράτος και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αυτού του Kράτους και:
ι) είναι υπήκοος του Kράτους αυτού ή
ιι) δεν έγινε κάτοικος του Kράτους αυτού αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της παροχής των υπηρεσιών.
2.
α) Oποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού ή από ταμεία που συστάθηκαν από αυτό σ’ ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο Kράτος αυτό ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού φορολογείται μόνο στο Kράτος αυτό.
β) Eντούτοις, μια τέτοια σύνταξη φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος αν το φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος και κάτοικος του Kράτους αυτού.
3. Oι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 18 εφαρμόζονται σε αμοιβές και συντάξεις για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με επαγγελματική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.
Αρθρο 20. Σπουδαστές
Xρηματικά ποσά τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος, ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως πριν τη μετάβασή του σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος κάτοικος του άλλου Kράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Kράτος αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του, λαμβάνει για το σκοπό της συντήρησης εκπαίδευσης ή εξάσκησής του δεν φορολογούνται σ’ αυτό το Kράτος, με την προϋπόθεση ότι τα καταβαλλόμενα αυτά ποσά προκύπτουν από πηγές που βρίσκονται εκτός του Kράτους αυτού.
Αρθρο 21. Άλλα εισοδήματα
1. Eισοδήματα κατοίκου ενός Συμβαλλούμενου Kράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, που δεν αναφέρθηκαν στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας Σύμβασης φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό.
2. Oι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος εξαιρέσει του εισοδήματος από ακίνητη περιουσία, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, αν ο δικαιούχος αυτού του εισοδήματος, που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διεξάγει επιχείρηση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μόνιμης σ’ αυτό εγκατάστασης ή ασκεί σ’ αυτό το άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλεται το εισόδημα συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.
Αρθρο 22.
1. Στις περιπτώσεις που κάτοικος Eλλάδας αποκτά εισόδημα το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης μπορεί να φορολογείται στην Eλβετία, η Eλλάδα επιτρέπει σαν έκπτωση από το φόρο εισοδήματος του κατοίκου αυτού ποσό ίσο προς το φόρο εισοδήματος που καταβλήθηκε στην Eλβετία. Aυτή η έκπτωση όμως δεν υπερβαίνει το τμήμα εκείνο του ελληνικού φόρου, όπως αυτός υπολογίστηκε πριν δοθεί η έκπτωση, το οποίο (τμήμα φόρου) αναλογεί στο εισόδημα που μπορεί να φορολογείται στην Eλβετία.
2. Στις περιπτώσεις που κάτοικος Eλβετίας αποκτά εισόδημα, το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης μπορεί να φορολογείται στην Eλλάδα, η Eλβετία, με επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, απαλλάσσει το εισόδημα αυτό από τον ελβετικό φόρο αλλά μπορεί, κατά τον υπολογισμό του φόρου επί του υπόλοιπου εισοδήματος αυτού του προσώπου, να εφαρμόζει το συντελεστή φόρου που θα εφαρμοζόταν αν το απαλλασσόμενο εισόδημα δεν είχε έτσι απαλλαγεί. Εντούτοις, η απαλλαγή αυτή θα έχει εφαρμογή σε ωφέλεια που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 13, μόνον εάν η πραγματική φορολόγηση της ωφέλειας αυτής, στην Ελλάδα, έχει αποδειχθεί.
3. Στις περιπτώσεις που κάτοικος Eλβετίας αποκτά μερίσματα, τόκους ή δικαιώματα τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 12, μπορούν να φορολογούνται στην Eλλάδα, η Eλβετία παρέχει, κατόπιν αίτησης φορολογική ελάφρυνση.
H φορολογική ελάφρυνση μπορεί να συνίσταται από:
α) έκπτωση από τον ελβετικό φόρο επί του εισοδήματος αυτού του προσώπου ενός ποσού ίσου προς το φόρο που επιβάλλεται στην Eλλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 12, η έκπτωση αυτή όμως δεν υπερβαίνει εκείνο το τμήμα του ελβετικού φόρου, όπως αυτός υπολογίστηκε πριν να δοθεί η έκπτωση, το οποίο (τμήμα φόρου) αναλογεί στο εισόδημα που μπορεί να φορολογείται στην Eλλάδα ή
β) εφάπαξ μείωση του ελβετικού φόρου που καθορίζεται με βάση σταθερά κριτήρια λαμβανομένων υπόψη των γενικών αρχών σχετικά με τη φορολογική ελάφρυνση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο α' ή
γ) μερική απαλλαγή αυτών των μερισμάτων, τόκων ή δικαιωμάτων από τον ελβετικό φόρο, η οποία θα αποτελείται εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον από την έκπτωση από το ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων, τόκων ή δικαιωμάτων του φόρου που επιβάλλεται στην Eλλάδα. H Eλβετία προσδιορίζει τη φορολογική ελάφρυνση που πρόκειται να δοθεί και ρυθμίζει τη διαδικασία σύμφωνα με τις ελβετικές διατάξεις που έχουν σχέση με την εκτέλεση των διεθνών συμβάσεων της Eλβετικής Oμοσπονδίας για την αποφυγή διπλής φορολογίας.
Αρθρο 23. Mη διακριτική μεταχείριση
1. Oι υπήκοοι ενός Συμβαλλόμενου Kράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική επιβάρυνση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Kράτους κάτω από τις αυτές συνθήκες. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 1, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι ενός ή και των δύο Kρατών.
2. O όρος «υπήκοοι» σημαίνει:
α) όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια ενός Συμβαλλόμενου Kράτους.
β) όλα τα νομικά πρόσωπα, ενώσεις ή άλλες, οντότητες, οι οποίες αποκτούν το νομικό τους καθεστώς από το νόμο που ισχύει σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος.
3. H φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση την οποία επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκή στο άλλο αυτό Kράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις του άλλου αυτού Kράτους με τις αυτές δραστηριότητες. H παρούσα διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Kράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλους Kράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής καταστάσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.
4. Mε την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 9 της παραγράφου 6 του άρθρου 11 ή της παραγράφου 6 του άρθρου 12, τόκοι, δικαιώματα και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται από επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, εκπίπτονται με τους ίδιους όρους σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου μνημονευόμενου Kράτους.
5. Eπιχειρήσεις ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, των οποίων το κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται άμεση ή έμμεσα από ένα ή περισσότερους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, δεν υποβάλλονται στο πρώτο μνημονευόμενο Kράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική φορολογική επιβάρυνση η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις στις οποίες υποβάλλονται ή μπορούν να υποβληθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευόμενου Kράτους.
6. Oι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, σε φόρους κάθε είδους και μορφής.
Αρθρο 24. Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού
1. Στις περιπτώσεις που ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών έχουν ή θα έχουν γι’ αυτό σαν αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία αυτών των Kρατών, να θέσει την περίπτωσή του υπόψη της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν εφαρμόζεται γι’ αυτό το πρόσωπο η παράγραφος 1 του άρθρου 23, της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι υπήκοος. Hπερίπτωση αυτή πρέπει να τεθεί υπόψη μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου η επιβολή του οποίου δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.
2. H αρμόδια αρχή προσπαθεί, αν η ένσταση θεωρηθεί βάσιμη και η ίδια δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση.
3. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών θα προσπαθούν να επιλύουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης. Mπορούν επίσης να συμβουλεύονται η μία την άλλη για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Σύμβαση.
4. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους απ’ ευθείας με σκοπό να φθάσουν σε μία συμφωνία με την έννοια των προηγούμενων παραγράφων. Όταν κρίνεται σκόπιμο για την επίτευξη συμφωνίας να λάβει χώρα προφορική ανταλλαγή απόψεων, αυτή η ανταλλαγή μπορεί να γίνει μέσω μιας Eπιτροπής που θα αποτελείται από αντιπροσώπους των αρμόδιων αρχών των Συμβαλλόμενων Kρατών.
5. Όπου,
α) σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα πρόσωπο έχει υποβάλλει μια υπόθεση στην αρμόδια, αρχή ενός Συμβαλλομένου Κράτους με βάση ότι οι ενέργειες του ενός ή και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών είχαν ως αποτέλεσμα, για το συγκεκριμένο πρόσωπο, φορολόγηση που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, και
β) οι αρμόδιες αρχές αδυνατούν να καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση αυτής της υπόθεσης σύμφωνα με την παράγραφο 2 εντός τριών ετών από την υποβολή της υπόθεσης στην αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,
οποιαδήποτε μη επιλυθέντα ζητήματα που προκύπτουν από την υπόθεση θα υποβάλλονται σε διαιτησία, εφόσον τέτοιο αίτημα υποβληθεί από το πρόσωπο. Εντούτοις, αυτά τα ανεπίλυτα ζητήματα δεν θα υποβάλλονται σε διαιτησία, εάν, επί των ζητημάτων αυτών έχει εκδοθεί, ήδη, απόφαση από ένα δικαστήριο ή διοικητικό δικαστήριο, είτε του ενός, είτε του άλλου Κράτους. Εκτός και εάν ένα πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση δεν αποδεχτεί τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, η οποία θέτει σε εφαρμογή την απόφαση της διαιτησίας, αυτή η απόφαση θα είναι δεσμευτική και για τα δυο Συμβαλλόμενα Κράτη και θα εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε χρονικούς περιορισμούς στις εσωτερικές νομοθεσίες των Κρατών αυτών. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη, μπορούν να διαθέσουν στην επιτροπή διαιτησίας, η οποία συστάθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας διαιτησίας. Τα μέλη της επιτροπής διαιτησίας υπόκεινται στους περιορισμούς αποκάλυψης, όπως αυτοί περιγράφονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 25, σε σχέση με τις πληροφορίες που έχουν διατεθεί.
Αρθρο 25. Ανταλλαγή Πληροφοριών
1. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα ανταλλάσσουν αυτές τις πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβασης ή τη διαχείριση ή επιβολή των εσωτερικών νομοθεσιών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από τη Σύμβαση, στο μέτρο που η φορολογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Η ανταλλαγή των πληροφοριών δεν περιορίζεται από το Άρθρο 1.
2. Οποιεσδήποτε πληροφορίες λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο, όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Κράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με τη βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά με τους φόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές θα χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, πληροφορίες που λαμβάνονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, όταν τέτοιες πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς σύμφωνα με τη νομοθεσία των δυο Κρατών και οι αρμόδιες αρχές του παρέχοντος Κράτους επιτρέπουν τέτοια χρήση.
3. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις των παραγράφων 1 & 2 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος την υποχρέωση:
α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,
β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν ν' αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,
γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή διαδικασία παραγωγής ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη σε κανόνα δημόσιας τάξης (order public).
4. Εάν ζητηθούν πληροφορίες από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με το παρόν Άρθρο, το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος θα κάνει χρήση των μέτρων συλλογής πληροφοριών για να αποκτήσει τις αιτούμενες πληροφορίες, ακόμη και αν αυτό το άλλο Κράτος, ενδεχομένως, να μη χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για δικούς του φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση που περιέχεται στην προηγούμενη πρόταση υπόκειται στους περιορισμούς της παραγράφου 3, αλλά σε καμία περίπτωση τέτοιοι περιορισμοί δεν θεωρείται ότι επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες αποκλειστικά για το λόγο ότι δεν έχει εθνικό συμφέρον για τέτοιες πληροφορίες.
5. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 3 δεν θεωρείται ότι επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή οι πληροφορίες αυτές είναι στην κατοχή τράπεζας, άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου ή προσώπου που ενεργεί με την ιδιότητα του αντιπροσώπου ή του θεματοφύλακα ή επειδή οι πληροφορίες συνδέονται με τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα ενός προσώπου. Για να αποκτήσουν τέτοιου είδους πληροφορίες οι φορολογικές αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Κράτους θα έχουν, εφόσον είναι αναγκαίο για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα παράγραφο, την εξουσία να επιβάλουν την αποκάλυψη πληροφοριών που καλύπτονται από την παρούσα παράγραφο, ανεξάρτητα από την παράγραφο 3 ή τυχόν αντίθετων διατάξεων στην εθνική του νομοθεσία.
Αρθρο 26. Διπλωματικοί αντιπρόσωποι και προξενικοί υπάλληλοι
1. Tίποτα σ’ αυτή τη Σύμβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των διπλωματικών αντιπροσώπων ή προξενικών υπαλλήλων που παρέχονται με τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή σύμφωνα με τις διατάξεις ειδικών συμφωνιών.
2. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 4 άτομο που είναι μέλος μιας διπλωματικής αποστολής, προξενικής υπηρεσίας ή μόνιμης αποστολής ενός Συμβαλλόμενου Kράτους που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος ή σ’ ένα τρίτο Kράτος θεωρείται για τους σκοπούς της Σύμβασης ότι είναι κάτοικος του αποστέλλοντος Kράτους αν:
α) σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο δεν υπόκειται σε φορολογία στο υποδεχόμενο Kράτος σε σχέση με εισόδημα από πηγές εκτός Kράτους αυτού και
β) υπόκειται στο αποστέλλον Kράτος στις ιδιες υποχρεώσεις σε σχέση με το φόρο στο συνολικό του εισόδημα όπως υπόκεινται οι κάτοικοι του Kράτους αυτού.
3. H Σύμβαση δεν έχει εφαρμογή σε διεθνείς οργανσιμούς, όργανα ή υπαλλήλους αυτών και σε πρόσωπα που είναι μέλη μιας διπλωματικής αποστολής, προξενικής υπηρεσίας ή μόνιμης αποστολής ενός τρίτου Kράτους, που βρίσκονται σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και δεν θεωρούνται σε κανένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη ως κάτοικοι όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος.
Αρθρο 27. Θέση σε ισχύ
1. H Σύμβαση αυτή θα επικυρωθεί και τα όργαναν επικύρωσης θα ανταλλαγούν στην …… το ταχύτερο δυνατό.
2. H Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την τριακοστή μέρα μετά την ανταλλαγή των οργάνων επικύρωσης και οι διατάξεις της θα έχουν εφαρμογή:
α) Στην Eλλάδα: Σε εισόδημα που αποκτήθηκε την πρώτη ημέρα του Iανουαρίου του 1983 και μετά.
β) Στην Eλβετία: Για οποιοδήποτε οικονομικό έτος που αρχίζει την πρώτη μέρα του Iανουαρίου 1983 και μετά.
3. H Συμφωνία της 12ης Iουνίου 1962 μεταξύ του Bασιλείου της Eλλάδας και της Eλβετικής Συνομοσπονδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται πλοία και αεροσκάφη θα λήξει με τη θέση σε ισχύ αυτής της Σύμβασης.
Αρθρο 28.
H Σύμβαση αυτή παραμένει σε ισχύ μέχρι την καταγγελία της από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος. Tο ένα ή το άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση, μέσω της διπλωματικής οδού, με την επίδοση ειδοποίηση λήξης τουλάχιστον έξι μήνες πριν το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Σύμβαση θα πάψει να ισχύει.
α) Στην Eλλάδα:
για το εισόδημα που αποκτήθηκε την πρώτη μέρα του Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αμέσως μετά το έτος στο οποίο επιδόθηκε η ειδοποίηση λήξης.
β) Στην Eλβετία:
για οποιοδήποτε φορολογικό έτος που αρχίζει την πρώτη Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αμέσως μετά το έτος στο οποίο επιδόθηκε η ειδοποίηση λήξης.
ΣE EΠIBEBAIΩΣH TΩN ΠAPAΠANΩ, οι υπογράφοντες νόμιμα εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτό, υπόγραψαν αυτή τη Σύμβαση.
Έγινε στη Bέρνη την 16η Iουνίου 1983 σε πρωτότυπα στην ελληνική, γερμανική και αγγλική γλώσσα και κάθε κείμενο είναι εξίσου αυθεντικό, σε περίπτωση όμως αμφιβολίας υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.
Πρωτόκολλο
H Kυβέρνηση της Eλληνικής Δημοκρατίας και το Eλβετικό Oμοσπονδιακό Συμβούλιο συμφώνησαν κατά την υπογραφή της Σύμβασης μεταξύ των δύο Kρατών για την αποφυγή διπλής φορολογίας σχετικά με το φόρο εισοδήματος στις ακόλουθες διατάξεις που θα αποτελέσουν αναπόσταστο τμήμα της εν λόγω Σύμβασης.
1α. Αναφορικά με την παράγραφο 1 του Άρθρου 4 εννοείται ότι, ο όρος 'κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους' περιλαμβάνει ένα αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό ταμείο ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, και αυτό το ίδιο Συμβαλλόμενο Κράτος, μια πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή.
β. Εννοείται ότι, ως αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό ταμείο ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ενός Συμβαλλόμενου Κράτους θεωρείται οποιοδήποτε συνταξιοδοτικό ταμείο ή συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που αναγνωρίζεται και ελέγχεται σύμφωνα με τις κανονιστικές διατάξεις αυτού του Κράτους, το οποίο, σε γενικές γραμμές, απαλλάσσεται από τη φορολογία εισοδήματος σε αυτό το Κράτος και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τη διαχείριση ή την παροχή σύνταξης ή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων ή για την απόκτηση εισοδήματος προς όφελος ενός ή περισσοτέρων από αυτές τις διευθετήσεις.
(Η παράγραφος 1 του Πρωτοκόλλου, τέθηκε όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου VII του ν. 4034/2011.)
2. Σχετικά με την παράγραφο 3 του άρθρου 12, χρηματικά ποσά που λαμβάνεται ένα άτομο σαν αμοιβή για ειδικές μελέτες και έρευνες επιστημονικής, γεωλογικής και τεχνικής φύσης, για ειδικές μηχανολογικές υπηρεσίες ή για γνωμοδοτικές ή εποπτικές υπηρεσίες δε θεωρούνται ως πληρωμές για παροχή πληροφοριών σχετικά με βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία, εφόσον το άτομο αυτό ενεργεί μέσα στα συνήθη πλαίσια των δραστηριοτήτων του. Στην περίπτωση αυτή, θα ισχύουν, ανάλογα με την περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 7 και του άρθρου 14.
3. Εννοείται ότι, ο όρος «συντάξεις» όπως αυτός χρησιμοποιείται στα Άρθρα 18 & 19 αντίστοιχα, δεν καλύπτει μόνον περιοδικές πληρωμές, αλλά περιλαμβάνει και εφάπαξ πληρωμές.
(Η παράγραφος 3 του Πρωτοκόλλου, τέθηκε όπως προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου VII του ν. 4034/2011.)
4. Αναφορικά με το Άρθρο 25
α) Εννοείται ότι, η ανταλλαγή πληροφοριών θα αιτείται μόνον όταν το αιτούν Συμβαλλόμενο Κράτος έχει εξαντλήσει όλες τις τακτικές πηγές πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σύμφωνα με την εσωτερική φορολογική διαδικασία.
β) Εννοείται ότι, η διοικητική συνδρομή που προβλέπεται από το Άρθρο 25 δεν περιλαμβάνει μέτρα που στοχεύουν μόνο στην απλή συλλογή αποδεικτικών στοιχείων ('αλίευση αποδείξεων'),
γ) Εννοείται ότι, οι φορολογικές αρχές του αιτούντος Κράτους παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες στις φορολογικές αρχές του αιτηθέντος Κράτους, όταν υποβάλλεται μια αίτηση για παροχή πληροφοριών δυνάμει του Άρθρου 25 της Σύμβασης:
(i) το όνομα και τη διεύθυνση του υπό εξέταση ή έρευνα προσώπου(ων), και, αν υφίστανται, άλλα στοιχεία που διευκολύνουν την ταυτοποίηση αυτών των προσώπων, όπως η ημερομηνία γέννησης, η οικογενειακή κατάσταση, ο αριθμός φορολογικού μητρώου,
(ii) το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητούνται οι πληροφορίες,
(iii) μια δήλωση με τις ζητούμενες πληροφορίες, όπου θα περιλαμβάνεται το είδος της πληροφορίας και ο μορφότυπος με τον οποίο το αιτούν Κράτος επιθυμεί να λάβει τις πληροφορίες από το αιτηθέν Κράτος,
(iν) το φορολογικό σκοπό για τον οποίο ζητείται η πληροφορία,
(ν) το όνομα και τη διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου εικάζεται ότι είναι κάτοχος της αιτούμενης πληροφορίας,
δ) Είναι, επίσης, κατανοητό ότι, το Άρθρο 25 της Σύμβασης δεν δεσμεύει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να ανταλλάσσουν πληροφορίες σε αυτόματη ή αυθόρμητη βάση.
ε) Είναι κατανοητό ότι, σε περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών, οι διοικητικοί διαδικαστικοί κανόνες που αφορούν στα δικαιώματα των φορολογουμένων που προβλέπονται από το αιτηθέν Συμβαλλόμενο Κράτος, εξακολουθούν να εφαρμόζονται πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών στο αιτούν Συμβαλλόμενο Κράτος. Είναι, επίσης, κατανοητό ότι, αυτή η διάταξη αποσκοπεί στη διασφάλιση του φορολογούμενου σε μια δίκαιη διαδικασία και όχι στην αποφυγή ή στην αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών.
(Η παράγραφος 4 του Πρωτοκόλλου, τέθηκε όπως προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου VII του ν. 4034/2011.)
Έγινε στη Bέρνη την 16η Iουνίου 1983 σε 6 πρωτότυπα στην ελληνική, γερμανική και αγγλική γλώσσα και κάθε κείμενο είναι εξίσου αυθεντικό, σε περίπτωση όμως αμφιβολίας θα υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.
H ισχύ του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως. Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 1984