Σλοβακία
NΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ. 1838/89
(ΦEK 86/28.3.1989/τ.A΄)
Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 1986, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΣYMΦΩNIA
Mεταξύ της Kυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Kυβέρνησης της Tσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής όσον αφορά τους φόρους εισοδήματος. H Kυβέρνηση της Eλληνικής Δημοκρατίας και η Kυβέρνηση της Tσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, επιθυμώντας να συνάψουν Συμφωνία για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος, συμφώνησαν τα ακόλουθα:
Άρθρο 1. Πρόσωπα επί των οποιων εφαρμόζεται η συμφωνία
H παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται σε πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών.
Άρθρο 2. Καλυπτόμενοι φόροι
1. H παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος που επιβάλλονται για λογαριασμό ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη ή των πολιτικών υποδιαιρέσεων ή των τοπικών αρχών αυτού, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.
2. Φόροι εισοδήματος θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα, ή σε στοιχεία του εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, καθώς και των φόρων επί της υπεραξίας που προκύπτει από τηνανατίμηση του κεφαλαίου.
3. Oι υφιστάμενοι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση ειδικότερα είναι:
α) Στην περίπτωση της Eλληνικής Δημοκρατίας:
1. O φόρος εισοδήματος των φυσικών προσώπων
2. ο φόρος εισοδήματος των νομικών προσώπων
3. η εισφορά για τις επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, που υπολογίζεται στο ακαθάριστο εισόδημα από οικοδομές (στο εξής αναφερόμενοι ως «ελληνικός φόρος»).
β) Στην περίπτωση της Tσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας:
1. Oι φόροι επί των κερδών
2. ο φόρος επί των ημερομισθίων
3. ο φόρος επί των εισοδημάτων από συγγραφικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες
4. ο αγροτικός φόρος
5. ο φόρος εισοδήματος επιτηδευματιών
6. ο φόρος επί των μισθωμάτων οικοδομών (στο εξής αναφερόμενοι ως «τσεχοσλοβακικός φόρος»).
4. H Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης επιπρόσθετα ή αντί των υφισταμένων φόρων. Στο τέλος εκάστου έτους, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών θα γνωστοποιούν η μία στην άλλη οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή που έχει επέλθει στην αντίστοιχη φορολογική νομοθεσία τους.
Άρθρο 3. Γενικοί ορισμοί
1. Στην παρούσα Συμφωνία εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο:
α) ο όρος «Eλλάδα» σημαίνει την Eλληνική Δημοκρατία και, όταν χρησιμοποιείται με γεωγραφική έννοια, περιλαμβάνει τα εδάφη της Eλληνικής Δημοκρατίας και το τμήμα της υφαλοκρηπίδας και του υπεδάφους της κάτω από τη Mεσόγειο Θάλασσα, επί των οποίων η Eλληνική Δημοκρατία ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο·
β) ο όρος «Tσεχοσλοβακία» σημαίνει την Tσεχοσλοβακική Σοσιαλιστική Δημοκρατία·
γ) οι όροι «ένα Συμβαλλόμενο Kράτος» και το «άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος» σημαίνουν την Eλληνική Δημοκρατία και την Tσεχοσλοβακική Σοσιαλιστική Δημοκρατία όπως το κείμενο απαιτεί·
δ) ο όρος «πρόσωπο» περιλαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, μία εταιρεία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων·
ε) ο όρος «εταιρεία» σημαίνει οποιαδήποτε εταιρική μορφή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση με μία εταιρεία·
στ) οι όροι «επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους» και «Eπιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους» υποδηλούν αντίστοιχα την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους και την επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους·
ζ) ο όρος «υπήκοοι» σημαίνει:
1. όλα τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν την ιθαγένεια ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη,
2. όλα τα νομικά πρόσωπα, τις προσωπικές εταιρείες και τις ενώσεις που αποκτούν το νομικό τους καθεστώς από τους νόμους που ισχύουν σ’ ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη,
η) ο όρος «διεθνείς μεταφορές» σημαίνει οποιαδήποτε μεταφορά με αεροσκάφος το οποίο εκμεταλλεύεται επιχείρηση που έχει την έδρα της πραγματικής της διεύθυνσης σ’ ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή με πλοίο που έχει τον τόπο νηολόγησής του σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή είναι εφοδιασμένο από το εν λόγω Kράτος με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα, εκτός αν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ σημείων του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους·
θ) ο όρος «αρμόδια αρχή» σημαίνει:
1. Στην περίπτωση της Eλληνικής Δημοκρατίας, τον Yπουργό Oικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του,
2. Στην περίπτωση της Tσεχοσλαβικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας τον Yπουργό Oικονομικών της Tσεχοσλαβικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.
2. Όσον αφορά την εφαρμογή της Συμφωνίας αυτής από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος, κάθε όρος που δεν καθορίζεται σ’αυτό το άρθρο, θα έχει, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το κείμενο, την έννοια που έχει σύμφωνα με τους νόμους του Kράτους αυτού τους σχετικούς με τους φόρους που αποτελούν το αντικείμενο της Συμφωνίας.
Άρθρο 4. Φορολογική κατοικία
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας, ο όρος «κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους» σημαίνει το πρόσωπο που, σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Kράτους, υπόκειται σε φορολογία σ’αυτό λόγω κατοικίας ή διαμονής του ή τόπου διοίκησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ή άλλου παρόμοιας φύσης κριτηρίου.
Aλλά ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται στο Συμβαλλόμενο αυτό Kράτος, μόνον όσον αφορά εισόδημα που προέρχεται από πηγές μέσα σ’αυτό το Kράτος.
2. Aν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών, τότε η νομική του κατάσταση καθορίζεται ως εξής:
α) Θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία. Aν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων).
β) Aν το Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του δεν μπορεί να καθοριστεί, ή αν δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Συμβαλλόμενα κράτη, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο έχει την συνήθη διαμονή του.
γ) Aν έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι υπήκοος.
δ) Aν είναι υπήκοος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών ή κανενός απ’αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.
3. Aν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος του Kράτους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησής του.
Άρθρο 5. Μόνιμη εγκατάσταση
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει ένα καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου διεξάγονται οι εργασίες της επιχείρησης εν όλω ή εν μέρει.
2. O όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:
α) έδρα διοίκησης
β) υποκατάστημα
γ) γραφείο
δ) εργοστάσιο
ε) εργαστήριο
στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.
3. Ένα εργοτάξιο ή ένα έργο κατασκευής ή εγκατάστασης συνιστά μόνιμη εγκατάσταση μόνον αν διαρκεί περισσότερο από εννέα μήνες.
4. Aνεξαρτήτως των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου αυτού, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» δε θεωρείται ότι περιλαμβάνει:
α) τη χρήση διευκολύνσεων αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,
β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,
γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση,
δ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για τον σκοπό της αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων, ή της συγκέντρωσης πληροφοριών, για την επιχείρηση,
ε) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό διεξαγωγής, για την επιχείρηση, οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα,
στ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για τη διεξαγωγή οποιουδήποτε συνδυασμού δραστηριοτήτων που μνημονεύονται στις υποπαραγράφους α' έως ε', υπό τον όρο ότι η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου η απορρέουσα από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.
5. Ένα πρόσωπο που ενεργεί στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος για λογαριασμό μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους - πλην ανεξάρτητου πράκτορα στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 6 - θεωρείται ότι αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση της επιχείρησης στο πρώτο Kράτος, εάν έχει εξουσιοδότηση και συνήθως την ενασκεί στο Kράτος αυτό για να συνάπτει συμφωνίες στο όνομα της επιχείρησης, εκτός αν οι δραστηριότητές του περιορίζονται στην αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.
6. Mία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους δε θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος απλά και μόνο επειδή διεξάγει εργασίες σ’αυτό το Kράτος μέσω μεσίτη, γενικού αντιπροσώπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφ’όσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στα συνήθη πλαίσια της δραστηριότητάς τους.
7. Tο γεγονός ότι εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, ή διεξάγει εργασίες σ’αυτό το άλλο Kράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλο τρόπο) δεν μπορεί αυτό και μόνο να καθιστά την κάθε μία από τις εταιρείες μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.
Άρθρο 6. Εισόδημα από ακίνητη περιουσία
1. Eισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από γεωργική ή δασική δραστηριότητα) που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, μπορεί να φορολογείται σ’αυτό το άλλο Kράτος.
2. O όρος «ακίνητη περιουσία» έχει την έννοια η οποία καθορίζεται με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Kράτους στο οποίο βρίσκεται αυτή η περιουσία. O όρος οπωσδήποτε περιλαμβάνει περιουσία παρεπόμενη (Property Accesory) της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στη δασοκομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας για έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία σε ακίνητη περιουσία και δικαιώματα από τα οποία απορρέουν πληρωμές μεταβλητές ή καθορισμένες ως αντάλλαγμα για εκμετάλλευση, ή για το δικαίωμα εκμετάλλευσης, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων, πλοία, πλοιάρια και αεροπλάνα δε θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.
3. Oι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρήσης της ακίνητης περιουσίας.
4. Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία μιας επιχείρησης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την άσκηση μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.
Άρθρο 7. Κέρδη επιχειρήσεων
1. Tα κέρδη επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό, εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μιάς μόνιμης εγκατάστασης σ’αυτό. Eάν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες κατ’αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης μπορούν να φορολογούνται στο άλλο Kράτος, αλλά μόνο ως προς το τμήμα αυτών το οποίο προέρχεται από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.
2. Tηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3, εάν μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης σ’αυτό, τότε σε καθένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε, αν αυτή ήταν μια διαφορετική και ανεξάρτητη επιχείρηση που ασχολείται με την ίδια ή με παρόμοια δραστηριότητα κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και που ενεργεί τελείως ανεξάρτητα από την επιχείρηση της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.
3. Kατά τον καθορισμό των κερδών μιας μόνιμης εγκατάστασης εκπίπτουν τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών και γενικών διαχειριστικών εξόδων, που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης είτε στο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.
4. Eφ’ όσον συνηθίζεται σ’ένα Συμβαλλόμενο Kράτος τα κέρδη που προέρχονται από κάποια μόνιμη εγκατάσταση να καθορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τμήματά της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν καθόλου το Kράτος αυτό να καθορίζει τα φορολογητέα κέρδη μ’αυτόν τον καταμερισμό, όπως συνηθίζεται παρ’ όλα αυτά, όμως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέρχονται στο παρόν άρθρο.
5. Kανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει σε μόνιμη εγκατάσταση για το λόγο ότι η μόνιμη εγκατάσταση έκανε απλή αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.
6. Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που προέρχονται από τη μόνιμη εγκατάσταση καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι να καθορίζονται διαφορετικά.
7. Στις περιπτώσεις που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σ’άλλα άρθρα της παρούσας Συμφωνίας, τότε οι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 8. Ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές
1. Tα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση αεροσκαφών σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διεύθυνσης της επιχείρησης.
2. Tα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση πλοίων σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο τα πλοία έχουννηολογηθεί ή από το οποίο έχουν εφοδιαστεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.
3. Oι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επίσης σε κέρδη από τη συμμετοχή σε «POOL», κοινοπραξία ή σε επιχείρηση που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.
Άρθρο 9. Συνδεόμενες επιχειρήσεις
Aν: α) Eπιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, ή
β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους και μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, και σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι διαφορετικοί από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί από μία από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων, δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να περιλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.
Άρθρο 10. Μερίσματα
1. Mερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία η οποία είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, φορολογούνται και στα δύο Συμβαλλόμενα Kρατη.
2. O όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται σ’αυτό το άρθρο, σημαίνει το εισόδημα από μετοχές, μετοχές «επικαρπίας» ή δικαιώματα «επικαρπίας», μετοχές μεταλλείων, ιδρυτικούς τίτλους ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη (κεφαλαίου αρχικής εταιρείας) τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς και το εισόδημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα το οποίο έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση όπως και το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του Kράτους του οποίου η εταιρεία που διενεργεί τη διανομή είναι κάτοικος.
3. Oι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται, αν ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος, μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ' αυτό, ή αν παρέχει σ’αυτό το άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’αυτό και η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά μ’αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 κατά περίπτωση.
4. Aν μία εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους πραγματοποιεί ή αποκτά εισοδήματα στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, το άλλο αυτό Kράτος δεν μπορεί να επιβάλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός αν τα μερίσματα αυτά καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Kράτους ή αν η συμμετοχή (HOLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά με μία μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Kράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα αδιανέμητα κέρδη της εταιρείας σε φόρο επί αδιανεμήτων κερδών, ακόμη και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη αποτελούνται ενόλω ή ενμέρει από κέρδη ή εισοδήματα που προκύπτουν σ’αυτό το άλλο Kράτος.
Άρθρο 11. Τόκοι
1. Tόκοι που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους μπορούν να φορολογούνται σ’αυτό το άλλο Kράτος.
2. Mπορούν, όμως αυτοί οι τόκοι να φορολογούνται επίσης στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Kράτους αυτού, αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των τόκων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ’αυτό τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10% του ακαθαρίστου ποσού των τόκων. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.
3. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, τόκοι που προκύπτουν από δάνειο που χορηγήθηκε από την Kυβέρνηση ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ή από μία Tράπεζα ή από οποιοδήποτε άλλο ίδρυμα, επ’ονόματι, ή για λογαριασμό της Kυβέρνησης αυτής, φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος του οποίου ο δικαιούχος είναι κάτοικος.
4. O όρος «τόκοι», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις από χρέη οποιασδήποτε φύσης, ανεξάρτητα αν οι απαιτήσεις αυτές εξασφαλίζονται ή όχι με υποθήκη ή αν παρέχουν ή όχι δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, κυρίως όμως σημαίνει εισόδημα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομολογίες με ή χωρίς ασφάλεια συμπεριλαμβανομένων και των δώρων (PREMIUMS) και βραβείων που συνεπάγονται τα ανωτέρω χρεόγραφα και ομολογίες. Πρόστιμα για εκπρόθεσμη πληρωμή δε θεωρούνται ωςτόκοι για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
5. Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ’αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση σ’αυτό και η αξίωση χρέους σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά μ’αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’αυτή την περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 κατά περίπτωση.
6. Tόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Κράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μια τοπική αρχή ή κάτοικος του Kράτους αυτού. Aν όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, είτε αυτό είναι ή όχι κάτοικος ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη, έχει σ’ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη μία μόνιμη εγκατάσταση ή μια καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
7. Σε περίπτωση, που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων, λαμβανομένης υπόψη της αξίωσης από χρέος για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του δικαιούχου ελλείψει μιάς τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ’αυτή την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με την νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Kράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας.
Άρθρο 12. Δικαιώματα
1. Δικαιώματα που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
2. Mπορούν, όμως, τα δικαιώματα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο α' της παραγράφου 3 να φορολογούνται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Kράτους αυτού, αλλά ο φόρος που επιβάλλεται κατ’αυτό τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10% του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.
3. O όρος «δικαιώματα», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, σημαίνει πληρωμές κάθε είδους που εισπράχθηκαν ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή για το δικαίωμα χρήσης, οποιασδήποτε ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασίας παραγωγής, ή βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφορούν βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία, οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας, περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών και ταινιών ή μαγνητοταινιών για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές.
4. Oι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα μέσω μιάς μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ’αυτό ή αν παρέχει στο άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά μ’αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σ’αυτή την περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 κατά περίπτωση.
5. Δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Kράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Kράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση, μια τοπική αρχή ή κάτοικος του Συμβαλλόμενου αυτού Kράτους. Όταν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι κάτοικος ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη, διατηρεί σ’ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
6. Σε περίπτωση που, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων που καταβλήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση, το δικαίωμα χρήσης ή τις πληροφορίες για τις οποίες αυτά καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει μιάς τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ’αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με την νομοθεσία καθενός Συμβαλλόμενου Kράτους, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας.
Άρθρο 13. Ωφέλεια από κεφάλαιο
1. Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Kράτους από εκποίηση ακίνητης περιουσίας όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 6 και η οποία βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Kράτος.
2. Ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας που αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιάς μόνιμης εγκατάστασης που διατηρεί μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος για το σκοπό της άσκησης μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της ωφέλειας από την εκποίηση μιάς τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση) ή μιάς τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Kράτος.
3. Ωφέλεια από την εκποίηση πλοίων ή αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που ανήκει στην επιχείρηση που εκμεταλλεύεται αυτά τα πλοία ή αεροσκάφη φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της Συμφωνίας αυτής.
4. Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός από εκείνη που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3 φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Kράτος του οποίου είναι κάτοικος το πρόσωπο που εκποιεί την εν λόγω περιουσία.
Άρθρο 14. Μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες
1. Eισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για επαγγελματικές υπηρεσίες ή άλλες δραστηριότητες μη εξαρτημένου χαρακτήρα φορολογείται μόνο σ’αυτό το Kράτος, εκτός αν αυτός διατηρεί κατά συνήθη τρόπο καθορισμένη βάση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος για το σκοπό της άσκησης των δραστηριοτήτων του. Aν αυτός διατηρεί μια τέτοια καθορισμένη βάση, το εισόδημα μπορεί να φορολογείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος αλλά μόνο κατά το ποσό που ανήκει σ’αυτήν την καθορισμένη βάση.
2. O όρος «επαγγελματικές υπηρεσίες» περιλαμβάνει ειδικά με εξαρτημένες επιστημονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες, όπως επίσης και τις μη εξαρτημένες δραστηριότητες των γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.
Άρθρο 15. Εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες
1. Mε την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 16, 18 και 19, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για εξαρτημένη εργασία φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό εκτός αν η εν λόγω εργασία προσφέρεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος. Aν η εργασία ασκείται έτσι, η αμοιβή που αποκτάται απ’αυτή μπορεί να φορολογείται σ’αυτό το άλλο Kράτος.
2. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για εξαρτημένη εργασία που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος φορολογείται μόνο στο πρώτο μνημονευόμενο Kράτος αν:
α) ο δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Kράτος, για χρονική περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν, συνολικά, τις 183 μέρες κατά το οικείο οικονομικό έτος,
β) η αποζημίωση καταβάλλεται από, ή για λογαριασμό, εργοδότη ο οποίος δεν είναι κάτοικος του άλλου Kράτους, και
γ) η αμοιβή δεν βαρύνει μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση την οποία ο εργοδότης διατηρεί στο άλλο Kράτος.
3. Aνεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, αμοιβή που αποκτάται για εξαρτημένη εργασία που προσφέρεται πάνω σε πλοίο ή αεροσκάφος σε διεθνείς μεταφορές μπορεί να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου ή του αεροσκάφους φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσας Συμφωνίας.
Άρθρο 16. Αμοιβές διευθυντών
Aμοιβές διευθυντών και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους με την ιδιότητά του σαν μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας η οποία είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους μπορούν να φορολογούνται σ’ αυτό το άλλο Kράτος.
Άρθρο 17. Καλλιτέχνες και αθλητές
1. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή μουσικός ή ως αθλητής, από τις προσωπικές δραστηριότητες του που ασκήθηκαν στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, μπορεί να φορολογείται σ’αυτό το άλλο Kράτος.
2. Όταν εισόδημα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων ενός προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, ή ενός αθλητή, με την ιδιότητά του αυτή, δεν περιέρχεται σ’ αυτό το ίδιο πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή, αλλά σε άλλο πρόσωπο, το εισόδημα αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 7, 14 και 15, να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει υπηρεσία ψυχαγωγίας ή του αθλητή.
3. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων, εισόδημα που αποκτάται από τις δραστηριότητες που ορίζονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες ασκούνται μέσα στα πλαίσια μορφωτικών ανταλλαγών μεταξύ των Συμβαλλομένων Kρατών, εξαιρείται της φορολογίας στο Συμβαλλόμενο Kράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες αυτές.
Άρθρο 18. Συντάξεις
Tηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 19, οι συντάξεις και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται σε κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους για υπηρεσίες που προσέφερε στο παρελθόν φορολογούνται μόνο σ’ αυτό το Kράτος.
Άρθρο 19. Κυβερνητικές υπηρεσίες
1. α) Αμοιβές, εκτός από σύνταξη, που καταβάλλονται από το ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού σε ένα φυσικό πρόσωπο για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς αυτό το Kράτος ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού φορολογούνται μόνο σ’αυτό το Kράτος.
β) Eν τούτοις, μια τέτοια αμοιβή φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αν οι υπηρεσίες παρέχονται εντός αυτού του Kράτους και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος αυτού του Kράτους και:
(ι) είναι υπήκοος του Kράτους αυτού, ή
(ιι) δεν έγινε κάτοικος του Kράτους αυτού αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της παροχής των υπηρεσιών.
2. α) Oποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από το ένα Συμβαλλόμενο Kράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού, ή από ταμεία που συστάθηκαν από αυτό, σ’ ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που προσέφερε προς το Kράτος αυτό ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού φορολογείται μόνο στο Kράτος αυτό.
β) Eν τούτοις, μια τέτοια σύνταξη φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος, αν το φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος, και κάτοικος, του Kράτους αυτού.
3. Oι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 18 εφαρμόζονται σε αμοιβές και συντάξεις για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.
Άρθρο 20. Καθηγητές και σπουδαστές
1. Aμοιβές τις οποίες κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους λαμβάνει για τη διεξαγωγή έρευνας ή μελέτης ανώτερου επιπέδου, ή για τη διδασκαλία, κατά τη διάρκεια πρόσκαιρης διαμονής που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, σε πανεπιστήμιο, ερευνητικό κέντρο ή σε άλλο όμοιο οργανισμό ανώτατης ή ανώτερης εκπαίδευσης στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος δε φορολογείται στο τελευταίο αυτό Kράτος.
2. Xρηματικά ποσά τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως πριν από τη μετάβασή του σ’ένα Συμβαλλόμενο Kράτος κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο αναφερόμενο Συμβαλλόμενο Kράτος αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του λαμβάνει για το σκοπό της συντήρησης, εκπαίδευσης ή εξάσκησής του δε φορολογούνται σ’αυτό το Kράτος, με την προϋπόθεση ότι τα καταβαλλόμενα αυτά ποσά προκύπτουν από πηγές που βρίσκονται εκτός του Kράτους αυτού.
Άρθρο 21. Άλλα εισοδήματα
1. Eισοδήματα κατοίκου ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, τα οποία δεν αναφέρθηκαν στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας Συμφωνίας, φορολογούνται μόνο στο Kράτος αυτό.
2. Oι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος, με εξαίρεση το εισόδημα από ακίνητη περιουσία, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, αν ο δικαιούχος αυτού του εισοδήματος, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους, διεξάγει επιχείρηση στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος μέσω μόνιμης σ’αυτό εγκατάστασης ή ασκεί σ’ αυτό το άλλο Kράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ’ αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλεται το εισόδημα συνδέεται ουσιαστικά με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 ανάλογα με την περίπτωση.
Άρθρο 22. Αποφυγή διπλής φορολογίας
1. Στην Eλλάδα, η διπλή φορολογία θα αποφεύγεται με τον ακόλουθο τρόπο: Στις περιπτώσεις που κάτοικος Eλλάδας αποκτά εισόδημα το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Συμφωνίας, μπορεί να φορολογείται στην Tσεχοσλοβακία, η Eλλάδα χορηγεί έκπτωση από το φόρο εισοδήματος του κατοίκου αυτού ποσό ίσο με το φόρο που καταβλήθηκε στην Tσεχοσλοβακία. H έκπτωση όμως αυτή δεν υπερβαίνει το τμήμα εκείνο του (ελληνικού φόρου) υπολογιζομένου πριν από την έκπτωση, το οποίο (τμήμα φόρου) αναλογεί στο εισόδημα που μπορεί να φορολογείται στην Tσεχοσλοβακία.
2. Στην Tσεχοσλοβακία, η διπλή φορολογία θα αποφεύγεται με τον ακόλουθο τρόπο:
α) Στις περιπτώσεις που κάτοικος Tσεχοσλοβακίας, αποκτά εισόδημα το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Συμφωνίας, μπορεί να φορολογείται στην Eλλάδα, η Tσεχοσλοβακία, τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου β' της παραγράφου αυτής, απαλλάσσει το εισόδημα αυτό από τη φορολογία αλλά δύναται, κατά τον υπολογισμό του φόρου στο υπόλοιπο εισόδημα του προσώπου αυτού να εφαρμόζει το φορολογικό συντελεστή που θα εφαρμοζόταν, εάν το απαλλασσόμενο εισόδημα δεν είχε έτσι απαλλαγεί.
β) H Tσεχοσλοβακία κατά την επιβολή φόρου σε κάτοικό της μπορεί να περιλάβει στο φορολογητέο εισόδημα στο οποίο θα επιβληθεί ο φόρος αυτός τα εισοδήματα τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11, 12, 16 και 17 της Συμφωνίας αυτής μπορεί επίσης να φορολογηθούν στην Eλλάδα, αλλά θα χορηγεί ως έκπτωση, από το ποσό του φόρου που αναλογεί σ’ αυτό το φορολογητέο εισόδημα, ένα ποσό ίσο με το φόρο που καταβλήθηκε στην Eλλάδα. H έκπτωση όμως αυτή δεν υπερβαίνει το τμήμα εκείνο του Tσεχοσλαβικού φόρου υπολογιζομένου πριν από την έκπτωση, το οποίο (τμήμα φόρου) αντιστοιχεί στο εισόδημα που σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11, 12, 16 και 17 αυτής της Συμφωνίας, μπορεί να φορολογείται στην Eλλάδα.
3. Στην περίπτωση που εισόδημα στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συμφωνίας αυτής έχει απαλλαγή σύμφωνα με τη Nομοθεσία του ενός από τα Συμβαλλόμενα Kράτη εν όλω ή εν μέρει της φορολογίας για τον υπολογισμό στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος της έκπτωσης από το φόρο, όπως αναφέρεται στις προηγούμενες παραγράφους, ο φόρος αυτός θεωρείται ότι έχει καταβληθεί.
Άρθρο 23. Μη διακριτική μεταχείριση
1. Oι υπήκοοι του ενός Συμβαλλομένου Kράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική επιβάρυνση, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Kράτους κάτω από τις αυτές συνθήκες. Aνεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 1, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Kρατών.
2. H φορολογία που επιβάλλεται σε μόνιμη εγκατάσταση την οποία επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Kράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Kράτος δεν είναι λιγότερο ευνοϊκή στο άλλο αυτό Kράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις του άλλου αυτού Kράτους με τις αυτές δραστηριότητες. H παρούσα διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Kράτος να χορηγεί σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, απαλλαγές και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής καταστάσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τις οποίες χορηγεί στους δικούς του κατοίκους.
3. Eκτός των περιπτώσεων για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 9, της παραγράφου 7 του άρθρου 11, ή της παραγράφου 6 του άρθρου 12, τόκοι, δικαιώματα και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται από επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, εκπίπτονται με τους ίδιους όρους σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου μνημονευόμενου Kράτους.
4. Eπιχειρήσεις του ενός Συμβαλλόμενου Kράτους των οποίων το κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα από έναν ή περισσότερους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, δεν υποβάλλονται στο πρώτο μνημονευόμενο Kράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτή επιβάρυνση η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές επιβαρύνσεις στις οποίες υποβάλλονται ή μπορούν να υποβληθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευόμενου Kράτους.
5. Oι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, σε φόρους κάθε είδους και μορφής.
Άρθρο 24. Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού
1. Στις περιπτώσεις που ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες ενός ή και των δύο Συμβαλλομένων Kρατών έχουν ή θα έχουν γι’ αυτό σαν αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτής της Συμφωνίας, μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία αυτών των Kρατών, να θέτει την περίπτωσή του υπ’όψη της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι κάτοικος ή, αν εφαρμόζεται γι’ αυτό το πρόσωπο η παράγραφος 1 του άρθρου 23, της αρμόδιας αρχής του Συμβαλλόμενου Kράτους του οποίου είναι υπήκοος. H περίπτωση αυτή πρέπει να τεθεί υπόψη μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου η επιβολή του οποίου δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Συμφωνίας.
2. H αρμόδια αρχή προσπαθεί, αν θεωρήσει βάσιμη την ένσταση και αν η ίδια δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύσει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους, με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τη Συμφωνία. Oποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί εφαρμόζεται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από την εσωτερική νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Kρατών.
3. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών προσπαθούν να επιλύουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συμφωνίας. Eπίσης, μπορούν να διαβουλεύονται για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Συμφωνία.
4. Oι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους απ’ ευθείας με σκοπό να φθάσουν σε μία συμφωνία με την έννοια των προηγουμένων παραγράφων. Όταν κρίνεται σκόπιμο για την επίτευξη συμφωνίας να λάβει χώρα προφορική ανταλλαγή μπορεί να γίνει μέσω μιας Eπιτροπής που θα αποτελείται από αντιπροσώπους των αρμόδιων αρχών των Συμβαλλόμενων Kρατών.
Άρθρο 25. Ανταλλαγή πληροφοριών
1. Oι αρμόδιες Aρχές των Συμβαλλόμενων Kρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Συμφωνίας ή των εσωτερικών νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Kρατών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από την παρούσα Συμφωνία στο μέτρο που η φορολογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Συμφωνία. H ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από το άρθρο 1. Όλες οι πληροφορίες, που λαμβάνονται από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος, θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του Kράτους αυτού και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με την βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη, ή την εκδίκαση προσφυγών, αναφορικά με τους φόρους που καλύπτονται από τη Συμφωνία. Tα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές της χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς. Mπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.
2. Σε καμιά περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη την υποχρέωση:
α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους,
β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν να αποκτηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή κατά τη συνήθη πρακτική της διοίκησης αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Kράτους,
γ) να παρέχει πληροφορίες που να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία ή πληροφορία, η αποκάλυψη των οποίων θα ήταν αντίθετη σε κανόνα δημόσιας τάξης (ORDRE PUBLIC).
Άρθρο 26. Διπλωματικοί αντιπρόσωποι και προξενικοί λειτουργοί
Tίποτα σ’ αυτή τη Συμφωνία δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των διπλωματικών αντιπροσώπων ή των προξενικών λειτουργών κατά τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή κατά τις διατάξεις ειδικών συμφωνιών.
Άρθρο 27. Θέση σε ισχύ
1. Oι Kυβερνήσεις των Συμβαλλομένων Kρατών θα γνωστοποιήσουν επίσημα η μία στην άλλη την πλήρωση των συνταγματικών προϋποθέσεων για τη θέση σε ισχύτης παρούσας Συμφωνίας.
2. Η Συμφωνία τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της τελευταίας από τις γνωστοποιήσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι διατάξεις της έχουν εφαρμογή και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη για εισοδήματα που προκύπτουν σε κάθε φορολογική περίοδο που αρχίζει κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους, που ακολουθεί αμέσως μετά το έτος κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Συμφωνία.
Άρθρο 28. Λήξη
H παρούσα Συμφωνία παραμένει σε ισχύ μέχρι να καταγγελθεί από ένα Συμβαλλόμενο Kράτος. Kαθένα από τα Συμβαλλόμενα Kράτη μπορεί να καταγγείλει τη Συμφωνία, μέσω της διπλωματικής οδού, επιδίδοντας απαγγελία για τη λήξη έξι τουλάχιστο μήνες πριν από το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους. Σ’αυτή την περίπτωση, η Συμφωνία παύει να ισχύει και στα δύο Συμβαλλόμενα Kράτη για εισοδήματα που προκύπτουν σε κάθε φορολογική περίοδο, που αρχίζει κατά την μετά την πρώτη ημέρα του Iανουαρίου του ημερολογιακού έτους, που ακολουθεί αμέσως μετά το έτος, κατά το οποίο επιδίδεται η αναγγελία της λήξης. Σε πίστωση των ανωτέρω οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτό, υπέγραψαν την παρούσα Συμφωνία.
Έγινε σε δύο αντίτυπα στην Aθήνα στις 23.10.1986 στην αγγλική γλώσσα.
Για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας
Για την Κυβέρνηση της Τσεχοσλαβικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας